TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Χλωρίδα Μεγάλης Κάψης

Από την άγρια χλωρίδα του χωριού μου,
της  Μεγάλης  Κάψης  Φθιώτιδας
[του Νίκου Παπαδιονυσίου, ΜΜΜ/ΕΜΠ] 
1.   Η κουτσουπιά
Ψάχνοντας πριν καιρό για φωτογραφίες με χιόνια απ’ το χωριό όπου γεννήθηκα, σταμάτησα σε μια απ’ αυτές τις λίγες που μου έχουν απομείνει.
Οι μνήμες άρχισαν τότε να πέφτουν γρήγορα η μια πίσω απ’ την άλλη κάνοντας θόρυβο, σαν μεταλλικές μάρκες όταν κερδίσει κάποιος στον κουλοχέρη, σαν για να τις προσέξω. Τις μάζεψα λοιπόν πριν τις ξεχάσω κι έγραψα το παρακάτω:
2000(;), σε Χριστουγεννιάτικη εκδρομή στην ορεινή Φθιώτιδα- Ευρυτανία με φίλους πρωτευουσιάνους, το χιόνι μας έπιασε στην Μακρακώμη. Φθάνοντας Αη Γιώργη και στην αδελφή Μεσαία Κάψη, στον ξενώνα της που θα μέναμε χρησιμοποιώντας τον για βάση, τα πάντα ήσαν σκεπασμένα. Δεν το κουνήσαμε ρούπι που λένε, απόγευμα απ’ το τζάκι της Λεμονιάς και το χάνι του Πανέτσου!. Φανταζόμουν τι θα γινόταν στο χωριό μέχρι να φθάσουν εκχιονιστικά!
Την άλλη 11:00, μετά ξενάγηση και τα καθιερωμένα προς τους απελθόντες στην Παναγία, ανεβήκαμε Κάψη, πρώτη πάντα εκδρομική στάση μου με φίλους. Ερημιά!. Μόνιμοι κάτοικοι και όσοι τυχόν από ντόπιους εκδρομείς, κλεισμένοι στα ζεστά.
Ξενάγηση στην Αγία Τριάδα, όπου ειδοποιήθηκε κι έσπευσε να μας ανοίξει καλοσυνάτος ο επίτροπος Λουκάς Τσιρώνης ή η Ελένη Ζιγούρη, πρόσωπα αγαπημένα μου από παιδί. Σύντομη η παραμονή μας στο χοροστάσι, στην πλατεία του χωριού μας, για να θαυμάσουν οι φίλοι το τριγύρω χιονισμένο τοπίο και  ειδικά τους δυο αιωνόβιους πλατάνους  μας.
Παρόλο ο δρόμος φαινόταν ανοικτός, εγκατέλειψα κάθε σκέψη προς Λιβαδάκι και Λελούδα ή άλλα χωριά.
Πριν τους δείξω το χωριό μας που κάποιοι φίλοι «Κάψα» το ανέβαζαν, «Κάψα» το κατέβαζαν πειράζοντάς με, αράξαμε στη ζεστασιά της ξυλόσομπας του Ξαγάρα και το πόντσι της Μαρίκας.
Σκέφτηκα τότε να φωτογραφηθώ στην απέναντι κουτσουπιά που από παιδάκι αγαπούσα συνδέοντάς την άθελα με διάφορα στο χωριό. Με κλίσεις με το παλιό καμπανάκι της για συνάθροιση των χωριανών για επείγουσες ανακοινώσεις απ’ την Κοινότητα, για συναγερμούς πυρκαγιάς (θυμάμαι δυο τέτοιους), για σταθμό συγκέντρωσης για πιθανή εκκένωση ή άλλο τι επείγον, με σημείο συνάντησης για εκκίνηση για βόλτες, στάση για ατέρμονες συζητήσεις, καυγάδες κάποτε, σαν παρατηρητήριο του Κάτω Μαχαλά, σημερινό σημείο φωτογράφησής του.
Οι ρίζες της είναι ποτισμένες από το αίμα της αθροιστικής σφαγής δεκάδων αμνοεριφίων από τους Γιώργο Παπαγιάννη (Κατσιακογιώργο) ειδικά, αλλά κι από τον Γιώργο Ξαγάρα και κάποτε από τον Μήτσο Διπλάρη (Διπλαρομήτσο). Απ’ τα κλαδιά της κρέμονταν στην συνέχεια για «φούσκωμα» (εμφανίζεται ζωντανή μπροστά μου η εικόνα του Κατσιακογιώργου με μάγουλα φουσκωμένα, μάτια γουρλωμένα, να φυσά να φουσκώσει το δέρμα κάποιου αρνιού απ’ το πόδι, αφού μ’ ένα κλαράκι είχε διαπεράσει την διεπιφάνεια μεταξύ δέρματος και ψαχνού), εκδορά, άνοιγμα, καθαρισμό και τεμαχισμό. Δίπλα άδειαζαν τα στομάχια στη κατηφοριά. Ετοίμαζαν μετά τα κοκορέτσια για άμεσο επί τόπου ψήσιμο σπάζοντάς μας τη μύτη.
Πιτσιρικάδες παρακολουθούσαμε με φρίκη και θαυμασμό μαθαίνοντας.
Την κουτσουπιά αυτή θεωρώ ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα δείγματα άγριας χλωρίδας του χωριού μας που συνδέονται με την καθημερινή του ζωή μαζί με τα δυο της αιωνόβια πλατάνια, τον δένδρο της Παναγιάς, κάποιες κρανιές απέναντι απ’ το τότε Ακριβέικο, ερειπιώνα σήμερα, απ’ τις οποίες είχα και έχω την εντύπωση ότι όλα τα παιδιά του χωριού διαλέγαμε και κόβαμε φούρκες για τις σφεντόνες μας. Εξαιρώ τα ελάτια, τις αγριοκαστανιές μας, τα κέδρα μας.
Μετά μια κακή φωτογράφηση (η κουτσουπιά ήταν το θέμα και το πίσω της χιονισμένο χωριό, όχι το πρόσωπο), γύρισα στου Ξαγάρα, που έχοντας αγκαλιά τη ξυλόσομπα, μεταποιημένο παλιό θερμοσίφωνο,  αγόρευε στους φίλους μου, να τους μαζέψω πριν και τους σουρώσει με τα πόντσια της Μαρίκας και δεν ξεκολλήσουμε.
Την φωτογράφησα ξανά Αύγουστο 2012.
 
 2. Τ΄ αδέλφια πλατάνια μας
Απ’ όλα τα πλατάνια του χωριού μας που βρίσκονται σε κάθε του γωνιά, δίπλα στα νερά ή την απλή υγρασία, σε κεντρικά σημεία ή στην ερημιά, στον ήλιο ή την σκιά, ψιλόκορμα που ψάχνουν ήλιο ή χοντρόκορμα, δυο είναι τ΄ αγαπημένα μου. Είναι αυτά στο χοροστάσι της Αγίας Τριάδας και το πάνω απ΄ την εκκλησιά, στο δρόμο. Σίγουρα είναι αδέλφια τα δυο τους. Και η αγάπη μου αυτή, όχι μόνο γιατί είναι αιωνόβια, πανέμορφα και τεράστια…
Πιθανολογώ ότι όταν δημιουργήθηκε η Μεγάλη Κάψη μετά την πυρπόληση των Μεταξάδων, τα δυο αυτά πλατάνια ήδη υπήρχαν αρκετά μεγάλα και ζωηρά. Έτσι, σηματοδότησαν το κέντρο του χωριού που με τον καιρό απλώθηκε πιο πέρα και στο Κάτω Μαχαλά με νέα σπίτια δίπλα στα μονοπάτια για τα κοντινά χωριά και τ΄ αδελφά Κάψια, μαζί με τις συγκεντρωμένες πηγές περιφερειακά στην πρώτη ελάσσονα περιοχή και ειδικά για τη θέση του χώρου με θέα παντού στα χαμηλά και πέρασμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Μαζί, στην άκρη, η εκκλησιά της Παναγιάς με το νεκροταφείο…
Από πάνω και ψηλά ο ένας πλάτανος, κι΄ από κοντά κι΄ ο κάτω, αυτός  του χοροστασιού, υπήρξαν θεατές όλων των ιστορικών γεγονότων του χωριού μας.
Παρακολούθησαν να χτίζεται η Αγία Τριάδα, είδαν τα πρόσωπα ντόπιων και επισκεπτών να μπαινοβγαίνουν για τις Κυριακάτικες η γιορτινές λειτουργίες κι΄ Εσπερινούς, την τέλεση των Θείων τους Μυστηρίων. Κάτω απ΄ την δροσερή σκιά τους το καλοκαίρι και τον φιλόξενο χώρο ανάμεσά τους, στο χοροστάσι της εκκλησιάς, ατέλειωτες οι συγκεντρώσεις των χωριανών και επισκεπτών για τα πανηγύρια τους, τις φιλικές τους συζητήσεις, τις συνελεύσεις τους.  
Χιλιάδες οι περαστικοί μπρος τους προς όλες τις κατευθύνσεις, από κλέφτες και αρματολούς, ληστές, πραματευτάδες και τεχνίτες, αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου και στρατιώτες, μέχρι το καθημερινό πέρασμα των χωριανών με τα ζωντανά τους για τον κόπο της ημέρας στα γιούρτια, των γυναικών φορτωμένων στον ώμο ή ζωσμένες στην πλάτη με την βαρέλα για νερό, ζωντανών που οδηγούνταν για πότισμα στις κούπες.
Αργότερα, παιδιά χωριανών και παραθεριστών έπαιζαν στο χοροστάσι αξέχαστα παιδικά καλοκαιρινά παιχνίδια πριν το «κέντρο» του χωριού μεταφερθεί σταδιακά στην πλατεία Καλαντζή. «Σβαρνούσαν» στην κατηφόρα από το χοροστάσι για πηγή Σβαρνή, έπαιζαν κυνηγητό, κρυφτό, «κλέφτες κι΄ αστυνόμους», ακόμα και πετροπόλεμο θυμάμαι μια- δυο φορές στα δικά μου παιδικά χρόνια. 
Κούνιες για παιδιά δένονταν στον πάνω πλάτανο. Καθώς μάλιστα δεν είχε παραχωθεί ο κορμός του με την ισοπέδωση του χώρου του στο επίπεδο του δρόμου που ελάττωσε το ύψος του πολλά μέτρα και κάτωθί του προς χοροστάσι υπήρχε μεγάλο κενό, τα παιδιά που έκαναν κούνια αισθάνονταν ότι κυριολεκτικά πετούσαν!..
Ο πάνω πλάτανος υπήρξε κάτι παραπάνω για μένα προσωπικά.
Καθώς γεννιόμουν μισοπεθαμένο, στο σιδερόφρακτο παραθύρι του μπροστινού δωματίου του παλιού Υφαντέικου, η Περακαψιώτισα μαμή με κράτησε ανάποδα πάνω από αναμμένα φύλλα παλιάς, άγνωστης σήμερα συνταγής, μέχρις που ανάπνευσα, η εικόνα του πρέπει να ήταν το πρώτο πράγμα που φαίνεται πως αντίκρισα ζώντας καθώς δέσποζε στον έξω χώρο..
Σ΄ αυτόν τον πάνω πλάτανο, χιλιάδες τα χελιδόνια μαζεύονταν φθινόπωρο για φευγιό. Καθισμένος παιδί στο τότε παλιό μπαλκονάκι, τα μελετούσα που μαζεύονταν να ταξιδέψουν ομαδικά αποδημώντας για ζεστά κλίματα. Κελαηδώντας μ’ εκνευρισμό αναμονής, περίμεναν και άλλα που κατέφθαναν, μέχρις που κάποιο, σαν αρχηγός που φαινόταν να τα μετρούσε, έδινε το σύνθημα της αναχώρησης βρίσκοντας τον αριθμό τους αρκετό. Αμέσως ο πλάτανος άδειαζε ενώ σε λίγο νέες αφίξεις σημειώνονταν για δημιουργία νέας ομάδας..
Στενοχωριόμουν καθώς τα έβλεπα παιδί. Μου θύμιζαν το τέλος του καλοκαιριού, την αναχώρησή μου για Πειραιά που πλησίαζε. Τα σχολεία άνοιγαν.
Χορεύοντας στο πανηγύρι του χωριού κάτω και δίπλα στον πλάτανο, στο χοροστάσι
……………………………………………………………………
  1. Πλάτανος: Ίδια η αρχαιοελληνική του ονομασία.
  2. Ένας πλάτανος, με τεράστιο κορμό, δεσπόζει στη Κω, κοντά στο κάστρο της Νεραντζιάς και στην αρχαία αγορά. Ο θρύλος λέει, ότι είναι απόγονος αυτού που στη σκιά του, ο Ιπποκράτης δίδασκε ιατρική.
          Τώρα, μετά 2500 χρόνια, ερευνητές στις ΗΠΑ του πρότζεκτ DNA Barcode of Life, για τη δημιουργία βάσης δεδομένων με barcodes (γραμμωτούς κώδικες) DNA κάθε είδους στη Γη, επέλεξαν έναν κλώνο του απογόνου του Πλάτανου του Ιπποκράτη, για να παραγάγουν το πρότυπο DNA barcode του συγκεκριμένου είδους δέντρου, αυτό του Platanus orientalis. Η ταυτοποίηση έγινε στα Εργαστήρια Αναλυτικής Βιολογίας του Smithsonian.
          Χρησιμοποίησαν τον κλώνο του πλάτανου της Κω που βρισκόταν στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ιατρικής στην Ουάσιγκτον, που δημιουργήθηκε από μόσχευμα που δώρισε η Ελλάδα το 1961 στο Εθνικό Ίδρυμα Υγείας των ΗΠΑ. Ο κλώνος φυτεύτηκε, όταν άνοιξε το κτήριο της Βιβλιοθήκης.
          Μοσχεύματα από τον πλάτανο της Κω, το δέντρο-απόγονο του Πλάτανου του Ιπποκράτη, ηλικίας 500 ετών, έχουν δοθεί ως δώρα και σε άλλα κορυφαία ιατρικά ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο.

3. Ο « δέντρος» της Παναγιάς...
Ένα απ’ τα αξιοθέατα του χωριού μας και σπάνιο δείγμα της θαυμαστής του άγριας χλωρίδας είναι ο «δέντρος» της Παναγίας, πιθανέστατα ο παλιότερος της δυτικής ορεινής Φθιώτιδας που βρίσκεται στο νεκροταφείο του χωριού, με την εκκλησιά της Παναγιάς του 1693, την αρχαιότερη της Δ. Φθιώτιδας…
Η ονομασία του δέντρου (δένδρον ή δένδρεον) προέρχεται πιθανέστατα από τη λέξη δρυς, βελανιδιά, από την οποία προέρχεται και το αγγλικό tree. Τη λέξη δρυς χρησιμοποιούσε κι ο Όμηρος, για να ονομάσει όλα τα δένδρα, παρόλο που οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς εννοούσαν τις λέξεις δένδρα και δένδρεα, όπως εννοούμε εμείς σήμερα τη λέξη δέντρο.
Οι Σαρακατσάνοι, οι μόνοι Έλληνες με πλούσιο ομηρικό λεξιλόγιο λόγω της Ομηρικής καταγωγής τους, αποκαλούν δένδρα τις βελανιδιές, όλα τα υπόλοιπα κλαριά, όπως και στη δική μας αρχέγονη ντοπιολαλιά που λίγοι σήμερα κατανοούν και λιγότεροι ομιλούν. Μια απ’ τις λέξεις που έμειναν και δηλώνει την κατοίκηση της περιοχής μας και την συμμετοχή των Σαρακατσάνων στη καταγωγή μας. Δένδρο όμως ονομάζει κι` ο Όμηρος τη βελανιδιά (δρυ) αλλά και σε άλλους στίχους αποκαλεί δένδρα τα δένδρα. (ΙΛΙΑΔΑ Μ 131-134 και Λ 86-89).
Κάποιοι αρχαίοι έλεγαν δένδρα μόνον όσα παρήγαν βρώσιμους καρπούς, ενώ με την λέξη ύλη, χαρακτήριζαν τα δέντρα που ήσαν χρήσιμα αποκλειστικά για την ξυλεία τους…

Σχόλιο φίλου μου Πηλιορείτη Πολιτικού Μηχανικού που διάβασε το παρόν και με συμπληρώνει:

«Κι εμείς λέμε "δέντρο" τη βελανιδιά (δρύς)* που χάνει τα φύλλα της το χειμώνα, σε αντίθεση με την αριά, (δρύς η σμίλαξ) πού είναι αειθαλής, αφού κρατάει το φύλλωμά της και το χειμώνα.
Όσο για την ύλη που γράφεις ότι έτσι ονομάζει ο Όμηρος τα δέντρα ξυλείας, το ωραίον είναι ότι ο ίδιος Όμηρος αποκαλεί το Πήλιο υλήεν !!!»

ΥΓ * Πολύ παραξενεύομαι με την κατάντια μας, που σχεδόν όλοι θεωρούν τη λέξη άκλιτη, σαν ξενόφερτη, αφού π.χ. στις μάντρες ρωτάς "από τί δέντρο είναι αυτά τα ξύλα " ;; - "Από δρύς" η απάντηση.
(Το ίδιο για τις σανίδες πατωμάτων στις ξυλαποθήκες, τετραγωνισμένα ξύλα στεγών ("από δρύς" ποτέ από Δρύ" ... !!)
Πάντως, λέμε δρύινα έπιπλά, δρύινη πόρτα κλπ.,, ε, δεν έχουμε την παλαβομάρα μας ;;;

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: