Συνεργάτες

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Τρύγος

ΤΡΥΓΟΣ
[Το πολύχρωμο Διονυσιακό πανηγύρι]
του Τάκη Ευθυμίου

Σε παλιότερους καιρούς οι κάτοικοι της Ζιώψης και του νεόκτιστου Άη Γιώργη καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια, τα περισσότερα απ' όλα τα χωριά στην ευρύτερη περιοχή του Φθιωτικού Τυμφρηστού.  
    Οι ποικιλίες πλούσιες. Κοκκινάρια, ασπρούδια, σταυρογκοσμάδια και τόσα άλλα. Όταν έφτανε η ώρα του τρύγου, όλο το χωριό βρισκόταν στο πόδι. Ο τρύγος θεωρείται η πιο αγαπημένη γεωργική εργασία, γιατί είναι η ευλογημένη ώρα της συγκομιδής και αποζημίωσης των κόπων του αμπελουργού. Με χαρά λοιπόν ετοιμάζονταν. Οι κυράδες και οι κοπελιές φορούσαν τα πιο φανταχτερά τους φορέματα, έζωναν στη μέση τους την παρδαλή ποδιά και έδεναν στο κεφάλι τους τη λευκή βαμπακέλα. Στόλιζαν τα γαϊδουράκια με πολύχρωμα λουλούδια, τους φόρτωναν τα κοφίνια και τους τορβάδες με τα προσφάγια και ξεκινούσαν για τ' αμπέλια.
Νέκρα επικρατούσε στο χωριό, Φωνές, γέλια και χαρές στ' αμπέλια. Ο τρύγος άρχιζε με ευχές και όλοι συναγωνίζονταν στο κόψιμο των τσαμπιών. Το ατομικό καλαθάκι δεν αργούσε να γεμίσει. Στη συνέχεια το άδειαζαν στις κοφίνες, τις οποίες μετέφεραν στο χωριό φορτωμένες στα γαϊδουράκια και στ' άλλα υποζύγια.
Ο τρύγος ήταν ένα ατέλειωτο γλέντι, το άλλο πολύβουο πανηγύρι του χωριού. Τα κορίτσια τραγουδούσαν λογιών-λογιών τραγούδια. Ακολουθούσαν δυναμικά οι γεροντότερες, για να δείξουν στις νεότερες πόσο καλά τραγουδούσαν στα νιάτα τους. Το μάζεμα των σταφυλιών διαρκούσε την πρώτη βδομάδα του Οκτώβρη και τότε οι χωριανοί ξεφάντωναν για τα καλά με τα κοινά φαγοπότια, τραγούδια και κάποτε-κάποτε με χορό.
Με το σούρουπο επέστρεφαν στο χωριό. Εκεί οι νοικοκυραίοι πατούσαν τα σταφύλια στα πατητήρια και γέμιζαν τις κάδες με το μούστο και τα τσίπρα τους. Στο πάτημα έπαιρναν μέρος ξυπόλητα τα λιανοπαίδια, θεωρώντας το ως το διασκεδαστικότερο παιχνίδι.
Ο κάθε αμπελουργός είχε στο κατώι του μια μεγάλη κάδη, την τραπεζονιά, μουσκεμένη και στραγγιασμένη, έτοιμη για χρήση από καιρό. Μέσα σ' αυτή έβαζαν όλο το μούστο που έβγαζαν τα σταφύλια του αμπελιού τους. Ο μεγαλύτερος κάδος χωρούσε μέχρι και σαράντα φορτώματα σταφύλια. Όταν τραβούσαν αμέσως το μούστο «πάτα - τράβα» έφτιαχναν τα γλυκά κόκκινα κρασιά και όταν έβραζε για αρκετές ημέρες έφτιαχναν τα αψιά για τους μερακλήδες «πότες».
Τα κρασιά τα φύλαγαν σε ξύλινα βαένια. Τα στέμφυλα (φλούδες των σταφυλιών) τα πατίκωναν και τα σφράγιζαν με σίκαλη και χώμα μέσα στην κάδη, για να μην ξυνίσουν. Αργότερα, απ' αυτά έβγαζαν το τσίπουρο στα περίφημα ρακοκάζανα.
Ακόμα οι χωριανοί διάλεγαν τα καλύτερα σταφύλια της σοδειάς τους, τα κρεμούσαν στα νταβάνια των σπιτιών και τα διατηρούσαν ως τα Χριστούγεννα. Κρεμαντζάλια τα λέγανε. Με τη μουσταλευριά έφτιαχναν τις μουστόπιτες, ακόμη μούστωναν μικρές αρμάθες σούμπρων από καρύδια και αφού τα 'λιαζαν στον ήλιο, τα 'τρωγαν το χειμώνα.
Σε τρύγο, αν τύχαινε να διαβεί κάποιος περαστικός, του λέγανε να πάρει μόνος του σταφύλια, όσα θέλει να φάει. Δεν του τα 'διναν στο χέρι. Αν κάποιος χωριανός δεν είχε αμπέλι ή δεν μπορούσε να παραβρεθεί στον τρύγο, του στέλνανε μια πετσέτα γιομάτη σταφύλια, γιατί πίστευαν πως όσο ο άνθρωπος είναι φιλότιμος και φιλεύει τους άλλους, τόσο ο θεός τον ανταμείβει με πλιότερα.
Όταν έληγε η προθεσμία του τρύγου που από πριν όριζαν, οι τσοπαναραίοι αμόλαγαν τα κοπάδια τους, για να φάνε τα κοτρίδια και τα κληματόφυλλα. Όσο διαρκούσε ο τρύγος, ολάκερο το χωριό μοσχοβολούσε μούστο και ζούσε στο ρυθμό μιας αξέχαστης Διονυσιακής γιορτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου