Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ
ΜΠΑΛΤΣΑΚΗ
ΜΠΑΛΤΣΑΚΗ
του Βασίλη Κανέλλου από το βιβλίο του:
«Ο Γουλινάς & τα χωριά του»
Διασώζεται ακόμα στην τοπική παράδοση η ιστορία της κυρα-Βασιλικής. Την παραθέτουμε όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε από τον υπογράφοντα στο αριθ. 215 φύλλο της εφημερίδας «Σπερχειός»:
«Είναι γνωστή η ιστορία της κυρα-Βασιλικής, της γυναίκας που τόσο σαγήνευσε τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και που διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Όμως και μια άλλη Βασιλική, από τα δικά μας μέρη, βρέθηκε στο χαρέμι του τυράννου κι έγινε μια από τις πολλές γυναίκες του. Καταγόταν από τα Αργύρια κι ήταν από το γένος Μπαλτσάκη. Ας δούμε όμως την ιστορία της, όπως τη διέσωσε η λαϊκή μας παράδοση.
Γύρω στα 1813, απόσπασμα Αλβανών από την Υπάτη-η περιοχή μας ήταν τότε βιλαέτι του Αλή Πασά-βρέθηκε, όχι τυχαία βέβαια, στο χωριό Αργύρια. Εκεί στην τοποθεσία Λόντζα συνάντησε μόνη της μια εικοσάχρονη κοπέλα, τη Βασιλική Μπαλτσακη, την οποία και απήγαγε. Η κοπέλα αυτή βίαια μεταφέρθηκε στα Γιάννενα και στόλισε το χαρέμι του Αλή.
Ο δυστυχής πατέρας της, μη αντέχοντας τον πόνο του, ταξίδεψε ως τα Γιάννενα και γονυπετής ζήτησε από τον πανίσχυρο πασά την επιστροφή της κόρης του. Αυτός αρνήθηκε, προσφέρθηκε όμως να δώσει ως δώρο πολλά χρήματα σε χρυσάφι και μεγάλη έκταση γης από το Λιανοκλάδι και πάνω. Βλέποντας το μάταιο του ταξιδιού του, ο πατέρας ζήτησε με βαριά καρδιά να ανασυγκροτηθεί το χωριό και να τελεί υπό την προστασία του. Όπως κι έγινε.
Η παράδοση λέει ότι η Βασιλική όσο ήταν στο χαρέμι του Αλή Πασά πρόσφερε απλόχερη τη βοήθεια της στους πατριώτες της και μετά το θάνατο του παντρεύτηκε κάπου στην Αλβανία και απέκτησε οικογένεια.
Τα χρόνια πέρασαν κι όλα ξεχάστηκαν. Στα 1897, στη διάρκεια του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου, όταν οι Τούρκοι έφθασαν σχεδόν έξω από τη Λαμία, κάποιοι στρατιώτες ζήτησαν συνάντηση με απογόνους της οικογένειας Μπαλτσάκη. Κάτι που όμως δεν έγινε. Αυτό έγινε αργότερα, το Μάρτιο του 1913. Ο Νικόλαος Μπαλτσάκης, συγγενής της Βασιλικής, συνάντησε στη Λαμία δυο Τούρκους αιχμαλώτους, απογόνους της Βασιλικής. Οι δυο αιχμάλωτοι, που ονομάζονταν Σερβέτ Μπέης και Ριζά Μπέης, ζήτησαν να μεταβούν στο Αργυρόκαστρο και στο Λιμπόχοβο συγγενείς της Βασιλικής, για να ανταμώσουν κι άλλους απογόνους της, που ζούσαν εκεί. Όπως ήταν φυσικό, κάτι τέτοιο δεν έγινε γιατί για πολλά ακόμα χρόνια οι περιστάσεις δεν ήταν ευνοϊκές».
Ο κ. Παπανικολάου κατέγραψε μερικούς στίχους από ένα τραγούδι που τραγουδούσαν παλαιότερα στο χωριό:
-Βασίλω μ’ ποιος σε πρόδωσε στ’ Αλή Πασά τα χέρια;
-Γρηγόρης ο Χαντζόπουλος κι η Παλιοκατερίνη.
Έχετε γεια γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες
Κι εγώ θα πάω στα Γιάννενα στου μπέη τα σαράια.
-Βασίλω μ’ πάτα κατά γης κι ακουμπά στο λιθάρι,
να πάρω χώμα απ' το ντορό σ' να δέσω το μαντήλι.
να πάρω χώμα απ' το ντορό σ' να δέσω το μαντήλι.
Στο χωριό, συνεχίζει ο κ. Παπανικολάου, τραγουδούν και δυο ακόμα τραγούδια της τάβλας, τα οποία αναφέρονται στη Βασιλική, χωρίς όμως να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι αυτή είναι η Μπαλτσακοπούλα:
-Ξύπνα καημένε Αλή Πασά και βάλε το φακιόλι
να ιδείς και τη Βασιλική σκλάβα την παν' στην πόλη.
Τ’ Αλή Πασά το άλογο κανείς δεν το χαϊδεύει,
μονάχα η Βασιλική που το καβαλικεύει.
Αρβανίτες παινεμένοι, πούν' ο Αλή Πασάς καημένοι.
Να 'ταν οι κάμποι θάλασσα και τα βουνά ποτάμια,
να πνίγαν τον Αλή Πασά που κάνει τα φιρμάνια.
Να ήταν οι κάμποι θάλασσα και τα βουνά ποτάμια,
να πνίγανε τον Τάταρη που κάνει τα φιρμάνια.
Αρβανίτες, Αρβανίτες, θα σας κόψω αυτιά και μύτες.
Και το άλλο:
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία,
να 'ναι η Βασίλω σ' ερημιά, σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει μπάτσες στρώματα κι οξυές για μαξιλάρια;
Κι ο Θύμιο Γάκης φώναξε κι ο Θύμιος Γάκης λέει:
-Ξύπνα Βασίλω μ' κι έφεξε, ξύπνα μας πήρε η μέρα,
ξύπνα να πάρεις τον καφέ, να βρέξεις παξιμάδι
κι η ξαγορά μας έρχεται στη μούλα φορτωμένη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου