Συνεργάτες

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Μάγισσες & Μάγια της νύχτας

Μάγισσες & Μάγια της νύχτας
(του αείμνηστου Ζάχου Ξηροτύρη)


Η Μαγεία έχει βαθιές τις ρίζες στη μυ­θολογία και την παράδοση, τόσο που έ­γινε πίστη και βίωμα στο υποσυνείδητο του λαού μας. Άλλοι τις μάγισσες, τις ιέ­ρειες της Μαγείας, τις θεωρούν δαιμονι­σμένα πλάσματα και άλλοι σαν πλάσμα­τα προικισμένα με σοφία και γνώση.
 Η νύχτα έχει να κάμει στα μάγια, η Θεά νύχτα ξέρει να λύνει και να δένει ό­λων των ειδών τα μάγια και οι μάγισσες, αστροφεγγιά, γυαλί καθαρογυάλι ανα­ζητούν να είναι ο ουρανός, όταν ρίχνουν ή λύνουν τα μάγια. Τότε είναι αλάθευτα, γιατί κουβεντιάζουν και με ταστέρια. Η ημέρα είναι για μικρομάγια, όπως και οι σκοτεινές νύχτες για σκοτεινά και αδιάλυτα μάγια.
 Μάγισσα σαν τη Μήδεια την κόρη του Βασιλιά Αιήτη, άλλη δεν πέρασε. Και για να κάνει το φίλτρο της νεότητας για τον πεθερό της Αίσωνα, νύχτα μεσάνυχτα ξεκίνησε «περιβεβλημένη απολελυμένην αισθητά και κόμην περικεχυμένην εις τους ώμους...».
 Αυτά και άλλα μας λέει ο Λατίνος ποι­ητής Οβίδιος. Και να πως κουβέντιασε και τι είπε στη νύχτα η μάγισσα Μήδεια: «Νύχτα συ που κρύβεις όλα τα μυστήρια και σεις δαίμονες των δασών και της νύ­χτας, ελάτε να με βοηθήσετε, έχω ανά­γκη από το φίλτρο εκείνο που ξανανιώ­νει τη ζωή των θνητών και διώχνει μακριά τα γηρατειά». Ζητάει τη συνδρομή των δαιμόνων η μάγισσα, γιατί και κείνοι είναι «νυκτηπλανή» πλάσματα. Για τη διαβόητη αυτή μάγισσα θα πούμε πολ­λά παρακάτω. Νέστορες της μαγείας εί­ναι συνήθως γυναίκες, οι άντρες πιο πο­λύ ασχολούνται με τη Μαντεία.

 Γριά «από το Έγριπο αλλοτινή βυζάστρα, μάϊσσοπον κατέβαζε τον ουρανό με τάστρα» ήταν η μάγισσα που έδωκε στον Ερωτόκριτο το μαγικό νερό και πλύθηκε, ομόρφηνε και ξανάνιωσε ο Ερωτόκριτος κι έγινε τέτοιος, που ήταν «χάρος το σπαθί του και θάνατος η χέρα του», πολέμησε, νίκησε και έκαμε ύστερα την Αρετούσα γυναίκα του. Φοβερά και τρομερά πράγματα κατορθώνουν οι μά­γισσες τις νύχτες με τη δαιμονική βοή­θεια. Άρμα φτερωτό που το ‘σερναν Δρά­κοντες της έστειλαν της Μήδειας οι δαί­μονες «εφου παρευθύς επέβη και τους κεχαλινωμένους των Δρακόντων αυχέ­νας εθώπευε και δια των χειρών τας ε­λαφρός ηνίας εσάλευε...» και έφθασε στα Οιταία όρη, για να μαζέψει τα μαγικά βό­τανα που ήθελε.
  Κάθε τόπος έχει και τις μάγισσες του και αν η γριά μάγισσα από τον Έγριπο, έκαμε τόσα και τόσα για τον Ερωτόκρι­το, η Υπάτη υπήρξε το πιο φημισμένο μαγικό κέντρο με την Αγαονίκη και Μυ­κάλη που μπορούσαν να κατεβάσουν τάστρα και τη Σελήνη  κατά βούληση.
 Μας το λέει ο Ρωμαίος ποιητής Απονήλιος και ο Λουκιανός, ο οποίος επισκέ­φθηκε στην Υπάτη τις πιο γνωστές μά­γισσες, την Αγαονίκη και τη Μυκάλη να διαπιστώσει, πως κατόρθωσαν να μετα­μορφώνουν τον Λούκιο σε όνο. Και να πως έγινε (Λουκιανού-Λούκιος ή όνος σελ. 91 «η δε το δωμάτιον υπανοίξασα κομίζει την πυξίδα, εγώ δε σπεύδων ήδη, αποδύσας χρέω εμαυτόν όλον και όρνις μεν ου γίνομαι ο δυστυχής, αλλά μοι ου­ρά όπισθεν εξήλθε και οι δάκτυλοι πά­ντες ώχοντο κ.λπ.».
 Η Αγαονίκη μάλιστα που ήταν και φο­βερή αστρομάντισσα, εφημίζετο ότι μπορούσε να μετακινεί τη Σελήνη με τάστρα, ανά πάσα στιγμή της νύχτας και κατά βούληση, πότε στα Ουράνια και πότε να την κατεβάζει στα επίγεια.
 Ένα τέτοιας φήμης μαγικό κέντρο ό­πως της Υπάτης, δε μπορούσε να μην α­φήσει πίσω τους μαγικούς διαδόχους και σαν τέτοια μια από τις σύγχρονες μά­γισσες της Υπάτης, ήταν και η Λυούσα που το όνομα της υποδηλοί, ότι λύνει τα μάγια. Λυούσα Αρμάγου ήταν τόνομα της. Ναός της Μαγείας, ήταν ο ίδιος ε­κείνος που λιτάνευσε η Αγανίκη και η Μυκάλη και ήταν η γνωστή Ανεμότρυπα, εκεί κοντά στον Ξεριά. Λένε πως και τώρα άμα βάλεις ταυτί σου στην τρύ­πα ακούεται μια βαθιά βουή και φαίνο­νται και οι πέτρινες λεκάνες που χρησί­μευαν για μαγικές εργασίες, σαν τα γου­διά που είχαν οι παλιοί φαρμακοτρί­φτες. Στο μαγικό αυτό βράχο με τη χα­ρακτηριστική του σχισμή μακριά από βέβηλα μάτια, γινόταν οι μαγικές τελετές τις νύχτες, το σπίτι της Λυούσας ήταν για τα μικρομάγια και τα μάγια της ημέρας. Μαθητές του Σχολαρχείου πριν από ε­φτά περίπου δεκαετηρίδες φλεγόμενοι από περιέργεια για τον Άντρον αυτό των Νυμφών και Μαγισσών και κατακυ­ριευμένοι από κάποιον αόρατο φόβο, είμασταν συχνοί επισκέπτες της Ανεμότρυπας.
 Και όχι μόνο Μάγισσες, αλλά και Νε­ράιδες κατέφευγαν εκεί και ο μύθος και ο θρύλος λέει ότι επικοινωνούσαν υπο­γείως, με τη Λουτρόπολη Υπάτης, όπου έπαιρναν το λουτρό τους και διατηρού­σαν αμέριστη τη Νεραϊδική ομορφιά τους. Ο ασύνορος μύθος μας λέει ότι και η Αφροδίτη πλύνονταν στα Λουτρά αυ­τά.
   Νύχτες λοιπόν ολοφέγγαρες περνούσε στην Ανεμότρυπα η Λυούσα, όταν ήθελε να προετοιμάσει τα μαγικά φίλτρα να μαγέψει ή να λύσει τα μεγάλα μάγια. Εί­χε πάρει κι αυτή τη φήμη της Αγανίκης, ότι μπορούσε να κατεβάζει και το φεγγά­ρι και ήθελε και τη συνεργασία των ά­στρων.
 Δεν τη γνώρισα τη Λυούσα, αλλά ά­κουσα από γερόντισσες ότι αυτή του Μαλαχαβίου από την Καστριώτισσα κα­τέβασαν το φεγγάρι στον Ξεριά της υπά­της και το ανέβασαν πάλι.
 Μια φορά μόνο δε μπόρεσε να λύσει τα μάγια για ένα όμορφο παλληκάρι α­πό το Καρπενήσι ή από το Δομοκό. Αν­θυπολοχαγό τον θέλει ή φήμη και έτσι το άκουσα και γω από ένα γέρο ξωμάχο. Και όπως ξέρουμε, οι ξωμάχοι ξέρουν πολλά για μάγισσες για Νεράιδες και άλ­λα της νύχτας δαιμονικά και φαντάσμα­τα.
 Η ομορφιά του νέου αυτού δεν είχε έ­τερο, τον λιμπίστηκε η Λυούσα και έ­βαλε τα δυνατά της να τον ξεμαγέψει. Δεν το κατώρθωσε όμως γιατί τα μά­για είχαν γίνει γραπτά και τον είχε μνημονέψει παπάς σε Συλείτουργο ζωντανόν ακόμα για πεθαμένον.
 Το μάγι αυτό είναι το μόνο που δε λύ­νεται και ο γραμμένος και διαβασμένος από παπά, είναι σίγουρα και γρήγορα πεθαμένος. Απελπισμένη τον έστειλε στην Καστριώτισσα στην άλλη περίφημη μάγισσα και συνεργάτιδα της τη Μαλα­χαβίου με τόνομα.
 Τρεις νύχτες ολοφέγγαρες ξόρκιζε και ξεμάγευε η Μαλαχαβιού και άλλες τρεις σκοτεινές να λύσει το μαγικό σκοτάδι, μα γιατρειά δεν έβλεπε στο παλληκάρι και τη ζωή του την έβλεπε το πολύ σε τρία σύντομα τέρμενα.
 Και όταν απελπίστηκε «πάρτε τον, εί­ναι γραμμένο στου χάρου τα κατάστιχα με τους αποθαμένους και γιατριά δεν έ­χει». Όμως τον ξεπροβόδισε από το χωριό σιγά τραγουδώντας το λυπητερό τραγούδι «Αρχοντονιός ψυχορραγεί, ομορφιονός πεθαίνει, ανάψτε κόκκινα κε­ριά και πράσινες λαμπάδες». Ζωή δεν είχε κατά τη γνωμάτευση της Λυούσας και τη σύμφωνη διαπίστωση της Μαλαχαβιούς. Το παιδί θα πέθαινε και πέθανε μέσα στα τρία τέρμενα, σε τρεις μέρες στο δρόμο χωρίς να φτάσει στο σπίτι του.
 Αλλά αξίζει εδώ να δούμε τα μάγια της διαβόητης Μήδειας, που έφτασε να κά­νει μάγια που κατανίκησαν τα γηρατειά ξανάνιωσαν τον άνθρωπο, όπως έγινε για τον Αίσονα με το περίφημο φίλτρο της νεότητας.
  Όλοι ξέρομε από το μύθο ότι ο Ιάσο­νας νίκησε το Βασιλιά Αιήτη στους βα­ρείς όρους που του έβαλε, έκανε πραγματικό άθλο, αλλά μόνο με τη βοήθεια της Μήδειας, που και αυτή του έθεσε ό­ρο να την παντρευτεί. Δέχτηκε ο Ιάσο­νας και τον όρο της Μήδειας νίκησε και πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, μα πήρε γυναίκα του αυτή την Μήδεια την Τάταρη εκείνη μάγισσα και την έφερε στην Iωλκό σαν χρεώστης της ζωής του σαυ­τήν και σαν εύρημα για τους Θεσσα­λούς. Οι Θεσσαλοί όμως γρήγορα κατά­λαβαν πολλά και κατάλαβαν, ότι είναι δαίμονας και όχι άνθρωπος. Είδαν με τα μάτια τους τις δαιμονικές συνέργειες που είχε και κατόρθωνε να εμποδίζει ή να αλλάζει την τροχιά των άστρων. Εί­δαν τη δυνατότητα που είχε να κάνει τις γυναίκες να μη γεννούν παιδιά, αλλά σκυρωτούς και φίδια. Είδαν ότι μπορού­σε με τα μαγικά της να θανατώνει αν­θρώπους αθέατους και από μακρινές α­ποστάσεις, με όπλο τα μάγια της «και γαρ βλέμμα και αναπνοήν αυτής δεχόμε­νους τήκεσθαι και νοσείν». Φορούσε μαύ­ρα τη νύχτα για να μαζεύει φαρμακερά βότανα και όταν ξερίζωνε το φοβερότε­ρο βότανο το λεγόμενο «προμηθείο» τα χώματα εσείονταν σαν να χόρευαν. Την είδαν να σφάζει αρνιά για να τους πιει μια σταλαματιά μόνο, την τελευταία σταλαματιά. Έκανε τα πάντα να την υπακούουν, ακόμα και σε κείνα τα τρο­μερά κοράκια που έφερναν αιωνόβια γρουσουζιά, γρουσουζιά εκατόν χρόνων σε όποιον τολμούσε να τα αντικρύσει και κείνα τα πειθαρχούσε.
 Και αξίζει ακόμα όπως θα δούμε με τι τρόπο πήγαινε νύχτα στα Οιταία όρη να μαζεύει βότανα, όχι βέβαια θεραπευτικά «Νούσων φύσις ιατήρ», αλλά μαγικά, που ήταν γεμάτα με πλούσια σε μαγικά βότανα. Εκεί φύτρωνε και ο ελλέβορος που έκανε χρήση ο μυθικός ημίθεος Η­ρακλής. Εκεί και το θανατηφόρο βότανο, υγρό που ράντισε η γυναίκα του Ηρα­κλή τον χιτώνα του Ηρακλή. Εκεί και το φίλτρο της «Πανχρήστου Πειθούς» που συμβούλεψε τη γυναίκα του Ηρα­κλή ο Νέσσας να μαζέψει το αίμα του Νέσσου πριν ξεψυχήσει ύστερα από το τόξεμα που του έκανε ο Ηρακλής σαυ­τόν είδε να θέλει στη μέση το ποτάμι Εύ­ηνος να τη βιάσει, της έδωκε τη συνταγή πως θα κάνει το φίλτρο της «Πανχρή­στου πειθούς» και ο Ηρακλής θα ξεχάσει την Ιόλη που αγάπησε και θα γυρίσει πίσω στη Δηιάνειρα.
 Αλλά ας δούμε τώρα πως έφκιαξε το μαγικό φίλτρο της νεότητας και ξανάνι­ωσε τον πεθερό της Αίσωνα. Και δυστυ­χώς δεν αφήκε τη συνταγή και ούτε ποιους δαίμονες είχε συνεργάτες ξέρου­με, να πάει καμιά σύγχρονη μάγισσα να τους αναζητήσει, μήπως και λυθεί αυτό το άλυτο ανθρώπινο αίτημα «νάταν τα νιάτα δύο φορές». Ο πατέρας του Ιάσωνα ο Αίσωνας σαν έμαθε με τι μαγικό τρόπο έκανε τον Ιάσωνα να νικήσει και να πάρει το μυθικό εκείνο χρυσόμαλλο δέρας, σκέφθηκε πονηρά, ότι αυτή που ξέρει τόσα πολλά σίγουρα θα ξέρει και κανένα μαγικό να τον κάνει κι αυτόν πάλι νέο και παλληκάρι και της το πρότεινε.
 Η φοβερή μάγισσα που όλα τα ‘ξερε, δεν του έφερε αντίρρηση και δεν άργη­σε να τον ξανανιώσει. Το πως τον ξανά­νιωσε; εύκολο και να πως. Την περιγρα­φή δεν την κάνομε ημείς, την κάνει ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος. Ήταν νύχτα πανσέληνος μας λέει, ό­που η Μήδεια βγαίνει από το παλάτι της, «παρεβεβλημένη - απολελυμένη εσθήτα, γυμνήν του πόδας, γυμνήν την κόμην περικεχυμένην εις του ώμους...».
 Άπαξ να χάνεται, χάνεται μέσα στην νύχτα και φθάνει στην όχθη του ποτα­μού Άναυρου. Σκύβει τρεις φορές και βρέχει το κεφάλι της με νερό του ποτα­μού, ύστερα γονατίζει και σηκώνει τα χέ­ρια προς τον ουρανό και παρακαλεί τη νύχτα που δένει και λύνει τα μάγια κι ακούγεται η φωνή της «νύχτα συ που κρύ­βεις όλα τα μυστήρια και δίνεις στους μάλλον τα δυνατά σου βότανα και σεις δαί­μονες των δασών και της νύχτας, ελάτε να με βοηθήσετε, έχω ανάγκη από το φίλτρο εκείνο που ξανανιώνει τη ζωή των θνητών και διώχνει μακριά τα γηρα­τειά».
   Και τότε δια μιας σίγησε η φύση όλη και αίφνης κατεβαίνει από τα ύψη άρμα φτερωτό που το έσερναν Δράκοντες. «Εφού παρευθύς επέβη και τους κεχαλινωμένους των Δρακόντων αυχένας εθώπευε και δια των χειρών τας ελαφράς η νιας εσάλευε..». Καβαλάει έπειτα και ξεπεζεύει στις «Οιταίες χώρες» και εκεί εννιά ολάκερες μέρες μαζεύει βοτάνια μαγικό από τις όχθες του Αριδανού, του Σπερχειού, του Πηνειού, του Ενιπέα, από λίμνες, από βουνά και κάμπους.
Η Ανεμότρυπα Υπάτης
 Σφάζει ύστερα μαύρο πρόβατο και το αίμα του το βάζει σε χάλκινο δοχείο, ρί­χνει μέσα και άλλα μαγικά πολλά, ως και άμμο από ωκεανό, πήρε και σπλάχνα λύκου τανακάτεψε με τα βοτάνια και έκαμε το μαγικό φίλτρο της νεότητας και μ’  αυτό έγινε νέος ο Αίσωνας, αφού του είχε κό­ψει πρώτα το λαιμό και ύστερα έχυσε στις αρτηρίες υγρό από το μαγικό φίλ­τρο και αμέσως ζωντάνεψε ένας νέος και ωραίος Αίσωνας.
 Επιρρεπής και μουρντάρης όπως ήταν στα νιάτα του ο Αίσωνας, θαμπωμένος από την ομορφιά της Μάγισσας Μή­δειας, δεν άργησε να της επιτεθεί με ά­σεμνους τρόπους και ανεπίτρεπτους σκοπούς. Και θα πραγματοποιούταν η επιθυμία του αν δεν παρενέβαιναν οι παρευρισκόμενοι. Αν όμως γλύτωσε από τη ντροπή του Αίσωνα, η Μήδεια μια τρομερή μάγισσα μια αλύγιστη ψυχή, ωραιότατη στη μορφή, μελαχρινή με κλειστά φρύδια σμιχτά, μια γυναίκα από κείνες που μπορούν να κάνουν ότι δε βά­νει νους ανθρώπου, τυφλωμένη από το πά­θος έπνιξε τα παιδιά της και δηλητηρίασε τη Γλαύκη που αγάπησε ο Ιάσωνας, ένα πά­θος που την αποθανάτισε ως παιδοκτό­νο και η κακή της μνήμη διαιωνίζεται και θα διαιωνίζεται το έγκλημα της όσο υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή.

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», 1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου