Συνεργάτες

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Το Γιοφύρι του Μανώλη

Το Γιοφύρι του Μανώλη
του Γιάννη Σαντάρμη
(Το γεφύρι του Μανώλη - σήμερα βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών - βρίσκεται χαμηλά στον Αγραφιώτη πο­ταμό στην Ευρυτανία. Εντοιχισμένη στον κορμό του επιγραφή αναφέρει: «Εκτίσθη το 1659. Οι κτίτορες: Δημήτριος και Μανό­λης». Το γεφύρι είναι μονότοξο, με μια καμάρα δηλαδή, ύψους 22 μέτρων και ανοίγματος 30 μέτρων. Κατασκευαστής του γε­φυριού είναι, κατά την παράδοση, ο πρωτομάστορας Μανώλης και κατάλλους το ίδιο πάλι πρόσωπο, το οποίο «... άρπαξε μια χούφτα φλουριά», που τα βρήκε, «και τα σκόρπισε» στα θεμέλιά του «κι έτσι χτίστηκε το γεφύρι και πήρε το όνομά του». Ώ­σπου να τελειώσει το χτίσιμο του, οι χτίστες έφαγαν, λένε, χί­λιες γίδες σιούτες κι άλλες τόσες με κέρατα! Στο γεφύρι του Μανώλη τον Ιούλιο του 1807 συνεπλάκησαν ο Κίτσος Μπότσα­ρης κι ο Κατσαντώνης με τους Αρβανίτες.)

          ΣτΑγραφιώτη το ποτάμι, στΆγραφα ψηλά
          μήτε πέρασμα δεν είναι, μήτε φαίνεται,
          όμως πέτρινο γιοφύρι -χρόνια πάν πολλά-
          θεμελιώνεται μια μέρα, καλοσταίνεται.
          -Ποιος, γιοφύρι, να σε χτίζει, ποιου ναναι βουλή;
          -Μένα χτίζει με ο Μανώλης, ναχει ξάκουσμα.
           Πρωτομάστορα ο Μανώλης φέρνει και καλεί,
           μαστοράδες φέρνει ακόμα που  ‘χουν άκουσμα.

           -Πολλοί οι χρόνοι σου, Μανώλη, λεν' περαστικοί,
           κι οι ευχές για σε ας μην έχουν διόλου τέλειωμα.
           Ρίχνει ο μάστορας ο πρώτος μέγα λίθο εκεί,
           χούφτες τα φλουριά ο Μανώλης στο θεμέλιωμα.

           Άλλοι πέτρες κουβαλάνε, κι είναυτές θεριές,
           άλλοι είναι στη λάσπη κι άλλοι στα λακκώματα
           και στου ποταμιού τους όχτους και στις δυο μεριές
           με τρανά αγκωνάρια κάνουν θεμελιώματα.

           Αντηχάνε γύρα οι ράχες από τα σφυριά,
           αντηχάν και τα τραγούδια ως τα πέρατα
           και με γίδες σιούτες κάνει γιόμα η μαστοριά
           και δειπνάει με γίδες πάλι πούχουν κέρατα!

           Ώρες πάνε, μέρες πάνε, μέρες τι πολλές,
           και καμάρα σταίνουν πάνω στο διασκέλωμα,
           που τοξόβεργα την παίρνεις, που ζυγό τη λες
           και θαρρείς πως είναι ακόμα πετροσέλωμα.

           Κάτου σκούζει ο Αγραφιώτης, κάτου χαλασμός,
           το ποτάμι κατεβάζει κι όλο ρυάζεται
            μα ζεμένος με γιοφύρι τώρα ο ποταμός
            είναι στράτα στο διαβάτη που δε σκιάζεται.

            Σα μελίσσι απτις καλύβες κι απτα σπιτικά
            με ποδάρι εδώθε ο κόσμος τρέχει αλλιώτικο
            και διαβάζει εκεί ο Δεσπότης λόγια αγιοτικά
            και ραντίζει το γιοφύρι τΑγραφιώτικο.
            -Ναναι στέριο το γιοφύρι, σα βουνό γερό!
            -Και να ζας κι εσύ, Μανώλη, που το κότησες.
            Στα πλατάνια, πλάι στους όχτους, τόπο έχει σκιερό
            κι εκεί στρώνοντοι Αγραφιώτες κι οι Αγραφιώτισσες.

            Τρώνε τα ψημένα κριάρια και ρουφάν κρασί
            και στη χλόη χορό κυκλώνουν τετρακάγκελο,
            τόσηναι γλυκιά η τσαμπούνα, τόσοναι χρυσή
            όπου αυλός μοιάζει η φωνή της λες απΆγγελο.

            Στην πετρένια του την πλάτη, πουναι σα στεριά,
            πάνε κι έρχονται χωριάτες, χωριατόπουλα,
            ροβολάει ο Κατσαντώνης με την κλεφτουριά
            και διαβαίνουν και τα δόλια τα κλεφτόπουλα.

            Καραούλι είνη κορφή του, ξάγναντο τρανό,
            είναι κούλια και μεντένι, πετροτάμπουρο,
            δω το κλέφτικο καβούλι πάει συχνό-συχνό,
            δω βροντά βουερό τουφέκι, σειέται φλάμπουρο.

             Διαπερνάν κοπάδια ακόμα με τους μπιστικούς,
             ζευχολάτες δρασκελάνε με τα πράματα
             και τον ταχυδρόμο βλέπεις κι όλο τον ακούς
             ναραδίζει το γιοφύρι με τα γράμματα.

            Πάνε οι νιες τα ζα στο μύλο, πούναι εκεί αντικρύ,
            μάλεσμα στις πλεύρες κι άλλο πανωσάμαρα,
            γάμος σέρνει νάβγει πέρα, ψίκι έχει μακρύ
            και γιομίζει η γεφυρένια πετροκόμαρα.

            Τοχουν σύρμα τα πλατόνια, διάβα τα καπριά,
            πέρασμα οι λαγοί κι οι λύκοι μονοπάτι τους
            και τα πετροχελιδόνια, σαν πυκνή σμαριά,
            βρίσκουν κούρνια εδώ στους λίθους τους απάτητους.

            Και το σούρπο ως να βραδιάσει, το πρωί νωρίς
            με το μύριο σφύριγμα τους το τραχύλαλο
            πως το γέροντα Μανώλη τραγουδάν θαρρείς
            κι οι πλαγιές το ματαλένε μώριο αντίλαλο.

Γλωσσάρι
αραδίζω = συχνοπερνώ από κάπου, πάω πέρα-δώθε.
ζυγός, ο = χοντρό τετράγωνο κοντόξυλο, ως δυο μέτρα, ζυγοφωλιές (καμάρες) στις άκρες του, για ν’ακουμπάει σ' αυτές ο σβέρκος των βοδιών, όταν ζεύεται.
καβούλι, το = σύνθημα, συμφωνία.
καπρί, το = αγριογούρουνο,
κοτάω = τολμώ, έχω θάρρος.
κούλια, η = φυλάκιο σε μορφή μικρού πύργου, κάστρο.
μεντένι, το = έπαλξη φρουρίου.
ξάκουσμα, το = φήμη, όνομα.
πλατόνι, το = είδος ελαφιού, «έλαφος η δάμα» ή «έλαφος η πλατύκερως», με κηλίδες ανοιχτού ξανθού χρώματος, καστανό χρώμα του σώματος του και το μέρος τη κοιλιάς και το εσωτερικό των ποδιών άσπρα, κέρατα που κλίνουν προς τα πίσω και στο επάνω μέρος ανοίγουν σαν πλατιά φύλλα φυτού στριμμένα.
πράμα, το = ζώο.
ρυάζομαι = ουρλιάζω, σκούζω.
σιούτα, η = γίδα ή προβατίνα που δεν έχει κέρατα.
σύρμα, το = στενό μονοπάτι.
τετρακάγκελος, ο = ο χορός που έχει τέσσερις κύκλους καγκέλι είναι εφτάσιμος χορός της Στερεάς Ελλάδας.
τσαμπούνα, η = πνευστό μουσικό όργανο φτιαγμένο από γκάιδα, άσκαυλος.
ψίκι, το = η πομπή του γάμου, η συνοδεία που ακολουθεί το γαμπρό και τη νύφη, συμπεθερικό.

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»
Επιμέλεια –Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


1 σχόλιο: