Συνεργάτες

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Πρωτοχρονιά στα χειμαδιά

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ
του Βασίλη Λαμνάτου από το έργο του
«Ο Λογγοπερπατάρης»

Γιάγκο, τι κάθεσαι γυρτός κοντά στο παραγώνι
κι όλο ρουφάς τη ζεστασιά π’ αφήνουν τα πουρνάρια,
καθώς τα τρώγει της φωτιάς το λαίμαργο τα στόμα.
Σήκω ν’ αρμέξεις γρήγορα τα πράτα τα γαλάρια
να πιάσεις το πρωτόγαλο στην κέδρινη καρδάρα,
κι ύστερα βάλε τα μικρά τις μάνες να βυζάξουν
να  ‘χουνε γάλα στην κοιλιά γιατί θαρρώ απόψε,
πως με τη νύχτα θε να ‘ρθει και παγωνιά μεγάλη.
Όπου και να ‘ναι το πυκνό σκοτάδι θα μας πιάσει
κι ακόμα βλέπω προς τ’ απά στον ουρανό μαυρίλα·
ποιος ξέρει χιόνι για βροχή, θα φέρει τούτ’ η νύχτα,
ταχιάν αλλάζει κι ο καιρός, καινούργιος χρόνος φτάνει
και γλέντι κάνουμε διπλό σε τούτα δω τα μέρη.
Απ’ τα βαθιά χαράματα τράβηξε για τη χώρα,
ο προκομμένος Δημητρός κι ακόμα να γυρίσει
να φέρ’ τα ψώνια τα καλά, στη βλάχα να τα δώσει
να κάμ’ εκείνη τα φαγιά, το χρόνο να δεχτούμε
με κέφια και χαρές πολλές και μ’ όμορφα τραγούδια.
Α! Νάτος, έρχεται κι αυτός.
                                          —Καλώς τον προκομμένο!
καλά τι γίνηκες μωρέ;
                                     Μας χάθηκες στη Χώρα!
Αστόχισες πως όλοι πια, το χρόνο καρτεράμε
και πρέπει όλους να μας βρει, τριγύρω στό τραπέζι,
ολόχαρους και με πολλά φαγιά καλοφτιαγμένα.
Είχα δουλειές, πολλοί γνωστοί, μου βρέθηκαν στο δρόμο
και μου ‘κλεψαν τις ώρες μου χωρίς να καταλάβω.
—Πήχτρα σκοτάδι μπιστικοί.
                                     Κλαίει ο παλιός ο χρόνος!
Βούρκωσαν τα ματάκια του σαν νιώθει το φευγιό του.
Στ’ αλήθεια πότε πέρασε κι αυτός με τόση βιάση;
                                      για σκέψου γέρο-Στάθη.
Εγώ σας λέω δεν πέρασε, τον έχουμε ζαλίκι
                                     στις πλάτες ο καθένας μας.
Καλά τα λέγει Δημητρό δεν χορατεύ’ ο Στάθης.
Μαζέψτε ξύλα, βρε παιδιά, και βάλτε στα καλύβια
κλείστε τα πράτα στο μαντρί και πιάστε δυο μαρμάρες
τις πιο καλές να σφάξετε για το καινούργιο χρόνο.
Όσα κι αν σέρνω γηρατειά στο γύρισμα τον χρόνου
νιώθω στ’ αλήθεια σαν παιδί κι αντάμα με τη σκέψη
πετάει κι ολάκερ’ η καρδιά στα πρωτινά τα χρόνια.
Τι με κοιτάς παράξενα; Δεν με πιστεύεις, Μήτρο;
Τσούγκρισε λίγο τη φωτιά γύριζε το σφαχτό σου,
άπλωσε θράκα κατά ‘κεί, ανάγυρα στις πλάτες,
να πάρουν χρώμα ρόδινο κι ως μέσα να ψηθούνε.
Τα ζωντανά μας σώπασαν, κοιμούνται στις καλύβες.
Τα ‘δειρε τα κακόμοιρα τ’ ασίγαστο δρολάπι
ολημερίς στ’ απόμερα που τρώγαν τα γρασίδια.
Αχ, γέρο-Στάθη τι τα θες μας φεύγουνε τα χρόνια
και χορταμό δεν έχουν πια, όποιος κοντά σου ζάει.
Ο γέρο - Νάσος λούφαξε στ’ αντικρινό κονάκι
κι αποβραδίς κοιμήθηκε μ’ ολάκερο το βιό του.

Το μεσονύχτι σαν θα ‘ρθει κι αυτός θε να ξυπνήσει
κι αυτός το χρόνο θα δεχθεί με ντουφεκιές και γλέντια
μ’ όλο το σόι το βλάχικο που τον ακολουθάει,
στα χειμαδιά, στις κορυφές, στους κάμπους και στα πλάγια.
Στ’ άλλο καλύβι το πλεκτό, ακοίμιστες βοσκούλες
με την ορμήνεια την καλή της πιο μεγάλης βλάχας
ζύμωναν κι όλο κένταγαν κουλούρες τ’  Άι - Βασίλη
μ’ αχνά τραγούδια ολόγλυκα στα χείλη και στο στόμα.
Στην πιο καλή, στην πιο τρανή βάζαν χρυσή μια λίρα
κι όποιος την έβρισκε καλά τον πήγαινεν ο χρόνος
κι αν ήταν νιος ή πι’ όμορφη βλαχούλα τον αγάπα.
 Γρήγορα πλάστε τα ψωμιά, κάψτε διπλά τις γάστρες
φώναζε κάποτε βραχνά στις λυγερές του λόγγου
ο γέρο - Στάθης που ‘βλεπε γοργά να φεύγ’ η νύχτα.
Σε λίγο η Πούλια τ’ ουρανού το μεσονύχτι δείχνει,
καλή σημάντρα της χρονιάς, οπ’ έρχεται κοντά μας.
Το λόγο δεν απόσωσε κι ο γέρο - Νάσος πρώτος
με ντουφεκιές και σφυριχτά το χρόνο χαιρετάει.
Σαν τ’ άκουσε καλή χρονιά φωνάζ’ κι ο γέρο Στάθης
κι απ’ το σελάχι το πλατύ διπλή κουμπούρα βγάζει
και την αδειάζει, μονομιάς στα σωθικά της νύχτας,
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά κι άλλοι μαζί φωνάζουν
κι απαρατούν τη ζεστασιά κι όξω φωτιές ανάβουν
μέσα στο κρύο το πολύ, κι αρχίζουν τα τραγούδια
και το χορό τον βλάχικο που τόνε σέρνει πρώτος
ο γέρο - Στάθης ο ψιλός, ο άρχοντας του τόπου.
Μέσα τραπέζ' αρχοντικό στρώνουν γλυκιές βλαχούλες
με, φαγητά λογής, λογής και με κρασιά ροδάτα.
Σε λίγο μέσα θε να μπουν κι όλοι μαζί με γέλια
ολόγυρα κι αραδιαστά καθένας θα καθίσει,
κοντά στ’  Αϊβασιλιάτικο και γιορτινό τραπέζι.
Πρώτα διαλέγουν του παπά τους πιο καλούς μεζέδες,
να φάει σαν θα ‘ρθει το πρωί, τη στάνη τους ν’ αγιάσει.
Πρώτος απ’ όλους το πιοτό ο τσέλιγκας αρχίζει
και λέει στους άλλους τους βοσκούς, που τον κοιτούν στα μάτια
να ‘χουν τα πρόβατα πολλά κι αμέτρητα τα γίδια
και τη χαρά να γεύονται στο πέρασμα του χρόνου.
—Και συ καλά γεράματα ποτέ σου μη πεθάνεις,
ορθός
κοντά στα πρόβατα χωρίς να νιώθεις χάρο,
του λεν οι αλλ’ οι μπιστικοί με τα γιαλιά στα χέρια
κι όλοι μαζί πίνουν τ’ αγνό κι ολόγλυκο κρασί τους.
Καθώς ο χρόνος ο καλός γοργόφτερος διαβαίνει
και φέρνει θύμησες πολλές κατάβαθα στη σκέψη,
παίρνουν τραγούδια κλέφτικα οι γεροτσελιγκάδες
κι αργόγλυκα τα τραγουδούν κι αχός που σε μεθάει
απ’ τα κονάκια τα κλειστά ξεχύνεται τριγύρω,
ώσπου της μέρας το λαμπρό το φως να ξεχειλίσει
απ’ τις πανύψηλες κορφές που στέκουν χιονισμένες,
κατάλευκες και κάτασπρες σαν τα μαλλιά του χρόνου,
που ‘φυγε κι έφερε χαρά, στα βλάχικα κονάκια.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΜΝΑΤΟΥ
Ο Βασίλης Λαμνάτος, γεννήθηκε στο χωριό Κάτω Χρυσοβίτσα της ορεινής Αιτωλίας. Στο Θέρμο τελείωσε το Λύκειο κι έπειτα κατέβηκε στην Αθήνα και σπούδασε Δημοσιογραφία. Αργότερα, πήγε στην Αμερική και σπούδασε στο Queens College του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Κοινωνιολογία, Ιστορία της Τέχνης, Κριτική και Σύγχρονη Φιλοσοφία. Είναι, ακόμα, πτυχιούχος του Ινστιτούτου Τραπεζικών και Οικονομικών Σπουδών. Σταδιοδρόμησε επιτυχώς ως τραπεζικός υπάλληλος. Από το 1990 ως το 1997 διατέλεσε, επί επτά συνεχή χρόνια, Σύμβουλος Δημοσίων Σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας απ' όπου αποχώρησε οικειοθελώς και συνταξιοδοτήθηκε νωρίτερα ως ανώτατο στέλεχος αυτής, φθάνοντας στο βαθμό του Υποδιευθυντή Α΄. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών του Lutece, τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός" της Εταιρίας Στερεοελλαδικών Μελετών, της Ε.Σ.Η. και Π.Σ.Τ. και μέλος του Διοικητικού.
Συμβουλίου του Πανελληνίου Ομίλου για την Παράδοση της Ρωμιοσύνης. Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος του Καλλιτεχνικού Ομίλου Τραπεζικών Υπαλλήλων.
Από την ΕΡΤ 1 και ΕΡΤ 2, κλήθηκε πολλές φορές να μιλήσει πάνω σε θέματα Λαογραφίας και για ένα χρονικό διάστημα έγραφε, για την ΕΡΤ 1, τις λαογραφικές εκπομπές με τίτλο: "Στα βουνά και στις στάνες", "Το Δημοτικό Τραγούδι χθες και σήμερα", καθώς και πολλές άλλες για τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του Λαού μας.
Πρώτο Ποιητικό Βραβείο του Q.C. του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης του 1965. Χρυσό Μετάλλιο και Τιμητικό Δίπλωμα της Ακαδημίας Κλασσικών Ποιητών της Γαλλίας το 1984. Χρυσό Μετάλλιο και Τιμητικό Δίπλωμα της Διεθνούς Ακαδημίας Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών του Lutece, το 1985. Το συγγραφικό του έργο παρουσιάστηκε πλατιά απ' όλο τον Ελληνικό Τύπο, την Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο και χαρακτηρίστηκε από την Επίσημη Κριτική σαν μια "πολύτιμη και αξιόλογη Εθνική Προσφορά" ενώ, ο Γιώργος Βαλέτας, ονόμασε τα βιβλία του, "αληθινά εγκόλπια του πιο γνήσιου Ελληνισμού".
Για αρκετό χρονικό διάστημα έγραφε ακόμα και για το ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, τις εκπομπές: "Αναδρομή στο Δημοτικό μας Τραγούδι" και "Το Ελληνικό Μηνολόγιο". Επίσης, έγραψε, για την Ελληνική Τηλεόραση σειρά εκπομπών για τα Πετρογέφυρα της Ηπείρου, το Συρράκο, τα Ζαγοροχώρια κ.ά. και υπήρξε σύμβουλος παραγωγής των ντοκιμαντέρ "Ανταύγειες από το παρελθόν".
Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά της Πρωτεύουσας και της Επαρχίας κι έλαβε μέχρι σήμερα τις παρακάτω τιμητικές διακρίσεις:
Ειδικά δε κριτικά δοκίμια για το έργο του, έγραψαν οι γνωστοί συγγραφείς και ποιητές: Κώστας Σταμάτης και Μήτσος Κατσίνης. Ο πρώτος με τον τίτλο: "Βασίλης Λαμνάτος, ο φλογερολάλης της Ρούμελης" Αθήνα 1977, και ο δεύτερος με τον τίτλο: "Βασίλης Λαμνάτος, ο τραγουδιστής της ζωής και της φύσης" Αθήνα 1991.

1 σχόλιο:

  1. Κειμήλιο ακριβό, φίλε μου, η λαϊκή παράδοση και τέχνη το ταξίδι στο γύρισμα του χρόνου.
    Συγχαρητήρια για τις γραπτές "εικόνες" που μας μετέφερες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή