ΤΟ ΘΑΜΑΣΜΑ
Του Γιάννη
Σαντάρμη απόσπασμα απ’ την ανέκδοτη ποιητική
συλλογή: «Θανάσης Διάκος, ο
Μάρτυρας της Λευτεριάς».
«Πιο πολύ ευχαριστημένος (ο
Διάκος στο Μοναστήρι)
απ’ το βουνίσιο αέρα, παρά απ’ τα βιβλία». FINLAY
Οι κλέφτες απ' τον Κόρακα κι απ' τα ψηλά Βαρδούσια
στην Αρτοτίνα ροβολάν,
στον Αγιο-Γιάννη πάνε,
στο μοναστήρι φτάνουνε, στο γούμενο φωνάζουν.
-Κατέβα κάτου, γούμενε,
κατέβα για ν’
ανοίξεις,
να μπούνε μέσα τα παιδιά,
να μπουν τα παλικάρια.
Την πόρτ’ ανοίγει ο γούμενος, τη θύρα ξεκλειδώνει.
Την πόρτ’ ανοίγει ο γούμενος, τη θύρα ξεκλειδώνει.
-Καλώς τον Τσαμ-Καλόγερο, καλώς τα παλικάρια.
Μπαίνει ο Τσάμης Καλόγερος, ο πρώτος καπετάνιος,
και το πρωτοπαλίκαρο τον ακλουθάει ο Γούλας,
πίσω μπαίνουν κι
οι
αρματολοί,
πίσω
μπαίνουν
κι
οι
κλέφτες,
πενήντα παλικάρια αυτοί,
πενήντα
‘ναι
λεβέντες.
Και το
καπρούλι
αδρασκελάν, στην
εκκλησιά
περνάνε,
κερί κολλάν
στην
Παναγιά,
κερί
στον
Αγιο-Γιάννη
και τον
αφέντη
το
Χριστό
τον
τριπλοπροσκυνάνε.
Γιόμωσε η αυλή απ’
αρματολούς, η εκκλησιά
από κλέφτες,
κι από
πρωτοπο:λίκαρα κι
αυτό
τ’
αρχονταρίκι.
-Πολλά
τα
έτη,
γούμενε.
-
Θεός
να
σας
βλογάει:.
-Παπά,
ψωμί,
παπά,
φαγί,
να φάν' τα παλικάρια.
Ολόυρα-ολόυρα στο σοφρά,
στο ξύλινο τραπέζι
κάθονται αράδα οι αρματολοί, στρώνονται αράδα οι κλέφτες
κάθονται αράδα οι αρματολοί, στρώνονται αράδα οι κλέφτες
κι
ο
καπετάνιος στην
κορφή,
σαν
καπετάνιος
που ‘ναι,
με
το
πρωτοπαλίκαρο,
και
τρων’
και γ
ιοματί.ζουν,
αρνάκια τρώνε, τρυφερά,
κατσίκια σουφλισμένα,
πίνουνε και γλυκό κρασί και πολυχρονισμένο.
Αυτοί τρώνε και πίνουνε και γλυκολακριντίζουν
και το καλογερόπουλο, ο Άνθιμος ο διάκος,
όλο
παγαίνει
κι
έρχεται
κι
όλο
και
κουβαλάει,
πότε φέρνει
διάγγι καλό, πότε φέρνει μπομπότα
και
πότε
κοντοστέκεται
και
τον
ταϊφά
τηράει.
Θαμάζει
τους
αρματολούς,
θαμάζει
όλους
τους
κλέφτες,
μα πιο πολύ θιαμαίνεται αυτόν τον καπετάνιο
και το πρωτοπαλίκαρο, που κάθεται κοντά του.
Θωρεί τους κλέφτες που
φοράν
ξέμακρες
φουστανέλες,
θωρεί
πισλιά
πεντάμορφα
και
βαριοξομπλιασμένα,
θωρεί τσουράπια
μάλλινα
με
μαύρες γονατάρες,
τσαρούχια ακόμα
φουντωτά
και
καρφοπεταλάτα,
βλέπει σειρές τα χαϊμαλιά,
αράδες τα τσαπράζια,
βλέπει τ’
αρμούτια πλάγι τους, τις πάλες στο πλευρό τους
κι απ’ όλα
περισσότερο να βλέπει δε χορταίνει
τις όψεις τις
αντρίκιες τους, τις όμορφες θωριές τους,
με τους
τσαμπάδες πίσω τους κι αυτά τους τα μουστάκια,
που ‘ναι στριμμέν’ από τη μια, στριμμέν’ από την
άλλη,
σαν δυο
λατσούδια απλουτερά, σαν δυο παχιά
ρουπάκια.
Και κάπου-κάπου
χαίρεται, στενάζει κάπου-κάπου.
Κι ο γούμενος τον γνοιάζεται,
γυρνά και τον ρωτάει.
-Τι
συλλογίζεσαι, Άνθιμε, τι βάνεις με το νου σου
και μια λες πως
νειρεύεσαι, μια πως χολοπαθιέσαι;
-Μεριά θωρώ την
κλεφτουριά κι αναγαλλιά η καρδιά μου
κι από την άλλη
τη μεριά, τι μαύρο θυμητάρι,
θυμήθηκα τον
τάτα μου, τον καψερό αδερφό μου,
με πήρε το
παράπονο και νότισε η ματιά μου.
Κι ο καπετάνιος
τον τηρά, στέκει και τον ξετάζει.
-Τίνος είσαι, καλόγερε, πούθε
γονοκρατιέσαι,
ποια γούρνα να σ’ ανάθρεψε κι ο τόπος σου ποιος να ‘ναι;
-Πατέρας μου είναι ο Ψυχογιός, γονιός μου ο βλαχο-Γιώργος,
τη γη μου λένε Κόρακα, τον τόπο μου Αρτοτίνα.
-Εσύ έχεις κλέφτικη γενιά, καπεταναίικη φάρα…
-Έχω ξαδέρφια αρματολούς, έχω μπαρμπάδες κλέφτες,
έχω κι ένα γερο-παππού που καπετάνιος είναι,
το Νάσο το Γραμματικό, το Μήτρο, τον Κωστούλα
κι αυτόν τον Κοντοσόπουλο κι αυτόν τον Γεραντώνο.
-Γεια σου, φυτράδι κλεφτουριάς, αρματολών βλαστάρι,
γεια σου και παρακλώναρο των καπεταναραίων,
που ‘χεις παππούδες ακουστούς, μπαρμπάδες παινεμένους,
που
‘χεις και πρωτοξάδερφα με φούμισμα στον κόσμο,
μόν’ ακολούθα μας κι εσύ να βγούμε στ’ αυλογύρι,
να στήσουμε περίγυρα στου φράχτη τα παλούκια
τα κόκκαλ’ από τα σφαχτά, που φάγαμε ποληώρα,
σημάδι να τα βάνουμε, να ιδούμε ποιος είναι άξιος.
Ρίχνουνε πρώτα οι αρματολοί, ρίχνουνε πρώτα οι κλέφτες,
ρίχνει στο σημαδόβουλο κι ο διάκος απ’ αλάργα,
κόκκαλο σπάει το κόκκαλο, κεφάλι το κεφάλι
και λιανοπάιδο ατσάκιστο δεν άφηκε κανένα!
Ο καπετάνιος θάμαξε, το νιο καταπατάει.
-Άσε, διάκο μ’, την εκκλησιά, άσε το μοναστήρι,
άσε κι αυτό το θυμιατό που μοσχολιβανίζεις,
σένα σου πρέπουν άρματα για να κρατάς στα χέρια,
σένα σου πρέπουν και σπαθιά να σέρνεις στο σελάχι,
έλα κοντά στ’ ασκέρι μου, ρίξου μες στον ταϊφά μου,
για να γενείς αρματολός, για να γενείς και κλέφτης,
αρματολός στον Κόρακα και κλέφτης στα Βαρδούσια.
Τάχα ο διάκος καμώνεται, μα μέσα κρυφολιώνει.
-Για πάψε, Τσαμ-Καλόγερε, για σώπα, καπετάνιο,
το νου μου έχω στα γράμματα, το νου και στο ψαλτήρι,
παιδόπουλο είμαι αστάλωτο και παλικάρι αγένιο,
στα δεκαπέντε περπατώ, κοντεύω στα δεκάξι.
Το καραούλι σούρηξε, προστάζει ο καπετάνιος.
-Παιδιά, σκύψτε στο γούμενο, φιλήστε του το χέρι
κι είναι ώρα για να φύγουμε κι είναι ώρα για να πάμε
απάνω στα λημέρια μας, στα κλέφτικα γιατάκια.
Και προσκυνάν το γούμενο και χαιρετάν και φεύγουν.
Κι έμεινε ο διάκος να θωρεί ψηλά από το τσογκάρι
την κλεφτουριά που σκαπετά, τ’ ασκέρι π’ αλαργεύει
μέχρι που φτάνει στην πλαγιά, που παίρνει τ’ ανηφόρι
και γέρνει πίσω απ’ την κορφή και κρύβεται και πάει…
Το ιστορικό
μοναστήρι του Αη-Γιάννη Προδρόμου στην Αρτοτίνα
Γλωσσάρι
Άγιος Γιάννης (μονή)= μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, κοντά
στην Αρτοτίνα, στο οποίο μόνασε ο Θανάσης Διάκος με το όνομα Άνθιμος.
αδρασκελώ= περνώ επάνω από κάτι μ’ ανοιγμένα σκέλη, κάνω μεγάλα βήματα,
βαδίζω.
Άνθιμος, ο= τ’ όνομα αυτό δόθηκε στο Θανάση Διάκο, όταν πήγε στο
μοναστήρι του Αη-Γιάννη του Πρόδρομου, κοντά στην Αρτοτίνα, υπάρχει δε στο
τέμπλο της εκκλησίας του Αη-Γιωργιού της Αρτοτίνας εικόνα του ομώνυμου Άγιου,
που λέγεται ότι είναι του Διάκου με την αφιέρωση: «Δέησις του δούλου του Θεού
Ανθίμου ιεροδιακόνου. Εγένετο το 1818».
αρμούτι, το= τουφέκι.
Αρτοτίνα, η= χωριό της Φωκίδας στα Βαρδούσια σε ύψος 250 μέτρα, όπου
γεννήθηκε ο Θανάσης Διάκος το 1782 ή, κατ’ άλλους, το 1788.
αρχονταρίκι, το= δωμάτιο υποδοχής, ξενώνας, οντάς.
αστάλωτο, το= ασχημάτιστο, αδιαμόρφωτο.
γιατάκι, το= ελατόπλεκτο κατάλυμα του κλέφτη, πρόχειρο κρεβάτι, κρυψώνα,
κοιμηθιά, καθιά.
γονατάρα, η= μαύρη, μεταξωτή συνήθως, λωρίδα πλεκτή, που τελειώνει σε
γαϊτάνι κι αυτό σε φούντα και δένει την κάλτσα του φουστανελά κάτω απ’ το
γόνατο, τεζγέδα, καλτσοδέτα.
γιοματίζω= γευματίζω, τρώγω.
γλυκολακριντίζω= κουβεντιάζω κάτι ευχάριστο.
Γούλας= κλεφτοκαπετάνος, πρωτοπαλίκαρο αρχικά του Τσαμ-Καλόγερου και
κατόπιν του Σκαλτσοδήμου.
διάγγι, το= παλιό κρασί.
θαμάζω= θαυμάζω.
θάμασμα, το= θαυμασμός.
θιαμαίνομαι= μου φαίνεται άξιο απορίας και θαυμασμού, θαυμάζω.
καπρούλι, το= το κατώφλι του σπιτιού.
καταπατώ= δοκιμάζω, εξετάζω.
Κοντοσόπουλος Αντώνης ή Γεράντωνος= αγωνιστής απ’ την Αρτοτίνα,
πρώτος ξάδερφος του Θανάση Διάκου και μεγαλύτερος απ’ αυτόν. Στις παραμονές του
Αγώνα ο Διάκος, που ήταν αρματολός της Λειβαδιάς, διόρισε τον Κοντοσόπουλο
καπετάνιο στην επαρχία Αταλάντης (Λοκρίδας). Επαναστάτησε την επαρχία Αταλάντης
και επί κεφαλής των συμπατριωτών του πήρε μέρος στη μάχη των Βασιλικών, όπου
και πληγώθηκε στο γοφό. Υπό τον Καραϊσκάκη, πολέμησε το 1826 και 1827.
Ονομάσθηκε αντισυνταγματάρχης της φάλαγγας και πέθανε στις 21 Απριλίου 1867,
στα Σάλωνα.
Κόρακας, ο= οροσειρά των Βαρδουσιών με 2450 υψόμετρο.
Κωστούλας (Κώστας) Γραμματικός= ονομαστός κλέφτης απ’ τη
Μουσουνίτσα, γιος του καπετάνιου Θανάση
Γραμματικού, που ήταν αρχικά στο σώμα του Βλαχοθανάση και κατόπιν του
Ανδρούτσου Βερούση, πατέρα του Οδυσσέα, αδερφός του πατέρα του Θανάση Διάκου,
σκοτώθηκε δε στα 1796 στο Μοριά, σε κάποια συμπλοκή με τους Τούρκους.
λατσούδι, το= κλάρα ελατιού.
Μήτρος Γραμματικός= ονομαστός κλέφτης απ’ τη Μουσουνίτσα, γιος του καπετάν
Θανάση Γραμματικού, που ήταν αρχικά στο σώμα του Βλαχοθανάση, ύστερα του
Ανδρούτσου Βερούση, πατέρα του Οδυσσέα, και τέλος του Λούκα Καλιακούδα, αδερφός
του πατέρα Θανάση Διάκου, σκοτώθηκε δε στην μάχη της Καβρολίμνης.
μπομπότα, η= ψωμί φτιαγμένο από καλαμποκάλευρο.
Νάσος (Θανάσης) Γραμματικός= καπετάνιος απ’ τη Μουσουνίτσα,
πρωτοπαλίκαρο πριν του Κωνταντάρα, παππούς του Θανάση Διάκου (πατέρας του
πατέρα του).
νοτίζω= υγραίνω, κάνω κάτι υγρό.
πάλα, η= καμπυλωτό πλατύ σπαθί με ή χωρίς δόντια.
πισλί, το= γιλέκο ανδρικό, σταυρωτό, κεντημένο, με μανίκια ριγμένα στις
πλάτες αφόρετα, τσιαμαντάνι, μεϊντάνι, πισωγέλεκο, φέρμελη.
πολληώρα, επίρρ.= πριν από λίγο.
ρουπάκι, το= είδος δρυός με ωραία στενά μικρά φύλλα ελαφρώς χνουδωτά στο
κάτω μέρος, χνοώδης δρυς, ημεράδι, ημερόδεντρο.
σελάχι, το= ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που
αποτελείται από 3-5 ή και περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο,
ανάμεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος για την τοποθέτηση χρημάτων, μαντηλιών
προσώπου, καπνοσακουλών, κουμπουριών και μικροαντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.
σημαδόβολο, το= σημείο ή αντικείμενο που σημαδεύει κάποιος να πετύχει στη
βολή, σημάδι, στόχος.
σκαπετώ= φεύγω, αναχωρώ γρήγορα, εξαφανίζομαι τρέχοντας.
σουρώ= σφυρίζω.
σοφράς, ο= στρογγυλό και χαμηλό ξύλινο τραπέζι φαγητού γύρω από το
οποίο κάθονται αυτοί που τρώνε.
ταϊφάς, ο= το σώμα ανδρών ενός οπλαρχηγού, ακολουθία, μπουλούκι.
τάτας, ο= το όνομα του πατέρα στη νηπιακή γλώσσα.
Τσαμ-Καλόγερος= καπετάνιος –πριν καλόγηρος- απ’ τους Βελλιανούς, που είχε τα
λημέρια του στα Βαρδούσια και στην Γκιώνα, με 50-70 παλικάρια στις διαταγές
του, με πρωτοπαλίκαρο το Γούλα και κατόπιν το Θανάση Διάκο.
τσαμπάς, ο= μακριά μαλλιά στο κεφάλι του ανθρώπου ή στον αυχένα
ορισμένων ζώων, χαίτη.
τσαπράζια, τα= ασημένια ή επίχρυσα κοσμήματα με συρματερό διάκοσμο που
φοριόνταν στο στήθος σταυρωτά ή χιαστί μόνο από τους καπεταναίους, τους
γαμπρούς, τις νύφες και τους τσελιγκάδες, κιουστέκια.
τσογκάρι, το= πετρωτό ύψωμα σε βουνό, κορυφή.
φάρα, η= γόνος, σόγι.
φούμισμα, το= καλή γνώμη για κάποιον, καλό όνομα, φήμη, άκουσμα.
χαϊμαλί, το= αντικείμενο ιερό που φέρνει κανείς επάνω του με σκοπό να τον
προφυλάγει από τους κινδύνους, είναι δε το χαμαϊλί, όπου εγκλείεται το
περιεχόμενο, φτιαγμένο από ύφασμα πολυτελείας, κεντημένο ή χαντρωμένο
εξωτερικά, ή είναι μικρό σκεύος, στο μέγεθος του μεγάλου καρυδιού, τετράγωνο,
χρυσό ή επίχρυσο ή ασημένιο, με προσαρτημένη, αναλόγου ποιοτικής κατασκευής,
αλυσίδα.
χολοπαθιέμαι= στενοχωρούμαι, πάσχω.
Ψυχογιός= Γιώργος Γραμματικός ή Ψυχογιός, ο πατέρας του Θανάση Διάκου,
που ονομάσθηκε Ψυχογιός, επειδή, όταν ήταν μικρός, η μάνα του, από φόβο μήπως
οι Τούρκοι σφάξουν αυτήν τη ίδια, την κόρη της Στάμω και τον παραπάνω γιο της
Γιώργο, γιατί προηγουμένως σκότωσαν τον άνδρα της και τ’ άλλα δύο παιδιά της
Μήτρο και Κωστούλα, τον έστειλε απ’ τη Μουσουνίτσα στην Αρτοτίνα σαν ψυχοπαίδι
στο θείο του Θανάση Γραμματικό.
Η
ποιητική συλλογή του Γιάννη Αν. Σαντάρμη: «Θανάσης
Διάκος, ο Μάρτυρας της Λευτεριάς» απέσπασε το Α’ Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων το 1994.
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Τι ποιήματα-έργα τέχνης γράφει ο κ. Σαρντάμης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεταβίβασέ του την εκτίμηση και το θαυμασμό μας!
Αγαπητέ Ευρυτάνα Ιχνηλάτη, ο Γιάννης Αν. Σαντάρμης διαθέτει σπάνιο λογοτεχνικό & ποιητικό τάλαντο, κατέχοντας ένα απίστευτο λεξιλογικό λαϊκό θησαυρό. Είναι, δίχως υπερβολή, ο νέος Κρυστάλλης της Ελλάδας! Έχει δημιουργήσει τεράστιο αριθμό λαογραφικών και ιστορικών έργων τα οποία όμως δυστυχώς δεν έχουν εκδοθεί ολοκληρωμένα, παρά μονάχα αποσπάσματά τους. Συχνά θα απολαμβάνουμε δημιουργήματά του! Διάβασε το σχόλιό σου για «το λίμπισμα» και χάρηκε ιδιαιτέρως!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια στιγμή θα δημοσιεύσω μια ενδιαφέρουσα αυθεντική συνομιλία που είχε με τον αείμνηστο πρύτανη της ρουμελιώτικης λαογραφίας Ζάχο Ξηροτύρη, ο οποίος τον επαινούσε επειδή είναι ίσως ο μοναδικός που γράφει ακόμα ατόφια παραδοσιακή ποίηση με ομοιοκατάληκτο στίχο.
Ευχαριστούμε για την ορθή σου κρίση και την εκτίμησή σου στα ποιοτικά δημοσιεύματα!