Συνεργάτες

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Στον Αθανάσιο Διάκο

ΣΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ
(Το έγραψε και το απάγγειλε ο Αριστοτέλης Προβελέγγιος στις 23/4/1903
στ’ αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Θανάση Διάκου στη Λαμία)
 Ο μαρμάρινος ανδριάντας του Θανάση Διάκου στη Λαμία
έργο του γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη
 
Από ποιο κόσμο εφάνηκες λευκός ωσάν το χιόνι,
και ρίγος και συγκίνησης αγία μας υψώνει;
Ήλθες από το Πάνθεον το μαρμαροχαμένο,
που ήρωες και εθνομάρτυρες φωτοβολούν τριγύρω
και πλέουνε σε θυμίαμα και σε λατρείας μύρο
και φτερουγίζει ανάλαφρα σαν άσμα μαγεμένο;
Απ’ την καρδιά επήδησες του Γένους την αιώνια,
που της σκλαβιάς την άγιασαν τα σκοτεινά τα χρόνια,
και μέσα στης αγάπης της το ακοίμητο καμίνι,
πιο θαυμαστούς τους ήρωας, πιο ωραίους μεταχύνει;
Και σαν μια πάχνη ολόφωτη τριγύρω την απλώνει
και σ' ηλιοστάλακτον βωμόν αθανασίας στηλώνει;
Από κει μέσα επήδησες και λάμπεις στον αιώνα!
εσύ που μόλις άστραψες στον ιερόν αγώνα,
κ’ εχάθης σαν ουράνιο φως από της γης τα μάτια,
για να στολίσεις τ’ άφθαρτα της δόξης μας παλάτια!
Εσβήστηκες! αλλ’ έμεινεν απ’ τα μαρτύριά σου
μια θεία λάμψις. Έσβησες! αλλά την ομορφιά σου,
που σου ‘καψαν, σου χάλασαν απίστων άγρια χέρια,
μ’ αγάπη που την φύλαξεν ανέγγικτον, ακέρια
του γένους η πιστή καρδιά και την χαρίζει τώρα
στην τέχνη την αθάνατη, στων Ηλυσίων τη χώρα.

         
Ήρωα, που έχεις της μορφής ουράνια τα κάλλη,
μα της ψυχής την ομορφιά ακόμη πιο μεγάλη,
της αρετής σου τ’ άσπιλο, κρινόλευκο στεφάνι
κανένα πάθος ταπεινά της γης δεν έχει χράνει!
Αυτό είναι το περήφανο, πεντάμορφο κεφάλι,
το χέρι σου που σκόρπιζε γοργό θανάτου ζάλη,
τ’ αντρειωμένα, ηρωικά, τα δασωμένα στήθη,
το μάτι που κεραύνωνε τα βάρβαρα τα πλήθη!
Σε βλέπω κι όλη μου η ψυχή στην όψη σου κρεμνιέται
σε βλέπω κι απ’ τα σπλάχνα σου νομίζω πως πετιέται
θριαμβευτική, νικήτρια, στάζοντας φλόγα κ’ αίμα,
η γενεά του Αγώνας μας εκείν’ η γιγαντένια,
οπού τον δράκο πνίγοντας σε χέρια σιδηρένια,
τη σκλάβα μάνα εστόλισε μ’ ελευθερίας στέμμα!
Κ’ ήσουνε θρήσκος, ταπεινός καλόγηρος μια μέρα
σε μοναστήρι μακρινό. Στην Ιερή ατμόσφαιρα
σ’ ανύψωνε σ’ αντρείονεν η πίστης του Κυρίου
κ’ έτοιμος ήσουν να δεχθείς το υπέρτατο ποτήρι
 
και ν’ αντικρίσεις άτρομος το πυρ του μαρτυρίου.
Ω μέρα κ’ ώρα μυστική, όταν στο μοναστήρι,
που μιαν ευχή ψιθύριζες εμπρός στον Σταυρωμένο,
το πρώτο φως του Αγώνος μας εχύθη ματωμένο
κ’ η φλόγα εκείνη αγκάλιασε το άγιο το καντήλι
ωσάν η πίστης κ’ η Πατρίς να σμίξανε τα χείλη!
Η αδελφωμένη φλόγα των μες στην καρδιά σου ανάφτει!
μια θεία ορμή πολεμική μες στη ματιά σου αστράφτει,
και χύνεσαι σαν κεραυνός απ’ της Μονής τη θύρα
εκεί  πού σ’ έκραξ’ η Πατρίς κ’ η φωτεινή σου Μοίρα!
Κ’ έγιν’ ο τίμιος Σταυρός στο χέρι σου ρομφαία,
για να δοξάσει τον Σταυρό! και τα μαλλιά τα ωραία,
που ζωντανά κι ατίθασα κυμάτιζαν στην πλάτη,
έγιναν φωτοστέφανος στο αγέρωχο κεφάλι 
το ταπεινό το ράσο σου - μανδύας στρατηλάτη.

       
Το στήθος - Πύργος άσειστος στην άγρια ανεμοζάλη,
που με τα πλήθη τ’ άπιστα πλακώνει σαν φοβέρα,
κι αντραντάζ’ η χώρ’ αυτή και σείεται πέρα ως πέρα.
Την ώρα εκείνη ποιος Θεός, ποια δύναμις, ποιο πνεύμα
στο στήθος σου θρονιάστηκε, σου αντρείωσε το χέρι;
και με λεβέντες λιγοστούς αψήφισες τ’ ασκέρι
και σαν το βράχο ανάκοψες τ’ ορμητικό του ρεύμα;
Παντού καπνός, παντού φωτιά και φρίκη και λαχτάρα
σφαγή, κραυγή και στεναγμός και του θανάτου αντάρα!
Σαν άγγελος καταστροφής με ματωμένο στέμμα
φονεύεις με τη σπάθη σου και σφάζεις με το βλέμμα!
Αστροπελέκια γύρω σου σκορπίζει το σπαθί σου
κι ανοίγουνε κατάχλωμα τα πλήθη στην ορμή σου.
Βάστα κι αντρειώνου, γίγαντα. Την ώρ’ αυτή σ’ εσένα
η πρώτη θεμελιώνεται τιμή του Εικοσιένα!
Ακούεις; απ’ τα τρισένδοξα της Αλαμάνας βράχη
υψώνεται νικήτρια κραυγή του Λεωνίδα!
σε κάθε λόγγο ηχολογά, βροντή, σε κάθε ράχη
και χαιρετά τη λευθεριά και ψάλλει την Πατρίδα!
Βάστα! χιλιάδες σ’ έζωσαν. - Χιλιάδες δεν τρομάζεις!
«Καρδιά» στα παλληκάρια σου, «Καρδιά παιδιά μου!» κράζεις
τα παλληκάρια κείτονται μεσ’ τ’ αγιασμένο χώμα,
και το σπαθί σου θρύμματα - μα πολεμάς ακόμα!
Στο σώμα σου το πάναγνο βέβηλ’ απλώνουν χέρια,
και για το στήθος τ’ άοπλο μύρια ακονούν μαχαίρια.
Κ’ ήλθ’ η στιγμή να δοξασθείς. Μες στην καρδιά σου τώρα
λάμπει και πάλι φλογερή, μεγάλη, νικηφόρα
η αθάνατη του Γένους μας καρδιά και σε στηρίζει
όλ’ η ορμή της κ’ η φωτιά το αίμα σου φλογίζει.

           
Κ’ ενώ φωτιά και σίδερο το σώμα σου σπαράζουν
η Πίστης κι η Πατρίς μαζί στα σπλάχνα σου ευωδιάζουν
κανένα γης μαρτύριο, κανένα δεν θα σώσει
το μεγαλείον της ψυχής να σου το ταπεινώσει!
Εμπρός στο πυρ τ’ αθάνατο, που την  ψυχή  λαμπρύνει,
του μαρτυρίου σου το πυρ μαραίνεται και σβήνει!
Το στήθος σου παράπονο και στεναγμό δεν χύνει
πνέει η μορφή σου μάρτυρος φωτόλουστη γαλήνη.
Μ’ απ’ την ωραία σου ψυχή κι από τα αγνά σου χείλη
ένα τραγούδι χύνεται στ’ αρώματα τ’ Απρίλη
σαν λούλουδο που το στερνό στολίζει λογισμό σου
θεία δροσιά πού στάλαξε μες στο μαρτύριό σου.
Κι αφήνεις γεια στην άνοιξη, μ’ απ’ τη φωτιά σου βγαίνει
μια ομορφότερη άνοιξη στη γη τη σκλαβωμένη.
Με πυρωμένα σίδερα σπαράζουν το κορμί σου,
μα θριαμβεύ’ η Πίστις σου! κι ολόδροσ’ ή ψυχή σου,
απ’ τη φλογοστεφάνωτη, μαρτυρική θυσία
χρυσές φτερούγες άνοιξες προς την Αθανασία
εδώ σ’ εθρήνησαν βουνά και λαγκαδιές και κάμποι
αλλ’ ο βωμός της δόξης σου για πάντα εδώ θα λάμπει.
Η γη που τα τρισάγια σκεπάζει κόκκαλά σου,
η γη που μοσχοβόλησεν απ’ τα μαρτύριά σου
παντοτινό προσκύνημα μέσ’ στους καιρούς θα μένει!
κι απ’ τα ιερά τα βάθη της θα κράξ’ η Ιστορία,
πως ο θνητός δοξάζεται για την ελευθερία,
πως για την Πίστη μαρτυρεί, για τον Σταυρό πεθαίνει!

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου