Συνεργάτες

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Στον Αη-Γιώργη

Στον Προστάτη του χωριού μου
τον Άη Γιώργη τον Καβαλάρη
Η  ασημοποίκιλτη  εικόνα  του Αη-Γιώργη  που  κοσμεί το  κεντρικό προσκυνητάρι της εκκλησίας του χωριού μου Αη-Γιώργη Φθιώτιδας. Ο Αη - Γιώργης  λατρεύεται ιδιαίτερα από τους βοσκούς,  επειδή  στη γιορτή του ανεβάζουν  τα  κοπάδια  τους στα βουνά,  να ξεκαλοκαιριάσουν.
      
Η ΓΙΟΡΤΗ Τ’ ΑΗ-ΓΙΩΡΓΙΟΥ
                  Τώρα που ανθούν τα ζάλογγα, που οι κάμποι χορταριάζουν,
                  τώρα οι βλάχοι χαίρονται και τ’ Αη-Γιωργιού γιορτάζουν.
                  Κι απάνω στα ψηλά βουνά, στα βλάχικα στρουγκάρια,
                  σφάζουν κατσίκια τρυφερά, κόβουν αρνιά θρεφτάρια.

                  Αράδα-αράδα οι γούρνες παν, στην απλωτή τη λάκα,
                  αράδα-αράδα τα σφαχτά στριφογυρνάν στη θράκα
                  κι η γλίν’  απάνω στη φωτιά, ψητού σημάδι, στάει,
                  τ’ αγέρι φέρνει μυρωδιές και μυρωδιές σκορπάει.

                  -Λεβέντες, σύρτε τα ψητά στον έλατο από κάτω,
                  που  ’χει τον ίσκιο τον παχύ, που ’ναι δροσιές γιομάτο.
                  Γύρ’ απ’ το γέρο-έλατο, που αχτίδα ηλιού δεν παίζει,
                  οι βλάχοι σταυροποδιαστοί, γλυκό κάνουν τραπέζι.

                  Κοψίδια εδώ, πίτες εκεί, γιαούρτι παραπέρα,
                  το κοκορέτσι σκορπιστό μοσχοβολάει στη φτέρα
                  κι αλλού η μυτζήθρα η ολόχλωρη, βγαλμένη απ’ την τσαντίλα,
                  σαν χιόνι ασπρολογάει κι αυτή στου πλάτανου τα φύλλα.

                  Να ’χετε γεια, μωρέ παιδιά, σαν τα βουνά να ζάτε
                  και τα κοπάδια ολοζωής ξοπίσω ν’ ακλουθάτε.
                  -Ε, στην υγειά σου, τσέλιγκα, με τις καλές ευχές σου
                  κι ο Αη-Γιώργης, ο προστάτης μας, ν’ αξαίνει τις κοπές σου.

                  Τέτοια λόγια κρένουν χρυσά βλαχούλες και βλαχούδια
                  και τραγουδάν γλυκά-γλυκά τσοπάνικα τραγούδια,
                  χορό κυκλώνουν ύστερα, βαρούν τσαμπούνες κι ούτια
                  και κάπου ακούς σφυρίγματα και κάπου ακούς αρμούτια.

                  Κι απ’ τα τουφέκια αχολογάν περίγυρα οι ραχούλες,
                  σφυράν κι οι πετροκότσυφες κοντά στις κρύες βρυσούλες,
                  λαλούν στα πλάγια οι πέρδικες, στις ρεματιές τ’ αηδόνια,
                  που φέρνουν καθαρά νερά τ’ αναλιωμένα χιόνια.

                  Κάποτε λύνουν το χορό και στ’ ανοιχτό λιβάδι
                  οι νιοι παλεύουν και πηδάν και ρίχνουν στο σημάδι
                  κι ο πρώτος για ξαντίμεμα παίρνει ψαχνό ένα κριάρι,
                  άλλος κατσίκι, άλλος αρνί κι άλλος πάλι παχάρι.

                  Οι γύρα τους καλοτυχάν και τους παινολογάνε
                  κι οι γερο-βλάχοι, που γερτοί στις γκλίτσες ακουμπάνε,
                  βλέπουν τους νιους παράμερα και λένε ταίρι-ταίρι
                  που θα ξεκαλοκαιριαστούν κι αυτό το καλοκαίρι.

Γλωσσάρι
αξαίνω= μεγαλώνω σε ηλικία ή ανάστημα, αυξάνομαι σε ποσότητα ή αριθμό, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω.
αρμούτι, το= τουφέκι.
γλίνα, η= λίπος.
κοπή, η= κοπάδι ζώων.
ξαντίμεμα, το= ανταμοιβή, ανταπόδοση.
ούτι, το= έγχορδο μουσικό όργανο.
παχάρι, το= παχύ ζώο.         
τσαμπούνα, η= μουσικόπνευστο όργανο, που αποτελείται από κατεργασμένο δέρμα, συνήθως κατσικιού, από το επιστόμιο (φυσάρι), φτιαγμένο από κέρατο ή κόκαλο ή ξύλο, προσαρμοσμένο στο λαιμό του ασκιού κι από 2 ξύλινους αυλούς, τοποθετημένους στα μπροστινά πόδια του τομαριού, εκ των οποίων ο δεξιός (μπουρί), ως 1,20 εκατοστά μακρύς, είναι άτρυπος και κρατεί το μπάσο κι ο αριστερός (τσαμπούνα), μήκους 60-70 εκατοστών, έχει 7 τρύπες και παράγει τους ήχους, συνηχούν δε οι αυλοί και οι 2 μαζί, γκάιδα, άσκαυλος.

Ποίηση: Γιάννης Αν. Σαντάρμης
Φωτο-Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου