Συνεργάτες

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Τα πιο ξινά κεράσια

Τα πιο ξινά κεράσια…
[Παιδικά κι απερίσκεφτα]
Κάπου στη δεκαετία του ’60, στη γενέτειρα, εκεί γύρω στου Αγίου Κωνσταντίνου η τρελοπαρέα τα κανόνισε. Την Κυριακή που δεν είχαμε σχολείο και οι μεγάλοι θα εκκλησιάζονταν, εμείς θα πηγαίναμε για κεράσια στο περβόλι του μπάρμπα Πάνου στις «Αντριάδες», πέρα από το ποτάμι. Έπεφτε λίγο μακριά, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι επειδή ήταν απομονωμένη περιοχή, κανείς δεν θα μας έπαιρνε χαμπάρι.
Οπλιστήκαμε τις σφενδόνες, για άλλοθι, και πρωί πρωί δώσαμε ραντεβού στα Διπόταμα. Μαζευτήκαμε πέντε έξι φιλαράκια από τον πέρα μαχαλά και δώστου για το περιβόλι. Γνωρίζαμε ότι είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν. Δε θα μας έπεφταν δα και άσχημα μπροστά στα κατάξινα κορόμηλα που τρώγαμε και μουδιάζανε τα χείλια μας.

Μακρύς ο δρόμος για μας τα σχολιαρόπαιδα του δημοτικού σχολείου, αλλά μπρος στη γλύκα τι είναι ο πόνος;
Κάποτε φθάσαμε και για πότε κρεματζαλιστήκαμε από τα κλωνάρια και βρεθήκαμε πάνω στις κερασιές, ούτε που το καταλάβαμε. Και τότε άρχισε η λαφυραγώγηση των νόστιμων κόκκινων κερασιών. Τρώγαμε λαίμαργα μέχρι να χορτάσουμε για τα καλά.
Κάποια στιγμή κατεβήκαμε και επιδοθήκαμε στα τρελοπαιχνίδια. Ρίξαμε πέτρες στη στέρνα και τρομάξαμε τα βατράχια. Κυνηγήσαμε και μερικά πουλιά που ορέχτηκαν τα κεράσια. Μέχρι και σφηκοφωλιά χαλάσαμε πετώντας λάσπη που φτιάξαμε βρέχοντας το χώμα με κάτουρο.
Κανένας δεν μας πήρε είδηση για τη λεηλασία των κερασιών. Έτσι θριαμβευτές πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Όπως βαδίζαμε αμέριμνοι σε μια στροφή του δασικού δρόμου να σου ξαφνικά μπροστά μας ο … αγροφύλακας. Παγώσαμε όλοι. Ούτε η ανάσα μας δεν ακουγότανε.

-Βρε καλώς τα παιδιά! Πώς από δώ; Δεν πιστεύω να φάγατε τίποτα κεράσια. Το λέω για το καλό σας. Γιατί ήταν ψεκασμένα με δηλητήριο. Πέστε μου αν φάγατε να σας πάμε στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου, μας ξεφούρνισε ο άγρυπνος προστάτης των αγρών και των καρπών.
Κρύος ιδρώτας μας έλουσε! Κανένας μας δεν αποκρίθηκε, παρά το βάλαμε στο τρεχαλητό. Για πότε έφτασα στο σπίτι μου που για καλή μου τύχη ήταν και το κοντινότερο στην άκρη του χωριού ούτε που το κατάλαβα.

Πέφτω στο κρεβάτι, κλείνω τα μάτια μου και περίμενα να πεθάνω! Αισθανό-μουνα έναν απροσδιόριστο πόνο στην κοιλιά μου. Παρακαλούσα το θεό αφού είναι να πεθάνω να γίνει μια ώρα αρχύτερα, να τελειώνω. Κάποια στιγμή έρχεται η μάνα μου και με ρωτάει τι έπαθα. Κουράστηκα και νύσταξα της απάντησα. Βέβαια οι γονείς μας απλά ξέρανε ότι θα πηγαίναμε εκδρομή με την παρέα μας, όπως δα το συνηθίζαμε συχνά.
Η ώρα περνούσε και εγώ ήμουν ακόμα, ω! του θαύματος, ζωντανός. Τότε μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Μπας και ο αγροφύλακας μας έκανε πλάκα. Βρε τον αθεόφοβο! Και πήρα θάρρος. Θεέ μου σώθηκα!
Δεν  πιστεύω να έφαγε άλλος πιο ξινά κεράσια από εμάς.
Αυτά θυμήθηκα κουβεντιάζοντας προχθές με τον συνταξιούχο και μοναδικό απομείναντα στη ζωή αγροφύλακα του χωριού μου, Γιώργο Κορέλη!

Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου