Τ Α Β Ο Σ Κ Ο Τ Ο Π Ι Α
(του
Γιάννη Σαντάρμη)
Τώρα κοντά την άνοιξη, τώρα το καλοκαίρι,
που πρασινίζουν τα βουνά, που χορταριάζει ο κάμπος,
συμμαζωμένοι οι μπιστικοί στην πιο τρανή καλύβα
μοιράζουν βλαχολίβαδα χωρίζουν βοσκοτόπια.
Καταμεσίς ο τσέλιγκας, γύρα-τριγύρα οι βλάχοι,
παρακοντά τους κι ο παπάς που τους βλογεί και λέει.
— Με τη βοήθεια του Θεού και με τη δύναμη Του
οι τσάρκοι γιόμισαν αρνιά, κατσίκια τα πιτούλια.
οι τσάρκοι γιόμισαν αρνιά, κατσίκια τα πιτούλια.
Κι ο τσέλιγκας αραδαριά τους μπιστικούς ρωτάει.
— Κωστούλα, πόσα τα ’φτασες τα ζωντανά σου φέτο;
—
Φέτο το γέννο είχα καλό, τα πήγα τρεις χιλιάδες!
— Σαν πόσα τα ’χεις, Γιάννο, εσύ;
— Διπλά από πέρσι τα ’χω,
τα χίλιασα τα πρόβατα, χίλιασα και τα γίδια.
— Ο Λιας;
—Καμιά ξακοσιαριά
— Κι ο Λάμπρος;
— Πεντακόσια.
— Κι ο Μήτρος;
— Γέρο-τσέλιγκα τσαγγάδια έχω μονάχα, τι απόρριξαν.
—
Κι ο Παννακός;
— Και στέρφα και γαλάρια.
— Το γέρο-Βάγιο δε ρωτώ, μηδέ και το Βασίλα,
γιατί με τα πολλά τ’ αρνιά, με τα πολλά κατσίκια
κι αυτό το τσελιγκάτο μου, πού ’χει χιλιάδες γίδια,
πού ’χει χιλιάδες πρόβατα, κοντολογάν να φτάσουν.
γιατί με τα πολλά τ’ αρνιά, με τα πολλά κατσίκια
κι αυτό το τσελιγκάτο μου, πού ’χει χιλιάδες γίδια,
πού ’χει χιλιάδες πρόβατα, κοντολογάν να φτάσουν.
— Όπως τα κρένεις, τσέλιγκα, βελάζουν στα μαντριά μας
μικράτα αρνιά αλογάριαστα κι αρίφνητα κατσίκια.
—
Κι αν έχουν τα κοπάδια μας μεγάλη φέτο αυγάτα,
της Καταβόθρας το βουνό πολλή ταγή βαστάει,
στο γόνα φτάνει η αμαλαγιά, στη ζώστρα η μαραβίτσα
και
το πουρνάρι είναι κι αυτό πολύ και το φιλίκι,
θα φαν φέτο τα πράματα θα κατεβάσουν γάλα,
τυρί στ’ ασκιά θα ρίξουμε, μυτζήθρα στις τσαντήλες.
—
Μοίρασ’ τις, πρωτοτσέλιγκα, χώρισε τις βοσκές μας.
—
Ας πάρουν τις βουνοπλαγιές τα πιο τρανά κοπάδια
τις λούζες τα μικρότερα, τα γούπατα τους όχτους,
άλλα μπουλούκια ας ανεβούν στα κορφινά λιβάδια,
στα διάσελα στα ισιώματα στα ξάρια, στις ομάλιες.
Μες στο βαρκό μην πάει κοπή, μη λάχει και βδελιάσει,
μόν’ ρίξτε κάνα πρόβατο στις πράσινες σωκήπες
δροσιά να πίνει αντί νερό, να τρώει αμάλαο χόρτο,
για να θρεφτεί, να το
‘χουμε πιο εκεί για κάνα γλέντι!
— Μοίρασε, γερο-τσέλιγκα νομές και για τα γίδια
γιατί στη στρούγκα ακούγονται, χαλεύουν να σκαρίσουν.
—
Ένας γιδάρης τα ζερβά τα βοσκοτόπια ας πιάσει,
πού ’ναι φιλίκι περισσό, πουρνάρι πυκναρίκι
με το ροδάμι το πολύ, γλυκιά θροφή στα γίδια,
ας έχει άλλος το ζάλογγο τον πέρα με τα ντούσκα
κι άλλος στο δώθε αρπακιά με τα πολλά παλιούρια
και με τ’ αρκουδοπούρναρα και τα σφαλάχτια ας βόσκει.
Όσες ποκές είναι λιανές με γεννητούρια ας πέσουν
όπ’ έχει μούγγρο για τα ζα κλαρί για τα κατσίκια
κι όπ’ έχει κατατρύφερο με νιόφυλλα βλαστάρι.
Και τα γαλαροκόπαδα, βελόνι για να βρίσκουν,
ρίξτε τα στα ημερόδεντρα και στα τρανά ρουπάκια.
Μακριά, παιδιά μου, απ’ τα ραϊδιά, μακριά κι’ από τις σάρες
κι’ απ’ τις αρκουδοπατησιές, μην πέσει κάνα γίδι
και τσακιστεί στα βράχια τους και σας χαθεί και πάει.
—
Τσέλιγκα δίκια η κρίση σου, νόμος η απόφαση σου.
—
Καλές βοσκές να έχετε, καλό και το μαξούλι,
καλό ξεκαλοκαίριασμα κι αυτό το καλοκαίρι.
— Κι εσύ καλά γεράματα ν’ αξαίνουν οι κοπές σου.
Ως όξω χύνονται οι ευχές στον οβορό, στη στράτα,
όξω ξεβγαίνει κι ο παπάς βαστώντας αγιαστούρα
τον ακλουθεί ο αρχιτσέλιγκας, ξοπίσω παν οι βλάχοι
και παραπίσω οι βλάχισσες και τα βλαχόπουλα όλα.
Μες στα λιβάδια στέκεται και μες στα βοσκοτόπια
κι εκεί ο παπάς βάνει αγιασμό και σε κάθε μια ευχή του σταυροκοπιούνται οι βλάχισσες, σταυροκοπιούνται οι βλάχοι
και το σταυρό κι τσέλιγκας κι αυτός δασιά τον κάνει.
Ραντίζει μ’ αγιασμό ο παπάς το πράσινο γραδίσι
κι εύχεται η χλόη να ‘ναι πολλή, το διάφορο μεγάλο
κι αραδαριά οι τσοπάνηδες περνάν από μπροστά του
και προσκυνάνε το σταυρό και του φιλάν το χέρι.
Γλωσσάρι
αμαλαγιά, η = άφθονο κι αβόσκητο χορτάρι.
αρίφνητο, το = αμέτρητο.
αρκουδοπατησιά, η = βαθούλωμα σαν πατημασιά αρκούδας, που παγιδεύεται το ζώο, όταν μπαίνει να βοσκήσει.
αρπακιά ή αρπάκι, η, το = πάλιουρας.
αυγάτα, η = πολλαπλασιασμός, πλήθυνση.
βαρκό, το = υγρότοπος.
Καταβόθρα, η = το βουνό η Οίτη.
λούζα, η = μικρή κοιλάδα βαθιά και στενή που έχει υγρασία, βαθουλό χωράφι που κρατεί βρόχινα νερά.
μαξούλι, το = η σοδειά όλου του χρόνου απ’ τα ζωντανά.
μαραβίτσα, η = βοσκήσιμη χλόη.
μούγγρο, το = το πρώτο τρυφερό ανοιξιάτικο κλαρί που ταΐζουν τα νεογέννητα κατσίκια.
ξάριο, το = ανοιχτός τόπος.
ομάλια η = καλός τόπος, λάκκα.
πιτούλι, το = βεργοχώρισμα μες στην καλύβα που μπαίνουν τα μικρά αρνοκάτσικα.
ραϊδιό, το = απόκρημνος χαρακωτός βράχος.
ροδάμι, το = τα χλωρό βλαστάρια του πουρναριού με το πρινοκόκκι (κόκκινα σφαιρίδια) την άνοιξη.
σάρα, η = τόπος σε πλαγιά με χαλίκια και πέτρες που μετατοπίζονται εύκολα.
σωκήπα, η = τόπος ανάμεσα σε βράχια χωρίς διέξοδο, εσώκηπος, ξιονάγκα, ζάστανος, βραχοζουνάρι.
τσαγγάδι, το = γίδα ή προβατίνα που της ψόφησε στη γέννηση ή της έσφαξαν το μικρό της.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Για μία ακόμη φορά συγχαρητήρια για τον πλούτο των εικόνων και των συναισθημάτων που μας χαρίζει ο εξαίρετος λόγος σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή