Συνεργάτες

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Ο Μαρκάλος

Ο ΜΑΡΚΑΛΟΣ
(του Γιάννη Σαντάρμη)

Τα γίδια στερφογάλιασαν, τα πρόβατα έχουν στίψει,
τώρα οι πρατίνες σέρνουνε, τώρα ζητάνε οι γίδες
και προυτσαλάνε τα τραγιά, τα κριάρια μουκουρίζουν.
Τονα με τάλλο τα μαντριά αλλάζουν τα βαρβάτα,
να ματανιώσουν τις κοπές, κοπάδια άλλα να κάμουν.
Ο Σκούρας τα σπορίτια του ταλλάζει με το Γόια,
με τον Παλούμπα ο Κολοβός, με το Σκαρλάτο ο Σιώκος
κι ο Ντούβρας παίρνει δανεικά και δίνει τα δικά του.
— Μου τράνεψαν, Ντούβρα, ταρνιά και τα σερκά κατσίκια,
γίναν ζυγούρια θεριακά, βετούλια νεφρωμένα
και ποιος τα πιάνει τώρα αυτά σαν πέσουν στα κοπάδια.
— Ας κάνουμε δανεικαριά, Σαγκσώνη, τα σερκά μας,
πάρε τα λάγια κριάρια μου και δώσε μου τα φλώρα,
άσπρα να φκιάσω πρόβατα.
           — Αντάμα με τα λάγια,
δώσε μου και τους γκιόσους σου, το σόι να παρδαλέψω.

— Αρνιά να κάμω θέλω εγώ, Σκαρλάτο, από τα ζα σου,
ναναι σφοντολομάτικα και μαυροσφάικα ναναι
και να φοράνε στα λαιμά ζευγάρι σκουλαρίκια.
— Κι εγώ για τις πρατίνες μου τις καραμάνικές μου
και για τα καραμπάσικα τα πρόβατα μου πάλι,
Σιώκο, τα στραβομύτικα τα κριάρια σου χαλεύω,
κλήρα για ν’  αποχτήσω νια κι άλλη καινούρια φάρα,
να μελετιέται στα βουνά, νακούγεται στους κάμπους.
— Μέριασε, Σκούρα, απτα τραγιά πέντε καλά βαρβάτα,
ναχει τα τσέπια ένα μπροστά, τάλλο να ταχει πίσω,
το τρίτο σαν παλούκια ορθά, στεφανοκέρικο άλλο
ναναι, κι ακόμα φέρε μου και το γριντάλι εκείνο
με ταπλωμένα κέρατα, τα τεντωμένα ξύλα,
που πάνε οργιές από τη μια και πήχες απτην άλλη,
να πιάσω από το σπόρο τους, καλό νταμάρι ναχω,
ναχω κατσίκια θεριακά και γίδια με τσιγγάνια,
να βγούνε όλα χυτόγαλα, να κατεβάζουν γάλα,
να μάχονται μες στα βουνά και λύκους και τσακάλια.
Βγάνε το σιούτο το τραγί, τι βλέπω πως κουντράει.
— Κι αν είναι αυτό, Γόια, ζαβό και κακομαθημένο,
είναι καλό για γκαίνιση, καλό είναι για μαρκάλο
και
βγάνει με το σμίξιμο διπλά τα γεννητούρια
κι αν είναι οι γίδες σου παχιές και καλοταγισμένες,
τριπλάρια η μάνα η κάθε μια και τέσσερα θα κάνει.
— Παλούμπα, οι αλογομάσταρες οι γίδες μου βελάζουν,
μηδέ πεινάν, μηδέ διψάν, ζευγάρωμα όλες θέλουν.
— Σιμά κοντά είναι οι στάνες μας, σιμά και τα μαντριά μας,
πέρασε μέσα, κολοβέ, και διάλεξε ό,τι θέλεις,
θέλεις κοντά, θέλεις ψηλά, θέλεις καμαρωμένα,
θέλεις τραγιά καρλαύτικα, πιάσε τα με την γκλίτσα.
Κι εγώ με τη λαγούσα μου θα πάω και θα γραπώσω
απτην κοπή σου το σερκό με τη μακριά καμούτσα,
το βρακοπόδαρο τραγί, το μπέλιο το βαρβάτο,
όπ’  έχει ασπράδι στη νουρά, στο μέτωπο του αστέρι,
κι ακόμα το κατάμαυρο το ντρένιο θα τσακώσω
με την τρανή του κορμαριά, με τόμορφο του μπόγι.
Μέρες οι βλάχοι τα τραγιά, μέρες τα κριάρια αλλάζουν,
μέρες που συναρίζονται και λένε κι ορμηνεύουν.
Ήρθε νωρίς ο μάρκαλος, νωρίς θα ξεσχολάσει.
Τώρα ο καιρός τα κάλεσε και τώρα μαρκαλιούνται
τα γίδια και τα πρόβατα.
        — Φάγαν φακή για φάγνα,
πριν το μαρκάλο, θηλυκά να κάμουν γεννητούρια;
 Ούτε σπειρί δεν άφηκαν, τις γλείψαν τις ταΐστρες.
  Βγάνατε τα ρογγάτσικα, τα κωλοπάνικα όξω
κι αυτά τα λουτοκρίαρα;
         — Τα ξεδιαλέξαμε όλα,
δεν έμεινε ούτε πούρνικο κι ούτε κοπάνι μέσα.
  Ταχιά πρέπει να ρίξουμε τα κριάρια στα κοπάδια,
να ρίξουμε και τα τραγιά, μια κι έτοιμα είναι όλα,
γιατί πια βγήκε ο Θεριστής και μπήκε ο Αλωνάρης.
  Τα 'βανα, τσέλιγκα, εγώ ψες κι αρχίνησε ο μαρκάλος
  Σέρνουν πολλές πρατίνες σου;
            — Καμπόσες.
                — Του Χορμόβα;
Σαράντα μαρκαλήθηκαν.
             —Πήραν, Λια, τα δικά σου;
 Μονάχα οι στέρφες κι οι παλιές, οι αρνάδες κι οι βετούλες
είν
άμαθες κι όλο προγκάν.
             — Του Καραγκούνη η στρούγκα
πώς πάει;
               — Κει πέρα, τσέλιγκα, βαζοκοπάει ο τόπος
απτο βραχνό μουκούρισμα κι απτο συχνό προυτσάλο,
που κάνουν κριάρια και τραγιά και νασαι εκεί να βλέπεις
το πώς ταπάνω αχείλι τους σηκώνουν τα βαρβάτα
κι ασπρολογάν τα δόντια τους κι όπως χτυπάν τα πόδια
σηκώνει κουρνιαχτό ο βορός κι απτον πολύ μαρκάλο
μέσα κι απόξω το μαντρί μυρίζει βαρβατίλα.
Δυο μέρες πάνε, τσέλιγκα, στις τρεις πατάμε τώρα
κι εψές τη νύχτα μοναχά μια ψίχα ανάσα πήραν
γίδια και πράτα και σερκά.
          — Σωστός μαρκάλος τούτος.
Σένα Λόντο;
    — Δε ζήτησε κανένα από τα ζα μου,
θα πέσει πίσω ο γέννος τους, θαχω χρονιά ανοχιάρα.
 Ριξ'  τα στου Τζώρου την κοπή, τη μυρωδιά να πάρουν,
να ξεσυνεριστούν κι αυτά.
            — Ταχιά θε να το πράξω.
 Πάρε τη γκλίτσα, Παναγή, και χώρισε τα κριάρια,
που στο μαντρί κριαρώνονται.
           — Τήρα τα τα σκασμένα,
πισωγυρνάν και χύνονται κι ένα τ’  άλλο κουντράει
για το μαρκάλο πάρχισε, τα κέρατα θα σπάσουν
από τον τράκο το σκληρό κι αν μπεις ανάμεσα τους,
θα σε τσακίσουν τα θεριά.
          —Φυλάξου απτο βαρβάτο,
που πλάκωσε από πίσω σου κι απιδρομάει για σένα.
 Ανάποδο είναι σερνικό.
       —Τηράτε στα κοπάδια
μην παν σπορίτια κορμερά μαπόκοντες και σμίξουν
και μας εβρεί κάνα κακό στο γέννο τους παρέκει.
Στο έμπα εκεί τΑλωναριού βάνανε τα βαρβάτα,
βάναν στα γίδια τα τραγιά, στα πρόβατα τα κριάρια,
κι εκεί κοντά στο έβγα του ξεμπίτισε ο μαρκάλος.
 Καμιά αρναδούλα ξέμεινε, καμιά λιανή βετούλα,
ναναι σιαμπρός για γκαίνιση, πιο πέρα για μαρκάλο,
κάνα ψιμάδι ναχουμε;
         — Απόμειναν μαρμάρες
και λίγες στερφομήλιορες και κάμποσες μπερνάκες,
θα βγει και κάνα γύρισμα για δεύτερο μαρκάλο.
Για αρμέξτε το γκαστρόγαλο, τα ζα να μην καούνε,
γιατί ο Αλωναριάτικος πια τέλεψε ο μαρκάλος
και δεν αγουροκόφτηκε!
           — Και κράτησε ένα μήνα!
Καλό σημάδι, θαχουμε πολύ μαξούλι φέτο,
θαναι ο γέννος καιρούσικος, θαναι πρώιμος ο γέννος,
με του Χριστού θα ιδούμε αρνιά, θα πιάσουμε κατσίκια,
θα φάμε τα χριστόημερα και νόστιμη κολάστρα
κι όσο να ρθει η στερφογαλιά κι ο άλλος ο μαρκάλος,
τυρί θα πήξουμε στασκιά, μυτζήθρα στις τσαντήλες
και κάδες θα γιομίσουμε με βούτυρο γιδίσιο.
Κι εκεί στον απομάρκαλο και στον αποπρουτσάλο,
οι τσελιγκάδες εύχονται κι ένας στον άλλον λέει.
Καλά κατσίκια, καλά αρνιά, καλά και γεννητούρια.

Γλωσσάρι
αγουροκόβομαι = διακόπτω την εργασία μου πριν την ώρα.
αλογομάσταρη, η = προβατίνα ή γίδα με μαστάρια σαν της φοράδας.
Αλωνάρης, ο = ο μήνας Ιούλιος που αλωνίζουν τους καρπούς.
ανοχιάρα, η = η άσχημη από καιρικές συνθήκες χρονιά και η κακή διαβίωση των έγκυων γιδοπροβάτων έχουν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση του τοκετού τους και πολλές φορές την α­ποβολή τους.
απιδρομώ = κινούμαι προς τα πίσω παίρνοντας φόρα.
βαζοκοπώ = βουίζω πολύ.
βαρβατίλα, η = κακοσμία των ζώων που βρίσκονται σοργασμό.
βαρβάτο, το = κριάρι ή τραγί ικανό για γενετήσιο οργασμό.
βετούλι, το = κατσίκι αρσενικό ενός χρόνου και παραπάνω.
γκαίνιση, η = αναπαραγωγή, διαιώνιση.
γκαστρόγαλο, το = το αραιό γάλα των γιδοπροβάτων που δίνουν ό­ταν αρχίζει η οχεία τους.
γκεσέμι, το = το κριάρι ή το τραγί που οδηγεί το κοπάδι, σουρτάρης.
γκιόσο, το = γιδοπρόβατο με καστανό χρώμα.
Γόιας Κώστας = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
γραπώνω = πιάνω.
γριντάλι, το = ψηλόσωμο.
γύρισμα, το = η κατάσταση της προβατίνας ή της γίδας που δεν έμει­νε έγκυος και οχεύεται δεύτερη φορά την ίδια χρονιά.
ζαβό, το = ιδιότροπο, ανάποδο.
ζητώ (για ζώα) = οχεύομαι.
ζυγούρι, το = αρνί αρσενικό ενός χρόνου και παραπάνω.
θεριστής, ο = ο μήνας Ιούνιος που θερίζουν τα σιτάρια.
κάδη, η = ξύλινο δοχείο που τοποθετείται τυρί ή βούτυρο.
καιρούσικος, ο = η γέννηση των αρνοκάτσικων που γίνεται στον και­ρό τους απόλες σχεδόν τις γιδοπροβατίνες.
καμούτσα, η = γένι, τούφα, μάτσο.
Καραγκούνης Θανάσης = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
καραμάνικη, η = προβατίνα με λεπτά και μαλακά μαλλιά, άσπρα σόλο το σώμα, με μαύρα μάτια κι αυτιά και πλατιά ουρά.
καραμπάσικο, το = πρόβατο με κορμί σίβο ή βάκρο και με μπαλώμα­τα μαύρα κι άσπρα στο πρόσωπο.
καρλαύτικο, το = πρόβατο ή βίδι με μεγάλα ταυτιά.
κολάστρα, η = το πρώτο μετά τη γέννηση γάλα των γιδοπροβάτων που βρασμένο πήζει.
Κολοβός Γιώργος = βλάχος απ’  τ’ Αρχάνι Φθιώτιδας.
κοπάνι, το = κριάρι ή τραγί ευνουχισμένο.
κουντρώ = χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω.
κωλοπάνικο, το = βαρβάτο κριάρι που δυσκολεύεται στην οχεία.
λάγιο, το = ολόμαυρο.
λαγούσα, η = είδος αγκλίτσας που πιάνουν τα γιδοπρόβατα, στραβολέγγα.
Λόντος Μήτσος = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
λουτοκρίαρο, το = βαρβάτο κριάρι που δεν έχει διάθεση για οχεία.
μαξούλι, το = η σοδειά όλου του χρόνου απ’  τα ζωντανά.
μαρκαλιέμαι (για ζώα) = οχεύομαι.
μαρκάλος, ο = οχεία, εποχή οργασμού των γιδοπροβάτων.
μάρμαρα, η = προβατίνα ή γίδα που είναι άκαρπη.
μαυροσφάικο, το = πρόβατο ή γίδι που έχει μαύρο λαιμό (ο λαιμός λέγεται σφαξιά).
μουκουρίζω (για ζώα) = ηχοποιημένο ρήμα από το στοματικό θόρυ­βο που κάνει το βαρβάτο κριάρι ή τραγί κατά την οχεία.
μουκούρισμα, το = το φρούμασμα με τη μύτη και το στόμα που κά­νει το κριάρι ή το τραγί κατά τον οργασμό.
μπέλιο, το = τραγί μάσπρο αστέρι στο μέτωπο, αστεράτο.
μπερνάκα, η = θηλυκό αρνί ενός χρόνου.
νεφρωμένο, το = πρόβατο ή γίδι παχύ.
νταμάρι, το = καλό σόγι.
Ντούβρας Μήτσος = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
ντρένιο, το = πρόβατο ή γίδι με ομορφοκαμωμένο σώμα.
ξεμπιτίζω = αποτελειώνω.
ξεσυνερίζομαι = συναγωνίζομαι κάποιον, παραβγαίνω.
ξύλο (ζώου), το = κέρατο.
Παλούμπας Βασίλης = βλάχος απτΑρχάνι Φθιώτιδας.
πούρνικο, το = βαρβάτο κριάρι ή τραγί που δεν έχει όρεξη για οχεία.
προυτσάλος, ο = το φρούμασμα με τη μύτη και το στόμα που κάνει το κριάρι ή το τραγί κατά τον οργασμό.
προυτσαλώ (για ζώα) = φρουμάζω με τη μύτη.
ρογγάτσικο, το = κριάρι ή τραγί ή άλλο ζώο που του αφαιρέθηκε ο σπερματικός λώρος και δεν έχει γενετήσιο οργασμό.
Σαγκσώνης Κώστας = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
σιαπρός, επίρρ. = μελλοντικά.
σιούτο, το = πρόβατο ή γίδι χωρίς κέρατα.
Σιώκος Ηλίας = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
Σκαρλάτος Ηλίας = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
Σκούρας Γιώργος = βλάχος απ’  τΑρχάνι Φθιώτιδας.
σπορίτι, το = βαρβάτο κριάρι ή τραγί κατάλληλο για τη γονιμοποίη­ση άλλων ζώων.
στερφογαλιά, η = το σώσιμο του γάλατος των ζώων.
στερφογαλιάζω = τελειώνει το γάλα μου.
στερφομήλιορα, η = πρόβατο θηλυκό ενός χρόνου που δεν οχεύθηκε.
στεφανοκέρικο, το = γιδοπρόβατο με κέρατα που μοιάζουν σα στεφάνι.
συναρίζομαι = ετοιμάζομαι, σιγυρίζομαι.
σφορντυλομάτικο, το = το πρόβατο ή το γίδι που έχει στρογγυλά μάτια σα σφοντύλι.
Τζώρος Μήτσος = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
τριπλάρι, το = τρίδυμο.
τσέπι, το = κέρατο, κόρνο.
τσιγγάνι, το = κέρατο.
φάγνα, η = τροφή ζώων.
φλώρο, το = ολόασπρο χωρίς κανένα μαυράδι.
χαλεύω = ζητώ
Χορμόβας Αχιλλέας = βλάχος απ’  τ’  Αρχάνι Φθιώτιδας.
Χριστού = τα Χριστούγεννα.
ψίχα, η = ελάχιστη ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου