Το καλαμπόκι, το λιοράβι
και η πιπινούζα στο Κωσταλέξι
(του Δημήτρη
Κανατά)
Ο
Δημήτρης Κανατάς ξεφλουδίζει καλαμπόκια
Στα
δύσκολα
χρόνια
του
‘40, το
καλαμπόκι
ήταν
το
μεγαλύτερο
αγαθό
και
η
κυριότερη
τροφή,
κυρίως
για
τον
κοσμάκη,
τη φτωχολογιά, και χαρά σ’ αυτόν που θα κατάφερνε να
εξασφαλίσει
μια
μεριά
καλαμπόκι
για
τη
φαμελιά
του.
Γι’
αυτό,
εκείνο
που
ρωτούσαν
οι
άνθρωποι
μεταξύ τους
τότε
ήταν:
«το
‘βγαλες
το
ψωμάκι της
χρονιάς;» Αυτό
μετρούσε
και
τίποτε άλλο.
Τα
στάρια
ήταν
λίγα,
τα
είχαν
οι
μεγαλονοικοκυραίοι,
ενώ
η
φτωχολογιά
σπάνια
ζύμωνε
σταρίσιο
αλεύρι
και
μόνο
για καμία λειτουργιά, δω και κει για τον παπά. Μέχρι που κάποιος φουκαράς παπάς, που είχε
μεγάλη
φαμελιά
έφτασε
να
πει
στο εκκλησίασμα:
«Χωριανοί,
φτιάξ'
τε
καμιά λειτουργιά
και
ας
είναι
και
από
μπομπότα,
γιατί
μαζεύτηκαν
οι
ψυχές
να
με
φάνε!»
Έτσι το
καλαμπόκι
ήταν
στις
δόξες
του και
ό,τι χωραφάκια
είχε
ο
κόσμος
τα ‘βαζε καλαμπόκι,
τη
λεγόμενη
κονιάρα1, που
ήταν
γλύκισμα,
όταν
γινότανε
τριψιάνα
στο γάλα
ή
καμιά
μπαμπανέτσα
με
κείνες
τις δαχτυλιές
από
κάτω
με
τη
γλίνα.
Η στρεμματική απόδοση ήταν πολύ λίγη και
έφθανε
περίπου
τις
εκατό
οκάδες,
γιατί σπερνόταν αραιά, στο μέτρο ή —όπως λέγανε— να
χωράει
να
κοιμηθεί
ανάμεσα ένα βόδι. Σκαλιζότανε σε κουμούλια, χωνότανε
ειδικά
στα
άνυδρα,
ενώ
τώρα
με
τα υβρίδια
μπορεί
να
φθάσει
ένα
και
ενάμισι τόνο το στρέμμα, άσχετα αν δεν το τρώει ο άνθρωπος.
Όταν
το
καλαμπόκι
έστριβε,
μάζευαν την καλαμποκιά και την έβαζαν στους αχυρώνες για τα ζώα, ενώ το καλαμπόκι μαζευόταν στα
αλώνια
για
ξεφλούδισμα
και για στούμπισμα ή αλώνισμα. Στο ξεφλούδισμα
μαζευόταν
όλη
η
οικογένεια,
οι
γείτονες, αλλά και πολλοί άλλοι, κάνοντας μια ωραία παρέα. Είτε δανεικά, πότε στο ένα αλώνι και πότε στο άλλο, περνούσαν ωραίες βραδιές καλαμπουρίζοντας και τραγουδώντας.
Μετά το ξεφλούδισμα αφήναν τα κορμούζια να στεγνώσουν και στη συνέχεια γινότανε το στούμπισμα με τα λιοράβια ή διράβδια, ήταν ένα μεγάλο ξύλο, 150 περίπου εκατοστά και ένα μικρό, 40-50 εκατοστά,
που
συνδεόταν
με
ένα
κομμάτι
τριχιάς ή αλυσίδα 30-40 εκατοστά για να περιστρέφεται, αλλά κυρίως για να καταφέρνει καλύτερα χτυπήματα και να απομονώνει τους κραδασμούς στα χέρια του εργάτη.
Αργότερα κυκλοφόρησαν κάποιες χειροκίνητες μηχανές με γρανάζια, που έτριβαν τα κορμούζια. Ήταν δηλ. κάτι σα μεγάλο
χειροκίνητο
μίξερ.
Με
την
εξέλιξη
κάπως της τεχνολογίας, κάποιοι που είχαν κάνει στο
εξωτερικό,
φτιάξανε
μεγαλύτερη αυτή
τη
μηχανή,
η
οποία
ήταν
δύσκολο
να μετακινηθεί
και
τη
φορτώνανε
πάνω
σε
κάρο
για
να
μεταφερθεί
στα
αλώνια
που
είχαν
συγκεντρωθεί
τα
καλαμπόκια.
Αυτά τα αλώνια ήταν διάσπαρτα στο χωριό κατά
γειτονιές
και
μαχαλάδες
και
όπου βέβαια
ήταν
κατάλληλος
ο
τόπος,
ίσωμα,
αλλά
και
καραούλι
μαζί
να
το
παίρνει
ο
αέρας
για
το
λίχνισμα,
που
ακολουθούσε
με τα
ξύλινα
καρπολόγια
και
στη
συνέχεια
στα κοτσέκια
για
στέγνωμα.
Τέτοια
αλώνια
υπήρχαν
στα
ντάμια
του
Ταραπέρα,
το
Λαζέικο
στη
κορυφή
του
χωριού,
το
Πανταζέικο
στου
Τριαντάφυλλου
Καρμάλη,
το Μπουροτέικο
στου
Νίκου
Αλεξίου,
του Κωνσταντή Κώστα Αναγνώστου, πάνω από την αχυρώνα
του
Χασιώτη,
στην
αχυρώνα του
Κώστα
Περγολιού
(σημερινή
κατοικία Σοφίας Καρμάλη), του Αχιλλέα Αναγνωστόπουλου (σημερινή
κατοικία
Δημητρίου
Ευθυμίου)
και το
Κεφαλαίικο.
Αυτή η
εποχή
τελείωσε
όταν
εμφανίστηκαν
οι
πρώτες
αυτοκινούμενες
καλαμποκομηχανές
και
τότε
δημιουργήθηκε και
η
πρώτη
συνεταιριστική
ομάδα
εργασίας,
την
οποία
αποτελούσαν
οι:
Καρμάλης Βασίλειος,
Καρμάλης
Αθανάσιος,
Καρμάλης
Τριαντάφυλλος,
Καρμάλης
Ηλίας.
Ο Βασίλειος
Καρμάλης
έχοντας
κάποια
πείρα λόγω
προεργασίας
με
τον
Αθανάσιο
Τριαντάφυλλου
από
τις
Κορμποτάδες,
αλλά κυρίως
επειδή
είχε
κάνει
στην
Αμερική
και είχε
κάποιες
γνώσεις
μηχανολογίας
και κατασκεύασε
τη
λεγόμενη
και
ανεπανάληπτη
πιπινούζα,
το
πιο
επεισοδιακό
και
διασκεδαστικό
μηχάνημα
για
την
εποχή
του.
Ήταν
ένα
παλιό
αυτοκίνητο
Σεβρολέτ,
που
αρχικά
το
είχε
ο
Λούμπας
Αποστόλης από
τις
Μεξιάτες,
παρμένο
προίκα
της
γυναίκας
του
από
το
Λιανοκλάδι.
Επειδή
όμως
τη
γραμμή
Υπάτης
- Λαμίας
την
είχαν οι Υπατείς, δεν τον αφήναν σε χλωρό κλαρί και
συνέχεια
του
κάνανε
μηνύσεις
και πολλές
φορές
κλείστηκε
και
στη
φυλακή.
Έτσι,
μη
μπορώντας
ν’αντέξει το
κυνηγητό,
πούλησε
αυτό
το
ταξί
για
παλιοσίδερα
και
το
πήρε
η
ομάδα,
ο
συνεταιρισμός αυτών των ανθρώπων, που αναφέρουμε
πιο
πάνω
και
ο
Βασίλης
Καρμάλης το
μετέτρεψε
σε
καλαμποκομηχανή.
Ίσα-ίσα που
σημάδευε
για
αυτοκίνητο,
ένα
σασί,
καρφωμένες
κάποιες
πόρτες
επάνω στο
πάτωμα,
τέσσερις
ρόδες
με
φτερά
και λάστιχα σωμένα σα σαμπρέλες. Η μηχανή του
έπαιρνε
μπρος
με
τη
μανιβέλα,
στην
κατηφόρα
ή
με
σπρώξιμο
και
όταν
έπαιρνε μπρος
με
το
πέρασμα
της
ξάφνιαζε
ό,τι έβρισκε
μπροστά
της,
κότες,
ζώα,
αλλά
ακόμη
και
ανθρώπους,
γιατί
δεν
υπήρχε
εξάτμιση
με
σελασιέ
ή
καθόλου
εξάτμιση.
Πού
τέτοια
λεπτομέρεια,
λες
και
ήταν ελικόπτερο
χάλαγε
ο
κόσμος.
Πάνω
στο σασί
τοποθέτησε
τη
μηχανή
(τρόμπα),
που κινούταν
με
λουρί
από
ειδική
τροχαλία
τοποθετημένη
στον
πίσω
τροχό.
Βέβαια
για να
μεταδώσει
την
κίνηση
σήκωνε
τον
τροχό
με
το
γρύλο
στον
αέρα.
Καλαμποκομηχανή
Έτσι αυτή η επιχείρηση που δημιουργήθηκε
από
τους
τέσσερις
είχε
ως
αποτέλεσμα
τον
εκσυγχρονισμό
του
αλωνισμού.
Όσο
και
αν
φαίνεται
παράξενο,
αρκετές οικογένειες
είχαν
ένα
εισόδημα
και
πέρα από
τους
συνεταιρισμένους
ιδιοκτήτες
του αλωνιστικού
συγκροτήματος,
εργάζονταν και
πολλοί
νέοι
κοντά
στη
μηχανή,
τόσο
για την
τροφοδοσία,
όσο
και
για
τη
μεταφορά κατοίκων.
Μεταξύ
αυτών
δούλευε
και
ο πρώην
ιδιοκτήτης
ως
οδηγός
μέχρι
να
μάθουν
οι
άλλοι.
Η πιπινούζα, όταν πρωτοεμφανίστηκε, λόγω ελλείψεως
τέτοιων
μηχανών,
ήταν
περιζήτηση
και
δεν
περιοριζόταν
μόνο
στο χωριό μας, αλλά και σε πολλά άλλα χωριά, και
σε
μεγάλη
ακτίνα,
έφθανε
δηλ.
μέχρι Σπερχειάδα
και
Μώλο.
Να
σημειωθεί
ότι
η πιπινούζα
ήταν
το
πρώτο
αυτοκινούμενο τροχοφόρο
που
κυκλοφόρησε
στο
χωριό μας,
γι’
αυτό
είχε
και
πολύ
ενδιαφέρον.
Ειδικά
για
τους
μικρούς
ήταν
κάτι
το
συναρπαστικό
και
όλοι
τρέχαμε
κοντά
για
να κρεμαστούμε
και
να
«πάμε
καβάλα»
-
έτσι
τη
λέγαμε
τότε
τη
βόλτα
και
ήταν
κάτι παρόμοιο
με
τους
σημερινούς
νέους
που λαχταράνε
τα
νέα
μοντέλα,
Μερσεντές,
Μπε-εμ-Βε,
Άουντι
κ.λπ.
Τα αυτοκίνητα
τότε
ήταν
μετρημένα
σε όλη
την
περιοχή
και
σπάνια
στους
δρόμους
περνούσαν
ένα
δύο
αυτοκίνητα
την ημέρα,
και
όταν
βλέπαμε
εμείς
οι
νέοι
από τη
ράχη
κάποιο
αυτοκίνητο
ή
την
πιπινούζα
στον
κάμπο
να
πλησιάζει
προς
τη
γέφυρα,
φωνάζαμε
ρυθμικά
όλοι
μαζί
«επάνω, επάνω», δηλ. να έρθει πάνω στο χωριό και
όλοι
μαζευόμαστε
στη
στροφή,
στον Άγιο
Αθανάσιο
για
να
δούμε
αυτά
τα
επεισοδιακά
για
την
εποχή
τους
αυτοκίνητα.
Η πιπινούζα
πέρα
από
τον
συγκεκριμένο σκοπό
για
τον
οποίο
κατασκευάστηκε
(αλωνισμός),
εξυπηρετούσε
και
άλλες
ανάγκες: μεταφορά ασθενών στην Λαμία, μετά των νέων
για
διασκέδαση
στα
γειτονοχώρια και πανηγύρια. Κάποια φορά όμως μετέφερε
και
έναν
κλινήρη
ψηφοφόρο
που δε μπορούσε να περπατήσει από το σπίτι
του
στο
εκλογικό
τμήμα
του
Δημοτικού
Σχολείου
του
χωριού μας.
Και
επειδή
ήταν
απαραίτητη
έστω
και
μια
ψήφος,
γιατί
κινδύνευε
να
χάσει
τις
εκλογές ο
υποψήφιος
Πρόεδρος,
μεταφέρθηκε,
αλλά κατόπιν εορτής. Λόγω των πολλών προβλημάτων, που παρουσίασε η μηχανή κατέληξε
να
φθάσει
στο
σχολείο
μετά
τη δύση
του
ηλίου
και
κατά
συνέπεια
έκλεισε η κάλπη, χωρίς να ψηφίσει ο μπάρμπα-Μήτσος.
Και
όχι
μόνον
αυτό,
αλλά
στην
επιστροφή
τους
πήρε
η
κατηφόρα
και
δε σταμάταγε
με
τίποτα.
Ευτυχώς
όμως,
επειδή
ξέρανε
τα
χούγια
της,
είχαν
πάντα έναν,
επιφορτισμένο
μ’
έναν
τάκο
στο
χέρι
και
όταν
δεν
έπιαναν
τα
φρένα,
αμέσως τακαριζότανε.
Αυτός
ήταν
ο
Μιχάλης
Ραχαβέλης. Δεν ήταν όμως μόνον αυτό: όταν χρειαζόταν να
βάλει
μπρος,
δούλευε
η
μανιβέλα για πολλή ώρα και όταν κουραζόταν ο ένας,
ακολουθούσε
άλλος.
Τα σωληνάκια έχαναν από παντού και τα κολλούσαν πρόχειρα με λουκούμι μέχρι να πάνε στη Λαμία και η απορρόφηση του καρμπυρατέρ ήταν μόνιμη από τον κατασκευαστή
και
χειριστή
Βασίλη
Καρμάλη,
που
ήταν
κομμένα
τα
δάχτυλα
του
από
το χέρι
και
αυτό
διασκέδαζε
τους
άλλους,
που
παρακολουθούσαν
την
αγωνία
του.
Το ψυγείο διαρροής,
αλλά
και κακής λειτουργίας έβραζε,
χούχλαζε
το
νερό
και ειδικά
όταν
έπαιρνε
την
ανηφόρα,
πεταγόταν
το
νερό
σα
σιντριβάνι,
βράζοντας,
από την
τάπα
του
ψυγείου,
που
δεν
ήταν
δική του,
αλλά
ένα
κότσιαλο
από
καλαμπόκι
και κάθε
φορά
που
το
πέταγε
η
θερμοκρασία βάζανε
και
νέα
τάπα
- νέο
κότσιαλο.
Όμως, η
πιπινούζα
ήταν
ένα
κινητό
τεχνικό
σχολείο
εκπαίδευσης
για
όλους
αυτούς
που
εργάζονταν
κατά
διαστήματα
μαζί
της
και
έτσι
μάθανε
όλοι
οδηγοί
και
μηχανικοί,
γιατί
—όπως
είπαμε
και
πιο
πάνω—
ο
Βασίλης
Καρμάλης
έκανε
στην
Αμερική
και
γνώριζε
πολλά
που
εδώ
φθάσανε ύστερα από χρόνια. Έλεγε π.χ.: «Εγώ μπορώ να φτιάξω μία μηχανή, που θα παίρνει το
νερό
από
το
Σπερχειό
ποταμό
και θα
το
ανεβάζει
πάνω
στην
κορυφή
του
χωριού,
στην
Τρίφτρα»2.
Και
αυτό
το
άκουσμα
στους
παριστάμενους
εθεωρείτο
ακατόρθωτο
και
γελούσαν λέγοντας:
«μα
είναι
δυνατόν,
το
νερό
να πάρει
τον
ανήφορο;». Δεν
πιστεύανε
στην τεχνολογική
εξέλιξη.
Βέβαια
όλα
αυτά
τα διαπιστώσαμε
με
την
πάροδο
του
χρόνου και
τα
ζούμε
σήμερα
με
τις
μηχανές
άντλησης,
τις
πομόνες
στις
γεωτρήσεις
και τα
πηγάδια.
Όσο για
την
πιπινούζα
τη
διαδέχτηκαν οι
πατόζες
και
οι
σύγχρονες
θεριζοαλωνιστικές
μηχανές,
όπως
η
ευρεσιτεχνία
του Πλαστήρα,
που
εκτίθεται
από
το
Λαογραφικό
Μουσείο
Λαμίας
στην
έκθεση
γεωργικών
μηχανών.
Αργότερα
και
σήμερα,
οι
αυτόματες κομπίνες, σου παραδίδουν τα πάντα
κομπλέ, καρπό, αλλά και δεματοποιημένο το άχυρο και φκιάνοντας εκείνους τους μικρούς και μεγάλους σωρούς, ανάλογα
με το αλώνι και στη συνέχεια το ‘παίρνε η
πρέσσα ή μπαλαριστική μηχανή και το
‘φτιαχνε μπάλες. Παλαιότερα φορτώνονταν
τα ζώα με τη βριζώνια για να μεταφερθεί
στις αχυρώνες. Εκεί βέβαια γίνονταν τα μεγάλα παιχνίδια από τους μικρούς, που βουτούσαν και ξάπλωναν πάνω στα λαμνιά, τους σωρούς, που μοιάζανε με μικρούς
λόφους, διάσπαρτους, ένας δίπλα στον άλλο,
θυμίζοντας Αίγυπτο και τις πυραμίδες
του Χέοπος. Αυτά τ’ αλώνια βρίσκονταν στους πρόποδες του χωριού, από το αυλάκι μέχρι το νεκροταφείο. Σήμερα, όπου
χωράφι και αλώνι, γεμίζει ο κάμπος από σύγχρονα μηχανήματα.
Μα
όλα εκείνα τα παραδοσιακά εργαλεία, το
λιοράβι, το καρμπολόι, το λύχνισμα και
η πιπινούζα στα παραδοσιακά αλώνια του
χωριού αποτελούν την πυτιά της σημερινής τεχνολογίας στην εξέλιξη της
γεωργίας. Σίγουρα οι παλαιότεροι θα θυμούνται
όλα αυτά, τα περασμένα δύστυχα ή ευτυχισμένα χρόνια, αλλά θα πρέπει να τα γνωρίσουν
και οι νεότεροι.
«Απ’
το Λυχνάρι»
1. Κονιάρα = Ποικιλία σπόρου.
2. Τρίφτρα = Υψηλός λόφος του χωριού.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου