Τέλιας Παρούτσας
(Ο τελευταίος Αγιατριαδίτης ληστής)
του Κώστα Σ. Καββαδία, δασκάλου
Μας αρέσει σ' όλους,
μικρούς και μεγάλους ν' ακούμε παραμύθια. Ίσως λίγο διαφοροποιημένα, ανάλογα
την ηλικία ή το χαρακτήρα. Μια τέτοια διήγηση σαν παραμύθι άκουγα από μικρός να
μου διηγείται ο πατέρας μου, όταν πηγαίναμε
σε πατρογονικό χωράφι της οικογένειας του Τέλια1, που το είχαμε
νοικιασμένο για τη βοσκή των προβάτων. Τις ξανάκουσα να τις διηγιόνται
αρκετές φορές στα καφενεία του χωριού , άνθρωποι που έζησαν τις δεκαετίες του
1920 και 30.
Αποφάσισα να σας
παρουσιάσω εδώ την ιστορία του Τέλια, του τελευταίου Αγιατριαδίτη κλέφτη, όχι
για να τον ηρωοποιήσω, ούτε να ωραιοποιήσω την παρανομία και να λειτουργήσει ως
παράδειγμα μίμησης. Η αγιοποίηση της εικόνας του δεν είναι στις προθέσεις μας,
η διαδρομή του όμως έχει στοιχεία ιδιαιτερότητας, ρομαντισμού, σύνεσης, μεταμέλειας3. Είναι καθρέφτης μιας
εποχής που σημάδεψε τους ανθρώπους και δυστυχώς ο απόηχος φτάνει ως τις
μέρες μας. Ερασιτέχνης ο Τέλιας μπροστά στη σημερινή παγκοσμιοποίηση του
εγκλήματος. Ήταν η "ουρά" του ληστρικού βίου, που είχε τις ρίζες του
στην Τουρκοκρατία και συνέχισε και μετέπειτα.
Για να γίνει
κατανοητό το κλίμα της εποχής, παραθέτουμε πρωία περιληπτικά μια ενότητα για τη
"ληστοκρατία".
Ληστοκρατία
Μετά την
απελευθέρωση απ' τους Τούρκους, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που είχε να
αντιμετωπίσει το Ελληνικό κράτος, ήταν η
ληστεία. Χιλιάδες αγωνιστές του απελευθερωτικού αγώνα δεν ενσωματώθηκαν στον τακτικό
στρατό. Επί Όθωνα κάποιοι συνέχιζαν να κάνουν αυτό που ήξεραν. Κινούμενοι σε
συμμορίες κατά τόπους, λήστευαν, εκβίαζαν, βασάνιζαν, απήγαγαν, δολοφονούσαν,
Όχι μόνο προς βιοπορισμό αλλά και για να "καζαντήσουν" όπως έλεγαν.
Σ' αυτούς ενσωματώθηκαν φυγόδικοι, φυγόστρατοι, δραπέτες και πάσης φύσεως κακοποιό
στοιχεία. Οι πολιτικές ανωμαλίες, η κρατική αυθαιρεσία, η διάψευση των ελπίδων,
οι αδικίες, οι συμπεριφορές της άρχουσας τάξης, ενίσχυαν το όλο κλήμα και το
διαιώνιζαν. Ο λαός της υπαίθρου υπέφερε. Ιδιαίτερα
η περιοχή μας που ήταν πάνω στα σύνορα με το τούρκικο. Μπαινόβγαιναν οι
παράνομοι Έλληνες και Τούρκοι καλυπτόμενοι πολλές φορές απ' τις Αρχές.
Με λύπη ο Καποδίστριας διαπιστώνει ότι: "η ροπή αυτών των ανθρώπων για
ληστεία είναι μεγαλύτερη απ' την αγάπη για την πατρίδα, την οικογένεια, την
νομιμότητα".
Τα τσελιγκάτα ήταν κατ' εξοχήν το στήριγμα των κλεφτών.
Τους πρόσφεραν κρυψώνες, φαγητό, πολεμοφόδια,
πληροφορίες και άντρες για την παρανομία. Ως αντάλλαγμα είχαν τη ζωή τους, την
περιουσία τους, την ησυχία τους. Το κράτος οργάνωνε αποσπάσματα χωροφυλακής
ή στρατού προς καταδίωξη των ληστών. Ο
απλός χωρικός βρίσκονταν ανάμεσα στις συγκρούσεις. Από τότε έμεινε η έκφραση: "Δίνει στους κλέφτες το ψωμί στ' απόσπασμα χαμπέρι"! Πολλές φορές ηρωοποιούνταν οι ληστές, θαυμάζονταν, γίνονταν τραγούδι.
απλός χωρικός βρίσκονταν ανάμεσα στις συγκρούσεις. Από τότε έμεινε η έκφραση: "Δίνει στους κλέφτες το ψωμί στ' απόσπασμα χαμπέρι"! Πολλές φορές ηρωοποιούνταν οι ληστές, θαυμάζονταν, γίνονταν τραγούδι.
Αποκτούσαν
δύναμη, λαϊκό έρισμα και έφθαναν μέχρι και σε στάσεις κατά του κράτους (
Βελέτζας στη Μαγνησία - Φθιώτιδα ). Η Βουλή, στο νομοθετικό της έργο,
επανειλημμένα ασχολήθηκε με τα "κατορθώματα" τους.
Έτσι, άλλοτε τα
διάφορα σφάλματα, άλλοτε τα βραχυπρόθεσμα μικρά και μεγάλα συμφέροντα, άλλοτε η
σκανδαλώδης ανοχή και άλλοτε η κρατική αδυναμία, γέννησαν και εξέθρεψαν το
ληστρικό βίο. Αυτό είχε φοβερές συνέπειες για τους κατοίκους, κυρίως της
υπαίθρου που ζούσαν διαρκώς μέσα σε κλίμα φοβίας και ανασφάλειας.
Καίριο
χτύπημα στους ληστές έδωσε η κυβέρνηση Βενιζέλου στα 1928 με τα μέτρα που
έλαβε. Είπε προεκλογικά "Κύριος σκοπός της Κυβερνήσεως μου θα είναι η
εξόντωσις της ληστείας. Εάν εις το σημείο αυτό αποτύχω, θα θεωρήσω υποχρέωσίν
μου να παραιτηθώ, έστω και αν επιτύχω σ' όλα τ' άλλα σημεία του προγράμματος
μου". Κράτησε την υπόσχεση του και περιόρισε δραστικά τη ληστεία.
Βέβαια, αυτού του είδους τ'
αδικήματα δεν σταμάτησαν στο διάβα του χρόνου. Άλλαξαν μορφή,
εκσυγχρονίστηκαν, μπήκαν στις πόλεις,
άλλαξαν μέσα, επεκτάθηκαν
σε παγκόσμια δίκτυα συνεργασίας, ακολούθησαν τους "νεώτερους
καιρούς". Αέναος και ο αγώνας. Η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό
συνεχίζεται.
Το είχε επισημάνει πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια κι ο
Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. "Προσέτι δε η πονηριά των ανθρώπων είναι κάτι άπληστο, αρχικά ικανοποιούνται και
με δύο οβολούς μόνο, όταν όμως αυτό είναι ήδη κεκτημένο,
χρειάζονται πάντοτε όλο και περισσότερα έως να υπερβούν κάθε όριο, η φύση της
επιθυμίας δεν έχει όρια και οι περισσότεροι άνθρωποι διάγουν τον βίο
τους για την εκπλήρωση της".
Αριστοτέλης Παρούτσας (Για ένα "γαμώτο" κλέφτης)
Ο Αριστοτέλης Θ.
Παρούτσας γεννήθηκε στο χωριό μας το 1898. Ο πατέρας του Θεοδόσης (γενηθ. 1850)
είχε τέσσερα αγόρια. Τον Σπύρο (1884) από πρώτο γάμο, τον Κώστα (1897) που
μετανάστευσε νέος στην Αμερική, τον Αριστοτέλη4 και τον Ηλία (1905).
Ο Τέλιας, όπως τον φώναζαν, είχε εντυπωσιακό παρουσιαστικό5, όμορφος
και πολύ καλό χαρακτήρα. Ο Σ. Ράτζος μας πληροφορεί, ότι σε αρραβώνες παλιότερα
στο χωριό Χομίριανη (Ανατολή)
Φθιώτιδος, συνάντησε στο τραπέζι έναν ηλικιωμένο που γνώριζε τον Τέλια. Τον
επαίνεσε πάρα πολύ λέγοντας ότι δεν ήταν παλιάνθρωπος, είχε χαρακτήρα ευθύ και
πρόσεχε να μην αδικεί στις "δουλειές" του. Μια εκτίμηση
δεκαετίες μετά το θάνατο του Τέλια.
Στην άτυχη
εκστρατεία του στη Μ. Ασία, ο Τέλιας ήταν στρατιώτης με την ειδικότητα
ημιονηγού. Κουβάλαγε με μουλάρι πολεμοφόδια. Σε κάποια στάση συνέβη το εξής επεισόδιο,
που καθόρισε όλη τη μετέπειτα πορεία στη ζωή του Τέλια. Ενώ ο Τέλιας
καθάριζε το όπλο του, το μουλάρι ξέφυγε της προσοχής του κι έφαγε την κουραμάνα
ενός επιλοχία απ' την Πελοπόννησο. Εκείνος αντέδρασε φωνάζοντας και
βρίζοντας
(ήταν και ανώτερος, είχε γαλόνι).
Πάνω στον τσακωμό του έβρισε τη μάνα (Γ...
τη μάνα σ'). Άναψαν τα
αίματα, το όπλο ήταν ήδη στα χέρια
από πριν και το κακό έγινε. Ο Τέλιας σκότωσε επί τόπου τον επιλοχία.
Συνελήφθη και οδηγήθηκε προσωρινά στη φυλακή.
Στη θέση του τυχαία πήγε ο Βασίλειος Τσιάτσος (Γληγοροβασίλης), που
επέστρεψε στη Μ. Ασία ύστερα από αναρρωτική
άδεια στο χωριό. Αυτός ανέλαβε το μουλάρι του Τέλια. Ένας απ' την ομάδα όταν
άκουσε ότι κι αυτός είναι απ' το ίδιο χωριό με τον Τέλια του είπε: " Όλοι
από κει παν' είστε σαν αυτόν" ; "Και χειρότεροι" ήταν η
απάντηση.
Για να μην
περάσει δικαστήριο και πάει για χρόνια στη φυλακή ο Τέλιας λιποτάκτησε. Ζούσε
πλέον ως φυγόδικος και καταζητούμενος. Τον έκρυβαν και τον προφύλαγαν οι Βλάχοι
(κτηνοτρόφοι) στα χωριά της Σπερχειάδας και
Υπάτης. Πέρασε στην παρανομία. Εκβίαζε, απειλούσε, πούλαγε προστασία. Έλυνε με
τον τρόπο του διαφορές, μεταξύ των κτηνοτρόφων κυρίως, έναντι χρημάτων.
Έκανε τη "βρόμικη" δουλειά. Η δράση του εκτός απ' τα καμποχώρια της
Φθιώτιδας επεκτείνονταν και στον κάμπο της Βοιωτίας. Δρούσε πάντα αθόρυβα,
μόνος του ως επί το πλείστον, αθέατος απ' τον νόμο και τις αρχές. Κρύβονταν για
διάστημα σε σπηλιές και η αστυνομία τον φοβόταν και απέφευγε να έρχεται σε
επαφή μαζί του.
Κάποια
φορά6 συνελήφθη στη Λαμία , αλλά κατάφερε ν' αποφυλακιστεί όπως λένε
με τη βοήθεια του χωριανού μας μοιράρχου
τότε της χωροφυλακής Γρηγορίου Καββαδία. Δεν ξέρουμε ακριβώς πως έγινε αυτό το επεισόδιο.
Η δράση του συνεχίστηκε. Χρονικά είμαστε τη δεκαετία του 30.
Ο
αδερφός του Ηλίας υπηρετούσε στρατιώτης στη Θεσσαλία (Λάρισα ή Καρδίτσα). Είχε
φάει αρκετή φυλακή. Κάποια στιγμή
αποφασίζει και λιποτακτεί απ' το στρατό, μ' έναν ακόμη παρέα. Πήραν μαζί τους
και τα ατομικά τους όπλα γιατί ως φαίνεται είχαν το σχέδιο τους. Σκόπευε
ο Ηλίας ν' επακολουθήσει τον αδερφό του Τέλια στο "κλέφτικο". Από
τόπο σε τόπο, ψάχνοντας τον στα χωριά της Λαμίας, κάποτε τον συνάντησαν.
Ακολούθησε ο εξής διάλογος όπως μας τον μετέφεραν : Τέλιας: Τι θέλεις
εσύ εδώ; Δεν είσαι στον στρατό;
Ηλίας : Να, αδερφέ, ήρθα να με πάρεις μαζί σου.
Τέλιας: Τι είπες; (Γυρίζει και του δίνει έναν φούσκο - δυνατό
σκαμπίλι). Δεν βλέπεις τα δικά μου χάλια; Πήγαινε
πίσω στην δουλειά σου, στην οικογένεια σου7. Δεν έχει χαΐρ (προκοπή)
αυτή η δουλειά.
Τον έδιωξε κακήν
- κακώς τον Ηλία. Απέτρεψε τον αδερφό του απ' τον δρόμο της παρανομίας. Είχε το
ηθικό υπόβαθρο, είχε την επίγνωση των πράξεων του. Προστάτευσε και δεν παρέσυρε
τον αδερφό στον δρόμο της καταστροφής.
Ο ίδιος συνέχισε
την δράση του. Ότι χρήματα συγκέντρωνε απ' την παρανομία, τα έδινε για φύλαξη
στο σκηνίτη
κτηνοτρόφο Σ. , που
εκείνη την εποχή
ξεκαλοκαίριαζε στο χωριό
μας. Στην Αγκάθα, Αλογόβρυση, Μεσοβούνι8.
Με αυτά τα χρήματα9 και με παραπάνω συμπλήρωμα λένε ότι αγοράστηκε
το τσιφλίκι στο Παλιούρι, στο όνομα της παραπάνω οικογένειας κτηνοτρόφων.
Τελικά προδόθηκε απ' το σινάφι το βλάχικο10 που τον φύλαγε και τους
εξυπηρετούσε.
Ο Τέλιας πήγαινε εκείνο το διάστημα και έκανε θερμά λουτρά (ίσως προς
τα Καμένα Βούρλα). Είπαν στην αστυνομία ότι
είναι λαθρέμπορος, θα περάσει τη νύχτα με λαθραίο καπνό, από γέφυρα κοντά
στο Μώλο Φθιώτιδας. Έτσι στήθηκε απ' την αστυνομία ενέδρα. Δεν είπαν την
αλήθεια ποιος θα περνούσε, γιατί η αστυνομία τον απέφευγε ως επικίνδυνο. Ο
Τέλιας ερχόταν νύχτα καβάλα σ' ένα ξεσαμάρωτο άλογο με το όπλο του περασμένο
χιαστί στην πλάτη. Με το αλτ των αστυνομικών, το άλογο ξαφνιάστηκε και τον
έριξε κάτω σπάζοντας το πόδι του11.
Μη βλέποντας φορτίο στο ζώο ξαφνιάστηκαν και οι χωροφύλακες. Τον ρώτησαν ποιος ήταν.
Ανήμπορος πλέον ο Τέλιας τους είπε το όνομα του, φερόμενος φιλικά προς τον
επικεφαλής. Εκείνος τα "λιανόκοψε"
(φοβήθηκε), γιατί άλλα περίμενε. Δεν περίμενε ότι θα συναντούσε το ληστή
Παρούτσα. Είχε φήμη Τρομερού και αδίστακτου κακοποιού12. Ο
Τέλιας του είπε να πάρει την αρματωσιά του δική του για να τον θυμάται λέγοντας
: "Πάει αυτό ήταν, εγώ ξόφλησα πλέον, δεν μου χρειάζονται άλλο
αυτά". Ήταν φαίνεται ψυχικά προετοιμασμένος για τη "μοιραία"
τελευταία φορά.
Δικάστηκε13
και οδηγήθηκε στις φυλακές στην Κρήτη. Τον επισκέφτηκε έγκλειστο εκεί, ο
Νεοπτόλεμος Αντζάς, που υπηρετούσε ως εθνοφύλακας στην Κρήτη. Όπως μολόγαγε
μετά ο Νεοπτόλεμος φαινόταν μετανιωμένος. "Εγώ
καταστράφηκα αλλά αν ποτέ βγω θα καταστρέψω κι άλλους" του είπε.
Εννοούσε τους κτηνοτρόφους στους οποίους είχε εμπιστευτεί τα χρήματα.
Φαίνεται κάπου τον ρίξανε στην αγορά του τσιφλικιού. Ίσως και να τον
"έδωσαν" στην αστυνομία. Τα ακριβή γεγονότα τα πήρε μαζί του στον
άλλο κόσμο. Δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Αποφυλακίστηκε στην κατοχή, ήρθε
στην Αθήνα και πριν προλάβει να συνεχίσει το ταξίδι της επιστροφής στα μέρη
μας, τον πρόλαβε ο θάνατος. Κάποιο κάρο του Δήμου τον
"ταξίδεψε" στην τελευταία του κατοικία.
Η απειλή για τους αγνώμονες πρώην φίλους του, έμεινε ανεφάρμοστη. Η
τιμωρία όπως την ήθελε αυτός δεν πραγματώθηκε.
Το τσιφλίκι έγινε χωριό (συνοικισμός Παλιούρι του Καστριού Φθιώτιδας) απ' τους
απογόνους -κληρονόμους. Και η ζωή συνεχίζεται.
Δυσδιάκριτα τα
όρια μύθου κι αλήθειας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Το
όνομα Τέλιας είναι χαϊδευτικό και προέρχεται απ' το βαφτιστικό, αρχαιοελληνικό
Αριστοτέλης.
2.
Κράτησα
σημειώσεις από διηγήσεις του Σεραφείμ Ράντζου Μήτρου Βελαώρα (4-5-2000),
Βαγγέλη Τσιάτσου και του πατέρα
μου Σ. Καββαδία. Κι άλλοι συμπλήρωναν τις σχετικές συζητήσεις. Ο πατέρας μου
μετέφερε διηγήσεις του αδερφού του Περικλή και
του Αριστοτέλη Βαρελά.
3.
Μην
ξεχνάμε ότι στην εκκλησία μας, ψάλλουμε τον συσταυρωθέντα με τον Κύριο και
μεταμεληθέντα ληστή.
4.
Υπάρχει
μια σύγχυση σε γραπτές πηγές ως προς τα αδέρφια του Παρούτσα. Αναφέρονται με
ονόματα Γρηγόριος, Αριστείδης
και διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης. Ο Αριστοτέλης δεν αναγράφεται καθόλου.
Στο Δημοτολόγιο που ξαναγράφτηκε
το 1950, γιατί καταστράφηκε το προηγούμενο, αναφέρονται σωστά. ( Ζούσε ο Ηλίας
στο χωριό κι ως φαίνεται τον ρώτησαν
για να το συμπληρώσουν)
5.
Υπήρχε
φωτογραφία του στο σπίτι, όπως μας είπε ο Γ. Λαμπράκης, σύζυγος της ανιψιάς του
Τέλια, της κ. Φούλας, αλλά χάθηκε γύρω στο
1970.
6.
Δεν γνωρίζουμε χρονολογία.
7.
Ο
Τέλιας δεν παντρεύτηκε ποτέ.
8.
Αργότερα αυτές οι
οικογένειες μετακινήθηκαν στην περιοχή του Αγίου Χαραλάμπους, όπου
πολιτογραφήθηκαν.
9.
Ανεβάζουν
τα έσοδα του Τέλια στο ποσό των 150.000 δρχ. Λένε ότι ο ίδιος ο Τέλιας εκβίασε
τον προηγούμενο ιδιοκτήτη (Παρλαβάντζας;)
να του το πουλήσει. Άλλη διήγηση θέλει τον Τέλια να έχει φυλακιστεί ήδη όταν
αγοράστηκε το τσιφλίκι και με τα δικά του χρήματα.
10.
Άλλοι λένε απ' τον
Κωτούλα, άλλοι απ' τους Τσαμαδαίους, τον Σπαθούλα, τους Σκαρλαταίους. Άγνωστο
ποιος πληροφόρησε την αστυνομία
11. Άλλοι λένε ότι έσπασε το χέρι του.
12.
Τέτοιες
φήμες κυκλοφορούσαν πολλές φορές εσκεμμένα, για να φοβούνται και να υποκύπτουν
ευκολότερα τα θύματα τους
13.
Παρ'
ότι έψαξα δεν μπόρεσα ακόμη να βρω στοιχεία για την δίκη του. Τα αρχεία του
Κακουργιοδικείου Λαμίας είναι στην Αθήνα.
Από τα Βουλεύματα που κοίταξα, δεν βρήκα κάτι σχετικό.
Πηγή: «αγιατριαδίτικα γράμματα»
Επιλογή-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Σπουδαία ανάρτηση, μπράβο για την ανάδειξη!
ΑπάντησηΔιαγραφή