«ΑΥΡΑ» ...ΣΜΥΡΝΗΣ
(Του Μπάμπη Μώκου)
Στις 30
Αυγούστου 1922 η Σμύρνη καίγεται. Ο ευρύτερος εθνικιστικός μύθος του μεγαλοϊδεατισμού βουλιάζει
για πάντα στα Ιωνικά νερά. Η μοίρα των Μικρασιατών
διεκδικεί βασική - ιδιαίτερη θέση στο Λαϊκό τραγούδι, που με πίστη πια σπεύδει να την εκφράσει. Και ενώ,
ως εκείνη την ώρα το Σμυρνέικο ουδέποτε εμπεριείχε δομικά πολιτικά
χαρακτηριστικά, τούτη την ώρα της δυστυχίας και της «παραφροσύνης» αναγνωρίζοντας τον ανέντιμο «ρόλο»
των ισχυρών «προστάτιδων» δυνάμεων, καυτηριάζει με τον πιο έντονο τρόπο την
μιλιταριστική, «ύπουλη»,
τυχοδιωκτική χους πολιτική. Αποφεύγει όμως, για λόγους φιλοτιμίας και πατριωτισμού, να κάνει το ίδιο και για
την «αναιμικότητα» της τότε ηπειρωτικής, της ελληνικής πολιτικής. Όμως ποια αντίδραση να αναμένει
κανείς από την προσφυγιά,
ένα κόσμο ταπεινωμένο, στραπατσαρισμένο, απορημένο, που ακόμα καλά-καλά δεν γνωρίζει την τύχη του, δεν
έχει συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει;
Τον
ίδιο καιρό, επικρατούν στον ελλαδικό χώρο το ταγκό και η καντάδα (καθαρά «δυτικοφερμένες» επιλογές της
«καθώς πρέπει» κοινωνικής τάξης). Η πλατειά
λαϊκή μάζα εξακολουθεί σκόπιμα «υπνωτισμένη » από τους κρατούντες να βρίσκεται σε «πολιτισμική καταστολή»,
αφού προέχει γι' αυτήν η μάχη της στοιχειώδους
«ορθοστασίας» για επιβίωση, ύστερα απ' τα δραματικά γεγονότα αφελληνισμού της Μικρασίας και την προσφυγική
καταφυγή σε τόπους της ηπειρωτικής κύρια, αλλά και της
παράλιας Ελλάδας.
Δειλά,
στην αρχή, σταδιακά αργότερα, έρχονται τότε και δυναμικά μπαίνουν στο «παιχνίδι» οι αυτοσχέδιες,
περιφερόμενες σμυρναίϊκες κομπανίες που τα παιξίματα τους θεωρούνται από τους
...διανοητές της τότε ελίτ «μπάσταρδα μουσικά επινοήματα».
Μέσω
της εφημερίδας «Εμπρός» ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με άρθρο του εισηγείται
καθιέρωση νόμου για καταδίκη του …σαντουριού! Η άρχουσα τάξη με συνεπίκουρο τον τύπο και την διανόηση και
πολλούς από τους πολιτικούς-καθεστωτικούς
προεξάρχοντες εξανίστανται: «Τι απαράδεκτα τραγούδια είναι αυτά; Τι δουλειά έχει το πιάνο, το φαγκόττο, με
το «παλιοσαντούρι», αυτό το μικροτσέμπαλο, τα ούτια; Και τι «μυστήρια» κουρντίσματα είναι αυτά στα
βιολιά;», διερωτώνται, ωρυόμενοι
οι διάφοροι ...«ευγενείς», απόλυτοι εκφραστές και υπέρμαχοι της δυτικής μουσικής κουλτούρας.
Ήδη,
αυτό το τραγούδι, το Σμυρναίικο έχει μπει για τα καλά στη ζωή των ντόπιων
και οριοθετείται πλαίσιο ευρύτερης αναγνώρισης του. Που να ήξεραν οι δημιουργοί και εκτελεστές του ότι πολύ
γρήγορα θα αποτελούσε την απόλυτη αναφορά
σε κάθε μορφής κοινωνικές εκδηλώσεις ψυχαγωγίας ή διασκέδασης;
Και
ενώ αυτά συμβαίνουν, πάραυτα καινούργιες γνωριμίες -συνεργασίες έχουν σαν αποτέλεσμα τα πρώτα στέκια,
μαγαζιά κύρια από μουσικούς της Μικρασίας με την προτροπή και συμμετοχή ντόπιων μουσικών, όπως ο
Κώστας Τζόβενος που σχετικά αφηγείται:
«Γνωριστήκαμε με
τους Μικρασιάτες, τον Νταλκά, τον Καρίπη, μετά το 1923 στο Καφενείο η «Μικρά Ασία», στέκι των
μουσικών στην οδό Αθηνάς. Ήμανε ενώ τότε ο Αθηναίος και είχα πολλή δουλειά. κι
όλοι λέγανε το Τζοβενάκι. Ε, πήρα μαζί μου τον Καρίπη. Ήρθε μαζί μου. Είδε ότι. ..τρώει,
σου λέει εδώ είναι το ψητό. Ενώ ο Τζόβενος. Και μετά ήρθε κι ο Νταβνκάς. Τον πήρα μαζί μου κι
αυτόν. Μετά έμπλεξα με μεγάλη
κομπανία. Το 1936, προτού πιάσει ο Δάγκειος πυρετός (επιδημία με πολλούς νεκρούς) παίζαμε στου Μουρούζη, τέρμα
Ιπποκράτους. Εκεί παίζαμε Νταλκάς, Καρίπης,
Ογδόντας (Ογδοντάκης Δραγάτσης), Σπύρος Περιστέρης και λύρα πολίτικη ο Λεονταρίλης. Δουλέψαμε και στο
«Ζέφυρο» στο Θησείο και ύστερα, κατά το '30 στου «Πίκινου» στο Θησείο. Εκεί τον
σκοτώσανε. Ήταν Νταλκάς, Καρίπης, Ρούκουνας...».
Τα
σχήματα όλο και πληθαίνουν και η καθαρή ανατολίτικη - βυζαντινή μουσική εξαπλώνεται. Την ίδια χρονιά
παίζουν: Ο Αγάπιος Τομπούλης στη Νέα Ιωνία και Νέα
Φιλαδέλφεια.
Στο
ουζερί του στην Κοκκινιά, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Σχ. Περπινιάδης,, ο Νούρος, ο Μαργαρώνης, κ.ά. Στη
Δραπετσώνα ο Γιώργος Κάβουρας, ο πατέρας του και ο Χαντζής (Κώστας Αγορόπουλος). Οι Κώστας Σκαρβέλης
και Σπύρος Περιστέρης
στο Ταφ (Σημείο της σημερινής Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κοντά στις παλιές φυλακές
Αβέρωφ, στου Γκύζη). Ο Παν. Τούντας, αρχές χου 1923, στη Νέα Σμύρνη και στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας μαζί
με το «Βαγγελάκι» (Ευάγγελος Σωφρονίου) κ.ά.
Το
Σμυρναίικο μουσικό ύφος επηρεάζει σιγά-σιγά την εθιμικότητα των απλών ανθρώπων
που πλέον σωρεύονται σε καινούργιους χώρους και διασκεδάζουν παρεΐστικα. Η μετάλλαξη είναι εμφανής
και εκεί που κανείς έβλεπε ανθρώπους να διασκεδάζουν
με πίπιζες, κλαρίνα και Δημοτικά τραγούδια, τώρα στη θέση τους ακούγονται ούτια, βιολιά, κανονά και ...μακρόσυρτοι αμανέδες.
Σκαλιά από μονόπατα σπιτάκια ή παραγκούλες που πρόχειρα στεγάζουν Σμυρναίικους καημούς και βάσανα της
προσφυγιάς, στενάζουν τα απόβραδα από μουσικές
κρασοκατανύξεις, αμανέδες και ακούσματα σεβνταλίδικα, ανατολίτικα.
Διαπιστώνονται διαθέσεις του κόσμου απόλυτης συμπάθειας στον χρόνο εκφοράς αυτών των τραγουδιών, ιδιαίτερα από το
απλό λαϊκό στοιχείο. Αυτό το τραγούδι που αρέσει
και αγαπιέται είναι με μια λέξη το Σμυρναίικο τραγούδι, που σε πολύ λίγο
θα
αποδειχθεί ο …νονός του καινούργιου που έρχεται, του καθαρού
ρεμπέτικου τραγουδιού. Λίγο αργότερα
οι ειδικοί θα το χαρακτηρίζουν σαν μουσική αυτόνομη ενότητα, προοίμιο για την
καθ' αυτό εξέλιξη του Αστικού Λαϊκού Τραγουδιού στην Ελλάδα.
Είναι
η εποχή που ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες από την Ιωνία, την Πόλη, τη Σμύρνη, όλη σχεδόν τη Μικρασία
εγκαθίστανται προσωρινά, όπως δυστυχώς «βαυκαλιστικά»
ήθελαν να πείσουν τον εαυτό τους, στην Αθήνα, τον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη
(Καλαμαριά -Περραία), στην Πάτρα (Ταμπαχάνες), στο Βόλο (Ν. Ιωνία) στη Σύρα (Ερμούπολη)
και αλλού.
Στη
Λαμία 80 περίπου οικογένειες με προέλευση Ιωνική εγκαθίστανται σε παράγκες ανατολικά από το σημερινό ρέμα της
Ξηριώτισσας προς τη Νέα Μαγνησία, ονομάζοντας τον τόπο εγκατάστασής τους «Συνοικισμό»,
προσωνύμιο που οι παλιοί συντηρούν
ως τα σήμερα. Ένα άλλο κύμα προσφύγων εγκαταστάθηκε επίσης στα «ριζά» της Πλατείας Λαού προς το
Κάστρο (πάνω από την «Βοστώνη»). Έτσι εξηγείται
πως πολλές Λαμιώτικες οικογένειες έχουν κύτταρο προέλευσης και ρίζα αμιγώς Μικρασιάτικη.
Πρόσφυγες
επίσης καταφεύγουν και εγκαθίστανται στη Στυλίδα (πάνω αριστερά προς την Αγία Αικατερίνη). Είναι ιστορικά
ονομαστή η προέλευση πολλών οικογενειών από το γένος Κόνιαλη. Το απόλυτο της
προσφυγικής καταφυγής αποτελεί το Αχλάδι,
που είναι δημιούργημα με εθιμικότητα και καταβολές σαφώς Μικρασιάτικες. Πρόσφυγες επίσης καταφεύγουν
τον ίδιο καιρό, γύρω στους 250 στην Αταλάντη.
Και
ενώ για το προσφυγικό μιλιούνι πανελλήνια, ο πόνος δεν έχει τέλος, έρχεται η ελληνική πολιτική και για να τους
καθησυχάσει συντηρεί την υπόσχεση πως
η μετακίνησή τους είναι προσωρινή και... να μην ανησυχούν. Στη
σύγχυσή τους στη δίνη της ταλαιπωρίας τους
οι πρόσφυγες αρχικά πείθονται, μα τελικά τα πράγματα τους διαψεύδουν. Το
καταλαβαίνουν αργότερα. Τους λένε ψέματα,
τους κοροϊδεύουν. Σιγά-σιγά, το ...συνειδητοποιούν, το «χωνεύουν», το «εμπεδώνουν». Γι' αυτό και παίρνουν την
κατάσταση στα χέρια χους. Πρέπει να «χτίσουν» τη ζωή τους από την
αρχή.
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Εξαιρετική ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφή