Συνεργάτες

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ο Αράπης της Υπάτης

Ο Αράπης της Υπάτης
(του Ζάχου Ξηροτύρη)

Στοιχειά είναι και οι Αράπηδες και όπως φαίνεται είναι πολλοί Αράπηδες στοιχειωμένοι στον τόπο μας. Μας το μαρτυράν οι ονοματο­θεσίες, Αραπόρεμα, Αραπόλακος, Αραπόβρυση, Αραπότρυπα και τόσες άλλες τοποθεσίες που πήραν Αράπικο όνομα.

Στοιχειά, Δράκοι, ξωτικά, φαντάσματα, βρυκόλακες, καλικάντζα­ροι, τελώνια και δαιμόνια και τόσα πονηρά, πνεύματα επεξεργάζονται την κακοδαιμονία του ανθρώπου και ο άνθρωπος όλα αυτά με φόβο και δέος και διαφόρους τρόπους προσπαθεί να τα αποτρέψει. Μα ήταν ανάγ­κη να έχουμε και αράπηδες να κοψοχολιάζουν τους ανθρώπους και μέ­να τον ίδιο όπως, θα δούμε παρακάτω.

Πώς όμως βρέθηκαν από την Αραπιά τόσοι Άραβες στον τόπο μας; Δεν το έχει διαλευκάνει ο θυμόσοφος λαός μας, που θέλει τον Α­ράπη σα δάσκαλο του έρωτα, όπως μας λέει το δημοτικό τραγούδι, «θέλω να πάω στην Αραπιά, να πιάσω έναν Αράπη, να κάθομαι να τον ρωτώ πώς πιάνεται η αγάπη», έπλασε όμως με τη φαντασία του το φάντασμα του Αράπη. Και δεν είναι οι θέσεις μόνο που μας μαρτυρούν για τα Αράπικα φαντάσματα, αλλά και άνθρωποι ως τώρα τελευταία διηγούνταν ότι τον έβλεπαν τον Αράπη στον Ξηριά της Υπάτης ολο­φάνερα. Όταν ο Σαββοχαράλαμπος σου διηγόνταν για τον Αράπη του Ξεριά, ήθελες δεν ήθελες τον έβλεπες ολόρθο, ολοφάνερα σαν να τον είχες μπροστά σου.

Μαύρος σαν Αράπης που ήταν, μόνο τα μεγάλα του μάτια και τ’ άσπρα του δόντια γυάλιζαν. Ξερακιανός, ψηλός ως εκεί πάνω, με κάτι χειλάρες που κρέμονταν και κρεμιόταν το μακρύ του χωματένιο τσι­μπούκι που κάπνιζε αδιάκοπα.

Και να πώς τον μολογάν ακόμα και τον άκουσα εγώ ο ίδιος το μύ­θο  του και ενώ  ήταν  άκακος, φόβος και τρόμος είχε καταλάβει  κάθε νυχτερινό διαβάτη από κει, από τον παλιό δρόμο του Ξηριά, στου Μερεντόγιαννου τ’ αμπέλι, από κάτω από του Σκουριά το λιθαροβούνι, που παίρνει η ανηφοριά για του Ντεληγιάννη τη ράχη, που τον καιρό εκείνο πέρναγε μελίσσι ο κόσμος των ορεινών χωριών.

Ήμουνα μικρός όταν πρωτάκουσα το μύθο του Αράπη, πήγαινα δεν πήγαινα στο Δημοτικό ακόμα. Ένας χωριανός μας ηλικιωμένος, που ήξερε πολλούς μύθους και ήταν γνωστός για το χιούμορ και τους μουραπάδες, μας έλεγε το μύθο για τον Αράπη της Υπάτης.

Μύθο τον λέω τώρα, τότε όμως με την παραστατική αφήγηση του αφηγητή, με τη φαντασία μας και το φόβο μας, εμείς οι μικροί τον βλέ­παμε ολοζώντανο μπροστά μας, κι ας ήταν μακριά το χωριό μας από τον Ξηριά και ούτε πού είναι ο Ξηριάς και ούτε κανένα λόγο είχαμε, σαν μικροί που  είμασταν να περάσουμε από κει.

Έλα όμως που το ‘φερε ο Διάβολος και του Μανώλη η σκούφια να πάω αργότερα στο Σχολαρχείο της Υπάτης. Περνούσα και ξαναπερνού­σα από τον Ξηριά, αλλά πάντα συντροφιά με τ’ άλλα τα παιδιά, φορ­τωμένα την μπομποτούλα μας για όλη της βδομάδα από Δευτέρα ως το Σάββατο, αλλά πάντα μέρα, ενώ ο Αράπης έβγαινε νύχτα. Άλλωστε με τη βαρυθυμία που είχαμε το Σάββατο να φύγουμε για το χωριό μα και τη λαχτάρα που είχαμε το Σάββατο να φύγουμε για το χωριό μας, ούτε που σκεπτόμασταν τον Αράπη.

Μα εγώ στάθηκα άτυχος κι έπρεπε να περνάω τον Ξηριά νύχτα, πάτε με φεγγάρι και πότε θεοσκότεινα. Είχαμε ένα χωράφι στα Σκυλάμπελα και το σπέρναμε σιτάρι, ο θέ­ρος όμως γινόταν όταν εγώ τελείωνα τα μαθήματα και τις εξετάσεις μου. Νύχτα έπρεπε να φορτώσω το ψαρί το μουλάρι δεμάτια σιτάρι και να πάω μια στράτα ώσπου να φέξει, γιατί το χωράφι ήταν μεγάλο και δεν κουβαλιόταν  το σιτάρι με  μια και δυο και  πέντε στράτες.

Όλο σχεδόν το καλοκαίρι από το θεριστή ως το δεκαπενταύγουστο, πότε με το σιτάρι και πότε με το κουβάλημα. του καπνού από το Σαραν­τάρι, πού είχαμε και κει καπνοχώραφο, έπρεπε να περνάω νύχτα από τον Ξηριά, άλλος δρόμος δεν υπήρχε για το Καπνοχώρι.

Πώς να περάσω όμως ο δόλιος, που ο Αράπης στεκόταν άγρυπνος φρουρός απέναντι από το Κάστρο της Υπάτης, πότε κάτω και πότε απάνω στου Ντεληγιάννη τη ράχη, καπνίζοντας αριμάνεια με τη μεγάλη του τσιμπούκα;  Από τα παλιά παραπήγματα που γινόταν το παζάρι, άρχιζε ο φό­βος και η συλλογή και μην έχοντας άλλη καταφυγή, άρχιζα τις ευχές και τις προσευχές και ως που να τελειώσω το «Πάτερ ημών» συνέχιζα το «Πιστεύω» χωρίς να παραλείπω και το «τη υπερμάχω Στρατηγώ» και σαν επωδός ερχόταν το «ιλασθητί μοι τω αμαρτωλώ».

Και τί αμαρτίες είχα ο δόλιος που ήμουν ακόμα σχολιαρούδι; Το πολύ - πολύ να άπλωνα καμιά φορά να πάρω κανένα σύκο από ξένη συκιά, μα κι αυτό σε τέτοιες ώρες το χαρακτήριζα βαρύ παράπτωμα. Ας είναι, με τις προσευχές και τις ικεσίες, έφτανα στου Μερεντόγιαννου το χωράφι και κει κορυφωνόταν η αγωνία μου και ο τρόμος. Τότε μάτι δε σήκωνα, ούτε απάνω, ούτε ζερβά, ούτε δεξιά, να μη με δει ο Αράπης και εξοργισθεί, να μη του δώσω εγώ καμιά αφορμή, εκτός αν αυτός α­δικαιολόγητα μ’ άρπαζε με τις χερούκλες του και με καταβρόχθιζε. Ε­κεί πια, όσες προσευχές και ψαλμούς ήξερα τις έλεγα χωρίς διακοπή και εκ βάθους καρδίας και ενέπεμπα ψαλμούς και προσευχές προς τον Κύριο των Δυνάμεων, που αυτός μόνο μπορούσε να με προστατέψει.

Κάποτε έφθανε και στου Ντεληγιάννη τη ράχη και έπαιρνα το δρόμο κατά τις Καρυές του Μάστορα. Τότε ανέπνεα, περνούσα τα όρια του και εκ  βάθους καρδίας και ενέπεμπα ψαλμούς και προσευχές προς τον Κύριο. Η αλήθεια είναι ότι γέρασα και ποτέ δεν προσευχήθηκα με τέ­τοια ειλικρίνεια όπως τότε.

Μπορεί και να αποσυρόταν ο Αράπης σε ρέματα και σπηλιές ή και στη μεγάλη τρύπα που είναι στο βράχο απέναντι από το Καπνοχώρι, τις ώρες που περνούσα. Μπορεί να ήταν στην Αραπόβρυση να πιεί νερό, καλοκαίρι ήταν και η ζέστη φέρνει δίψα ή μπορεί να μη φύλαγε κάθε βράδυ όπως μας έλεγε ο Σαββοχαράλαμπος.

Ό,τι να συνέβαινε, εγώ από κει και πέρα έπαιρνα θάρρος και τραγούδαγα τα τραγούδια της ηρωικής κλεφτουριάς.

Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι δουλειά είχε ο Αράπης στον Ξηριά. Και σάμπως ήταν αυτός μόνο. Ολόκληρη τοποθεσία δυτικά από το Καπνοχώρι, συνοικισμού του χωριού μας έχομε. Δεν πήρε το βάπτισμα αυτό έτσι, τυχαία, σε μια τέτοια λάκα που λέγεται Αραπόλακα, πολλοί πρέπει να ήταν οι Αράπηδες.

Άλλη δοξασία τοπική, ήταν πως και σ’ άλλη τοποθεσία του χω­ριού ας στη Λαγόλακα, έβγαινε εκεί Αράπης. Τον είχαν λέει, ιδεί πολ­λοί από τους παλιούς χωριανούς μας. Ίσως να ήταν αυτός που μου διηγόταν μια θεια μου, που το πατέρας της και παππούς μου, τον είδε κά­ποτε στη θέση Μπουροτέϊκα, στο Καπνοχώρι, που έχομε χωράφι εκεί, να κατεβαίνει σα σίφουνας από πάνω από του Θεμιστοκλή το μύλο, κατέβηκε στου Ξηροτρονίκου το χωράφι, πήδηξε στο δικό μας κι ό,τι έβρισκε μπροστά του, πέτρες, θάμνους, τα έπαιρνε σβάρνα. Στάθηκε για λίγο και τράβηξε δεξιά, κατά τον Ξηριά και τον απέναντι βράχο, που το λέμε στην Τρύπα, και είναι ορόσημο των Καπνοχωριτών, όταν φθά­νει εκεί, κατά το ηλιοβασίλεμα, ο ίσκιος του ηλίου να αλλάζει η σειρά ποτίσματος του γενικού υδραύλακα, αρχίζει το νυχτερινό πότισμα.

Μα οι μύθοι και οι παραδόσεις της Υπάτης δεν σώνονται. Εκεί κον­τά στα Πατρινά τ’ αμπέλια στην ανεμότρυπα, είναι ένας βράχος σκι­στός με χάος κάτω που κανένας δεν το εξερεύνησε. Ξέρομε από τη Νεραϊδική παράδοση της Υπάτης, ότι εκεί πήγαιναν πολλά αερικά και μά­γισσες και Νεράιδες από τη Ρωμαϊκή εποχή και πριν ακόμα ως τώρα κοντά, που πήγαινε η Λυούσα από την Υπάτη και η Μαλαχαβιού από την Καστριώτισσα και έκαναν συμβούλια πως θα κατεβάσουν το φεγ­γάρι στη Γη. Η Ανεμότρυπα αυτή είχε και κρύπτη που επικοινωνούσε με τα λουτρά Υπάτης και πήγαιναν μάγισσες και Νεράιδες και πλέ­νονταν ως και η Αφροδίτη λένε πως πήγαινε για να διατηρεί την ο­μορφιά της. Για τον Αράπη όμως, που δεν πλύθηκε ποτέ;

Λένε ότι ο Αράπης, ήταν τοποτηρητής και φύλακας του Κάστρου της Υπάτης και της όμορφης αρχοντοπούλας, που ήταν μέσα και με μπαμπεσιά το πάτησαν. Και να πώς το πάτησαν κατά το μύθο το απά­τητο αυτό Κάστρο.

Πήγε λέει ένας Τούρκος και προσποιήθηκε πως είναι γυναίκα Ελληνίδα και μάλιστα έγκυος και ετοιμόγεννη. Παρακαλούσε ώρες την αρχόντισσα του Κάστρου να μπει μέσα να ξεγεννήσει και κείνη σα γυ­ναίκα που ήταν, ξεγελάστηκε πιστεύοντας σε ένα τέτοιο σκοπό, άνοιξε την πόρτα και η πόρτα εκείνη γίνηκε Κερκόπορτα και μπούκαραν λεφούσι οι Τούρκοι. Η αρχόντισσα δεν ήθελε να γίνει σκεύος και παίγνιο του Πασά και εκείνος της έκοψε το κεφάλι και από τότε οι δάφνες του Ξηριά πήραν το κόκκινο χρώμα από το αίμα της Πατρινιάς αρχό­ντισσας.

Όπως κι αν έγινε η σύλληψη και εκτέλεση της όμορφης αρχοντοπούλας, ο Αράπης στέκει εκεί ακόμα, κατά την αντίληψη των απλοϊ­κών χωρικών που τόσο πιστοί είναι  στις παραδόσεις, φύλακας άγρυπνος, αλλά αν δεν τον βλέπουν πραγματικά οι διαβάτες, τον βλέπουν ό­μως με τη φαντασία τους ολοζώντανο να περιμένει εκεί να καπνίζει.

Ούτε και εγώ που νυχτοπερπάτησα τον Ξηριά συνάντησα τον Α­ράπη. Δεν παίρνω όμως όρκο ότι και σήμερα ακόμα αν ξαναπεράσω νύ­χτα από τον Ξηριά, θα περάσω άφοβα και χωρίς προσευχές και δεήσεις.

Με το κατάλοιπο του μύθου του Αράπη και τα κατάλοιπα του φό­βου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, είναι αδύνατο να μη μου έρθει στο νου ο Αράπης του Ξηριά με το μακρύ τσιμπούκι του, τα γουρλωμένα μάτια του και εκείνα τα χείλη του τα μεγάλα, που κρέμονται σα μανι­τάρια, όπως τα έπλασε ο μύθος και η δική μου φαντασία.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου