Συνεργάτες

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Το πρωτάναμμα του τζακιού

ΤΟ ΠΡΩΤΑΝΑΜΜΑ ΤΟΥ ΤΖΑΚΙΟΥ
[του Γιάννη  Αν.  Σαντάρμη]


-        Σαν τι αγναντεύεις, βάβω μου, ψηλά στο καταράχι
και το ’βανες το χέρι σου αντήλιο, για να βλέπεις,
μη ροβολάει ο κύρης σου, μην έρχεται ο αφέντης,
από τ’ αντίκρυ το βουνό, από τον πέρα λόγγο,
με ξύλα στα φορτιάτικα, με κούτσουρα στις μούλες;
-        Ντούχνιασε η κείθε η κορφή, αντάριασεν η δώθε,
μαλώνουνε τα σύγνεφα και το ’να σπρώχνει  τ’ άλλο,
τα κυνηγάνε οι άνεμοι, τα δέρνουνε οι αγέρες,
με τύφλωσαν οι αστραπές κι έχω το χέρι αντήλιο,
μπάκι και ιδώ τον κύρη μου, μπάκι τον αντρανίσω,
στην από πέρα την κορφή, στην πέρα και στη δώθε.
-        Πήρε και κρυάδιασε ο καιρός, άλλαξεν ο αγέρας,
τα σύγνεφα, κοιλιάρικα και μαύρα, χαμηλώνουν.
-        Ακούω λύκους που ουρλιάζουνε, που δίνουνε καβούλι,
να σμίξουν, παγανιά να βγουν, σημάδι πως σουρπώνει,
ρίχνω από τη μαντίλα μου πιο κάτου την μπαρέζα,
γιατί πέφτουν και με βαρούν σταγόνες κάπου – κάπου.
-        Καλώς τις, καλώς ήρθανε οι πρώτες βροχοστάλες,
ήρθαν, σαν πρωτοδρόμισσες, και με τον ερχομό τους
φέρνουν χαμπέρια του χιονιά, μαντάτα του χειμώνα
και πίσω και ξοπίσω τους, βροχές, λένε, πως φτάνουν,
τα κρούσταλλα πως έρχονται, τα χιόνια πως πλακώνουν
κι αυτά τα πετροχάλαζα και τα βαριά κρουσούμια
κι οι κρουσταλλίδες της νυχτιάς κι οι πάχνες της αυγούλας.
-        Που να ’ναι τος ο κύρης μου, σκαπέτησε με τ’ άστρο
τ’ αυγερινού, πουρνό – πουρνό, με δυο μούλες αντάμα
και με τσεκούρια κάνα δυο, πάει για να κόψει ξύλα,
πάει για τα γεροντόδεντρα, για τον παλιό το λόγγο,
ξέρει τι ξύλα κόβει αυτός, ένα - ένα τα διαλέει,
για τη βραδιά τη σημερνή, χαράν έχουμε απόψε
και του τζακιού πρωτάναμμα, χλωρά δεν κόβει ξύλα,
κόβει ξεράκες, που ’καψε τ’ αστροπελέκι, ρίχνει
ολόστεγν’ αγριοπούρναρα, γκρεμάει παλιά ρουπάκια,
με μούσκλια ολοτριγύρα τους, ν’ αρπάζουν, με τη φλόγα,
κουφαλιασμένα έλατα, κρανιές αποθαμένες,
ροτσόκια εδώ που γείρανε, που τα ’βρε γερατίκι,
κοτσίκια εκεί ανεμόδαρτα και ξεμασχαλιασμένα,
αλλού φιλλύκια, αλλού γλανιές, αγρίλια, σταυροκλάρια,
χοντρές φουρκάλες κάπου αλλού, φουρκάλες ξεκλωνιάρες
και γαύρους, που δε φώλιασαν στα σπλάχνα τους βρωμούσες.
Ο γέρος μου έχει μέσα του χωριάτικο μεράκι,
τσακάει δυο φούντες, στα στερνά, παχιές, μια από προυτσάλι
και μια απ’ αρκουδοπούρναρο, χλωρές, φυλλουριασμένες.
Απ’ αγριοπούλια άδειες φωλιές σε κούφια δέντρα βρίσκει,
τα δέντρα είναι για πύρωμα, οι κούρνιες για παιχνίδι,
να παίξουν τα παράγγονα, τ’ αγγόνια να χαρούνε,
στ’ αποψινό πρωτάναμμα, σιμά στον πυρομάχο.
Μα όπου σμάρια σε κήρινες, μελίσσια σε κουφάλες,
εκεί τη λιάτα δε βαρεί, τσεκούρι δε σηκώνει,
μόν’ παίρνει καμιά δαχτυλιά και γεύεται το μέλι,
να μολογάει στους σπιτιακούς και στους μουσαφιραίους
το μέλι, το αγριόμελο, πόσο κατάγλυκο είναι.
Εσύ, που βλέπεις χαμηλά και που ψηλά απεικάζεις,
εσύ, που ’ναι τα μάτια σου σαν του αϊτού τα μάτια,
για τήραξε, λεβέντη μου, ο γέρος μου πού να ’ναι,
πού να ’ναι, πού να βρίσκεται και παίρνει και βραδιάζει
κι εγώ το ’χω λίγο το φως, το σούρπο μπιλιορίζω.
-        Να τος, γερόντισσα, έρχεται ο γέρος ο ασίκης
κι αν γέρασε, είναι κορμαριά, τσελίκι έχει βαθιά του.
-        Θεριακωμένος! Μια βολά, καθώς με ζο απ’ τ’ ορμάνι
ξύλα έφερνε, μισοστρατίς γονάτισεν εκείνο
και με τα χέρια σήκωσε και φόρτωμα και μούλα!
Παλεύει μ’ αγριοδάμαλο και χάμου το γκρεμάει.
-        Σώπα και μη σκανιάζεσαι, κιντέρι μην το βάνεις,
δυο μούλες κείθε έρχονται, δυο μούλες ροβολάνε,
η μούλα η χαλκοκούδουνη κι η μούλα η τσοπουρίσια,
μπροστά εκείνες περπατάν, πίσω ακλουθάει ο αφέντης,
ξύλα δεξιά, ξύλα ζερβά οι μούλες κουβαλάνε
κι ανάμεσα στις δυο μεριές, οι κλάρες πανωγόμι,
αρκουδοπούρναρο έχ’ η μια, κέδρο αγκαθάτο η άλλη.
-      Έφτασε η ώρα, έφτασε να ζεσταθούμε ψίχα,
χειμώνας μπήκε για καλά, χειμώνας περπατάει.
Άι, μάργωσα, η καψόγρια, με βάρεσε η τσιβούρα,
μ’ έδειρε κι ο καράγυαλας, τήρα, μου ανασηκώθη
αγάνα το γατσόμαλλο, βελόνα η αναμαλλίδα.
-        Καλά το λες, γερόντισσα, καλά το κουβεντιάζεις,
σαν από κοντοκρίθαρο μουστάκ’ η τρίχα σου είναι!
-        Αφήνω πιά το ξάγναντο, τι πήρε το σκοτάδι,
να πιάσω πάω την αγκωνή, το τζάκι να ετοιμάσω,
άναφτο από τον περσινό χειμώνα είναι το μαύρο.
-        Εψές τ’ άναψε η Παναϊού το τζάκι το δικό της,
προψές τ’ άναψε η Πηνελιά, παραμπροστά η Δεσπούλα
και της μανιάς της Νάκαινας η στια σπιθοβολάει
κι ως πέρα όλα τα κατοικιά, τα σπίτια αράδ’ – αράδα,
τα τζάκια καίν’ κι ο μπουχαρής καπνολογάει απ’ όξω
και η καπνούρα διαλαλεί και μαρτυρά και λέει
το μάζωμα του σπιτικού κοντά στο φωτογόνι.
Άκου και το φτωχό πουλί, τον καλογιάννο, άκου,
στο φράχτη της αυλής λαλεί, χινόπωρο, λέει, ήρθε.
Αλήθεια, νόνα, τι χαρά τα στήθια πλημμυρίζει,
σαν τζάκι ολάναφτο θωρείς, τη φαμελιά σα βλέπεις
να κάθεται, τη χειμωνιά, περίγυρα στην πύρα.
-        Με τέτοιες, παλικάρι μου, μη με κεντάς κουβέντες,
να μη χαλάσω τη σειρά, λυγκιάζομαι η δόλια,
και πάω ν’ ανάψω, πάρωρα, του σπιτικού το τζάκι
και να στρωθώ στην παραστιά, να πάρω, λέω, μια πύρα,
όσο να ’ρθει η φαμελιά, το συναγώι να φτάσει.
Στη σπιτομάνα η φαμελιά μαζώνεται όλη απόψε,
εδώ ο παππούς, εδώ η γιαγιά, εδώ ο γονιός, η μάνα,
εδώ γαμπροί, παραγαμπροί, εδώ παρανυφάδες,
εδώ και τα παιδόπουλα, κοντά – κοντά στο τζάκι
κι η γάτα κουλουριάστηκε στην παραστιά κι εκείνη.
Κάθεται στη κορφή η γιαγιά και στου τζακιού τη μέση.
-        Χρυσή βαβά, χρυσή μανιά, χρυσή μας καλομάνα,
παλιά ζακόνια εσύ κρατάς, αντέτια δεν αλλάζεις,
εσύ, όπου πρωτάναψες και πέρυσι το τζάκι,
πέρυσι, αντιπρόπερσι και τις χρονιές τις πίσω,
πάρε κι άναψε τη φωτιά, σ’ αυτή τη στια, και φέτο
κι ευχές, με το εκατόχρονο γλυκιές το στόμα, πες μας.
Βαρεί κάποιος τον πριόβολο, παίρνει φωτιά η ίσκα,
την ίσκ’ αδράχνει η βαβά, βάνει φωτιά στα τσάκνα,
στα τσάκνα τα λιανότρεμα, στις άσαρκες βεργούλες,
όπου τα ευλόγησε ο παπάς, τα διάβασε ο αναγνώστης,
στο τζάκι πρωτανάβει τα, με το δεξί το χέρι,
με το δεξί, με το ζερβί, με το μαλαματένιο,
με τ’ άξιο χέρι ανάβει τα και με το στόμα λέει.
-        Τήρα μπουμπούνα π’ άναψα απόψε στο κονάκι,
μ’ αυτά τα προσανάμματα, με τις αγκαθαφάνες,
με τα κλαδούρια τα ξερά και τα στεγνά τα γκρίζια!
Ευχές, με το πρωτάναμμα, σας εύχομαι, παιδιά μου,
ευχές καλές, αγγελικές, ευχές τρισαγιασμένες,
καλόκαυτα τα κούτσουρα, καλόκαυτα τα ξύλα,
με το τραγούδι να καούν και με χαρά και γέλιο,
να ’ναι το τζάκι ολοχρονίς κατάγιομο από ξύλα,
να μην του λείπει κάρβουνο, να μην του λείπει ανθράκι,
να μπει ο χειμώνας και να βγει ζεστός στο σπιτικό μας.
-        Καλά ξεχειμωνιάσματα, βαβά, ο Θεός να δώσει,
καλά νυχτέρια και καλά στο τζάκι παραμύθια,
να ’ναι τα χρόνια σου πολλά, να ζεις, να τα χιλιάσεις
και να μας πεις τέτοιες ευχές, σα φέτο, και του χρόνου,
του χρόνου δίπλα στη φωτιά, του χρόνου πλάι στο τζάκι,
στο τζάκι, στο παράτζακο, κοντά στο παραγώνι.
Ύστερα ρίχνει στη φωτιά, δυο, τρία σπορούδια ρίχνει,
ρίχνει καλαμποκόσπυρο, σιτάρι και ρεβύθι.
-        Τους σπόρους να ευλογεί ο Θεός, πεντάδιπλοι να γίνουν,
όσα πλούτια έχ’ η φωτιά, τόσα το σπίτι να ’χει,
μην ’ρθούν κακά, κι άμα θα ’ρθούν, μέσα της να καούνε.
-        Ν’ ακούσει ο Θεός τα λόγια σου, οι σπόροι να πληθύνουν.
Πάλι κλαριά πετά η γρια και τη φωτιά ταγίζει,
τ’ έχει ανοιχτό το στόμα της, είναι άπατ’ η κοιλιά της.
-        Κάψε τα, αφέντρα, κάψε τα, μόν’ άσε ξύλα κιόλας,
να ’χουμε και γι’ αργότερα, μακρύ ’ναι το νυχτέρι.
-        Να ’ναι η τρακάδα όξω καλά, θα καίω όλο το χειμώνα
κι αυτήνη δε θα σώνεται, καλά να ’ναι κι ο λόγγος.
Απόψε, στο πρωτάναμμα, θα παρακάψω ξύλα,
απόψε δε θα φύγουμε και δε θα σκορπιστούμε,
τα ξύλα, ως τα χαράματα, αν δεν τα κάψουμε όλα!
Στο τζάκι αυτοίνοι κάθονται, στο τζάκι νυχτερεύουν
και με το φως του τους φωτά λυχνάρι κρεμασμένο,
που πότε - πότε τρεμουλιά και πότε - πότε ανάβει.
Ένας φέρνει χοντρή ταγή, το τζάκι για να φάει,
δεξιά στιβάζει κούτσουρα, ζερβά σωριάζει σχίζες,
από βοϊδόκι κούτσουρα και σχίζες από κέδρο
και στρώνονται όλοι ολόγυρα, τον κέδρο άλλος φυσάει,
να φρογκαλιάσει γλήγορα, κάποιος λέει να σωπάσουν,
ν’ ακούσουν πως το κόκκινο δαυλί τριζοβολάει
και πως μακραίν’ η φλόγα του η φλύαρ’ ίσια πέρα
κι αγάλια - αγάλια ξεψυχά, αρχίζει εδώθε άλλος
και παραμύθι μολογά κι οι γύρα τον ακούνε
και χαίρονται τη μολογή, τραβά κείθε άλλος θράκα
και ψένει αφρατοκύδωνα και κάστανα μεγάλα,
ανασυμπά άλλος τη φωτιά, καινούργια ξύλα ρίχνει,
άλλος μες στη θρακόβολη και στην ψιλή τη σπούρνη,
πετάει καλαμποκόσπυρα και ψένει παπαδέλες
κι ανοίγουν, σαν φακιόλια, αυτές, σαν κάτασπρες μαντίλες,
όπου φοράνε οι κορασιές, ψένει ακόμα καψάλες
κι απλώνει γύρα - ολόγυρα και δίνει και μοιράζει,
με διάγγι, με παλιό κρασί, κρασόβρεμα να κάνουν,
κι ένας απ’ όλους σπλαχνικός και πονεσιάρης ένας,
πόντζι βράζει για τη γιαγιά, πόντζι και για το γέρο,
να ζεσταθούν τα σπλάχνα τους, με το ξυθάλι άλλος
βγάνει παρόξω ανθρακιά, για να πυρώνονται όλοι.
-        Μέριασε, βάβω, μέριασε, πετάχτη σκαλιγκήθρα
και τη μαλλίνα σού ’καψε, τα τράια σου τσουράπια.
-        Τήρα κι εσύ τη ράχη σου και το πανώρουχό σου,
σου τ’ ασπρολόγησε η φωτιά, το μάτι δε γνωρίζει
αν απ’ τα πουρναρόφυλλα στάχτ’ είναι ή τούφες χιόνι.
-        Αλάργ’, αλάργα εσείς, παιδιά, απ’ τη φωτιάν αλάργα,
μη βγάνετε στα πόδια σας παρδαλοκαψαλήθρες.
-        Γρια μου, ταίρι μου παλιό και ταίρι της ζωής μου,
εσύ ξέρεις τα ξύλα μας, τι καίμε τους χειμώνες,
για ρίξε τη βελανιδιά, το γέρικο το τσέρνο,
που ’χει τις βελανόκουπες μακριές και μουστακάτες,
μαλώνει με τα έλατα, χαλάει τους ελατιάδες,
τώρα θα το χαλάσουμε κι εμείς μέσα στο τζάκι
και τα ξανθιά τα γένια του θα κάψουμε κι εκείνα.
Τώρα, φέρε, συγκόρμισσα, του πουρναριού τη φούντα,
με τα χλωρά τα φύλλα της τ’ αγκαθογυρισμένα.
Την κλάρα πιάνει ο γέροντας, τη φούντα παίρνει ο αφέντης,
τη νιόκοπη, την πράσινη, και στη φωτιά την ρίχνει,
αρπάζ’ η φούντα στη θρακιά και τα χλωρά τα φύλλα,
καθώς οι φλόγες οι πυρές τα κρούνε, τ’ αναγλείφουν,
αναπηδάν, τινάζονται και σκαν και προυτσαλάνε
κι έναν πασίχαρο σκοπό σκορπολογάν τριγύρα
κι εκεί που κατακάθονται οι κρότοι απ’ το πουρνάρι,
μ’ άλλη καινούργια ο γέροντας κλαδούρα δευτερώνει,
τον κέδρο ρίχνει και βροντά, χαλάει κι αυτός τον κόσμο.
Χαίρεται την πρωτόιδωτη φωτιάν όλο το σπίτι,
χαίρεται και τη ζεστασιά, τη βραδινή μολπάδα.
Κάποτε η γάτα σκώνεται, κάποτε ρουθουνίζει,
κάποτε κανέν’ άστραμμα διασχίζει το σκοτάδι
και μπουμπουνίζει ο ουρανός, λαλεί στο λιθοσώρι
η κουκουβάγια που και που, το ταίρι της καλώντας
κι άλλοτε και κάνα σκυλί γαυγίζει όξω στη νύχτα.
Ωρέ, φωτιά, η αβάσκαγη, τρανή στο τζάκι απόψε,
απόψε το πρωτάναμμα, που ξεκινά ο χειμώνας,
θα μελετιέται στα χωριά, θ’ ακούγεται στη χώρα
και θε να κουβεντιάζεται σ’ όλα τα βιλαέτια.
Γλυκά που ’ναι τα κάστανα το βράδυ, πλάι στο τζάκι,
γλυκό το πόντζι και γλυκό κι αυτό το ρουφομπούκι,
μ’ ακόμα πιο πανέμνοστα τα γεροντόλογα είναι,
με το τραγούδι της βροχής που τραγουδά, όπως στάζει
απ’ την αστρέχα του σπιτιού κι απ’ της σκεπής το σιάχο.

                                                   Γιάννης Αν. Σαντάρμης


Γλωσσάρι
αβάσκαγη, η = αυτή που δεν την πιάνει η βασκανία, αμάτιαστη.
αγάνα, η = η κάθε μια βελόνα από το στάχυ του σιταριού, η αγκίδα του ψαριού.
αγκαθαφάνα, η = θάμνος τουφωτός, κοντός, ημισφαιρικός, με ψιλές βελόνες, κατάλληλος για σάρωθρα και για το φράξιμο αυλών και κήπων, αχινοπόδα, ποτήριο το ακανθώδες.
αγκωνή, η = η γωνιά κοντά στο τζάκι, παραγώνι.
αγρίλι, το = θάμνος ή και δένδρο με σκληρό και συμπαγές ξύλο, έχει αυγόσχημα, γαλανά φύλλα, αυτοφυτρώνει στις κατώτερες ζώνες των βουνών και στις ακρογιαλιές, πικρολιά, κόστικος.
αγριοδάμαλο, το = μοσχάρι άγριο, ηλικίας 2 χρόνων.
αναμαλλίδα, η = το μικρό χνούδι του προσώπου του νέου ανθρώπου, ξωμαλλίδι, κροκίδα, κλωστίτσα.
ανασυμπώ = ανακατεύω τα ξύλα στη φωτιά να ζωηρέψει, συνδαυλίζω.
αντέτι, το = έθιμο, συνήθεια.
αντρανίζω = βλέπω.
απεικάζω = βλέπω.
αρκουδοπούρναρο, το = δασικό αναρριχώμενο φυτό, έχει σχοινοτενές και σκληρό στέλεχος με λεπτότερες διακλαδώσεις, τα φύλλα του είναι τετραπλάσια από του πουρναριού, γυαλιστερά, δερματώδη και με αγκίδες στην περιφέρειά τους, οι στραγαλοειδείς κόκκινοι καρποί του κρέμονται σαν τσαμπί σταφυλιού, αρκουδόβατος, ξυλόβατος, σμιλάγγι, λιόπρινο, λαύρος, ίλιξ ο οξύφυλλος.
βαβά, η = γιαγιά, βάβω, μανιά, νόνα.
βιλαέτι, το = μεγάλη διοικητική περιφέρεια, επικράτεια.
βοϊδόκι, το = είδος βελανιδιάς με μεγάλα και πλατιά φύλλα, πλατίτσα, πλατοκλάρι, γρανίτσα, βοϊδόκι ονομάσθηκε επειδή τα φύλλα του τα τρώνε τα βόδια.
βρωμούσα, η = δενδρόβιο μυρμήγκι, μικρό και μαύρο, το δέρμα του μυρίζει, γι’ αυτό λέγεται βρωμούσα.
γατσόμαλλο, το = κοντό μαλλί και ιδίως της γάτας.
γαύρος, ο = δένδρο φυλλοβόλο, όχι πολύ ψηλό, η φλούδα του είναι λεία, σκουρόγκριζα, έχει μεγάλα, αυγουλοειδή και μυτερά φύλλα, πριονωτά με ανάγλυφες τις νευρώσεις στην κάτω επιφάνεια, το σκληρό και λευκό ξύλο του είναι κατάλληλο για την κατασκευή εργαλείων, το δε κάρβουνό του δεν χωνεύει γρήγορα, κάρπινος ο βετουλοειδής.
γερατίκι, το = γηρατειά.
γκρίζι, το = κλαδί, συνήθως ξερό, στο κάτω μέρος του ελατιού, κατάλληλο για φωτιά, γκριζιάρι.
γλανιά, η = θάμνος, αλλά και δένδρο, έχει άσπρο ξύλο κι αυγόσχημα γαλανά φύλλα, αποτελεί τροφή για τα γίδια, αγλαμιά.
διάγγι, το = παλιό κρασί.
ζακόνι, το = συνήθεια, έθιμο.
θεριακωμένος, ο = μεγαλόσωμος, δυνατός.
ίσκα, η = ξερό κομμάτι μύκητα, που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς.
καβούλι, το = συνθηματικό σημάδι συνεννόησης με τουφέκι, με σφύριγμα, με χουγιατό, με φωτιά, ακουστική δηλαδή και οπτική τηλεγραφία, σύνθημα, συμφωνία, φουμάδα, φρυκτωρία.
καλογιάννος, ο = μικρό πουλί, μικρότερο απ’ το σπουργίτι, η κοιλιά του είναι λευκή, το μέτωπό του και ο λαιμός του κιτρινοκόκκινα, είναι ο προάγγελος του χειμώνα, ξυπνά πρώτο απ’ τ’ άλλα τα πουλιά το πρωί και κουρνιάζει τελευταίο το βράδυ, το αρχαίο όνομά του είναι πυρραλίδα, το επιστημονικό του ερύθακας ή πυρρούλας ή πυρόχρους, λαϊκά λέγεται κοκκινολαίμης, κοκκινοστήθης, κοκκινοτραχηλίτσα, κοκκινογούης, κομπογιάννος, τσιρογιάννης, τσιπουρογιάννης, τσικογιάννης, γυφτούλα, τάρζιακας.
καλομάνα, η = η μάνα της μάνας, η γιαγιά.
καράγυαλας, ο = παγωμένος βορειοδυτικός άνεμος, μαϊστροτραμουντάνα, που καθαρίζει με το φύσημά του τον ουρανό από τα σύννεφα και τον κάνει σαν γυαλί, καράγυαλης.
καψάλα, η = φέτα ψωμιού με καψαλισμένη επιφάνεια, καπύρα, πυρωμάδα, θρακόψωμο, φρύξα, φρυγάνα, διπυρίτης.
καψόγρια, η = κακόμοιρη γερόντισσα.
κέδρος, ο = θάμνος ή δένδρο, έχει μυρωδάτο ξύλο, τα φύλλα του είναι βελονωτά, οι καρποί του είναι μικροί και σφαιρικοί, είναι κατάλληλος για περιφράξεις και κατασκευή σκευών, λόγω της αντοχής του, λέγεται και προυτσάλι ή πρατσάλι, επειδή κάνει χαρακτηριστικό κρότο στις φλόγες της φωτιάς, κέδρος ο βελονόφυλλος ή άρκευθος.
κήρινα, η = ξύλινο κιβώτιο ή φυσικό κοίλωμα σε δένδρο ή βράχο ή ευρύχωρη φλούδα, όπου διαμένουν οι μέλισσες και εναποθέτουν το μέλι, κυψέλη, κυβέρτι, κουβέλι, κρηνί.
κιντέρι, το = λύπη, στενοχώρια, βάσανο.
κοτσίκι, το = θάμνος, αλλά και δένδρο, με στρογγυλά, πλατιά φύλλα και ροζ άνθη, που βγαίνουν πριν απ’ τα φύλλα, έχει καφέ καρπό, κερκίς η κερατοειδής, κουτσουπιά, αγριοχαρουπιά, λιδωριά.
κρανιά, η = φυλλοβόλο δένδρο, έχει φύλλα χνουδωτά στην επιφάνεια, τα άνθη του είναι κίτρινα με μυρωδιά κανέλας, έχει σκληρό ξύλο, κατάλληλο για την κατασκευή εργαλείων, με τον κόκκινο, ξυνόστιφο καρπό του παρασκευάζεται μαρμελάδα και ποτό, τους σκληροτράχηλους τσοπάνηδες των βουνών τους λένε κρανιάδες.
κρασόβρεμα, το = ψωμί βρεγμένο με κρασί, χωρίς νερό, δηλαδή άκρατο (ανόθευτο, καθαρό), που τρώγεται, ακράτησμα, κρασοβούτι, βουκάκραντο, κρασοψιχία, κρασοτριψάνα, ζούπα.
κρουσούμι, το = προσωνυμία του χαλαζιού, που μοιάζει σαν το μπαρουτόβολο.
κρούω = αγγίζω, πιάνω, φθάνω.
κύρης, ο = ο σύζυγος, αφέντης.
λιάτα, η = τσεκούρι για κοπή ξύλων, που το πλατύ στόμα του σχηματίζει γάμμα κεφαλαίο (Γ).
λυγκιάζομαι = λοξιγκιάζομαι.
μαλλίνα, η = μάλλινο γυναικείο φουστάνι, χωρίς μανίκια, αποτελείται από το επάνω μέρος, δηλαδή το κορμί ή κορμό ή κορμόσταλο, και το κάτω μέρος, την πτυχωτή φούστα, που φθάνει ως τον αστράγαλο, μαλλινοφούστανο, φανέλα.
μαργώνω = κρυώνω, παγώνω από το κρύο.
μεριά, η = το φορτίο του ζώου απ’ το ένα μέρος.
μολπάδα, η = θαλπωρή, ζέστη.
μανιά, η = γιαγιά, βαβά, βάβω, νόνα.
μούλα, η = θηλυκό μουλάρι.
μούσκλι, το = βρύο, που φυτρώνει σε υγρά και σκιερά μέρη, λειχήνα, μούσκουλο, πολυτρίχι, σμάχι.
μπάκι, σύνδ. = μην τυχόν, μπας και.
μπαρέζα, η = η προεξοχή του γυναικείου κεφαλομάντιλου στο μπροστινό μέρος, σκέπη, γείσο.
μπιλιορίζω = βλέπω αμυδρά, όπως βλέπει κανείς στο ημίφωτο, πριν την ανατολή του ήλιου.
μπουμπούνα, η = φωτιά με μεγάλη φλόγα που θορυβεί και μπουμπουνίζει (κάνει μπου μπου).
μπουχαρής, ο = καπνοδόχος, φουγάρο, καπνολόγος.
ντουχνιάζω = γεμίζω από πυκνό καπνό ή ομίχλη ένα μέρος, ντουμανιάζω.
νυχτερεύω = αγρυπνώ με πολλά συνήθως άτομα, που πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία, παρακάθομαι, ξενυκτώ.
νυχτέρι, το = αγρυπνία από πολλά συνήθως άτομα, που κάνουν νυκτερινή εργασία, παρακάθι, ξενύκτι.
ξεκλωνιάρα, η = αυτή που έχει αραιά τα κλαδιά της.
ξεράκα, η = ξερό δένδρο από γήρανση ή από απανθράκωση από κεραυνό.
ξυθάλι, το = σιδερένια μασιά για τη φροντίδα της φωτιάς στο τζάκι, ξεθάλι, σύντραυλο, λαπάτα, πυράγρα.
ορμάνι, το = πυκνό δάσος, ρουμάνι.
παγανιά, η = ομαδικό κυνήγι από πολλά ταυτόχρονα σημεία, έξοδος αγριμιού προς αναζήτηση τροφής.
πανωγόμι, το = παραπανίσιο φορτίο επανωσάμαρα, μεσογόμι.
παπαδέλα, η = ψημένος σπόρος καλαμποκιού, που σκάζει κι ανοίγει, φακιόλα, μπαμπούσκα, σκάστρα, σκαντζήλα, ποπ - κορν.
παράγγονο, το = δισέγγονο.
παραγώνι, το = ο τόπος γύρω από το τζάκι.
παραστιά, η = ο χώρος του τζακιού μπροστά στη φωτιά, ποδιά.
παρδαλοκαψαλήθρα, η = απεικόνιση στα γυμνά πόδια των παιδιών, που κάθονται πλησίον και πολύ ώρα στο τζάκι, τα απεικονίσματα είναι κορδελωτά ή ρομβοειδή.
πάρωρα, επίρ. = πέραν της κανονικής ώρας, είτε νωρίς, είτε αργά.
πάχνα, η = η δροσιά που κάθεται στα φύλλα των φυτών και των δένδρων, τσάφη, ασπρόπαχνα.
πονεσιάρης, ο = αυτός που συμπονά τους άλλους, ευσπλαχνικός, πονετικός.
πόντζι, το = θερμαντικό από βρασμένο κρασί ή ούζο.
πριόβολος, ο = κομμάτι από σίδερο ή ατσάλι, με το οποίο χτυπιέται η στουρναρόπετρα, για να ανάψει η ίσκα.
προυτσάλι, το = βλέπε λέξη: κέδρος.
προυτσαλώ = κάνω θόρυβο, όπως το φρούμασμα από τα ρουθούνια του τραγιού, που είναι σε οργασμό.
πρωτάναμμα, το = όταν αναβόταν το φθινόπωρο το τζάκι, για πρώτη φορά, με το χειμώνα που έμπαινε, γινόταν, στη δυτική Φθιώτιδα, ειδική τελετουργία φωτιάς. Η οικοδέσποινα, συνήθως η μεγαλύτερη σε ηλικία της οικογένειας γυναίκα, η γιαγιά, άναβε το τζάκι. Τα υλικά του ανάμματος ήταν τρία ξυλαράκια, που είχαν πάει και είχαν αφεθεί πίσω σε κάποια εικόνα στην εκκλησία, να ευλογηθούν, για τρεις συνεχείς Κυριακές. Άλλο στοιχείο ήταν τρεις διαφορετικοί σπόροι, από σιτάρι, καλαμπόκι και ρεβύθι ή απ’ άλλο είδος καρπού, επειδή, σε λίγο, άρχιζε η σπορά των χωραφιών.
   Πλησίαζε η γιαγιά το τζάκι, έχοντας γύρω συγκεντρωμένη την οικογένεια, που ήταν γεμάτη από ευχάριστη ανυπομονησία, έβαζε φωτιά στα τρία λεπτά ξυλαράκια με την ίσκα, που την πυροδότησε ο πριόβολος, λέγοντας να ευλογεί ο Θεός την εστία του σπιτιού το χειμώνα και να μην της λείπει ξύλο. Κατόπιν, έριχνε στην αναμμένη φωτιά τους τρεις σπόρους, ευχόμενη πάλι να ευλογεί ο Δημιουργός την πολύσπορη σοδειά του σπιτιού, ακόμα, τέλος, ευχόταν σε όλους να έχουν καλό χειμώνα.
πυρομάχος, ο = τζάκι, χωρίς καπνοδόχο, στη μέση της βλάχικης αχύρινης καλύβας, το οποίο έχει πλακοστρωμένη βάση (βάτρα) και πλαισιώνεται από ορθόπλακες.
ροτσόκι, το = είδος βελανιδιάς, άμισχη, τα φύλλα της έχουν μακρύ κοτσάνι, οι καρποί της, τα βελανίδια δηλαδή, δεν έχουν κοτσάνι και είναι σχεδόν κολλημένοι στο κλαδί, έχει το καλύτερο ξύλο, φυλλορροεί αργά το χειμώνα, λέγεται και κελάνι (ομηρική λέξη, κελαινός = μαύρος).
ρουπάκι, το = είδος βελανιδιάς, με ωραία, μικρά και στενά φύλλα, που έχουν ελαφρό χνούδι στο κάτω μέρος, χνοώδης δρυς, ημερόδενδρο, ημεράδι.
ρουφομπούκι, το = μπουκιά και ρουφηξιά.
σιάχος, ο = το γείσο της στέγης του σπιτιού απ’ όπου στάζουν τα βροχόνερα, αστρέχα, ξεστόχι, σταλάχτρα.
σκαλιγκήθρα, η = σπίθα λεπτή που εκτινάσσεται απ’ τα αναμμένα κάρβουνα, σταχταλήθρα, ανθρακίδα, σπινθήρας.
σκανιάζω = στενοχωριέμαι, θλίβομαι.
σκαπετώ = αναχωρώ γρήγορα, εξαφανίζομαι τρέχοντας, φεύγω.
σμάρι, το = σμήνος μελισσών ή πουλιών.
σπιτομάνα, η = δωμάτιο του σπιτιού με το τζάκι, όπου η οικογένεια περνά το χειμώνα τις περισσότερες ώρες, χειμωνιάτικο, στατό, φωτάναμμα, φόκος.
σπούρνη, η = μάζα από ψιλά αναμμένα καρβουνάκια, χόβολη, ανθρακίδα.
σταυροκλάρι, το = θάμνος, αλλά και δένδρο, έχει μικρά τρίλοβα (τρίλοβος) και σταυρόσχημα (στραυροκλάρι) φύλλα, σφεντάμι, γκρέκιζος.
συγκόρμισσα, η = η σύζυγος.
συναγώι, το = συντροφιά ανθρώπων, συνάθροιση ατόμων.
σχίζα, η = κομμάτι ξύλου, σχισμένο με τσεκούρι ή σφήνα, απόσχισμα, σκλημπόσα.
ταγή, η = τροφή συνήθως ζώου.
τι, σύν. = γιατί, όταν.
τράια, η = τράγινη.
τρακάδα, η = σωρός από καυσόξυλα, τοποθετημένα με ή χωρίς ευταξία, το ένα επάνω στο άλλο, στίβα, ντούνα.
τσάκνο, το = μικρό και λεπτό ξυλαράκι, κατάλληλο για προσάναμμα.
τσελίκι, το = ατσάλι, χάλυβας, στερεότητα, σκλήρυνση, αντοχή.
τσέρνο, το = είδος βελανιδιάς, δρυς η ευθύφλοιος, έχει μακριά και γλωσσοειδή φύλλα, τα κύπελλα των καρπών της (βελανίδια) έχουν λέπια, σαν μουστάκια, ζει σε υψηλές ζώνες των δασών, εισχωρεί στα ελάτια.
τσιβούρα, η = παγωνιά, κρύο.
τσοπουρίσια, η = αυτή που είναι κατάλληλη για ορεινό και δύσβατο τόπο, που έχει πέτρες (τσόπουρο, το = πέτρα), κατάλληλο ζώο είναι συνήθως το μουλάρι.
τσουράπι, το = κάλτσα μάλλινη, τουσλούκι.
φακιόλι, το = κεφαλομάντιλο γυναικείο.
φιλλύκι, το = θάμνος, αλλά και δένδρο, έχει φύλλα σαν της ελιάς, προτιμιέται ως τροφή από τα γίδια, φιλλυρέα, γλανζινιά.
φορτιάτικο, το = ζώο για μεταφορά φορτωμάτων.
φουρκάλα, η = διχαλωτό κλαδί, φουρκάδα, φούρκα.
φρογκαλιάζω = ανάβω απότομα φωτιά με μεγάλη φλόγα.
φωτογώνι, το = γωνιά κοντά στο τζάκι.
ψίχα, η = ελάχιστη ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο, τιγκάκι.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου