Συνεργάτες

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Το κλεφτόπουλο

ΤΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ
(Μήτρος Μπότσαρης)
[του Γιάννη Αν. Σαντάρμη]

       Όξω μέρα, όξω χαρά, όξω ξάστερος ήλιος,
       η πουλομάνα το παιδί φτεροτσιμπάει και παίζει,
       παίζει μ’ αυτό στην κούρνια του, παίζει μες στη φωλιά του,
       όξω μέρα, όξω χαρά, όξω ξάστερος ήλιος
       και μέσα η καπετάνισσα, του Μπότσαρ’ η γυναίκα,
       στο σπιτικό της κάθεται, στο φως και στη λιακάδα,
       δεξιά αυτήνη κάθεται, ζερβά ο άγουρος γιος της,
       χτένι στο χέρι της κρατεί, μαλαματένιο χτένι
       και με χαρές χτενίζει τον και φκιάνει τα μαλλιά του
       κι όλο του γλυκοτραγουδά κι όλο του λέει τραγούδια,
       τραγούδια για την κλεφτουριά, για τα καπετανάτα.
       Κι απάνω εκεί στο χτένισμα και στο γλυκό τραγούδι,
       φτάνει μαντάτο χλιβερό, φτάνει μαντάτο μαύρο,
       ο Μάρκος πως σκοτώθηκε, ο Μπότσαρης πως πάει.
       Βαθιοστενάζ’ η Μάρκαινα, δακρύζ’ η Μποτσαρίνα
       και τα τραγούδια τής χαράς, γίνονται μοιρολόγια,
       βουρκανταριάζεται ο ουρανός και χάνεται ο ήλιος,
       βαριά πλακώνουν σύγνεφα το δόλιο σπιτικό της,
       μαύρο σκοτάδι έπεσε στην άμοιρη καρδιά της,
       έπεσε κι απ’ το χέρι της το χτένι που χτενίζει.
       -Μήτρο μου, πάει ο τάτας σου, Μήτρο μου, πάει ο γονιός σου.
       Κλαίει τον πατέρα το παιδί, τον άντρα κλαίει η γυναίκα
       και για πικρή παρηγοριά το χέρι απλώνει ο Μήτρος,
       πότε σφουγγάει τη μάνα του, πότε σφουγγιέται ατός του.
       -Πάψε τα δάκρυα, μάνα μου, και μην πικρομαδιέσαι
       κι αν ο πατέρας χάθηκε, για την πατρίδα πάει,
       στον άγιο πάει Παράδεισο κι η άδολη ψυχή του.
       -Αφού έφυγε ο πατέρας σου, άδραξε το τουφέκι
       και στάσου εσύ στο πόδι του, σαν άξιο παλικάρι,
       πάρε πίσω το αίμα του, ντιέτι και χάκι πάρε.
       -Έγνοια σου, αρή μάνα μου, κι αυτό θα το πληρώσουν,
       μες στην καρδιά μου φώλιασε η μαύρη εκδίκησή του.
       -Γιόκα μου, σε θιαμαίνομαι για την αντρειάδα που ’χεις,
       οϊδίζεις στον πατέρα σου, μοιάζεις στον καπετάνιο,
       άξηνες πια και τράνεψες, παλικαρόπουλο είσαι,
       τα δέκα χρόνια πέρασες, τα έντεκα διαβαίνεις,
       πως έφτασε η ώρα, θαρρώ, τουφέκι να σηκώσεις.
       -Για σήκω, καπετάνισσα, και στην αυλή κατέβα,
       να μου σελώσεις τ’ άλογο, αρμούτι να μου δώσεις,
       δώσ’ μου, συντρόφι μου ακριβό, μαζί και την ευχή σου
       κι εγώ θα πάω στον μπάρμπα μου, στον Μπότσαρη τον Κώστα,
       να γίνω κάστρο πλάγι του, κολόνα στο πλευρό του,
       να γίνω και καθημερνό μιντάτι στον ταϊφά του,
       να πάρω πίσω απ’ την Τουρκιά το αίμα του γονιού μου.
       -Χρόνια τ’ άρματα κράταγα για σένα φυλαγμένα
       μες στο φορτσέρι το παλιό, στης βάβας το φορτσέρι,
       αδερφωμένο το σπαθί κοιμάται με τ’ αρμούτι
       και με τα μπαρουτόβουλα το ξομπλιαστό σελάχι,
       και τον καιρό περίμενα πότε να τα ξυπνήσω.
       -Ξύπνα τα, να τ’ αρματωθώ, τον ύπνο χάλασέ τους,
       κλέφτικο σφύριγμ’ αγρικώ πως έρχεται απ’ αλάργα,
       το ξέρω αυτό το σφύριγμα, του μπάρμπα μου θε να ’ναι,
       που με καλεί στον πόλεμο και για να μην αργήσω,
       άκου, καβούλι στέλνει μου και δεύτερο και τρίτο,
       εγώ κιόλας σηκώνομαι κι εσύ γλήγορα σήκω,
       σύρε και φέρε τ’ άρματα και στην αυλή θα σ’ εύρω!
       Απλών’ η καπετάνισσα το χεροπάλαμό της,
       χαϊδολογά το σπλάχνο της, σκύβει και το φιλάει
       κι απέ μια στάλα γέλασε με μάτια βουρκωμένα…
       Πάλι ξαστέρωσε ο ουρανός, πάλι έχει λαγαράδα,
       πάλι της καπετάνισσας το σπιτικό όλο λάμπει,
       λάμπει φωτοπερίχυτο κι αχτιδοβολημένο,
       της πουλομάνας το παιδί φτερούγισε απ’ την κούρνια,
       σκαπέτησε με τ’ άλογο κι ο Μπότσαρης ο Μήτρος,
       άλλοι στους κάμπους τον θωρούν, άλλοι στα κορφοβούνια
       κι οι κλέφτες τον συναπαντούν στα κλέφτικα λημέρια,
       τον δέχονται με μπαταριές, με βροντερά τουφέκια.
       -Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι.
      Κι εκεί που κατακάθονται οι τουφεκιές κι οι αχούρες,
      γλυκά καλωσορίζει τον κι ο Μπότσαρης ο Κώστας.
      -Φιλώ σε μια, φιλώ σε δυο, φιλώ σε τρεις βολάδες,
      φιλί ένα για τη μάνα σου, τ’ άλλο για το γονιό σου
      και τ’ άλλο, το πιο ολόγλυκο, γι’ αυτόν το δόλιο τόπο.
      Φιλώντας σε, ότι φιλώ νομίζω την πατρίδα!
      Και το καβούλι σφύριξε ψηλά από τη ραχούλα.
      -Ποιος έχει αράδα σήμερα να βγει στο καραούλι;
      Το Μποτσαρόπουλο άκουσε κι απόκριση ξεσέρνει.
      -Εγώ έχω αράδα σήμερα να βγω στο καραούλι!
      -Που ’σαι, αντρειομάνα, για να ιδείς, γονιέ άξιε, να θαμάξεις
      πως σκάλωσε ο γιόκας σας στη ράχη, σαν ζαρκάδι,
      πως στέκεται κατάκορφα και πως καραουλίζει,
      με το τουφέκι ανάπλατα, με το σπαθί στη ζώση
      και με τη σκούφια του ραιβά τη βαριοκεντημένη.
      Πέρασεν ένα σύγνεφο λευκό, σαν την τουλούπα,
      πέρασε κι ένας σταυραϊτός και κοντοχαμηλώνει,
      το Μήτρο κρούει το σύγνεφο, τη σκούφια ο αϊτός τού αρπάζει
      και τη σηκώνει ανάψηλα, στον ουρανό την πάει,
      την πάει λες στον πατέρα του χαρούμενο χαμπέρι.
             
                          
Γλωσσάρι
αξαίνω= μεγαλώνω σε ηλικία ή ανάστημα, αυξάνομαι σε ποσότητα ή αριθμό, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω.
απέ, επίρρ.= ύστερα, κατόπιν.
αρή, επιφ.= προσαγόρευση προς γυναίκες, μαρή, μωρέ, καλέ.
αρμούτι, το= τουφέκι.
ατός, ο= εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου, μόνος μου.
βάβα, η= γιαγιά, μανιά, νόνα, βαβά.
θαμάζω= αισθάνομαι θαυμασμό, θαυμάζω.
θιαμαίνομαι= αισθάνομαι θαυμασμό, θαυμάζω.
καβούλι, το= συνθηματικό σημάδι συνεννόησης με τουφέκι, με σφύριγμα, με χουγιατό, με φωτιά, ακουστική δηλαδή και οπτική τηλεγραφία, σύνθημα, συμφωνία.
καραουλίζω= παρατηρώ από το παρατηρητήριο έναν μεγάλο κύκλο ξηράς ή θάλασσας, επισκοπώ, φρουρώ, βιγλίζω.
κρούω= αγγίζω, πιάνω.
λαγαράδα, η= διαύγεια, καθαριότητα.
μιντάτι, το= βοήθεια, συχέριο, επικουρία.
Μπότσαρης Κώστας= αδελφός του Μάρκου Μπότσαρη, πολέμησε με το θείο  του Νότη και με το Μάρκο, τον οποίο διαδέχθηκε ως αρχηγός των Σουλιωτών. Αγωνίσθηκε στην Πάτρα, έξω από το Μεσολόγγι σ’ όλη τη διάρκεια  της πολιορκίας του, στο Φάληρο και σ’ όλες τις μάχες της Στερεάς Ελλάδας. Έγινε υποστράτηγος και γερουσιαστής. Πέθανε στην Αθήνα το 1853.
ντιέτι, το= αντίτιμο αίματος, εκδίκηση.
οϊδίζω= είμαι τελείως ίδιος με κάποιον, μοιάζω.
ραιβά, επίρρ.= όχι ίσια, στραβά, λοξά, στρεβλά.
σελάχι, το= ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3-5 ή και περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο, ανάμεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος για την τοποθέτηση χρημάτων, μαντιλιών προσώπου, καπνοσακουλών, κουμπουριών και άλλων αντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.
σκαλώνω= αναρριχιέμαι, ανεβαίνω, πιάνομαι.
σκαπετώ= αναχωρώ γρήγορα, εξαφανίζομαι τρέχοντας, χάνομαι από τα μάτια κάποιου, φεύγω, πάω.
συναπαντώ= ανταμώνω, συναντώ.
ταϊφάς, ο= το σώμα ανδρών ενός οπλαρχηγού, μπουλούκι, ακολουθία.
τάτας, ο= το όνομα του πατέρα στη νηπιακή γλώσσα.
φορτσέρι, το= ξύλινο επίμηκες κιβώτιο, όπου τοποθετούνται συνήθως ρούχα ή άλλα σπιτικά είδη, σεντούκι, κασέλα, μπαούλο, σεπέτι.
χλιβερό, το= λυπημένο, θλιμμένο.

Υπομνηματισμός
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική Ανθολογία», Αθήνα 1927, σελίδα 151, με τίτλο Γιος του Πατέρα του, λέει. «Όταν η γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη έμαθε το θάνατό του, έτυχε να χτενίζει το γιο της, αγόρι έντεκα χρονών. Ο μικρός δεν την άφηνε να κλαίη.
-Ο πατέρας, της έλεγε, σκοτώθηκε για την πατρίδα κι η ψυχή του πάει στον Παράδεισο μην κλαις. Να βγάλης τα μαύρα και να μ’ αφήσης να πάω στο θειό μου να πολεμάω μαζί του να μου δώσης ένα άλογο, να μου δώσης κι άρματα, μπορώ να τα κρατώ!»*
Lauvergne, Souvenirs la Grece, Paris, 1826.

*«Ο Δημήτρης Μ. Μπότσαρης, ο γιος του Μάρκου Μπότσαρη, στάλθηκε ύστερα στην Ευρώπη και σπούδασε με έξοδα του βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Γίνηκε έξοχος αξιωματικός και σπάνιος άνθρωπος. Ήταν υπουργός των Στρατιωτικών, στα 1862 έμεινε πιστός στον όρκο του».

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

1 σχόλιο: