Συνεργάτες

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Μουσικοί τσιγγάνοι


                                                      Μουσικοί τσιγγάνοι
(του Μ. Αγγέλη & του Μ. Τασιόπουλου)

          «Κι ήρθαν οι γύφτοι οι λαλητάδες
                                                        ... πλάσμα εσύ από ήχο
                                                          πλάσμα ρυθμού και πλάσμα ονείρου.
                                                        ‘σαι η γλώσσα τους η μία
                                                           κι η ασάλευτη κι η μουσική.
                                                           Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι μουσικοί».
                                                                                                              Κ. Παλαμάς
Σιδεράδες και μουσικοί οι παραδο­σιακές ασχολίες τους, συνδυάζοντας κάποιες φορές και τις δύο τέχνες, κατέ­ληξαν κάποια στιγμή τ' όνομα τους να είναι συνώνυμο του οργανοπαίχτη. «Ήρθαν οι γύφτοι» σημαίνει ήρθαν τα όργανα! Όπως σημειώνει η Δέσποινα Μαζαράκη στο βιβλίο της ‘‘Το λαϊκό όρ­γανο στην Ελλάδα’’: «Σε περιοχές ολό­κληρες η οργανική μουσική του τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των γύ­φτων. Οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη. Σ' ολό­κληρη την Ήπειρο, στο Δομοκό, στα Τρί­καλα, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, στην περιοχή του Ασπροπόταμου, της Λιβα­δειάς και αλλού η λέξη «γύφτος» ση­μαίνει οργανοπαίχτης...».
Οι γύφτοι στάθηκαν, λοιπόν, οι κυ­ριότεροι φορείς της ελληνικής δημοτικής μουσικής -ιδίως της οργανικής- στη στεριανή Ελλάδα ενώ στα νησιά και στην Κρήτη δεν επεκτείνεται η δραστη­ριότητα τους. Παραμένουν ικανότατοι ζουρνατζήδες, με τις πίπιζες και τα ντα­ούλια, στη Μακεδονία, της Αγίας Αγα­θής στο Αιτωλικό και στη Δυτική Πελο­πόννησο στην περιοχή της Γαστούνης. Το Πανηγύρι τ' Αη Συμιού στο Μεσολόγγι και της Αγ. Αγάθης στο Αιτωλικό είναι από τα πιο παραδοσιακά της Αιτωλοακαρνανίας, που ζω­ντανεύουν την περιοχή. Το πρώτο γίνεται δύο φο­ρές: στις 2 με 3 Φεβρουα­ρίου, γιορτή του Αγ. Συμεώνος, και την άλλη, την Κυριακή της Πεντη­κοστής και τη Δευτέρα του Αγ. Πνεύματος. Και το δεύτερο στο Αιτωλικό στις 23 Αυγούστου. Σημαντική σ' αυτά τα πανη­γύρια είναι η προσφορά των «γύφτων λαλητάδων». Κάθε παρέα «κλεί­νει» τη δική της ζυγιά. Άνθρωποι του Μεσολογ­γίου μας εξέφρασαν το φόβο τους, πως αν εκλείψουν οι Γύφτοι κατασκευαστές και παίχτες ζουρνατζήδες, θα σβήσει και η παράδοση των πανηγυριών...

Ο ζουρνάς ανήκει στην ίδια οικογέ­νεια με τον αρχαίο ελληνικό αυλό - όρ­γανο με διπλό γλωσσίδι - ενώ τη «ζυγιά» ζουρνάς - νταούλι, τη συναντάμε σ' όλη τη διαδρομή που ακολούθησαν οι τσιγγά­νοι.

Ζουρνάς: Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από 22 έως 60 εκατοστά, από διάφορα ξύλα: οξυά, κερασιά, καρυδιά, ελιά, μαυρομουριά... Στην περιοχή του Μεσολογγίου φημισμένος είναι ο ζουρνάς ο κατασκευασμένος από ξύλο τρια­νταφυλλιάς, 0 ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί με το νταούλι. Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το παραδοσιακό συγκρότη­μα της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Νταούλι: Ένας ξύλινος κύλινδρος σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βά­σεις τους με δέρμα τεντωμένο με σχοινί - είναι ένα ρυθμικό κυρίως όργανο που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένο νταουλόξυλα.
Πανηγύρια
Υπάρχουν αρκετές αναφορές για την παρουσία γύφτων οργανοπαιχτών με ζουρνά και νταούλι στα ασκέρια των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστα­σης που μαζί με τους «ψυχογυιούς» ήταν στην υπηρεσία των καπεταναίων. Ανάλογο   ρόλο   «αυλικού   μουσικού» έπαιξαν οι γύφτοι και στην αυλή του Αλή Πασά, εξυμνώντας τη δόξα του, διεκτραγωδώντας ιστορικά περιστατικά, όπως τον πνιγμό της κυρά-Φροσύνης και θρηνώντας για τα. θάνατο του, μέσα από μιαν ειδική κατηγορία τραγουδιών, τα αληπασαλίτικα, που συνδυάζουν το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού με την δομή των αστικών τραγουδιών της Κωνσταντινούπολης. Ο Γερμανός περιη­γητής Bartholdy αναφέρει, το 1804, ένα γλέντι στο παλάτι του Μουχτάρ, γιου του Αλή Πασά, όπου παρευ­ρίσκονται «ο μητροπολίτης Άρτης, ένας Εβραίος τραπεζίτης κι ένας νεαρός Έλληνας που τον είχε μπιστικό και σύ­ντροφο στα γλέντια του». Σ' αυτά τα γλέντια έπαιζαν συνήθως γύφτοι μπιστι­κοί από το γυφτομαχαλά που δεν βρι­σκόταν μακριά από τα παλάτια του Πα­σά και των παιδιών του.
«Σε πόλεις όπως το Καρπενήσι, η Κατερίνη - που λεγόταν και «Γυφτοκατερίνη» - τα Γιάννινα, η Χαλκίδα, η Κό­νιτσα, η Ναύπακτος, υπήρχε ολόκληρος μαχαλάς από γύφτους μουζικάντηδες», γράφει ο Τ. Γιαννακόπουλος. «Οι γύφτοι εκείνοι γίνονταν παρέες, ονομαζόμενες «ζυγιές», και γύριζαν στους γάμους, εί­τε από πανηγύρι σε πανηγύρι. Τα ελλη­νικά πανηγύρια άρχιζαν του Αη Θανασιού (2 Μαΐου) και τελείωναν του Αη Δη­μητρίου (26 Οκτωβρίου). «Όργωναν λοι­πόν κυριολεκτικά την Ελλάδα, από τη μια ίσαμε την άλλη της άκρη...». Από τό­τε ίσαμε σήμερα η γύφτικη κομπανία συντροφεύει τις ευχάριστες στιγμές των ανθρώπων, που σέβονται και θέ­λουν να διατηρήσουν την παράδοση. Και στις βαφτίσεις και στους γάμους οι «γύφτοι λαλητάδες» σκορπούν το κέφι με την μαεστρία που τους διακρίνει.

Η παρουσία του γύφτου στο χωριό, εξυπηρετεί βασική κοινωνική λειτουργία και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία και την συντήρηση του δημοτικού τραγουδιού και. της λαϊκής κουλτούρας γενικά. Το τραγούδι στο χωριό, το τραγουδάει μόνο ο γύφτος με την πίπιζα. Εκείνος το λέει στις ξεφά­ντωσες. Αυτός καταδέχεται να μπει στη μέση του κύκλου του χορού, να παίζει την πίπιζα και το νταούλι, γύρω του να χοροπηδάνε οι χορευτές και να του κολάνε στο κούτελο παράδες. Οι γύφτοι στο χωριό δεν τραγουδάνε μονάχα το δημοτικό τραγούδι, αλλά και το διατη­ρούνε στη θύμιση των χωριανών και κά­τι ακόμα. Δεν διστάζουν και οι ίδιοι να δημιουργήσουν τραγούδια, όπως για παράδειγμα, ένα γνωστό δημοτικό τρα­γούδι τη φημισμένη Ζαχαρούλα, όμορ­φη και σχετικά πλούσια κόρη από την Γαστούνη της Ηλείας. Βρισκόμαστε στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα. Η Ζαχαρού­λα, πρώτη αυτή, πέταξε την πατροπαρά­δοτη Ελληνική γυναικεία ενδυμασία και όπως λέει το τραγούδι της «ντύθηκε στα ευρωπαϊκά». Τρεις φίλοι του Βαγγέ­λη του αδελφού της την γνωρίσανε, συ­νεχίζει το τραγούδι, στο Βαγγέλη πάνε και του το είπανε. Εκείνος πήγε, την βρήκε, τη σκότωσε. Αυτό το περιστατι­κό, κάποιος τ' άρπαξε, το έφτιαξε τρα­γούδι. Ο φονιάς αδελφός της, στο κακουργιοδικείο της Πάτρας, απηλλάγη με επαίνους. Το τραγούδι δεν ακούστηκε στη Γαστούνη, όπως ήταν φυσικό, αλλά κάπου στην Πάτρα. Είναι φανερό ότι το τραγούδι αυτό, δημιουργήθηκε από τους γύφτους και σκορπίστηκε από τους ίδιους σ' ολόκληρο τον Μοριά.

Επομένως είναι ολοφάνερο ότι θεμα­τοφύλακας της μουσικής παράδοσης του λαού μας, ήταν ο γύφτος. Εκείνος μορ­φοποιούσε μουσικά τα δημοτικά μας τραγούδια, τα διατηρούσε στην ενθύμη­ση του λαού, τα σκορπούσε από χωριό σε χωριό, έχοντας την ελευθερία να με­τακινείται ακόμη και σε δύσκολες ιστορι­κά εποχές που πέρασε η πατρίδα μας.
Κλαρίνο
Στους γύφτους οργανοπαίχτες του τουρκικού στρατού, που μετέφεραν το κλαρίνο στην Ήπειρο και στη Μακεδο­νία, αποδίδεται η είσοδος αυτού του ορ­γάνου στην Ελλάδα. Η ιστορία του λαϊ­κού κλαρίνου, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ελληνικής μουσικής, μια συναρπαστική περιπέτεια που συνδέεται με την είσοδο και τη διά­δοση του στη χώρα και την ανάδειξη του, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε όργανο - σύμβολο της δη­μοτικής παράδοσης. Ένα όργανο «δυτι­κό», που ήρθε όμως στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας, μόλις στα μέσα του περασμέ­νου αιώνα και κυριολεκτικά μεταμορφώ­θηκε στα χέρια των πρακτικών λαϊκών οργανοπαικτών, επιβεβαιώνοντας άλλη μια φορά τη δύναμη της ελληνικής πα­ράδοσης ν' αφομοιώνει και να μεταπλάθει τις ξένες επιδράσεις. Στο καινούργιο όργανο μεταφυτεύτηκαν τα «πιασίμα­τα» - η τεχνική παιξίματος - του ζουρνά και της φλογέρας, με την εντυπωσιακή τεχνική τόσο στη δακτυλοθεσία, όσο και στον τρόπο φυσήματος και στην χρήση της γλώσσας. Αυτό οφείλεται, πάνω απ' όλα, στους γύφτους μουσικούς στους οποίους είχε αφεθεί -όπως είδαμε- το «περιθωριακό» επάγγελμα του όργανο παίχτη. Η «κομπανία» - κλαρίνο, λαγού­το και ντέφι - αντικατέστησε τη ζυγιά και καθιερώθηκε ως το τυπικό συγκρότη­μα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μέσα από τις κομπανίες ξεπήδησαν σπουδαίοι δε­ξιοτέχνες του λαϊκού τραγουδιού και του βιολιού, που άφησαν εποχή και έδω­σαν εξαιρετικά δείγματα επεξεργασίας του δημοτικού τραγουδιού.

Τραγουδιστές τσιγγάνοι: Μ. Αγγε­λόπουλος, Μ. Χριστοδουλόπουλος, Κ. Χατζής, Β. Παϊτέρης κ.ά.

Οργανοπαίκτες (κλαρίνο, βιολί): Σούκας, Σαλέας, Βασιλόπουλος, Κοκώνης, Αριστόπουλος, Αχαλινοτόπουλος κ.ά.
Βιολί
Εκτός από κλαρίνο, νταούλι και πίπι­ζα παίζουν και βιολί. Υπάρχει μάλιστα ο θρύλος ότι πατέρας του βιολιού είναι γύφτος. Οπωσδήποτε, η αλήθεια είναι ότι το βιολί μπήκε στην Ελλάδα, πριν από το κλαρίνο. Το όργανο αυτό ήρθε στον τόπο μας απ' τους γύφτους ύστερα από το 1826. Σύμφωνα άλλωστε με ένα άλλο θρύλο που κυκλοφορεί ευρύ­τατα στη Μεσευρώπη, κάποιος γύφτος παραβγήκε στη μαστοριά του βιολιού με τον φημισμένο μουσουργό Λιστ. Δεν νί­κησε τον Λιστ αλλά τον εξέπληξε. Στον σχετικό διαγωνισμό, είπε στον Λιστ «παίζε πάντα πρώτος». Ό,τι έπαιζε ο Λι­στ, ο γύφτος το επαναλάμβανε με με­γάλη ευχέρεια. Η φήμη των γύφτων σαν μουζικάντηδων στη μέση Ευρώπη στα χρόνια κυρίως της Αυστροουγγρικής μοναρχίας υπήρξε άφταστη. Η τσιγγάννικη μουσική που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στις ευρωπαϊκές κυρίως αυλές τα χρόνια εκείνα, είναι δικό τους αποκλειστικά δημιούργημα και θάμα. Πλάι στους φημισμένους μεγάλους μουσουργούς Μπετόβεν, Βάγκνερ, Λι­στ, στην ιστορία της μουσικής εκείνων των χρόνων, ξεχωρίζουν τα ονόματα των τσιγγάνων μουσουργών Μπίχαρη, Ρεμενί, Ξερμιάκ.
Περπερίτσα - Λαζαρίνες
Σ' άλλους θρύλους, γίνεται λόγος για τη δύναμη της τσιγγάνικης μουσικής στο να δίνει λύσεις στα αδιέξοδα των ανθρώπων και της φύσης, Έτσι λοιπόν μια γυφτοπούλα ντύνονταν στα λου­λούδια, τριγύριζε στο χωριό, οι χωρια­νοί τραγουδούσαν το γνωστό τραγούδι Περπερίτσα, και η μαγική αυτή ιεροτε­λεστία έφερνε, τις πιο πολλές φορές, τη βροχή. Τα κάλαντα, τον παλιό εκείνο καιρό, δεν τα έλεγαν τα παιδιά όπως στις μέρες μας. Τα τραγουδούσαν οι γύ­φτοι του χωριού, Επίσης, την ανάσταση του Λαζάρου, την τραγουδούσαν μόνο οι γύφτισσες που απ' αυτό ονομάζονταν Λαζαρίνες. Κοντολογίς κάθε τι που σχε­τίζονταν με την ειδωλολατρία στο χω­ριό είναι δουλειά του γύφτου.        

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Αύγουστος 2001
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου