Μουσικοί τσιγγάνοι
(του Μ. Αγγέλη & του
Μ. Τασιόπουλου)
«Κι ήρθαν
οι γύφτοι οι λαλητάδες
... πλάσμα εσύ από ήχο
πλάσμα ρυθμού και πλάσμα
ονείρου.
‘σαι η γλώσσα τους η μία
κι η ασάλευτη κι η
μουσική.
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι
οι μουσικοί».
Κ.
Παλαμάς
Σιδεράδες και μουσικοί οι παραδοσιακές
ασχολίες τους, συνδυάζοντας κάποιες φορές και τις δύο τέχνες, κατέληξαν
κάποια στιγμή τ' όνομα τους να είναι συνώνυμο του οργανοπαίχτη. «Ήρθαν
οι γύφτοι» σημαίνει
ήρθαν τα όργανα! Όπως
σημειώνει η Δέσποινα Μαζαράκη στο βιβλίο της ‘‘Το λαϊκό όργανο
στην Ελλάδα’’: «Σε περιοχές ολόκληρες η οργανική μουσική του
τόπου βρισκόταν ανέκαθεν στα χέρια των γύφτων. Οι ντόπιοι δεν
καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη. Σ' ολόκληρη την Ήπειρο, στο Δομοκό, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, στην περιοχή του Ασπροπόταμου, της Λιβαδειάς και αλλού η λέξη
«γύφτος» σημαίνει οργανοπαίχτης...».
Οι γύφτοι στάθηκαν, λοιπόν, οι κυριότεροι
φορείς της ελληνικής δημοτικής μουσικής -ιδίως της οργανικής- στη στεριανή Ελλάδα ενώ στα νησιά και στην Κρήτη δεν επεκτείνεται η δραστηριότητα τους. Παραμένουν ικανότατοι
ζουρνατζήδες, με τις πίπιζες και τα
νταούλια, στη Μακεδονία, της Αγίας
Αγαθής στο Αιτωλικό και στη Δυτική
Πελοπόννησο στην περιοχή της
Γαστούνης. Το Πανηγύρι τ' Αη Συμιού
στο Μεσολόγγι και της Αγ. Αγάθης στο Αιτωλικό είναι από τα πιο
παραδοσιακά της Αιτωλοακαρνανίας, που ζωντανεύουν την περιοχή. Το πρώτο
γίνεται δύο φορές: στις 2 με 3 Φεβρουαρίου, γιορτή του Αγ. Συμεώνος, και την
άλλη, την Κυριακή της Πεντηκοστής και τη Δευτέρα του Αγ. Πνεύματος. Και το
δεύτερο στο Αιτωλικό στις 23 Αυγούστου. Σημαντική σ' αυτά τα πανηγύρια είναι η
προσφορά των «γύφτων λαλητάδων». Κάθε παρέα «κλείνει» τη δική της ζυγιά. Άνθρωποι
του Μεσολογγίου μας εξέφρασαν το φόβο τους,
πως αν εκλείψουν οι Γύφτοι
κατασκευαστές και παίχτες ζουρνατζήδες, θα σβήσει και η παράδοση των πανηγυριών...
Ο ζουρνάς ανήκει στην ίδια οικογένεια
με τον αρχαίο ελληνικό αυλό - όργανο με διπλό γλωσσίδι - ενώ
τη «ζυγιά» ζουρνάς - νταούλι, τη συναντάμε σ' όλη τη
διαδρομή που ακολούθησαν οι τσιγγάνοι.
Ζουρνάς: Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη
από 22 έως 60 εκατοστά, από διάφορα ξύλα: οξυά, κερασιά, καρυδιά, ελιά,
μαυρομουριά... Στην περιοχή του Μεσολογγίου φημισμένος είναι ο ζουρνάς ο
κατασκευασμένος από ξύλο τριανταφυλλιάς, 0 ζουρνάς παίζεται πάντα μαζί
με το νταούλι. Τα δύο αυτά όργανα αποτελούν το παραδοσιακό
συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Νταούλι: Ένας ξύλινος κύλινδρος σκεπασμένος
στις δύο παράλληλες βάσεις τους με δέρμα τεντωμένο με
σχοινί - είναι ένα ρυθμικό κυρίως όργανο που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένο
νταουλόξυλα.
Πανηγύρια
Υπάρχουν αρκετές αναφορές για την παρουσία γύφτων οργανοπαιχτών με ζουρνά και νταούλι στα ασκέρια των
αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης
που μαζί με τους «ψυχογυιούς» ήταν στην
υπηρεσία των καπεταναίων. Ανάλογο
ρόλο «αυλικού μουσικού» έπαιξαν οι γύφτοι και στην
αυλή του Αλή Πασά, εξυμνώντας τη δόξα του, διεκτραγωδώντας ιστορικά περιστατικά, όπως τον πνιγμό της κυρά-Φροσύνης και θρηνώντας για τα. θάνατο του, μέσα από μιαν ειδική κατηγορία τραγουδιών, τα αληπασαλίτικα,
που συνδυάζουν το πνεύμα του
κλέφτικου τραγουδιού με την δομή των
αστικών τραγουδιών της Κωνσταντινούπολης.
Ο Γερμανός περιηγητής Bartholdy αναφέρει, το 1804,
ένα γλέντι στο παλάτι του Μουχτάρ, γιου του
Αλή Πασά, όπου παρευρίσκονται «ο μητροπολίτης Άρτης, ένας Εβραίος τραπεζίτης κι ένας νεαρός Έλληνας που τον
είχε μπιστικό και σύντροφο στα γλέντια του». Σ' αυτά τα γλέντια έπαιζαν συνήθως γύφτοι μπιστικοί από το γυφτομαχαλά που δεν βρισκόταν μακριά από τα παλάτια του Πασά και
των παιδιών του.
«Σε πόλεις όπως το Καρπενήσι, η Κατερίνη
- που λεγόταν και «Γυφτοκατερίνη» - τα Γιάννινα, η Χαλκίδα, η Κόνιτσα,
η Ναύπακτος, υπήρχε ολόκληρος μαχαλάς από γύφτους μουζικάντηδες», γράφει
ο Τ. Γιαννακόπουλος. «Οι γύφτοι εκείνοι γίνονταν παρέες,
ονομαζόμενες «ζυγιές», και γύριζαν στους γάμους, είτε
από πανηγύρι σε πανηγύρι. Τα ελληνικά πανηγύρια άρχιζαν του Αη
Θανασιού
(2 Μαΐου) και τελείωναν του Αη Δημητρίου (26 Οκτωβρίου).
«Όργωναν λοιπόν κυριολεκτικά την Ελλάδα, από τη μια
ίσαμε την άλλη της άκρη...». Από τότε ίσαμε σήμερα η γύφτικη
κομπανία συντροφεύει
τις ευχάριστες στιγμές των ανθρώπων, που
σέβονται και θέλουν να διατηρήσουν
την παράδοση. Και στις βαφτίσεις και στους γάμους οι «γύφτοι λαλητάδες» σκορπούν το κέφι με την μαεστρία που τους διακρίνει.
Η
παρουσία του γύφτου στο χωριό, εξυπηρετεί βασική κοινωνική λειτουργία και
αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία και την
συντήρηση του δημοτικού τραγουδιού και. της λαϊκής κουλτούρας γενικά.
Το τραγούδι στο χωριό, το τραγουδάει μόνο ο γύφτος με την πίπιζα. Εκείνος το
λέει στις ξεφάντωσες. Αυτός καταδέχεται να
μπει στη μέση του κύκλου του χορού,
να παίζει την πίπιζα και το νταούλι,
γύρω του να χοροπηδάνε οι χορευτές
και να του κολάνε στο κούτελο παράδες. Οι γύφτοι στο χωριό δεν τραγουδάνε μονάχα το δημοτικό τραγούδι, αλλά και το διατηρούνε στη θύμιση των χωριανών και κάτι ακόμα. Δεν διστάζουν και
οι ίδιοι να δημιουργήσουν τραγούδια, όπως
για παράδειγμα, ένα γνωστό δημοτικό
τραγούδι τη φημισμένη Ζαχαρούλα,
όμορφη και σχετικά πλούσια κόρη από την Γαστούνη της Ηλείας. Βρισκόμαστε στα χρόνια του βασιλιά Όθωνα. Η Ζαχαρούλα, πρώτη αυτή, πέταξε την πατροπαράδοτη Ελληνική γυναικεία ενδυμασία και όπως λέει το τραγούδι της
«ντύθηκε στα ευρωπαϊκά». Τρεις φίλοι του
Βαγγέλη του αδελφού της την
γνωρίσανε, συνεχίζει το τραγούδι,
στο Βαγγέλη πάνε και του το είπανε. Εκείνος πήγε, την βρήκε, τη σκότωσε. Αυτό το περιστατικό, κάποιος τ' άρπαξε, το έφτιαξε τραγούδι.
Ο φονιάς αδελφός της, στο κακουργιοδικείο
της Πάτρας, απηλλάγη με επαίνους. Το
τραγούδι δεν ακούστηκε στη Γαστούνη,
όπως ήταν φυσικό, αλλά κάπου στην
Πάτρα. Είναι φανερό ότι το τραγούδι αυτό, δημιουργήθηκε από τους γύφτους
και σκορπίστηκε από τους ίδιους σ' ολόκληρο
τον Μοριά.
Επομένως είναι ολοφάνερο ότι θεματοφύλακας
της μουσικής παράδοσης του λαού μας, ήταν ο γύφτος. Εκείνος μορφοποιούσε μουσικά τα
δημοτικά μας τραγούδια, τα διατηρούσε στην
ενθύμηση του λαού, τα σκορπούσε από
χωριό σε χωριό, έχοντας την
ελευθερία να μετακινείται ακόμη και
σε δύσκολες ιστορικά εποχές που
πέρασε η πατρίδα μας.
Κλαρίνο
Στους γύφτους οργανοπαίχτες του τουρκικού στρατού, που
μετέφεραν το κλαρίνο στην Ήπειρο και στη Μακεδονία,
αποδίδεται η είσοδος αυτού του οργάνου στην Ελλάδα. Η ιστορία
του λαϊκού
κλαρίνου, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της
ελληνικής μουσικής, μια συναρπαστική περιπέτεια που
συνδέεται με την είσοδο και τη διάδοση του στη χώρα και την ανάδειξη του, μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε όργανο - σύμβολο της δημοτικής παράδοσης. Ένα όργανο «δυτικό», που ήρθε όμως στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας, μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα
και κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε στα χέρια των πρακτικών λαϊκών οργανοπαικτών,
επιβεβαιώνοντας άλλη μια φορά τη
δύναμη της ελληνικής παράδοσης ν'
αφομοιώνει και να μεταπλάθει τις ξένες επιδράσεις. Στο καινούργιο όργανο μεταφυτεύτηκαν τα «πιασίματα» - η τεχνική παιξίματος - του ζουρνά και της
φλογέρας, με την εντυπωσιακή τεχνική
τόσο στη δακτυλοθεσία, όσο και στον
τρόπο φυσήματος και στην χρήση της γλώσσας. Αυτό οφείλεται, πάνω απ' όλα, στους γύφτους μουσικούς στους οποίους είχε
αφεθεί -όπως είδαμε- το «περιθωριακό»
επάγγελμα του όργανο παίχτη. Η
«κομπανία» - κλαρίνο, λαγούτο και
ντέφι - αντικατέστησε τη ζυγιά και
καθιερώθηκε ως το τυπικό συγκρότημα
της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μέσα από τις
κομπανίες ξεπήδησαν σπουδαίοι δεξιοτέχνες
του λαϊκού τραγουδιού και του
βιολιού, που άφησαν εποχή και έδωσαν
εξαιρετικά δείγματα επεξεργασίας του δημοτικού τραγουδιού.
Τραγουδιστές τσιγγάνοι: Μ. Αγγελόπουλος,
Μ. Χριστοδουλόπουλος, Κ. Χατζής, Β. Παϊτέρης κ.ά.
Οργανοπαίκτες (κλαρίνο, βιολί): Σούκας,
Σαλέας, Βασιλόπουλος, Κοκώνης, Αριστόπουλος, Αχαλινοτόπουλος κ.ά.
Βιολί
Εκτός από κλαρίνο, νταούλι και πίπιζα
παίζουν και βιολί. Υπάρχει μάλιστα ο θρύλος ότι πατέρας του
βιολιού είναι γύφτος. Οπωσδήποτε, η αλήθεια είναι ότι το βιολί μπήκε
στην Ελλάδα, πριν από το κλαρίνο. Το όργανο αυτό ήρθε στον
τόπο μας απ' τους γύφτους ύστερα από το 1826. Σύμφωνα άλλωστε με ένα
άλλο θρύλο που κυκλοφορεί ευρύτατα στη Μεσευρώπη, κάποιος γύφτος παραβγήκε
στη μαστοριά του βιολιού με τον φημισμένο μουσουργό Λιστ. Δεν νίκησε
τον Λιστ αλλά τον εξέπληξε. Στον σχετικό διαγωνισμό, είπε στον Λιστ «παίζε πάντα πρώτος». Ό,τι έπαιζε ο Λιστ, ο γύφτος το επαναλάμβανε με μεγάλη
ευχέρεια. Η φήμη των γύφτων σαν
μουζικάντηδων στη μέση Ευρώπη στα
χρόνια κυρίως της Αυστροουγγρικής
μοναρχίας υπήρξε άφταστη. Η τσιγγάννικη
μουσική που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε
στις ευρωπαϊκές κυρίως αυλές τα
χρόνια εκείνα, είναι δικό τους αποκλειστικά
δημιούργημα και θάμα. Πλάι στους
φημισμένους μεγάλους μουσουργούς
Μπετόβεν, Βάγκνερ, Λιστ, στην
ιστορία της μουσικής εκείνων των χρόνων, ξεχωρίζουν τα ονόματα των τσιγγάνων μουσουργών Μπίχαρη, Ρεμενί,
Ξερμιάκ.
Περπερίτσα - Λαζαρίνες
Σ' άλλους θρύλους, γίνεται λόγος για τη δύναμη της τσιγγάνικης μουσικής στο
να δίνει λύσεις στα αδιέξοδα των ανθρώπων
και της φύσης, Έτσι λοιπόν μια
γυφτοπούλα ντύνονταν στα λουλούδια, τριγύριζε στο χωριό, οι χωριανοί τραγουδούσαν το γνωστό τραγούδι Περπερίτσα, και η μαγική αυτή ιεροτελεστία
έφερνε, τις πιο πολλές φορές, τη βροχή. Τα
κάλαντα, τον παλιό εκείνο καιρό, δεν τα έλεγαν τα παιδιά όπως στις μέρες μας. Τα τραγουδούσαν οι γύφτοι του χωριού, Επίσης, την ανάσταση του Λαζάρου, την τραγουδούσαν μόνο οι γύφτισσες που απ' αυτό ονομάζονταν Λαζαρίνες. Κοντολογίς κάθε τι που σχετίζονταν με την ειδωλολατρία στο χωριό είναι δουλειά του γύφτου.
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»,
Αύγουστος 2001
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου