Συνεργάτες

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Βασίλης Κ. Πολίτης

Λίγες σκέψεις για το Νεχωρίτη συγγραφέα
και άνθρωπο Βασίλη Κ. Πολίτη
[του Τάκη Ευθυμίου]
Ο Βασίλης Κ. Πολίτης σέρνει το χορό σε πανηγύρι του χωριού του

Νεχωρίτες είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς. Κάθε φορά που ανακαλύπτω και κάποιον καινούριο αισθάνομαι τυχερός επειδή οι Νεχωρίτες Υπάτης ανήκουν σε μια σπάνια ράτσα της φυλής μας, ανόθευτη και αδούλωτη στους εκάστοτε κατακτητές με αξιοζήλευτα προτερήματα.
Τελευταία γνώρισα τον πολυταξιδεμένο Βασίλη Κ. Πολίτη και προσωπικά αλλά κυρίως μέσα από τις συγγραφικές του απόπειρες και αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν.
Ο Βασίλης για ν’ αραδιάσει στο χαρτί όλες αυτές τις θύμησες με γλαφυρότητα λογοτέχνη και ακρίβεια ιστορικού, δίχως άλλο το θυμητικό του αποτελεί προίκα ακριβή που κληροδότησε κατευθείαν από τη μάνα του την Παναϊού.
Γράφει για την παιδική του ηλικία τότε που ενώ δεν είχε τίποτα, ταυτόχρονα τα είχε όλα! Κι ό,τι γράφει, το γράφει με της ψυχής το συναίσθημα και της καρδιάς το μελάνι!
Ο λεξιλογικός πλούτος της νεχωρίτικης ντοπιολαλιάς που απλόχερα παραθέτει, αποτελεί, δίχως άλλο, ανεκτίμητο θησαύρισμα.
Παντού το συναίσθημα ξεχειλίζει και σαν χείμαρρος σε συνεπαίρνει!
Ανάμεσα στον αφηγηματικό του λόγο παρεμβάλει αριστοτεχνικά προσωπικά κατασταλάγματα εμπειρίας, αποφθέγματα και αρχές που εμπεριέχουν ψήγματα σοφίας, όπως: «Η φτώχεια και η ανέχεια, όταν βρουν τις κατάλληλες ψυχές φέρνουν αυτό που όλα τα πλούτη δεν το φέρνουν. Φέρνουν την ευτυχία αν αυτό είναι κάτι χειροπιαστό» και «Η εκτίμηση προς το φαγητό είναι εκτίμηση του εαυτού σου».
Η συγκινησιακή φόρτιση, ξεφυλλίζοντας τις εξιστορήσεις του, είναι τόσο έντονη που αναγκαστικά μηχανεύεσαι κάποια δικαιολογία για να σταματήσεις προσωρινά για αποφόρτιση!

Τα γραφτά του Βασίλη Πολίτη εμφανίζουν τέτοια ζωντάνια θαρρείς και διαπνέονται από τον αυθορμητισμό του Μακρυγιάννη και το συναίσθημα του Παπαδιαμάντη!
Αγαπητοί  Νεχωρίτες  πρέπει να αισθάνεστε ιδιαίτερα υπερήφανοι που ο Βασίλης Πολίτης, μπολιασμένος με τις πατρογονικές αξίες, ένας άνθρωπος που σε κερδίζει με την καλοσύνη και ευγένειά του από την πρώτη στιγμή, ένας άνθρωπος «μάλαμα», είναι χωριανός σας!
Φίλτατε Βασίλη! Τώρα που βρήκες την «Ιθάκη» σου ύστερα από «οδύσσειες» περιπλανήσεις σου ανά την υφήλιο και απάνεμο λιμάνι στη λατρεμένη σου οικογένεια, ολόψυχα σου εύχομαι, για όσα μας εγκαταλείπεις ως ακριβοθώρητη παρακαταθήκη «απ’ τα χρόνια του ονείρου», η υπόλοιπη ζωή σου να είναι πραγματικά ονειρεμένη !
                                                                 
Με εκτίμηση
Τάκης Ευθυμίου
δάσκαλος-συγγραφέας
………………………

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Κ. Πολίτη «Απ’ τα χρόνια του ονείρου» με θέμα «Η καλτσοπλέχτρα». Απολαύστε το!

 Η ΚΑΛΤΣΟΠΛΕΧΤΡΑ
Του Βασίλη Κ. Πολίτη, Νεχωρίτη
από το βιβλίο του: «Απ’ τα χρόνια του ονείρου»

Βόσκαγα την «κανούτα» κάπου κει προς τ' αλώνια σαν είδα να  ξεµυτάει απ' τη στράτα του µύλου µια γυναίκα φορτωµένη έναν  τεράστιο µπόγο. Με είδε κι'· ερχόταν προς το µέρος µου. «Τι να θέλ'  αυτήν' η Καστριώτ'σα;» σκέφτηκα ... 
- Πιδάκι µ' δω απ'τουν απάν' µαχαλά είσι;
- Απ'τουν απάν' είµι. 
- Μπα κι ξέρ'ς του σπίτ' τ' ς καλτσουπλέχτρας; ... Τ'ν ξέρ'ς αυτήν'; 
- Τ'ν ξέρου, 'κει π' καπνίζ' ου µπουχαρής είνι.  
- Καλά να 'σι καλά πιδάκι µ'. Και τράβηξε προς το σπίτι µας.
   Ο µπόγος της γυναίκας απ' την Καστριώτισα που είχαµε τον παραπάνω  διάλογο δεν ήταν άλλο από κουβάρια γνεµµένο πρόβιο µαλί που  τα 'φερνε στην Παναϊού να τα πλέξει.
   Στο χωριό της µάλλον δεν είχαν ... καλτσοπλέχτρα.
   Κείνα τα χρόνια και µέχρι τις αρχές του '60 περίπου, την Καλτσοπλέχτρα την ήξεραν όχι µόνο στο χωριό αλλά και στα γύρω χωριά αφού για δεκαετίες ήταν σχεδόν η µοναδική στην περιφέρεια κι οπωσδήποτε µοναδική στο χωριό. Τώρα φυσικά αν ρωτήσεις ακόµα και τον µεγάλοεγγονό της το Ντίνο, ποιά ήταν η «Καλτσοπλέχτρα» αµφιβάλλω αν ξέρει. Σκεφθείτε λοιπόν τότε αφού οι ξενοχωρίτες έφερναν γνέµµατα, πόσα θα 'χε να πλέξει απ' το χωριό που το ντύσιµο όλων ήταν σχεδόν από µάλλινα.        
Για την Καλτσοπλέχτρα θα µπορούσα να γράφω ασταµάτητα και δε θα µού 'φταναν αµέτρητες σελίδες ... Ήταν η µάνα µου ...
Εδώ θα προσπαθήσω ν' αναφερθώ µόνο ... στην «Καλτσοπλέχτρα».
Όσο ψυχρά µπορώ.
    Σκέφτοµαι λοιπόν αφού για 30 τόσα χρόνια είχε την αποκλειστικότητα να ντύνει µε τα πλεκτά της όλους τους χωριανούς, κι όχι µόνο, πως θα πρέπει κάτι να ξέρουν και οι απόγονοί µας γι αυτήν.
Όσα κι ότι µάλινα φορούσαν όλοι οι χωριανοί, εκτός φυσικά απ' τα υφαντά, τα γίδινα και όσα έπλεκαν µε τις βελόνες ή το βελονάκι µόνες τους µε το χέρι οι γυναίκες, ήταν πλεγµένα απ' την Καλτσοπλέχτρα. Σαρκοφάνελλες, πουλόβερ, ζακέτες, µπέρτες, φούστες, παντελονάκια, κασκόλ, τσουράπια προ πάντων και τόσα άλλα ήταν η ειδικότητά της.
Το όνοµα «Καλτσοπλέχτρα» φαίνεται θα της το κόλλησαν ή ο Δροσόϊαννος ή ο παπούλης ο Σταµάτης γιατί η λέξη κάλτσα τότε ήταν πολύ µοντέρνα λέξη και ο συνδυασµός «κάλτσα-πλέχτρα» θα πρέπει να βγήκε από πνευµατώδη άνθρωπο για το χωριό. Λέω τότε, γιατί η ιστορία άρχισε κάπου κει στα] 920 όταν η Παναϊού ήταν σχετικά µικρή, ενώ συνέβη και το τραγικό να σκοτωθεί ο µεγάλος αδερφός της ο µπάρµπας Αχιλλέας. Οι θυσίες για ν' αγοραστεί η πλεκτοµηχανή ήταν δυσβάσταχτες, όµως και µε τη βοήθεια που έδωσε το κράτος για το χαµό του αδερφού της άξιζαν τον κόπο γιατί τούτο όχι µόνο σίγουρα έφερε κάποια αξιόλογα έσοδα αλλά και σαν προίκα µέτρησε αφάνταστα στις διαπραγµατεύσεις της συµπεθεριάς αφού αντιστάθµιζε τη φτώχεια του Ντίνου που ήταν λεβέντης, κατά πως λένε, ενώ αυτή δεν ήταν δα και πολύ όµορφη.
Η Παναϊού είχε όλα τα προσόντα κι αφοµοιώθηκε µε τη µηχανή της τόσο λες και ήταν προέκταση των χεριών της. Δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνος να προσαρµοστεί και αµέσως έκανε πελατεία όλο το χωριό ενώ η φήµη της ξαπλώθηκε και στα γύρω χωριά. Απ' την άλλη, η µηχανή της λες και είχε ζωή. Δεν ήταν µόνο από άφθαρτο ατσάλι αλλά είχε ...αισθήµατα και καταλάβαινε πότε να κρατάει γερά, πότε να της κάνει κόλπα και πότε να της σπάει τα ... «δόντια».
Χρά ά ά ά ... χρού ού ού ... πέρα - δώθε µε το χέρι, ποιος µπορεί να υπολογίσει πόσες αράδες τέτοιες έκανε το χέρι της Παναϊούς για να τελειώσει την κάθε «µάνα» απ' τη φανέλα ή το κάθε τσουράπι. Και καλά σαν άκουγες «χρα και χρου», ήταν σα να µιλάγανε οι δυο τους, Όταν όµως άκουγες «χρατς ... » σήµαινε ότι κάποιο δόντι απ' το βελόνι έσπασε και τότε ήταν που η Παναϊού δεν κρατιέταν ...
- Ωχ τι έπαθα πάλε ... Ήταν ανάγκ’.... Κι τ'ς είπα να του γνέσ' πιο ψ' λό του γνέµα, πώς να πιράσ' µεσ' απ' τα δόντια τόσου χουντρό κι άξιστου; ... Και δώσ' του η διαδικασία ν' αλλάξει το βελόνι που ποτέ δεν ήταν φτηνό. Άσε που άµα τελείωναν θα 'πρεπε να κατέβει µόνη της στην «Πάτρα» να τα φκιάσει, αν επισκευάζεταν κανένα, ή ν' αγοράσει καινούρια.
Το µονότονο «χρα - χρού» της µηχανής ήταν επόµενο να γίνει αβάσταχτο. Το κελάρισµα απ' τ' αυλάκι έξω απ' το παράθυρο δεν ήταν αρκετό να εµπλουτίζει τους «τόνους». Άλλωστε το χειµώνα κρουστάλιαζε κι αυτό. Η Παναϊού αντίθετα απ' τον Ντίνο, δεν είχε τάσεις να εξωτερικεύεται τραγουδώντας. Εκεί όµως, λες κι ήταν επιτακτική ανάγκη σαν ήταν µόνη, την ακούγαµε από 'δώ παίζοντας εµείς και ψήνοντας «παπαδέλες», πότε να τραγουδάει και πότε να µοιρολογάει κατά πως ήταν η ψυχική της διάθεση. Αναρωτιόµουν τότε, για τον µπάρµπα τον Αχιλλέα ας πούµε, αφού είχαν περάσει τόσα χρόνια που σκοτώθηκε γιατί τον µοιρολογούσε; ...Μέχρι που παντρεύτηκε η Παναϊού στις αρχές του '30, µπορούµε να πούµε ότι ήταν µάλλον επαγγελµατίας «καλτσοπλέχτρα», όµως αυτό ποτέ δεν µέτρησε και στο πιστοποιητικό του, γάµου της ασφαλώς σαν «οικοκυρά» θα το γράψανε. Με την παντρειά, λόγω συνθηκών, η ζωή της άλλαξε ριζικά. Μπορούµε να πούµε προς το χειρότερο αλλά και προς το καλλίτερο. Ο άντρας και τα παιδιά που έφερε στη ζωή, µαζί µε πεθερικά, κουνιάδια και συνυφάδες κατά περίσταση και γι' αρκετά χρόνια, ήταν επόµενο να της απορροφούν τον περισσότερο χρόνο σε άλλες απ' το πλέξιµο ασχολίες. 'Όµως ποτέ δεν σταµάτησε το πλέξιµο γιατί δεν γινόταν κι' αλλιώς. Οι πόροι της οικογένειας ήταν στο µηδέν σχεδόν κι' αν δεν υπήρχε η µηχανή θα λιµοκτονούσαν. Αυτό το άψυχο µηχάνηµα κι' όταν η οικογένεια πέρναγε τις πιο δύσκολες στιγµές, ειδικά σαν «ανταρτόπληκτοι», η Παναϊού το 'σερνε µαζί της πριν απ' όλα και την αποζηµίωσε µε το παραπάνω αφού για τρία περίπου χρόνια ήταν ο µοναδικός σχεδόν «πόρος» για να ζούνε.
Σαν ήρθαν οι καλές µέρες µε τον επαναπατρισµό, επόµενο ήταν και οι δουλειές της καλτσοπλέχτρας ν' ανέβουν κατακόρυφα. Η καµαρούλα πού 'χε τη µηχανή ήταν όλο το χρόνο ... τίγκα από κουβάρια και ειδικά κει προς το τέλος τ' Αη 'Ντριώς που 'φευγαν τα πρόβατα γέµιζε σχεδόν και η κάµαρη.
Φαίνεται όµως πως η Παναϊού δεν ήταν µόνο µοναδική αλλά και απαραίτητη. Με τη µηχανή της συνέβαλε κι αυτή στην πρόοδο που όπως παντού συντελείταν και στο χωριό µας. Βέβαια οι γυναίκες ποτέ δεν σταµατούσαν το πλέξιµο µε το βελονάκι ή τις βελόνες, αλλά αν σκεφτούµε πόσες µέρες ήθελε να πλεχτεί µια φανέλα ας πούµε µπροστά στο χρόνο της µηχανής, δεν συγκρίνεται ποιο είναι πιο συµφέρον. Κι' όχι µόνον αυτό, αλλά η Παναϊού µε το µεράκι της έκανε τέλεια δουλειά κι ακόµα αυτοσχεδιάζοντας δηµιουργούσε κιόλας.
Συνήθως άκουγε; τα παρακάτω: ....
-Θειά στ' ζακέτα µ' να κάν' ς κι κάνα κιντίδ' ... Νά σαν αυτό πό' κανες τ'ς Λέν'ς .....
     -'Εννοια σ' κι θα σ' κάνου καλλίτιρου σένα. Θα σ'αφήσου τρανύτηρ'  τραχ'λειά γιά να δείχν' καλλίτιρα του γιακά.
  -Τέρα Παναϊού τ' φανέλα τ' Νίκ' να τ' ν' κάν'ς λίγου αργιά όσου µπουρείς να µην τουν τρώει µέχρι να στρώσ'.
  -Μ'αυτό του γνέµµα Νίκηνα δέ γέννητι αρίτιρ' η πλέξ', αλλά θ' αφήκου κάνια βιλουνιά παραπάν' νά'νι ποιό φαρδειά γιά να µην τουν σφίγγ'. Του γνέµα να φτάσ' µαναχά.  
  Πόσους και πόσους παρόµοιους διαλόγου; δεν έκανε 11 Παναϊού ... Στα τόσα και τόσα χρόνια και στις χιλιάδες πλεξίµατα, οι πελάτες της κατ' αποκλειστικότητα ήταν γυναίκες. Οι άντρες ούτε που ασχολούνταν µ' αυτά τα πράγµατα. Κι η Παναϊού ξέροντας όλων τα χούγια και τι ήθελαν καλλίτερα απ' αυτές, δεν άφησε ποτέ καµιά παραπονούµενη απ' τη δουλειά που της έκανε. Λες και είχε γεννηθεί γι' αυτή τη δουλειά κι ο Θεός της έδωσε όλα τα προσόντα Πόσες φορές δεν τη ρώταγα: .. «Μάνα
πως τα γνωρίζεις αυτά τα γνέµματα»; Αντίθετα µε την παιδιάστικη αφέλειά µου, σκεφτόµουν ότι τόσοι ακόµα σωροί κουβάρια θα µού 'τρωγαν τόσο χρόνο απ' τα παιγνίδια µου αφού θα 'πρεπε να τους κάνω µασούρια για να πλέξει η µάνα.
    Απ' τις δεκάδες δεκάδων τα κουβάρια και τις δρούγες που γέµιζε η καµαρούλα και η κάµαρη σχεδόν, ήξερε τίνος ήταν το κάθε κουβάρι, πόσα άφησε η κάθε µια, πόσα δράµια ήταν και ότι µπορεί να φανταστεί ο νους γύρω απ' αυτά. Γράµµατα είπαµε ... «γρι», αλλά από αριθµητική το µυαλό της ήταν παραπάνω από ... Παπασταµαταίικο.
  Είχε κι' ένα θυµητικό άλλο πράµα ... Ληξιαρχείο σκέτο.
  - Θειά πόσου χρουνών είµι;
   - Συ είσι δικα'ιφτά χρουνών κι δυό µηνών τώρα... Γινήθ'κις τότι π'πά'ηναµι σι'ακάτ µι τα πρόβατα χιουνίζουντας. Τ'µέρα δεν τ'θ'µάµι ακριβώς ... αλλά τΆντριώς έρ'ξει χιόν' τότι κι' έφ'καµι δυό µέρις µπρουστήτιρα. Τότι ήταν...
   Αυτός ήταν συνηθισµένος διάλογος µε τις κοπελιέξ που κείνα τα χρόνια πού να κάθονταν οι µανάδες τους να θυµούνται τα γεννεθλιά τους, πόσο µάλλον πόσων χρόνων είναι.
 Η Παναϊού τα θυµόταν όλων τα γενέθλια!'!
 Η Παναϊού, σύντοµα βιογραφικά, ήταν µία απ' τους ελάχιστους κατά περίσταση βιοτέχνες, ή αν θέλετε ... «βιοµηχάνου;» του χωριού. Βεβαίως όχι επαγγελµατικά µε την έννοια του όρου. Απλώς τον χρόνο που περίσσευε, µε χίλια ζόρια απ' όλες τις άλλες απασχολήσεις της και που ήταν απροσµέτρητες έπιανε τη µηχανή κι έπλεκε.
 Έµεινε ορφανή µικρή σχετικά κ' ήταν η µικρότερη απ' τ' αδέρφια της Την εποχή που όπωξ είπαµε µε χίλια ζόρια πήρε τη µηχανή της, έµενε µε τον ανύπαντρο ακόµα αδερφό της τον Μήτρο. Ο Αχιλλέας είχε ήδη σκοτωθεί στη Μικρά Ασία και οι αδερφές της Σοφία και Ασήµω ήταν παντρεµένες. Η µηχανή αυτή ήταν χειροκίνητη βέβαια αλλά περίπλοκη και τόσο ... θαυµατουργή συγχρόνως που στα χέρια της Παναϊούς βρήκε τον πιο άξιο και κατάλληλο χειριστή που την τίµησε για ολόκληρες δεκαετίες.
 Από προίκα η Παναϊού όπως είπαµε, δεν είχε και πολλά πράγµατα. Τα χωράφια και γιούρτια λιγοστά και καθόλου µάλλον πρόβατα αφού αυτά που είχαν µείνει στα δυο ανύπαντρα αδέρφια έµεναν δικαιωµατικά στον αδερφό. Σ' αυτή έµεινε η µηχανή και η σύνταξη που έπαιρνε για τον Αχιλλέα που όµως µε την παντρειά θα κοβόταν.
 Από οµορφιά; ... τα 'παµε, Ο παππούλη; ο Λάµπρος «µαλιαροκύδωνο» την έλεγε πάνω στη συµπεθεριά, αλλά αυτό δε λογαριαζόταν µπροστά στη φτώχεια του Ντίνου.
 Στις διαπραγµατεύσεις προτάθηκε και το γιούρτι που έγινε και το σπίτι µας µετά και φυσικά ο γάµος έγινε βεβαίως αφού η µηχανή ήταν αδιαµφισβήτητα µεγάλη προίκα.
 Είπαµε παραπάνω τι βρήκε σαν παντρεύτηκε κι ακόµα τα δυο πρώτα της παιδιά, αγόρια, τα γέννησε πεθαµένα και κόντεψε να πεθάνει κι αυτή. Παρ' ότι γερή κράση, από τότε τα γυναικολογικά της την παίδευαν µέχρι πολύ αργότερα... Αλλά σαν να ξέφυγα µου φαίνεται... Δεν γράφονται αυτά µε δυο λέξεις µάνα.
 Το σπίτι µας το χε πάντα όσο τέλειο µπορεί να ήταν. Στα χωράφιά πρώτη, στα σκαλίσµατα, οργώµατα, ποτίσµατα, θερίσµατα, στο µάζεµα τα φασόλια κι' άλλα που µπορείς να φανταστείς, δεν ήταν µόνο η πρώτη, ήταν πολλές φορές και η µοναδική. Εµάς µας είχε πάντα καθαρούς και µε το φαγητό µας, πάντα στην εντέλεια.
   Μουσαφιραίοι ποτέ δεν µας λείπανε Πώς τα κατάφερνε κι' έπλεκε όλους εκείνους τους σωρούς Θεέ µου; Και καλά το χειµώνα πού 'χε όλη τη µέρα µπροστά της ... Τον άλλο καιρό που δεν ευκαιρούσε ούτε να µας δει; ... Κι όµως τα κατάφερνε!!!
 Μέχρι που τα παιδιά της ξεστηθήκανε η Παναϊού δούλευε τη µηχανή της. Μετά και για λίγο την πήρε η άξια συνεχιστής της ... παράδοση; η Βασιλική, η ανηψιά της. Αυτή την αντικατέστησε µε καινούριες πλεκτοµηχανές που όµως δεν τις δούλευε στο χωριό αλλά στην Αθήνα κι' έτσι το επάγγελµα ... χάθηκε. Στην πρόοδο, όπως υπέκυψαν τόσα καιτόσα ήταν επόµενο και οι χωριανοί µας όχι µόνο να εγκαταλείψουν το χωριό, αλλά και να µην φοράνε πιά ... τσουράπια ή µάλλινες φανέλες.
Στη λησµονιά που αφήνουν τα χρόνια σαν περνούν, αλλά και οι κοσµογονικές αλλαγές της ζωής, ήταν επόµενο να εξαλλείψουν τελείως απ' την ύπαρξή τους αλλά κι' απ' τις θύµισές µας ορισµένα πράγµατα απ' τα παλιά που όµως αυτά δηµιουργούσαν τους τροχούς που κινούσαν τα νήµατα του τρόπου ζωής.     
Η Καλτσοπλέχτρα µας άφησε... Το ξέρουµε δα. Το παράπονό της σε µένα:... «Βασίλη µ' πότι θα σι χουρτάσου γώ»...
Ούτε και γω σε χόρτασα µάνα… Σά' µατ' και ποιόν χόρτασα δα ...Μαναχά τ'θάλασσα τ' µαγκούφα.
 Ο Αχιλλέας κάπου κει στη µια παράγκα έχει ένα δέµα σαν ένα µωρό σε µέγεθος, τυλιγµένο µε µουσαµά. Είναι η µηχανή. Δεν ξέρω αν έχει κάνα «βελόνι» απάνω. Ακόµα, δεν ξέρω αν υπάρχει και κάνα «µασούρι» που τόσο δυστροπούσαµε σαν µας έλεγε η µάνα να της «µάσουµε µασούρια». Το σπουδαιότερο;... δεν ξέρω ούτε τι «µάρκα» είναι, ούτε πού φτιάχτηκε αυτή η µηχανή.

Ξέρω όµως ότι αυτή η µηχανή είναι µ ο ν α δ ι κ ή, όχι µόνο για µας τα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα της Παναϊούς, αλλά και για όλους τους χωριανούς συγγενείς και φίλους. 'Η ...
Τουλάχιστον γι' αυτούς που θυµούνται την Κ αλ τ σ ο π λ έ χ τ ρ α.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου