Συνεργάτες

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Ο Ντουρής

Ο  Ν Τ Ο Υ Ρ Η Σ
[Του Βασίλη Ντίνου Πολίτη, Νεχωρίτη]
 
Ο Ντίνος Πολίτης με το μουλάρι του στα ψωμοτόπια του Νεχωριού
(Μιά φωτογραφία...χίλιες λέξεις κι όχι μόνο!... Αρχές του '60. Ο μπαρμπα Ντίνος Πολίτης με το μουλάρι του τον Πούλιο πηγαίνοντας να φορτώσει τριφύλι στον Άμμο, Παπαθενασαίικα γιούρτια στο ρέμα το Κοφρυδαίικο, σταμάτησε για λίγο στην προτροπή του μικρού Κώστα Λαΐτσα να τον βάλλει καβάλα στο μουλάρι. Ήταν στο μονοπάτι πάνω από το Βλαχαίικο σπίτι όπου έτυχε να βρίσκοναι εκεί η θεία Δέσποινα Βλάχου δεξιά στη φωτογραφία, η Δέσποινα Λαΐτσα και στη μέση η δεσποινιδούλα Κατερίνα Βλάχου).

   Το 1945 θα 'ταν, ή το '46: ...
Ο Καραϊανοθόδωρος γαμπρός, με τη φαλακρίτσα του και το γνωστό Καραγιανναΐικο λακάκι στο σαγόνι, φάνταζε σαν αλλιώτικος σε μας τα πιτσιρίκια τότε. Η νύφη, η θεια Θοδωράκαινα, Τσουμουπούλα κόρη, ήταν η πιο ταιριαστή γι’ αυτόν που ήρθε ξενιτεμένος από την Αθήνα να την πάρει και να ροβολήσουν πάλι για κάτω όπου ήδη είχε στρωμένη δουλειά στον Περισσό, το γαλακτοζαχαροπλαστείο και λογιζόταν σαν από τους πιο προκομμένους που ξενιτεύτηκαν.
Όλο το χωριό ήταν στο πόδι γιαυτόν το γάμο. Είχαν να το 'λένε ότι ήταν ο πιο ταιριαστός και με την ευκαιρία που και η Πατρίδα ήταν πλέον ελεύθερη, όλοι οι χωριανοί το ‘χαν ρίξει στο γλέντι και ακολουθώντας πιστά τα πατροπαράδοτα έθιμα του γάμου δεν άφησαν τίποτα να περάσει έτσι ...
Εκεί στη στράτα πιο πέρα από το Κοντυλαΐικο το σπίτι ήταν μια μουριά κι εκεί περιμέναμε να περάσει στη στράτα το συμπεθερικό με τους καβαλαραίους που θα πήγαιναν για τα προικιά. Γινόταν χαλασμός κι έλεγες πως δεν τσακίζονταν τ' άλογα παραβγαίνοντας ποιός να πρωτοπεράσει μέσα στην στενή κακοτράχαλη στράτα που όλο πέτρες ήταν κι ακόμα από το απόβρεχο οι λάσπες πετάγονταν μέχρι πάνω στα σαμάρια.
Κοντά στους άλλου; να ‘σου και ο μπαρμπα Κώστας ο Ζαρκάδας με μια ντουριά φοράδα να προσπαθεί να περάσει πρώτος και θα το πετύχαινε αυτό αν δεν τον εμπόδιζε ένα πουλάρι που πήγαινε κολλητά στην κοιλιά της φοράδας, της μάνας του, κι έλεγες τώρα και θα το τσακίσει αν παραπατήσει. Λες και μ’ ένοιαζε ... μού ‘χε κοπεί το αίμα!
Το πουλάρι αυτό έμελλε να είναι ο Ντουρής μας.

Σαν ήρθε ο εμφύλιος και για τρία σχεδόν χρόνια ο Ντουρής μεγάλωνε κοντά στη μάνα του στη Ζέλη και έγινε ένα μικρόσωμο μεν αλλά άξιο άλογο για όλες τις δουλειές. Το όνομα Ντουρής το πήρε από το καφεκόκκινο χρώμα του.
Όταν επιστρέψαμε στο χωριό από την ανταρτοπληξία ήταν επιτακτική ανάγκη να έχουμε ένα ζώο που θα μας βοηθούσε να επιζήσουμε. Χωρίς υποζύγιο δεν ήταν δυνατόν να κάνεις τίποτα τότε κι έτσι αγοράσαμε τον Ντουρή που έδωσε τόση χαρά και στη θεια μου την Κατερίνη αφού θα ‘πεφτε στου αδερφού της τα χέρια.
-Σ' αλλ'νούς δε θα τουν έδινα του Ντουρή μ έλεγε.
Ο Ντουρής προσαρμόστηκε αμέσως στο καινούριο του σπιτικό και για όλους μας ήταν σα να τον είχαμε από μικρό δικό μας. Ήδη είχαμε τον Μαυρομάτη, το βόδι που μας έδωσε το κράτος σε αντικατάσταση αυτού που μας πήραν με το ξεκλήρισμα και μαζί με τις γίδες, τον χειμώνα τον έβγαζαν στο κατώγι, το ένα ζωντανό δίπλα στο άλλο.
Το κατώγι τώρα βέβαια είναι η τραπεζαρία του πατρικού μας και ούτε που διαλογίζεται κανένας ότι εκεί μέσα περνούσαν όλο το χειμώνα αυτά τα τόσο οικεία, αγαπημένα και αξέχαστα ζώα. Αργότερα όταν δώσαμε το βόδι αγοράσαμε τον Πούλιο, το μουλάρι που κι αυτό δέθηκε με όλους μας όπως και ο Ντουρής, όμως άλλο το ’να, άλλο τάλλο,
Ο Ντουρής σε σύγκριση με όλα τα ζώα μας ήταν οπωσδήποτε το πλέον αγαπημένο
κι αυτό γιατί και πιο πολλά προσέφερνε
, αλλά ακόμα τον είχαμε και για πολλά χρόνια.
Πόσα και τι να πρωτοθυμηθώ για τον Ντουρή μας! ... Μόνο που δεν μιλούσε, αλλιώς θα ήταν σα να έγραφα για κάποιον άνθρωπο απτην οικογένεια. Όπως μάθαμε και ξέραμε εμείς τα χούγια του, έτσι κι αυτός ήξερε τι θέλαμε και ποτέ δεν δυσανασχετούσε με τα δικά μας χούγια, όσο κι αν αυτά πολλές φορές δεν τον ...ευχαριστούσαν με μερικές παραπανήσιες οκάδες φορτίο, ας πούμε, η δίνοντάς του λιγότερο τριφύλλι απ' όσο θα ήθελε κι ακόμα σαν τον πιέζαμε να τρέξει όταν μας έπιανε η μανία του ... ιππέα.

Ο Ντουρής ποτέ δεν είχε αυτήν ειδικά την όρεξή µας και άδικα του ταράζαµε 

τα πλευρά του φουκαρά, χτυπώντας τον µε τις φτέρνες. Όσο και να τον πιέζαµε 
αυτός είχε υποµονή ... γαϊδάρου κι ας έτρωγε και καµιά παραπάνω βιτσιά.
Όσο ήταν πιο νέος µας έκανε πολλές φορές το χατίρι και κάλπαζε για λίγο όταν όµως γέρασε, πού αυτός!. .. Γύριζε το κεφάλι του µόνο προς τα πίσω, σαν για να µας δαγκώσει και ήταν σα να µας έλεγε ... «Δεν σου φτάνει που σ’ έχω στην πλάτη µου:»
Όπως ξέρουµε, όλα τα ζώα που απ’ την φύση τους ζουν µαζί κι ας είναι διαφορετικά, λες και καταφέρνουν να συνεννοούνται και να σέβονται το ένα τ’ άλλο κι ανάλογα να συµπεριφέρονται. Εδώ φαινόταν καθαρά ότι ο Ντουρής απολάµβανε το σεβασµό όλων, ακόµα και ο Μαυροµάτης όταν πρόκειταν να διεκδικήσει καµιά χαψιά σανό στο παχνί, οπισθοχωρούσε στο πείσµα του Ντουρή.
Προς το τέλος Μαρτίου θα ‘ταν και απέναντι στην πλαγιά της Ψηλής Ράχης είχε ξεχιονίσει κι ένας λαµπρός ήλιος µεσ’ την πεντακάθαρη ατµόσφαιρα και τις κάτασπρες  ακόµα βουνοκορφές τριγύρω, ήταν ότι έπρεπε για να βρεθούν όλοι οι κάτοικοι του Ντιναΐικου εκεί και να λιάζονται, απολαµβάνοντας την υπέροχη ζεστασιά του ήλιου που τότε ακόµα σίγουρα ήταν ευεργετικό; κι οπωσδήποτε όχι επικίνδυνος, αφού το όζον στην ατµόσφαιρα δεν το κατέστρεφαν τα διάφορα σπραίοι που έφερε η ... πρόοδος.
 Ήταν όλοι εκεί... Ο πατέρας που γύρισε απτο κυνήγι του, η µάνα που άφησε για λίγο τη µηχανή της, ενώ τα φασούλια έβραζαν στη φωτιά, εµείς, οι τρεις γυιοί, ο Ντουρής, ο Μαυροµάτης, οι δυό γίδες µας, η Κανούτα και η Μπέκου µε τα τρισχαριτωµένα κατσικάκια τους που τρέχανε σαν τρελά πάνω κάτω κι έλεγες τώρα θα τσακιστούν.
Η Περδίκω η πρώτη, η γάτα, ο Κόκκινος, ένα χαριτωµένο κοκκινωπό γουρουνάκι. Ακόµα κι ο Λυρής, ένας τροµερός στην όψη κόκορας µε όλο το χαρέµι του, κάπου 15 κότες, ήταν εκεί και διαφέvτευε τα γύρω µε το κεφάλι πάντα ψηλά, µήπως και φανεί κάνα σαΐνι, ενώ σπάνια τον έβλεπες να τσιµπάει κάτω, εκτός κι έβλεπε καµιά κότα να ετοιµάζεται να καταβροχθίσει καµιά σκουληκαντέρα οπότε έτρεχε και της την άρπαζε απ’ το στόµα.
Στη θύµηση και µόνο από κείνες τις στιγµές έρχονται δάκρυα στα µάτια, ενώ ένας κόµπος σφίγγει το λαιµό σαν θέλω να περιγράψω τι έβλεπα τότε. 'Ολοι µας ζούσαµε κάποιες άπιαστες στιγµές. Στιγµές και εικόνες που είναι αδύνατο να προσδιορίσω εδώ γιατί είναι αδιανόητο να τις κατανοήσει κάποιος που δεν έχει εµπειρία από την αίσθηση του να ζεις ανάµεσα σε κόσµο που σήµερα έχει εκλείψει, Όχι γιατί δεν έχει και δεν υπάρχουν όλα αυτά σήµερα, αλλά ακριβώς γιατί υπάρχουν σε τόση αφθονία που πλέον δεν δίνει κανένας σηµασία σε κάποιες παρόµοιες, ίσως, σκηνές …Όλα αυτά για µας αντιπροσώπευαν τα πάντα. Ότι και όσα µας έδωσε ο Θεός. Και ήταν αυτά για την εποχή εκείνη αυτά που ακριβώς κάνει τους ανθρώπους τουλάχιστον ... ευτυχισµένους. Όλα όσα βλέπαµε εκείνες τις στιγµές δίναν στις αισθήσεις την πλήρη αγαλλίαση κι ας ξέραµε ότι στην τάβλα το µεσηµέρι θα υπάρχουν µόνο αλάδιαγα σχεδόν φασόλια, καψαλισµένο ξερό λειψό καλαµποκίσιο ψωµί κι άντε καµιά ελιά µε ... τροφαντούς δάκους να τη νοστιµίζει.
Οι σκηνές ήταν απερίγραπτα υπέροχες τότε. Είπαµε για τα κατσικάκια και τον Λυρί µε τις κότες. Ο Μαυροµάτης τελείως ανέµελα, έψαχνε τεµπέλικα να βρει κάτι από τα µόλις ξεφυτρωµένα αγριόχορτα, ενώ το ‘δειχνε καθαρά ότι µάλλον να την ...αράξει ήθελε και να το στρώσει στον ύπνο. Οι γίδες όλο και ξερόγλυφαν τα γύρω κέδρα και πάσχιζαν να συµµαζέψουν τα κατσικάκια τους που έτρεχαν σαν παλαβά. Η Περδίκω ξαπλωµένη ραχάτικα εκεί κοντά µας, απολάµβανε την λιακάδα ίσως πιο πολύ απ' όλους µας και µόνον σαν λούφαζε στην αγκαλιά της η γάτα, δυσανασχετούσε κι έκανε πως την έδιωχνε µε την µουσούδα της. Αλλά η γάτα όλο νάζια, παιχνδιάρα, εκεί και να µην ξεκολλά από πάνω της µέχρι που σηκωνόταν, τεµπέλικα πάντα και πήγαινε παραπέρα. Που να βρει όµως ησυχία... Πάλι τα ίδια µε τη γάτα.
    Κι ύστερα σου λέει «Σαν τη σκύλα µε τη γάτα... » είπε ο πατέρας.
   Το µεγάλο όµως πειραχτήρι δεν ήταν η γάτα! ... Αυτός που διαφέντευε εκεί πέρα και τράβαγε όλων µας την προσοχή ήταν ο Κόκκινος. Εκεί που έκανε δήθεν πως σκάλιζε µε την µουσούδα του το χώµα, όλο και πλησίαζε πότε το ένα ζώο και πότε το άλλο κι όλο να τους σπρώχνει τα ... πόδια σα για να τους τραβήξει την προσοχή. Σκέτο πειραχτήρι. «Έεεε... : Εδώ είµαι κι εγώ... » ήταν σα να τους έλεγε και το καθένα µε τον τρόπο του, πότε έκανε πως τον κυνηγούσε, πότε ανταποκρίνεται στα παιγνίδια του και πότε ... δεν του ‘δινε καθόλου σηµασία, όπως ο Ντουρής ας πούµε.

-Δόξα Σε Μεγαλοδύναµε!... Είµαι στον παράδεισο, είπε στα τόσα και τόσα άλλα που µας έλεγε ο πατέρας. Αλλά θυµάµαι πως στα σχόλιά του για όλα εκείνα τα ζώα τότε, αυτό που πιο πολύ αγαπούσε ήταν ο Ντουρής. Αυτός µας κουβαλούσε όλα τα πράγµατα. 

Τα γεννήµατα απ’ τα χωράφια, τα ξύλα απτο λόγγο, τα καλούδια από τον κάµπο. Και τί δεν έκανε!... Πόσα άραγε αγώγια θα ‘κανε για να βελτιωθεί το ισχνότατο βαλάντιο για τα απαραίτητα χρειαζούµενα της οικογένειας!... Πόσες γυροβολιές δεν έκανε στο στρίορο στ’ αλώνι µαζί µε τ' άλλα άλογα να ξεδιαλύνει ο καρπός απ' τα στάχυα!... Πόσες ...αµέτρητες φορές δεν µας κουβάλησε αγόγγυστα στο σαµάρι του, ή ξασαµάρωτος, να µας κουβαλήσει τόσες και τόσες, αµέτρητες στράτες, ενώ αυτός ο φουκαράς ήταν κατακουρασµένος είτε οργώνοντας, είτε κάνοντας ένα σωρό άλλες αγγαρίες. Και η παρέα του: …Τι υπέροχη, αν και σιωπηλή παρέα που έκανε ο Ντουρής µας!.. Πως να ξεχάσω σαν παιδάκι ακόµα βρισκόµουνα στα λιβάδια, πότε στα Μνήµατα και πότε στο Μακρυκάµπι φυλάγοντας τα βόδια του χωριού και είχα µόνη µου παρέα τον Ντουρή... Και πόση ανακούφηση αισθανόµουν σαν ήταν να πάρω τον ανήφορο στα Ελληνικά Μνήµατα ενώ την ...έβγαζα τραγουδώντας καβάλα στην ξεσαµάρωτη ράχη του!...
Και ήρθε ο καιρός που ο Ντουρής γιά πολλούς λόγους θα ‘πρεπε πλέον να φύγει από το σπίτι. Στη σκέψη αυτή και µόνο οι γονείς µου αρρώσταιναν, όµως δεν γινόταν αλλιώς και ο πατέρας σαν για δικαιολογία εύρισκε µόνο µία.
     -Ου Ντουρής γέρασι τώρα πια. 'Εχουµι κι τουν Πούλιου για τ'ς δ'λειές κι του χουράφ'.
    Όπως γυρίζουµι απου  ‘δώ κι απουκεί δε µπουρούµι να τουν τραβάµι µαζί. Αλλά δεν του σκέφτουµι αυτόνου αν δεν ήταν π' δε µπουρού να τουν ειδώ να ψουφήσ' µπρουστά µ' .
Έτσι, τον.Ντουρή τον έδωσε χωρίς λεφτά σε κάποιον στον κάµπο, που δεν τον θυµάµαι τώρα, για να του κουβαλάει γάλατα νοµίζω, όσο θα µπορούσε.
Την χρονιά που πέθανε ο πατέρας, το ‘66, όπως έκανε τα τελευταία του χρόνια, πήγε προς τα µέρη της Οβριακής ν’ αγοράσει µικρά αρνιά που τα έτρεφε στο χωριό να περνάει πιο πολύ την ώρα του, µια και ακόµα καλλιεργούσαν µε τη µάνα τα γιούρτια και είχαµε και αρκετά τριφυλλοχώραφα ποτιστικά. Έτσι, δεν πήγαινε χαµένο το τριφύλλι. Άλλωστε, ποιός να το µάζευε αφού εµείς τα παιδιά είχαµε ξεκόψει απτο χωριό...
    Εκεί λέει, που παζάρευε µε κάποιον τα αρνιά, ένα χλιµίτρισµα του ‘κοψε την αναπνοή και βλέπει τον Ντουρή να τρέχει στο δρόµο προς αυτόν ενώ ένας γύφτος µάταια προσπαθούσε να τον συγκρατήσει µε την σχοινένια καπιστράνα του. Ο πατέρας δεν µπόρεσε  να βγάλει λέξη ενώ αγκάλιασε το λαιµό του και αφήνοντας τις ντροπές, έβαλε τα κλάματα... Μπόρεσε µόνο να πει του γύφτου
-Ορέ ...Δεν είχες νιά καπ'στράνα να βάλλ'ς στ' άλουγου: ..
Κι εγώ: ... Κοντά σ' όλους που έφυγαν, θυµάµαι και τον Ντουρή!...

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου