Συνεργάτες

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Το βλογημένο μαντρί

Το βλογημένο μαντρί
[του Φώτη Κόντογλου]
Σαν πέρασαν τα Χριστούγεννα ο Άγιος Βασίλης πήρε το ραβδί του κι άρχισε να γυρίζει από νομό σε νομό και από επαρχία σε επαρχία για να δει ποιος θα τον δεχθεί με καθαρή καρδιά.
Από τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά που ήταν ανάμεσα στα βουνά απομονωμένα αλλά όμορφα. Ήτανε ντυμένος σαν καλόγερος ασκητής. Τα ράσα του ήταν παλιά αλλά καθαρά. Αρκετοί άνθρωποι δεν του έδιναν σημασία και δεν του άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους γιατί νόμιζαν ότι ήτανε ζητιάνος.
Αφού πέρασε από αρκετά χωριά βρέθηκε σ’ ένα βουνό στη μάντρα κάποιου βοσκού. Άνοιξε την αυλόπορτα για να πάει στο μαντρί μα τα τσομπανόσκυλα άρχισαν να τρέχουν καταπάνω του. Μόλις όμως πήγαινε κοντά του σκύψανε τα κεφάλια τους κι άρχισαν να κουνάνε τις ουρές τους χαρούμενα.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του βοσκού και κτύπησε την πόρτα με το ραβδί του. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο τσομπάνης, άνθρωπος τριάντα χρονών, που πριν καλά-καλά δει τον γέροντα του είπε: “Πέρασε μέσα να ζεσταθείς, καλή μέρα και καλή χρονιά”.
Αυτός ο τσομπάνης ήταν ο Γιάννης ο βλογημένος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος. Μέσα στο καλύβι έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι κι άναβε η φωτιά στην παραστιά. Ο Γιάννης ο βλογημένος, σαν είδε στο λιγοστό φως, πως ο μουσαφίρης του ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και το φίλησε, το ίδιο έκανε και η γυναίκα του είκοσι πέντε χρονών κοπέλα. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα λέγοντάς του: “Κόπιασε παππού να ξεκουραστείς”.

Ο Άγιος Βασίλης βλόγησε το καλύβι και είπε: “Βλογημένοι να ‘σαστε τέκνα μου, η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας”.
Ο Γιάννης ο βλογημένος, ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έπλασε ο Θεός. Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα μα πλούσια καρδιά. “Τη φτώχεια τα πλούσια”.
Ήτανε αυτός καλός μα είχε και καλή γυναίκα, είχανε και δυο μικρά παιδιά, κι όποιος τύχαινε να κτυπήσει την πόρτα τους και καταλάβαιναν πως είχε πραγματική ανάγκη, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε πικραμένος έβρισκε παρηγοριά. Γι’ αυτό και ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά.
Κείνη τη νύχτα, τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι κι επίσημοι άνθρωποι. Αυτός όμως δεν πήγε σε κανένα τέτοιο άνθρωπο, μόνο πήγε στο μαντρί του Γιάννη του βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε ο Γιάννης στο μαντρί και λέει στο γέροντα: “Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας κι ας μην τα καταλαβαίνω!”
Ήτανε μεσάνυχτα... ο Άγιος Βασίλης στάθηκε γυρισμένος προς την Ανατολή, έκανε το σταυρό του τρεις φορές κι άρχισε: “Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων”.
Ο Γιάννης ο βλογημένος στάθηκε πίσω από το γέροντα και σταύρωσε τα χέρια του. Κοντά του πήγε και στάθηκε η γυναίκα του και τα παιδιά του και πιο πίσω ο μπάρμπα Μάρκος ο βουβός που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε. Και ο γέροντας είπε το “Θεός Κύριος” και το απολυτίκιο της περιτομής “Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες”, χωρίς να πει το δικό του απολυτίκιο που λέει: “εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου”. Έψελνε γλυκά και ταπεινά, όλοι ακούγανε με κατάνυξη κι έκαναν το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα που λέει: “Σου την φωνήν έδει περείναι Βασίλειε”. Κι ύστερα είπε όλη την Θεία Λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθήσανε στο σοφρά και φάγανε και σαν αποφάγανε έφερε η γυναίκα του βασιλόπιτα. Και ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι σταύρωσε την βασιλόπιτα και είπε: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Κι έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: “Του Χριστού”, έκοψε το δεύτερο και είπε “της Παναγίας”, έκοψε το τρίτο και είπε “του νοικοκύρη του Γιάννη του βλογημένου”. Πετάγεται ο Γιάννης και λέει: “Γέροντα, ξέχασες τον Άι Βασίλη”. Του λέει ο Άγιος: “Αλήθεια τον ξέχασα”, κι έκοψε ένα κομμάτι και λέει: “Του δούλου του Θεού Βασιλείου”. Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: “Της νοικοκυράς, των παιδιών, του δούλου του Θεού Μάρκου, των φτωχών, των ζωντανών, του σπιτιού, των μισούντων και αγαπούντων ημάς”.
Στη συνέχεια κάνανε την προσευχή τους για να κοιμηθούνε. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις παλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή που λέει ο παπάς στην εκκλησία όταν αρχίζει η Θεία Λειτουργία: “Κύριος ο Θεός μου, οίδα, ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου”.
Σαν τελείωσε την ευχή του λέει ο Γιάννης ο βλογημένος: “Εσύ γέροντα που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγε πήγε απόψε ο Άι Βασίλης; Οι αρχόντοι τι αμαρτίες μπορεί να έχουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί και κακορίζικοι γιατί η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!”
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε, άπλωσε τις παλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα: “Κύριε ο Θεός μου, οίδας, ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς, εστίν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών”.
Ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο βλογημένος, δεν κατάλαβε τίποτα.

Πηγή: Ιχνηλατώντας τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου