Συνεργάτες

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Γεγονότα μετά τον εμφύλιο στη Μεγάλη Κάψη

 Εικόνες κι εξομολογήσεις σ΄ ένα κι από ένα παιδί
για μετά τον Εμφύλιο
Του Νίκου Παπαδιονυσίου, Μεταλλειολόγου
και Μεταλλουργού Μηχανικού Ε.Μ.Π.
 
(Το βασικό κείμενο έγραψα το 2006. Έκανα αρκετές συμπληρώσεις και μικροαλλαγές από τότε. Δημοσίευσα κομμάτια στα «Μεγαλοκαψιώτικα». Βιβλιογραφία για το θέμα, όπως και αυτό του Εμφύλιου στα μέρη μας, υπάρχει άφθονη. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουν γράψει και εκδώσει πολλοί, βλέποντας το τέλος τους να πλησιάζει. Το ίδιο και αναρτήσεις στο Internet. Δεν χρησιμοποιώ σχεδόν τίποτε απ΄ αυτά. Αυτά που γράφω είναι όσα είδα, έζησα, άκουσα με τ΄ αυτιά μου ή από εντελώς αξιόπιστους δικούς μου ή συγχωριανούς ή πέρασαν στη μνήμη μου από διαβάσματα χρόνων. Οι φωτογραφίες, εκτός από μερικές δικές μου, είναι αυτές που θα μπορούσαν ν΄ αφορούν και συγχωριανούς μου των χρόνων. Δεν διαθέτω άλλες. Έχουν ληφθεί από επώνυμους Έλληνες και ξένους φωτογράφους που τα ονόματά τους αναφέρω.
Συμπληρώνω αναφέροντας ότι γνωρίζω ότι η προσφορά μου για το θέμα αποτελεί κάτι το ελάχιστο σε σύγκριση με τις γνώσεις συγχωριανών μου της κάθε όχθης που έζησαν τα γεγονότα αλλά πάσης φύσης φοβίες ή και απειρίες δεν τους επέτρεψαν να τις κοινοποιήσουν με αποτέλεσμα να τυλιχθούν στη λήθη.                            
Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου, 2 Μάρτη 2015)

Λήγοντας ο Εμφύλιος Αύγουστο 30 του 1949, οι συγχωριανοί μου της Μεγάλης Κάψης, όπως και όλοι αυτοί της ορεινής Φθιώτιδας κι΄ Ευρυτανίας που τους απομάκρυναν  για να μην στρατολογηθούν στον ΔΣΕ ή του παρέχουν καταφύγιο και τροφή, εκούσια ή ακούσια, έσπευσαν με λαχτάρα να επανεγκατασταθούν στα σπίτια τους, εντελώς απροετοίμαστοι από προμήθειες για τον χειμώνα, ξύλα και υποζύγια. Κάποιοι παρέμειναν στις πόλεις έχοντας βρει δουλίτσα.  Άλλοι γύρισαν με την Άνοιξη του 1950.
Οι συγχωριανοί που διατάχθηκαν κι΄ εγκατέλειψαν το χωριό έμειναν στις κωμοπόλεις και πόλεις, όπως στη Μακρακώμη, τη Λαμία, Αθήνα- Πειραιά, Σαλονίκη, στα σπίτια συγγενών, όσοι είχαν. Άλλοι σε σπίτια επιταγμένα στη Λαμία ή σ΄ αυτά  που προσφέρονταν οικειοθελώς από Λαμιώτες παραθεριστές στο Κάψη προκειμένου ν΄ αποφύγουν την υποχρεωτική συγκατοίκηση με χωρικούς που δεν γνώριζαν. Σ΄ ένα τέτοιο έμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα ο παππούς μου Στέλιος Υφαντής με τη γιαγιά Ρήνω.
 
Καψιώτες 10ετίας 50 με μουλάρι του σχεδίου Μάρσαλ
(Φωτοδάνειο από Γιάννη Ποντικόπουλο)

Υποζύγια άρχισαν να φτάνουν στο χωριό με το Σχέδιο Μάρσαλ. Ήσαν τα πανύψηλα, ασπροκαστανόχρωμα, γεροδεμένα, μουλάρια από το Μισούρι των Η.Π.Α. και τα μαύρα, ψηλά από Κύπρο. Επέστρεφαν και κάποια ντόπια που επέζησαν από τους πολέμους ή και άλλα Ελληνικής ράτσας. Θυμάμαι τουλάχιστον δυο απ΄ αυτά, όπως ένα του γερο Ακρίβου, που το ονόμασαν «Μάρκο», για να υποτιμήσουν τον αρχηγό του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη, δείχνοντας ταυτόχρονα την αποστασιοποίησή τους από την αριστερά .
Τον Ιούνιο του 1950, μικρό παιδάκι, βρέθηκα στο χωριό μου. Και σήμερα απορώ, πώς η υπερπροστατευτική Δέσπω, η Μεγαλοκαψιώτισα μάνα μου,  επέτρεψε να πάω. Μετά πόση πεισματική δική μου επιμονή. Αγνοούσαν κι΄ αυτή και ο πατέρας μου τι θα μπορούσα να ιδώ εκεί. Η ίδια δεν μπόρεσε να έλθει μαζί μου. Ούτε τ’ αδέλφια μου, τουλάχιστον ο Κώστας, δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου.
Ήδη είχε επιστρέψει ο παππούς Στέλιος Υφαντής, μόνος, αρχίζοντας την μοναχική του διαμονή στο χωριό για κάπου δεκαπέντε χρόνια, σχεδόν κοσμοκαλόγερος, παρέα με τα καλέμια του, τα τελευταία του ξυλόγλυπτα και τη μαγειρική του.
Με ανεβοκατέβασε ο θείος μου Βαγγέλης Υφαντής με ολιγοήμερες άδειές του.
Φρικτά για τα παιδικά μου μάτια αυτά που είδα. Φρικτά όχι μόνο για παιδιά  της πόλης εκείνων των χρόνων αλλά και για σημερινά, μαθημένα στις εικόνες βίας από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το ίδιο φρικτά με αυτά των άλλων χωριών της ορεινής Φθιώτιδας και Ευρυτανίας, γύρω από το Βελούχι που υπήρξε κύρια σκηνή του Εμφύλιου.
Σπίτια μισογκρεμισμένα από έλλειψη συντήρησης, άλλα «φουσκωμένα», ετοιμόρροπα, καθώς το μοναδικό συνδετικό υλικό για κτίσιμο της πέτρας ήταν η λάσπη.  Με την πρώτη ζημιά στη στέγη, τα νερά της βροχής ή του χιονιού διέλυαν τους τοίχους.
Το σπίτι των παππούδων μου όπου γεννήθηκα και πέρασα τα νηπιακά μου καλοκαίρια, κατασκευασμένο από Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρας, φούσκωσε σε πολλά σημεία. Έγινε επικίνδυνο. Συγχωριανοί έλεγαν ότι αντάρτες έμειναν σ’ αυτό για μερικές ημέρες. Μην έχοντας ξύλα να ζεσταθούν, έκαψαν πάτερα της στέγης. Κάποιος υπερβάλλοντας, ψιθύρισε στο παιδικό μου αυτί με μάτια γουρλωμένα να με φοβίσει, ένα όνομα που τ’ άκουγα συχνά, χωρίς τότε να το συνδέω με τίποτε:
-  Ο Άρης !.
Μέχρι και 40 χρόνια μετά, το πέρασμα του Άρη Βελουχιώτη, Θανάση Κλάρα, μου φαινόταν  εκδοχή. Διαβάζοντας τόσα και τόσα γι’ αυτόν από τότε και ειδικά, σχεδόν πρόσφατα, τ΄ ακούσματα συγχωριανού λογοτέχνη-δημοσιογράφου Ηλία Προβόπουλου, αυτό μου έγινε πίστη. Αυτό παρόλο που με το φευγιό των χωριανών από το Κάψη ο Άρης ήταν ήδη νεκρός από καιρό. Ο Άρης σε νεαρή ηλικία παραθέρισε στο χωριό μου με τους δικούς  του. Φιλοξενήθηκε και την εποχή της Ε. Α. σ΄ αυτό. Παραθερίζοντας, νεαρός, θαύμαζε τη θέα του Βελουχιού, το Κεφάλι του Δία από τη θέση  Λελούδα. Αργότερα, με την Ε.Α. συνιστούσε στους Μεγαλοκαψιώτες «να φυτέψουν πατάτες» σε ελεύθερους χώρους στα δάση, σε φτερούσια. Αυτό, για να βρίσκουν τροφή αργότερα οι σύντροφοί του στο επερχόμενο αντάρτικο.
Την ίδια εποχή ο Βαγγέλης Υφαντής, έφηβος τότε, κρυφάκουγε στο κολλητό δικό τους σπίτι, το «παλιόσπιτο», τις συζητήσεις των οπλιτών της Ε.Α., ζωσμένων χιαστί με τους ιμάντες με τα φυσεκλίκια. Συζητήσεις για την αριστερά και την επερχόμενη εμφύλια σύγκρουση.
Σ’ ένα μισογκρεμισμένο δωμάτιο, χελιδόνια μπαινόβγαιναν έχοντας κάνει τις φωλιές τους ψηλά στις γωνιές της σανιδένιας ψευδοροφής. Ανέβαινα με μια σκάλα  τα βράδια φωτίζοντάς τες μ’ έναν πλακέ φακό. Έπαιρνα στο χέρι και χάιδευα τα χελιδονάκια της ελπίδας για δυο- τρία χρόνια, όσο να γκρεμιστεί το σπίτι από τον παππού.
 
Το «παλιόσπιτο» μετά το γκρέμισμα του σπιτιού

Έβλεπα μονοπάτια κλειστά από έλλειψη χρόνων ανθρώπινης περπατησιάς,  βάτα φουντωμένα, ξύλινους φράκτες πεσμένους, δένδρα, χωράφια απεριποίητα, εγκαταλειμμένα, αγριεμένα, εκτάσεις κοντά στο δάσος καλλιεργημένες παλιότερα, αυτοαναδασωμένες από ελάτια κι’ αγριοκαστανιές. Έβλεπα οπλισμό σπαρμένο στο δάσος, παρόλο που υποτίθεται είχε γίνει  μια πρώτη περισυλλογή του. Χειροβομβίδες, νάρκες κατά προσωπικού, βλήματα όλμου, εκρηκτικούς κορμούς βλημάτων πυροβολικού που δεν είχαν εκραγεί, τουφέκια άφθονα, πολυβόλα, πιστόλια, κ.α. Στο σπίτι του παππού αποθηκευμένες με τάξη, πλήρεις βολές όλμου, έμειναν χρόνια πριν τις παραλάβει ο Στρατός.
Για χρόνια, παιδιά εύρισκαν παίζοντας τον θάνατο στο δάσος, «παράπλευρες απώλειες» του αδελφοκτόνου πολέμου.

Οι «παράπλευρες απώλειες»
1957 της Παναγίας βρισκόμουν  στο Κάψη με τον Βαγγέλη και τον αδελφό μου Κώστα. Ο Κωστάκης στα 26 του, πηγαίνοντας καλά επαγγελματικά, είχε αγοράσει ένα Ι.Χ, ένα WARTBURG, δίχρονο ανατολικογερμανικό. Μεγάλη υπόθεση τότε να έχεις Ι.Χ. Ήταν πιθανά το μοναδικό αυτοκίνητο που υπήρχε εκείνες τις ημέρες στους δρόμους του χωριού, ίσως και  των γειτονικών παρότι 15αύγουστος.
Μεσημέρι, καλεσμένοι στον κάτω μαχαλά για φαγητό στο σπίτι συγγενών, μόλις είχαν καθίσει. Σερβίριζαν μια πηκτή από το πολύ πάχος αρνίσια σούπα που δεν τρωγόταν με τίποτε. Μας διακόπτει φθάνοντας λαχανιασμένος ένας συγχωριανός.  Ταραγμένος,  απευθύνεται στον Κώστα:
- Κωστάκ’, έλα γλήγουρα, φέραν τρία παιδιά απ’ το Μερκαδιώτικο κτυπημέν’ απ’ νάρκ΄, πρέπ’ να πάν’ Λαμία.
Το γεύμα σχόλασε. Με πονοκέφαλο, σουρωμένος ακόμη, ασυνήθιστος στο οινόπνευμα σε γλεντάκι που είχε προηγηθεί το περασμένο βράδυ στου Κουρκούμπα, το στομάχι ενοχλημένο, ρώτησα τον συγχωριανό μόλις έφυγε ο αδελφός μου, «τι έγινε, πως είναι τα παιδιά».  Άδειασε το στομάχι του όταν του απάντησε.
Έπαιζαν στο δάσος του κοντινού χωριού. Σκάλισαν κάποια χειροβομβίδα. Το ένα  ήταν ετοιμοθάνατο. Έφυγε στη διάρκεια της διαδρομής για Λαμία. Το δεύτερο, κάποιο θραύσμα ή το ωστικό κύμα του είχαν αποσπάσει ένα κομμάτι από   το κρανίο. Φαινόταν το μυαλό. Έφυγε στο Νοσοκομείο στη Λαμία. Το τρίτο με σχετικά ελαφρά τραύματα, επέζησε.
Παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει, δεν έλειψαν τ΄ ανεπίτρεπτα σχόλια κάποιου περαστικού :
-  Ο πατέρας των δυο παιδιών ήταν «κατσαπλιάς». Έφυγε στο Παραπέτασμα. Τα παιδιά γεννήθηκαν εκεί. Μ’ αυτό που έπαθε, πλήρωσε τα εγκλήματά του!.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γυρίζοντας στο 1950, τα πιο φρικιαστικά που είδε και σύντομα έπαψαν να μ΄  εντυπωσιάζουν καταντώντας συνηθισμένα, ήσαν άλλα.

Τ’ απομεινάρια της αντάρτισσας
Σε μια στροφή του κεντρικό τότε ανηφορικού μονοπατιού προς το χοροστάσι  της εκκλησιάς του χωριού, λίγα μέτρα πριν απ’ αυτό, σε θέση τέτοια που να  υπάρχει ανεμπόδιστη θέα προς το νεκροταφείο, την Παναγιά,  που βρίσκεται πιο χαμηλά σε οριζόντια απόσταση περίπου 200 μέτρα, αντίκρισα τη πρώτη μου κιόλας ημέρα φθάνοντας, ξαπλωμένο, έναν πλήρη σκελετό μικρόσωμου ατόμου, λευκασμένο από χιόνια, βροχές και ήλιο.
 
Εκπαίδευση οπλιτών του ΔΣΕ σε οπλοπολυβόλο(Φωτό Σπύρου Μελετζή)

Είδα στο κρανίο του μια τρύπα στη θέση του «δόξα πατρί». Άκουσα πως ήταν από σφαίρα. Ο συγχωριανός-αγωγιάτης μας, έσκυψε και σήκωσε το κρανίο να μας δείξει την τρύπα. Παρόλο που είχαν περάσει τόσοι μήνες από την επιστροφή των θρησκευόμενων συγχωριανών μου, κανείς δεν περιμάζεψε να θάψει τα οστά.
Κατέληξα, χρόνια αργότερα, ότι ο λόγος ήταν ο φόβος. Ο φόβος πως όποιος το έκανε θα θεωρούταν συμπαθών των πράξεις του στη ζωή. Ο ίδιος φόβος που έκανε τους συγχωριανούς να έχουν για χρόνια στόματα σφαλιστά, κρύβοντας έτσι την ιστορία του τόπου μας. Στην ίδια θέση βρισκόταν όλο το καλοκαίρι, στη θέα των περαστικών, πεζών η καβαλαραίων.  Φεύγοντας Φθινόπωρο ήταν ακόμα εκεί. Ποιος ξέρει πότε μαζεύτηκε, αν δεν πετάχτηκε με τις κλωτσιές η κάποιο φτυάρι στα βάτα της αποκάτω ρεματιάς..
Άκουσα την ιστορία του σκελετού. Κάποιος συγχωριανός μου έδωσε την ανθρώπινη μορφή του. Αυτήν κάποιας νεαρής αντάρτισσας, «συμμορίτισσας» μου είπε, ταλαιπωρημένης από τις κακουχίες, βρώμικης απ’ την απλυσιά, ψειριασμένης, πεινασμένης. Το ίδιο όμως και περισσότερο αγωνιστικής, φανατισμένης.
Έβγαινε απογεύματα με το σούρουπο για κάποιες ημέρες σ’ αυτό το σημείο,  εκτεθειμένη από άγνοια ή περιφρόνηση του κινδύνου ή εγωισμό πως έλεγχε τα πράγματα. Έκανε τις παλάμες της τηλεβόα. Έβριζε με μίσος τον Στρατό που βρισκόταν στη Παναγία, στο χώρο του νεκροταφείου του χωριού, περίπου διακόσια μέτρα πιο κάτω σε οριζόντια απόσταση:
-  Μοναρχοφασίστες, μουνόπανα της Φρειδερίκης.
Κάποια ημέρα, ένας ελεύθερος σκοπευτής την περίμενε.
Η σφαίρα την βρήκε στο δόξα πατρί. Έμεινε εκεί που έπεσε άταφη. Οι σύντροφοί της την άφησαν άταφη. Είχαν αρχίσει να υποχωρούν προς Γράμμο και Βίτσι. Το «κύκνειο άσμα» του ΔΣΕ ήταν η κατάληψη του Καρπενησιού την 20- 21.01.1949 για 19 ημέρες. Μετά άρχισε η ανελέητη καταδίωξή του με το «δόγμα» του Παπάγου της «νυχθημερόν καταδίωξης» και η ήττα του.
 
Φωτό από ιταλικό περιοδικό. Στρατιώτης του Ε. Σ. φυλάει αντάρτες 
ή τροφοδότες του ΔΣΕ ή αυτοαμυνίτες αφού δεν φορούν τη στολή του

Φαντάζομαι σήμερα ότι αν είχε ταφεί χριστιανικά ή όχι, με τις μεθόδους D.N.A. θα προσδιοριζόταν η ταυτότητά της. Θα γνωριζόταν το τέλος της σε γονιούς κι’ αδέλφια που σίγουρα δεν γνωρίζουν τίποτε για τη τύχη της. Ότι ακριβώς συνέβηκε και στο δικό μου το σόι, απ΄ αυτό της φυσικής μάνας της μάνας μου από την Καρύτσα της Ευρυτανίας.

Η ιστορία της μικροθειάς
-  Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μου’ λεγε η Δέσπω η μάνα μου.
Απ’ το 49, τον προηγούμενο χρόνο, άρχισα να βιώνω έντονα ένα δυσάρεστο για την παιδική μου ψυχή γεγονός. Για χρόνια, και  σήμερα ακόμα, με βασανίζει, με γεμίζει θλίψη.
   Η μπαλάντα του Σαββόπουλου, τρυφερού νοσταλγού τραγουδοποιού- ποιητή τραγουδιστή, «για τα παιδιά που χάθηκαν», είναι ένα τραγούδι που ακούγοντάς το από χρόνια, με συγκινεί βαθιά, καθώς μου θυμίζει τα παιδικά μου δάκρυα για ένα από αυτά τα παιδιά που χάθηκαν.
   Ήταν μια έφηβη δευτεροθειά μου. Ποτέ δεν την είχα ιδεί.  Άκουγα όμως πολλά γι’ αυτήν από την Δέσπω, την σπάνια ομορφιά της, τον χαρακτήρα της. Μου έγινε πρόσωπο αγαπημένο.
   Η θεια της Δέσπως, ίδιας ηλικίας μ’ αυτήν, αντάρτισσα του Δ.Σ.Ε., μάνα της, την πήρε μαζί της στο βουνό. Φεύγοντας με την καταδίωξη, ακολούθησαν τον Λαϊκό Στρατό. Ο άντρας της, που δεν είχε συμμετάσχει, δεξιός, άλλο ένα παράδειγμα διχασμού των οικογενειών με τον Εμφύλιο, με το αγόρι τους και δύο ακόμη κόρες, την Κατίνα και μια μικρότερη, έμειναν. Και τα τρία παιδιά, καλόψυχα χωριατόπουλα. Της μικρότερης, τρία χρόνια μεγαλύτερής μου, δεν θυμάμαι τ’ όνομά. Την θυμάμαι όμως όμορφη, άσπρη και κοκκινομάγουλη, φεγγαροκέφαλη, ντροπαλούλα, με τα μάτια κάτω συνεχώς, με δυο χοντρές χρυσοκάστανες κοτσίδες δεμένες κυκλικά στο πίσω και πάνω μέρος του κεφαλιού, φορώντας μια μακριά, γκριζωπή, υφασμένη σ’ αργαλειό φουστάνα.
   Ήλθαν στην Αθήνα όταν απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους οι κάτοικοι από την Κυβέρνηση. Τους έβλεπα συχνά στο σπίτι μας στον Πειραιά.
   Στη πορεία υποχώρησής, η θεια έχασε τη κόρη.
   Η ίδια παραδόθηκε στο Στρατό μόνη της, μια μικροκαμωμένη γυναίκα, ρημαγμένη, αγέλαστη, φοβισμένη σαν ζαρκάδι πληγωμένο. Τίποτε πάνω της, όσο την φέρνω και σήμερα σ΄ αυτήν την τρομερή μου μνήμη επηρεασμένος από την προπαγάνδα του εμφυλιακού ραδιόφωνου για τους άγριους «κατσαπλιάδες», δεν θύμιζε μια ορεσίβια, οπλισμένη, σκληραγωγημένη, αγέρωχη χωριάτισσα-αγρότισσα αντάρτισσα, που όργωνε τα παγωμένα βουνά της Ρούμελης.
      Εκτός από τις φρικτές της τύψεις είχε να αντιμετωπίσει το Στρατοδικείο.
   Καμιά πληροφορία για τη κόρη, 16 χρόνων τότε, ούτε αργότερα.  Κάποιο έστω γράμμα.
   Εδώ και πολλά πλέον χρόνια, όποτε αναλογίζομαι την υπόθεση, είμαι βέβαιος πια ότι σε κάποια βουνοκορφή ασπρίζει ότι έχει απομείνει απ΄ τα κοκαλάκια της, καθώς τότε ακόμη θ’ άφησε τη τελευταία της πνοή από βόλι αδελφικό ή κακουχίες. Δεν υπάρχει πλέον λογική αιτιολογία για μια τουλάχιστον επικοινωνία με τους εναπομείναντες μετά το γκρέμισμα των τειχών, τη διακίνηση της πληροφόρησης, την επιστροφή σχεδόν όλων, ακόμη και των πλέον σκληρών που έπραξαν πολλά.
   Η θεια, κοντά στα 40 της χρόνια τότε, πέρασε Στρατοδικείο αντιμετωπίζοντας καταδίκη σε θάνατο. Καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια. Γλίτωσε το απόσπασμα λόγω της «νομιμόφρονος» συμπεριφοράς της λοιπής οικογένειας.  
   Την επισκεπτόμουν με την Δέσπω στο κελί της στις αρχές του εγκλεισμού της, όσο βρισκόταν σε κάποια φυλακή που υπήρχε τότε στον Πειραιά, δεξιά της οδού Ρετσίνα πηγαίνοντας στο κέντρο, δίπλα στα «σίδερα» των τότε ΣΠΑΠ. Πηγαίναμε με τα πόδια να γλιτώσουν τα εισιτήρια του λεωφορείου.
-  Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μου’ λεγε η Δέσπω, η μάνα μου.
Μπαίνοντας στο κελί της, εγώ την κοίταζα πάντοτε μα πάντοτε στα μάτια. Με μαγνήτιζαν χωρίς να το θέλω, αμίλητος με το παιδικό μου κεφαλάκι μισοσκυμμένο, με ολοφάνερη την ένταση και στενοχώρια μου, τα χειλάκια σουφρωμένα. Σαν να μην υπήρχε καν σώμα σ’ αυτή τη γυναίκα, παρά μόνο μάτια. Σ’ αυτά, μόνο σ’ αυτά τα θλιμμένα μάτια την κοίταζα. Το βλέμμα της, λες και μαγνητιζόταν με τη σειρά του, αποσπόταν απ’ την λιγόλογη κουβέντα με την ανιψιά της και καρφωνόταν  στα παιδικά αθώα μου μάτια, μέχρι που σταματούσε να μιλά. Βούρκωνε τότε, τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα μάγουλά της, χωρίς λυγμούς.
Η πανέξυπνη μάνα μου σταμάτησε σύντομα να με παίρνει μαζί της, βλέποντας την κατάσταση. Άρχισε να πηγαίνει μόνη στη φυλακή κρατώντας στο χέρι της μια λευκή πετσέτα με δεμένες τις τέσσερις άκρες της σε κόμπο, με ότι φαγώσιμο μπορούσε να βρει να της πάει. Δε μου είπε το λόγο, ούτε εγώ της ζήτησα να με ξαναπάρει, παρόλο που αγαπούσα τόσο πολύ και ήθελα να βλέπω την πονεμένη μου νέα θεια- γιαγιά, πράγμα που το ήξερε η μάνα μου.
Με τη μάνα μου συνεννοούμασταν με το βλέμμα μόνο, τα λόγια περίσσευαν.
Λίγα χρόνια μετά η θεια αποφυλακίστηκε. Έζησε στο χωριό της με τον άντρα της και τα δυο από τα τρία υπόλοιπα παιδιά της. Σίγουρα θα υπέγραψε και την περίφημη «δήλωση». Η μεγάλη κόρη έγινε υπηρέτρια για χρόνια στο σπίτι της νονάς μου στον Πειραιά, μέχρι που παντρεύτηκε ένα πολύ καλό παιδί, επιπλοποιό, κι’ έκανε οικογένεια.
Το δράμα όμως της αναμονής και της ελπίδας δεν ξεχνιέται, ούτε το διαρκές μέτρημα των χρόνων της ηλικίας της μικρούλας χαμένης  δευτεροθειάς, ειδικά τότε στα παιδικά χρόνια μου. Οι υπολογισμοί μου, αιφνιδιαστικοί, ήσαν συχνοί και μεγαλόφωνοι. Τους ανακοίνωνα στη Δέσπω αιφνιδιαστικά, σε απρόβλεπτους χρόνους, όσο ζούσε, μέχρι το 70. Μετά, καθώς η Δέσπω είχε φύγει, τους έκανα και τους αναφωνούσα μέσα μου, χωρίς ακροατήριο που να αισθάνεται τον πόνο μου.
   - Σήμερα, αν ζει, θα είναι 17.
   - Σήμερα, αν ζει, θα είναι 18.
   - ……………………………  
   - Σήμερα, αν ζει, θα είναι 30
   - ……………………………  
   - Σήμερα, αν ζει, θα είναι 82.
Έχω συνδυάσει την ιστοριούλα αυτή με τη μαρτυρία του Ανταίου. Αυτή που  αναφέρεται στη σκληρότητα του Γούσια, που οδήγησε 1300 παιδιά 14 μέχρι 19- 20 ετών, άμαθα, μέσα στο καταχείμωνο σε μια απάνθρωπη πορεία από τη Βράχα της Ευρυτανίας στο Γράμμο,  έτσι που έφτασαν μόνο 300. Τα υπόλοιπα πέθαναν ή σακατεύτηκαν από τις κακουχίες και εγκαταλείφθηκαν ή δραπέτευσαν για να σωθούν. Αναφέρει επίσης ότι ο Γούσιας, σε έμπεδο παιδιών που είχε στη Πίνδο, είχε εκτελέσει παιδιά που αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν. Με τη μαρτυρία του αυτή ο Ανταίος είχε αποτέλεσμα τη δική του διαγραφή από το Κόμμα, σύμφωνα με τον Δημητρίου.
   ……………………………………………………………………..

Το παιχνιδάκι
Την ίδια εποχή, 1949, δυο- τρεις μήνες πριν, Δέσπω και Μήτσος, ο πατέρας μου, μου έκαναν το πρώτο μου αγοραστό δώρο. Τα μέχρι τότε παιχνίδια μου ήσαν πρόχειρες ιδιοκατασκευές από ξύλα, χαρτόνια, ύφασμα, άδεια σαρδελοκούτια. Ήταν ένα κόκκινο, τσίγκινο, απλό αυτοκινητάκι μοντέρνου τύπου, σαν κι΄ αυτά που είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν Αθήνα- Πειραιά. Με είχαν δει να το λαχταρώ σε μια βιτρίνα την ώρα που περνούσαμε. Έπαιζα με το πολύτιμό μου γεμάτος λαχτάρα, προσέχοντάς το μην και μου πάθει κάτι.
΄Όταν ήλθε με τους δικούς της η «όμορφη, άσπρη και κοκκινομάγουλη,   φεγγαροκέφαλη, ντροπαλούλα, με κατεβασμένα, με τις χρυσοκάστανες χοντρές κοτσίδες», μικροθειά μου κι΄ αυτή, το μόνο που κοίταξε με λαχτάρα, κοριτσάκι βουνίσιο, χωρίς κουκλίτσες ή άλλα παιχνίδια στη ζωή του, ήταν το αυτοκινητάκι. Η Δέσπω το πρόσεξε..
Λίγο πριν φύγουν, με πήρε παράμερα.
-Κολάτσα μου, το κοριτσάκι το καημένο δεν είχε ποτέ του ένα παιχνιδάκι. Θέλεις να του δώσουμε το αυτοκινητάκι σου;
Λαχτάρισα!. Άμεση αντίδραση, πρώτη σκέψη ν΄ αρνηθώ.  Σκέφτηκα όμως την θειά της μάνας μου στη φυλακή, μαζί την όμορφη μικρούλα μικροθειά μου και τη δική της λαχτάρα για το παιχνίδι καθώς παίζαμε μαζί πριν λίγο. Σκέφτηκα και τα μικρά παιδιά του χωριού μου που ποτέ δεν τα είδα με κάποιο παιχνιδάκι. Μόνο με μια φούρκα για σφεντόνα..
 - Δώστο μαμά!..
Θυμάμαι το γεγονός και παρά την τότε απώλειά μου, μαζί και την ευχαρίστησή μου..
……………………………………………………………………….

Οι αλυσοδεμένοι αντάρτες
Κάτι ανάλογο με τα οστά της νεαρής αντάρτισσας, είδα πιο την ίδια ή την επόμενη χρονιά, πάνω, ψηλά, σε  περιοχή πιο κοντά στο Βελούχι, σ’ ένα ξέφωτο της Λελούδας ή στο μονοπάτι για Αγίους Αποστόλους, κοντά σε μια πηγούλα. Μαθημένος πλέον από σκελετούς, διεσπαρμένα οστά έξω από το οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου της Παναγιάς, κρανία, γνάθους, κλείδες, πλευρά,  άγνωστο για μένα από τι, πιθανά από σκυλιά του εγκαταλειμμένου χωριού, δεν μου έκανε την εντύπωση, όπως την πρώτη φορά. 
 
Ειδικές Δυνάμεις του Ε. Σ στο Καρπενήσι με βρετανικούς μπερέδες
 και αμερικάνικα μπουφάν(22.05. 1948) Πηγή www.lifo.gr

Ήσαν δύο σκελετοί ανθρώπων που σκοτώθηκαν μαζί, πολύ κοντά μεταξύ τους, σχεδόν ανάκατα. Μαζί, κάποιες σκουριασμένες αλυσίδες. Οι σκελετοί ήσαν λειψοί. Όρνια κι΄ αγρίμια τους είχαν διαμελίσει.
Πολύ αργότερα, τέλος της δεκαετίας του 70, αρχές της δεκαετίας του 80, όταν είχαν αρχίσει ν΄ ανοίγουν τα σφραγισμένα στόματα  των φοβισμένων συγχωριανών, ακόμα  και των «επιζησάντων» ανταρτών του Εμφυλίου, όσων μ΄ εμπιστεύονταν, πάνω στη συζήτηση στο «μαγαζί» με  πρωινό καφέ και τσιγάρο ή κάποιο κονιάκ ή τσίπουρο απογευματινό- βραδινό με στραγάλια για μεζέ, άκουσα γι’ αυτά τα οστά από παλιό οπλίτη του ΔΣΕ, όταν τον ρώτησα.
- Ανήκαν σε δύο συντρόφους πολυβολητές. Στη μάχη της επίθεσης του Στρατού  αλυσοδέθηκαν μόνοι μη και δειλιάσουν και φύγουν.
Πετάγεται από δίπλα κάποιος που είχε στήσει αυτί, δεξιός αυτός του μονοιασμένου χωριού. Έσπευσε να διαψεύσει  τον πρώτο.
- Τους δυο κατσαπλιάδες έδεσαν οι «αρχισυμμορίτες» τους μη δειλιάσουν και το σκάσουν.

Συζητώντας με παλιούς αντάρτες
Πολλά άκουσα και αντιλήφθηκα σε συζητήσεις μου με παλιούς αντάρτες. Οι πολλοί απέφευγαν τη συζήτηση. Ρωτούσα αχόρταγα και μάθαινα απ’ αυτούς που  ήξεραν ή νόμιζαν ότι ήξεραν και ήθελαν να μιλήσουν. Ήξεραν ή έδειχναν να ξέρουν, όμως μέχρι σ’ ένα σημείο. Μέχρις εκεί που ήθελαν να πουν.  Λίγοι ιστορούσαν με λόγια απλά, χωρίς να γνωρίζουν πηγές, έγκυρες ονομασίες για λαϊκούς θεσμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, τα δυο σημαντικά πολιτικά γεγονότα στην περιοχή,  την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης στη Βίνιανη στις 10.03.1944 και την  σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου στους Κορυσχάδες στις 14.05.1944, τόπους που τους ήσαν γνωστοί όπου κάποτε πιθανά θα είχαν πάει με τα πόδια, σχετικά κοντινοί άλλωστε. Οι πολλοί αγνοούσαν.
Όλοι όμως είχαν τους λόγους που τους έστρεψαν στο αντάρτικο του Εμφυλίου. Περίπου τους ίδιους.
Ήσαν βασικά η υπερβολική φτώχεια και εγκατάλειψη από τις δομές της Πολιτείας, ειδικά των χωριών της Ρούμελης. Πολιτείας που πάντοτε τους θυμόταν στους αγώνες της, μόνο και μόνο για ν’ αφήνουν τα κόκαλά τους στα βουνά και κάμπους της Πατρίδας και μακριά απ’ αυτήν. Ήταν το κυνηγητό από τους ακροδεξιούς. Ήσαν ακόμα το κράτος δικαίου που υπόσχονταν οι καθοδηγητές με υποδείγματα τις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως κι’ ίδιοι νόμιζαν, μαζί με ακραίες δοξασίες, δίκαιες ή υπερβολικές, για στυγνούς μοναρχοφασίστες πλουτοκράτες, που πίνουν το αίμα του εργάτη και του αγρότη. Η εκδίκηση για πράξεις βίας των ακροδεξιών συνεργατών των στρατευμάτων Κατοχής και δωσίλογων που τελικά έμειναν ατιμώρητοι. Η πολλές φορές βίαιη στρατολόγηση από τις ανταρτικές ομάδες ακόμη και εφήβων και παιδιών που τ΄ άρπαζαν από την αγκαλιά των γονιών τους ή τα έβρισκαν κρυμμένα σε στάβλους ή στο βουνό. Η μεταπολεμική πείνα και η εντύπωση ότι θα είχαν να φάνε στο αντάρτικο, έχοντας υπόψη τους την αντίστοιχη τροφοδοσία τους από τους χωρικούς τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, κάτι που δεν επαναλήφθηκε στον Εμφύλιο. Το αίσθημα και η ανάγκη ν’ ανήκουν και συμμετέχουν σε κάποιο οργανωμένο σύνολο που να υπόσχεται βελτίωση της ζωής τους. Ακόμα και λόγοι καριερίστικοι..
Καταρρέοντας ο υπαρκτός σοσιαλισμός, με ότι μαθεύτηκε και από τα κύματα των οικονομικών προσφύγων, ο Λέλος που υπηρέτησε λοχίας στον Εμφύλιο στη Χαλκιδική, απόμαχος πλέον, μου είπε 1989- 90 σε κάποια μας συζήτηση:
- Φαντάσου να κέρδιζαν οι αριστεροί. Δε θα’ χα το φαγάκι μου τώρα στα γηρατειά. Θα γινόμασταν Αλβανία, οι γυναίκες δούλες ή πουτάνες!.
Αυτά πολύ πριν την σημερινή Κρίση της Χώρας. Σε ημέρες παχέων αγελάδων των  χρόνων της αθωότητας ή αδιαφορίας για το τι επερχόταν.
Εκεί .., «απορία ψάλτου βηξ» από μέρους μου. Η πιθανότητα να μην ήταν έτσι τα πράγματα ήταν ελάχιστη. Κάθε άλλο παρά περισσότερο μορφωμένους, εργατικούς, πειθαρχημένους και ηθικούς θεωρούσα και θεωρώ τους συμπατριώτες μου σε σύγκριση με  λαούς του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, Ρώσους, Πολωνούς, Ούγγρους, λοιπούς, πλην των Βαλκανίων, για να είχαμε καλύτερα αποτελέσματα. Η Κρίση με δικαίωσε. Δεν έφταιξε στις χώρες αυτές το Σύστημα αλλά η ανθρώπινη αδυναμία, η έλλειψη επιδίωξης διάκρισης, η ανάδειξη ακατάλληλων ατόμων σε θέσεις κλειδιά, το βόλεμα σε βάρος άλλων άξιων, η πλεονεξία, ο πόλεμος σ’ ανθρώπους με αξία, ανένταχτους σε κομματικές ομάδες και ομαδούλες, η τεμπελιά στην εύφορη κοιλάδα που απεριποίητη με το χρόνο καταντά έρημος, πράγματα που τελικά παραπέμπουν πάλι στην ορθότητα ή όχι για το Σύστημα. Το ίδιο σχεδόν που σαν κομματισμός, οδήγησε την Ελλάδα σε ανάλογα αποτελέσματα σε πολύ πιο σύντομο διάστημα.
Ποτέ δε ρώτησα παλιούς αντάρτες για τις μάχες τους με τον Στρατό. Ήταν  για μένα η ακραία κατάσταση της φρίκης. Η ώρα που αδελφός εξολοθρεύει αδελφό.
Κι’ οι ίδιοι ποτέ δεν μου ιστόρισαν κάτι σχετικό από μόνοι.
Μου διηγιόνταν όμως με αυτοσαρκασμό για τη συντροφικότητα μεταξύ τους, την πείνα, τη παγωνιά, την βρομιά, την ψείρα, την ακραία εξάντλησή τους, ειδικά το διάστημα της καταδίωξής τους το 49. Ξυπόλητοι, βρώμικοι, νηστικοί, ψειριασμένοι, ήσαν αναγκασμένοι να περπατούν αδιάκοπα σ’ αυτά τα χιονισμένα, ανταριασμένα, πανέμορφα βουνά μας της Ρούμελης και πέρα, Χειμώνα. -Άνοιξη- Καλοκαίρι- Φθινόπωρο.
Η εξουθένωσή τους, η απογοήτευση από την έλλειψη κάποιου σοβαρού σημαδιού συμπαράστασης από τον βορά προς τους ηγέτες τους που πολλοί απ’ αυτούς σήμερα ομολογούν πόσο άστοχος ήταν ο Εμφύλιος, με τις συμφωνίες Στάλιν- Τσόρτσιλ για τις ζώνες επιρροής, τους αποθάρρυναν. Ο απόηχος όλων αυτών έφτανε και στους δικούς μας χωριανούς, όσο τους επιτρεπόταν.
Οι κακουχίες, η πείνα κι΄ ο δικαιολογημένος δισταγμός με την διαφαινόμενη ήττα να συνεχίσουν προς ένα μέλλον αβέβαιο σε κάποια εντελώς άγνωστη χώρα, μακριά από τις οικογένειες, γονιούς και παιδιά τους, ήσαν οι λόγοι που πολλοί άρχισαν να παραδίνονται στο Στρατό, όχι στη Χωροφυλακή. Εμπιστεύονταν κύρια τους φαντάρους θεωρώντας τους παιδιά του λαού γιατί ανάμεσά τους ήσαν παιδιά σχεδόν απ’ όλο το τότε πολιτικό φάσμα, όπως σκέφτονταν ή τους είχαν πει.
Οπλίτες του ΔΣΕ που παραδόθηκαν. 
Μακρακώμη. Πηγή: in.gr, 1.4.2012

Σε όλα αυτά, προσθέτω ότι ο φόβος στρατοδικείων με τις αποφάσεις εκτελέσεων δεν επέτρεπε σε μεγάλο ποσοστό από τους αντάρτες να παραδοθούν πολύ ενωρίτερα δίνοντας γρηγορότερο τέλος. Πράγμα που έγινε πολύ αργότερα, κάτι που τους επέτρεψε να επιστρέψουν από τις χώρες που κατέφυγαν..
Καθώς αφουγκραζόμουν παλιούς αντάρτες
Μου διηγιόταν με την χαρακτηριστική ορεσίβια λαλιά του που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει, ένας απ’ αυτούς, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, «φευγάτος» αναπάντεχα από πολλά χρόνια, νέος ακόμα. Θωριά, σαν τον Μπάρμπα Γιώργο του Καραγκιόζη, καθαρά βουνίσια, παρότι φρεσκοξυρισμένος και καθαροντυμένος, με την γκλίτσα πάντα στο χέρι. Ήταν πανύψηλος, μαυριδερός από τη δουλειά του τσοπάνη, με τις μουστάκες του, τα άφθονα άκοπα κατσαρά του μαλλιά, τα πυκνά φρύδια, το τεράστιο δρασκέλισμά του και την παιδικής αθωότητας φωνή του. Γουρλώνοντας τα μάτια του, προεκτείνοντας το σαγόνι του, σουφρώνοντας τα χείλη του για να δώσει έμφαση, μου διηγιόταν παραστατικά πώς με τρεις  συγχωριανούς και κοντοχωριανούς οπλίτες του ΔΣΕ παραδόθηκε στο Στρατό:
- Π’ λες Νικλάκ’, χρις ψουμί μια βδομάδ’, χρις τσαρούχ’ στου πόδ’, του γιόμα φτάνουμ’ σε μια σκουπιά. Χαμπέρ’ δεν μας πήρ’ κνείς. Πετάξαμ’ τα όπλα, σηκώσαμ’ τα χέρια και κράξαμ’: Ορέεε !!…παραδνόμαστι !!!!.
- Στη σκουπιά ήταν ένα Περαιωτάκ’. Σαν μας είδ’ έβαλ’ τα γέλια. Δεν  μπορούσ’ να κρατθεί.
-  Ρεεεε !, άρχισ’ να κράζ’ τις άλλ’ ς, ελάτ’ να δείτ’, κάτ’ αντάρτ’ ς !!.
Φαντάζομαι και σήμερα την εμφάνιση των συγχωριανών μου ανταρτών, ειδικά του αφηγητή της σκηνής 26- 27 χρόνια νεώτερου, ώστε να προκαλέσουν τα γέλια του Πειραιώτη φαντάρου. Αφηγούταν και γέλαγε κι’ ίδιος φέρνοντας στο μυαλό του την εμφάνιση που είχαν όταν παραδίνονταν.
 
Οπλίτης  του Δ.Σ.Ε παραδίδεται στον Ε.Σ .
Φωτό: Bert Hardy, Getty Images του 1948
Μήλιος
30-07-2006, Κυριακή,  ανέβηκα με τη σύντροφό μου στο Κάψη να παρακολουθήσω τη Συνέλευση του Συλλόγου μας. Έκπληξη μου προκάλεσε το για πρώτη φορά εξομολογητικό ξάνοιγμα απέναντί μου του Μήλιου (Αιμίλιου Δ.).
Χωρίς να τον ρωτήσω τίποτε σχετικό ο ίδιος, ο Μήλιος το έκανε πιθανά γιατί αισθάνθηκε ότι μου το χρωστούσε βλέποντας ότι πλησιάζει το τέλος. Αυτό, καθώς πιθανά θυμήθηκε τον δισταγμό του να μου μιλήσει πριν πολλά χρόνια, έχοντας πιθανά μάθει και για την συμπαθητική μου αντιμετώπιση για όλους τους αντάρτες, όπως και για καθέναν που έχει παλέψει, άσχετα αν έχει χάσει.
Μπροστά στη σύντροφό μου, σημαντικά νεώτερη, που μεγαλωμένη στο Κέντρο χωρίς κανένα σχετικό βίωμα παρακολουθούσε έκπληκτη, ο Μήλιος, ο τελευταίος επιζών οπλίτης, αντάρτης του Δ.Σ από το Κάψη, 86-87 χρόνων, ψηλός, ανδροπρεπής, λεβέντης παρ’ όλα του τα χρόνια, άντρες σαν κι’ αυτόν δύσκολο να υπάρξουν πια, με περίπου την ίδια παλιά ορεσίβια λαλιά, άρχισε τον μονόλογό του. Ήμασταν  καθισμένοι στο πεζούλι, στη σκιά, κάτω απ’ τον αιώνων πλάτανο στο χοροστάσι της Αγίας Τριάδας, αμέσως μετά τη λειτουργία, μετά την ανταλλαγή κάποιων κοινοτυπιών. Μονόλογο λιγόλογο, δωρικό, κοφτό, όπως πάντα μιλούσε στη ζωή του, κόβοντας ολόκληρες προτάσεις λες και θεωρούσε, και πραγματικά ήταν, το περιεχόμενό τους αυτονόητο:
-  Τι ‘μασταν μείς;. Φουκαριάρικα, νηστικά, χωρίς τσαρούχι στο πόδι χωριατάκια. Με γυμνά ποδάρια στο χιόνι, χειμώνα, να πάμε σχολειό. Με γυμνά ποδάρια, ένα ντορβά με μπομπότα και τραχανά να παν στο Καρπενήσι όσα παιδιά του γυμνασίου, πάνω απ’ τις Ράχες.
 Όλοι ήμασταν εδώ πάνω γραμμένοι στο Κόμμα.
 Μας πήγαιναν μια από δω, μια από κει.
 Οι άλλοι, κάτω στο κάμπο, οι περισσότεροι ήσαν ταγματασφαλίτες.  Ανέβαιναν με   τους Γερμανούς και μας καίγανε.
 Όταν γυρίσαμε και παραδοθήκαμε, μας άρπαξαν. Μας πήγαν Λαμία.
 Ήταν ένας εισαγγελέας …Κινίνος!.
Δεν θέλησα να τον διακόψω, να τον ρωτήσω αιφνιδιασμένος από την ονομασία του εισαγγελέα  αν πρόκειται για επίθετο ή για τη παρομοίωσή του με τη πίκρα του τότε χρησιμοποιούμενου για την ελονοσία θεόπικρου, κίτρινου κινίνου του οποίου είχα  την εμπειρία από ελονοσία στα βρεφικά μου ταξίδια για Κάψη περνώντας από Κωπαΐδα με τα κουνούπια της. Όπως το πρόφερε όμως, έμοιαζε σαν να το αργομάσαγε υποχρεωμένος να μην το καταπιεί, αισθανόμενος όχι μόνο στο στόμα του αλλά και βαθιά στη ψυχή του όλη την θεόπικρη γεύση του, όχι απλά την πικρίλα που αισθανόταν κάποιος που κατάπινε κινίνο. Τόση ήταν η απέχθεια, το δέος, η φρίκη, η ανατριχίλα που ένοιωθε, που αποτυπωνόταν σε όλο του το πρόσωπο,  σαν να ήταν και τώρα μελλοθάνατος, ακόμα και τώρα, μετά τόσα πολλά χρόνια.
- Κακόψυχος!, συνέχισε τρέμοντας, ο Μήλιος.
 Κάθε μέρα έστελνε καμιά δεκαπενταριά παιδιά από μας και τα ντουφέκιζαν έξω από τη Λαμία.
Εμάς, του χωριού μας, μας έσωσε ο Σιδερογιάννης, ο πρόεδρός μας της  Κοινότητας. Παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, ορκίστηκε και είπε :
-  Αυτά είναι δικά μου παιδιά. Αφήστε τα ήσυχα!. Μεγάλος άνθρωπος!.
Η εικόνα του Γιάννη Σιδέρη, του Σιδερογιάννη, σαν με κλικ εμφανίστηκε στην οθόνη μου. Ταυτόχρονα λειτούργησε το μνημονικό μου από διαβάσματα για τις εκτελέσεις της Άνοιξης του 1948 από το στρατοδικείο Λαμίας. Ο περιβόητος "Κινίνος" απάγγελνε καθημερινά καταδίκες κι΄ οι εκτελέσεις τα χαράματα στην "Ξηριώτισσα", δίπλα στο νεκροταφείο Λαμίας, έσπερναν τη φρίκη..
……………………………………………………………

Σιδερογιάννης- Σιδερογιάννενα
Ο Σιδερογιάννης ήταν ελληνοαμερικάνος συνταξιούχος, δεξιός. Νονός του θείου μου Βαγγέλη. Είχε γυρίσει κι΄ επανεγκατασταθεί στο χωριό πριν τον Πόλεμο. Ο λόγος του, λόγω υπηκοότητας, σεβαστός στους στρατοδίκες. Τελευταία φορά που θυμάμαι ότι τον είδα ήταν Φλεβάρης του 1971, όταν όλο το σόι ανεβήκαμε στο χωριό να θάψουμε τον παππού Στέλιο Υφαντή. Το σπίτι του δεν μας χωρούσε να κοιμηθούμε βράδυ. Εγώ  κοιμήθηκα στο Σιδηρογιαννέικο, ένα μικρό σπιτάκι, στη κουζίνα, σ΄ ένα ντιβάνι, με πυρωμένη τη στόφα, σκεπασμένος με μια σκούρα βαριά βελέντζα κατάσαρκα σχεδόν  χωρίς πιτζάμες, να ζεσταθώ απ΄ την παγωνιά με το χιόνι έξω ένα μέτρο. Το πρωί μου έφεραν καυτό γάλα κατσικίσιο με ξερή  μπομπότα και καφέ πριν το τσιγάρο μου.
Τους ξανάβλεπα με την Σιγερογιάννενα ακόμα για μερικά χρόνια μετά. Αργότερα μόνη την Σιδερογιάννενα, ο Σιδερογιάννης είχε φύγει. Σε μερικά χρόνια έφυγε κι΄ αυτή. Άκουσα ότι έπεσε μόνη καθώς ζούσε και «τσακίστηκε».
Περίπου 1990, περνώντας στη βόλτα μας στο μονοπάτι έξω από το σπιτάκι τους με τον Βαγγέλη και τον Κωστάκη, το είδα ερειπιώνα με κάποια κουρέλια να κρέμονται και μερικά άχρηστα πλέον οικιακά τους σκεύη. Δεν είχαν παιδιά ή κοντινούς να ενδιαφερθούν γι΄ αυτό το σπιτάκι, να το συντηρήσουν. Κτισμένο με πέτρα και λάσπη, όπως όλα τα παλιά του χωριού, πήραν νερά οι τοίχοι απ΄ τα χιόνια που έλιωναν απ΄ τα  καταστραμμένα κεραμίδια, φούσκωσε κι΄ έπεσε..
………………………………………………………………..
Κάποιος, στηριγμένος στη γκλίτσα του μας παρακολουθούσε από καμιά δεκαπενταριά μέτρα χωρίς βέβαια ν’ ακούει. Εγώ ενώ άκουγα, τον έβλεπα να παρακολουθεί τα χείλη του Μήλιου προσπαθώντας με αγωνία να τα διαβάσει. Ταυτόχρονα μιλούσε με άλλους, κάποιους γηραιούς χωριανούς. 
Κάποιον μου θύμιζε…
-  Ποιος είναι αυτός με την γκλίτσα που μας κοιτά ρε Μήλιο;
-  Δεν τον θυμάσαι;.  Ο Β…,
είπε το παρατσούκλι που του είχαν δώσει χωριανοί από παιδί, παρατσούκλια που δίνονταν πάντα σύμφωνα με κάποια πράξη ή τον χαρακτήρα του αποδέκτη τους.
Τον θυμήθηκα αμέσως. Είχα να τον δω πολλά χρόνια. Τέσσερα-πέντε χρόνια νομίζω  μεγαλύτερός μου, παλαβός από τότε, τον είχαν κάνει χωροφύλακα κι’ αυτόν,  μου είπε ο Μήλιος. Τον κάλεσα μ’ ένα νεύμα κι’ ήρθε κοντά, όταν είδα ότι δεν είχε να προσθέσει ο Μήλιος κάτι άλλο. Αυτός με είχε ήδη αναγνωρίσει από μακριά ή είχε ρωτήσει ποιος είμαι και θα πήρε τη συνηθισμένη απάντηση:
-  Ο Νίκος της Δέσπως του Μπαρμπαστέλιου.
Ανταλλάξαμε κάποιες κοινοτυπίες για τα παλιά, για τ’ αδέλφια, τις αδελφές του. Φεύγοντας απ’ το χοροστάσι, με κράτησε από το μπράτσο πίσω εμποδίζοντάς με. Μπροστά πήγαινε η σύντροφός μου με τον Μήλιο και την κόρη του.
Μου λέει ψιθυριστά κοιτώντας με πονηρά με εκείνο το μοχθηρό, το είχε από παιδί, ψεύτικο χαμόγελο:
-  Καταλαβαίνω τι σου’ λεγε τόση ώρα αυτός. Μη πιστεύεις τίποτε !.
Όλ’ αυτά,  57 τότε χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου!.
Μου έκανε εντύπωση η αγάπη, η στοργή, η θαλπωρή προς τον πατέρα της από την κόρη του, μια όμορφη, ψηλή σαν και τον ίδιο, σοβαρή, ολιγόλογη, σχεδόν δωρική λεβέντισσα 40άρα. Ίσως να την είχα ιδεί παλιότερα, κορίτσι, χωρίς να την θυμάμαι. Το βλέμμα της με φροντίδα συνεχώς πάνω στον πατέρα της, να προλάβει κάθε του επιθυμία, να τον κανακεύει. Περνούσε τουλάχιστον ήρεμα γηρατειά, χήρος από χρόνια. Ήταν από τα παιδικά  μου χρόνια τόσο μεγάλη η συμπάθειά του γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Του ζήτησα και κάθισε δίπλα μου σε κάποιο μνημόσυνο-τραπέζι που προέκυψε απροσδόκητα για συγχωριανό. Εμένα και την σύντροφό μου μας κάλεσε η χήρα του. Επειδή ήταν μαζί μας πιθανά, κάλεσε και τον Μήλιο. Δεν πρόσεξα αν κάλεσε την κόρη του που δεν ήλθε. Ο Μήλιος δέχτηκε αμέσως με τη προτροπή της.
-  Πήγαινε πατέρα!.
Αισθανόμουν ωραία που τον είχα δίπλα μου και ανταλλάζαμε σποραδικά κάποια κουβέντα. Καταλάβαινα πως κι’ αυτός το ίδιο αισθανόταν. Λες και γυρίσαμε τα χρόνια πίσω. Λες και βρισκόμασταν στα παλιά, αμέσως μετά τον Εμφύλιο, χρόνια του ζωντανού χωριού. Ποιος ξέρει αν θα ξανανταμώναμε στον κόσμο αυτό. Αυτό πέρασε μια στιγμή απ’ το μυαλό μου.
Τον θυμάμαι το 1952- 53, απόγευμα καλοκαίρι, όταν μπήκε στο μαγαζί, παιδάκι εγώ. Το ένα του μπατζάκι διπλωμένο και ανεβασμένο στο γόνατο, η γάμπα του μπαταρισμένη μ’ ένα καθαρό άσπρο πανί.
- Τι είν’ αυτό ορέ Μήλιο;, τον ρωτούν.
- Τίπτααα!. Μ΄ έφαγ΄ μια οχιά.
Τον δάγκωσε μια οχιά καθώς δούλευε στο χωράφι. Κι’ αυτός, ήρεμος, ψύχραιμος, πύρωσε στη φωτιά στα γρήγορα «τη σουγιά» κι’ άνοιξε τη γάμπα του να διώξει το δηλητήριο, όπως εξήγησε.
Τον θυμάμαι πάλι την ίδια χρονιά σ’ έναν αργό απογευματινό μας περίπατο πίσω από το τότε αλώνι του Πάνω Μαχαλά. Ο ήλιος έδυε. Ήσαν οι τρεις μας με τον Βαγγέλη σ’ ένα στενό μονοπάτι, κλειστό κι’ αυτό, από χρόνια απερπάτητο. Μόλις είχαμε ανάψει το καντηλάκι στο παλιό εικονοστάσι. Στο μονοπάτι για Μερκάδα. Βλέποντάς με, ερχόταν πίσω μου, να πηγαίνω να σπρώξω με το πόδι κάτι που νόμισα για «μπακακάκι», βατραχάκι, στη μέση του μονοπατιού, μ΄ άρπαξε σαν πούπουλο με τα δυο του χέρια σηκώνοντάς με ψηλά, απομακρύνοντάς με από τον κίνδυνο, την ίδια στιγμή που η μικρόσωμη κουλουριασμένη οχιά,  ύψωνε γοργά το κεφάλι της ν’ αμυνθεί χύνοντας το δηλητήριό της. 
25 Μάρτη 2007, πριν κλείσει χρόνος, έμαθα τυχαία ότι ο Μήλιος «έφυγε».
Στενοχωρήθηκα σαν για κοντινό μου, πολύ δικό μου. Ευχήθηκα νοερά να είναι ελαφρύ το χώμα του χωριού μας που τον σκεπάζει. Κρίμα που δεν έμαθα έγκαιρα το φευγιό του, να συμμετάσχω στο ξεπροβόδισμά του. Να του κουνήσω το μαντήλι.
Αμέσως μετά τον Εμφύλιο

Η «Ανασυγκρότηση»
Με κάποια χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ που δεν φαγώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν  για το σκοπό του, άρχισε η προσπάθεια να κρατηθούν οι πληθυσμοί στα χωριά με βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Ο φόβος για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» ήταν άλλωστε παρόν.
Για το χωριό η κατασκευή συνδετήριου χωματόδρομου με τη δημοσιά κι’ οι ενισχύσεις για επισκευή των σπιτιών ήσαν οι πρώτες υλοποιήσεις του σχεδίου. Ακολούθησε ηλεκτροφωτισμός, τηλέφωνο, υδραγωγεία. Αυτά θυμάμαι.
Ήταν όμως πλέον αργά!
Τα χωριά ερημώνονταν. Η λέξη αστυφιλία ακουγόταν και διαβαζόταν διαρκώς. Όσοι βρήκαν δουλίτσα στις πόλεις με την αναγκαστική εγκατάσταση σ’ αυτές, τις κράτησαν. Άλλοι έψαχναν. Ταυτόχρονα ο συγχωριανός υπουργός επί Παπάγου διόριζε χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες, υπαλλήλους.
Η μετανάστευση, μια άλλη λέξη ν’ ακούγεται συχνά, είχε φουντώσει. Πολλοί  θυμόνταν κάποιον θείο στην Αμερική.  Προσπαθούσαν να τον πείσουν, τον ικέτευαν, να τους κάνει την πολυπόθητη «πρόσκληση» που χωρίς αυτήν ήταν αδύνατο να μεταναστεύσουν.
Αξέχαστα μου μένουν δυο πρωτοξαδέλφια του Βαγγέλη που τους έβλεπα και δικούς μου συγγενείς. Ο Βασίλης κι’ ο Αλέκος. Πήραν την πρόσκληση από τον εγκατεστημένο στην Αμερική πολύ πριν τον Πόλεμο καζαντισμένο θείο.
Ο Βασίλης άφησε γυναίκα και τρία παιδιά, δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι. Αρρώστησε. Μετά κάποια χρόνια οι γιατροί του συνέστησαν να γυρίσει στο χωριό του να ησυχάσει, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Έφυγε σύντομα αφήνοντας τη γυναίκα του να μεγαλώσει τα παιδιά τους, πράγμα που κατάφερε, μ’ όλες τις δυσκολίες,  με τον καλύτερο τρόπο. Χαίρομαι που έστω σπάνια τα βλέπω σήμερα αποκατεστημένα, μορφωμένα.
Ο Αλέκος, ήταν μια γελαστή, ήπια, αξέχαστη φυσιογνωμία των παιδικών μου  χρόνων. Το πρωινό της επιβίβασής του στο πλοίο, πριν ξημερώσει, ήλθε την ώρα που κοιμόμουν να μας αποχαιρετίσει στο σπίτι μας στον Πειραιά. Με ξύπνησε ο ίδιος. Έτσι ξυπνώντας αιφνιδιαστικά, αντίκρισα το χαρούμενο, γεμάτο ελπίδα πρόσωπό του. Ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα. Έφυγε, κι’ αυτός με το ίδιο εισιτήριο, όπως κι΄ ο αδελφός του, μετά κάποια χρόνια στην Αμερική, όπου δημιούργησε μια μικρή επιχείρηση. Παντρεύτηκε συγχωριανή μας και έκαναν κι’ ένα παιδί. Μάνα και παιδί χάθηκαν για τους περισσότερους συγχωριανούς στο μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων και πολιτισμών. Δεν έχω ακούσει κάτι γι’ αυτούς. Πρόπερσι άκουσα ότι είχαν τελικά δυο κορίτσια. Κάποτε πριν χρόνια το ένα επισκέφτηκε το χωριό. Ύστερα σιωπή. 
Κορίτσια φεύγανε για νύφες στις ίδιες χώρες. Ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος είχαν διακόψει τη δραστηριότητα εξαγωγής νυμφών με την από φωτογραφία γνωριμία για γάμο ή απλό  προξενιό ή και μόνη την θύμηση του κοριτσιού από παιδική ηλικία ή και μόνο με την γνώση της ηθικής της οικογένειας της νύφης, χωρίς καν να έχουν ιδωθεί.
Η μετανάστευση των συγχωριανών μου ήταν μόνο για ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, όσο γνωρίζω. Ποτέ ή σπάνια για Γερμανία ή Βέλγιο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Προσπαθώντας να ξεφύγω, ν’ αλλάξω διάθεση, αναλογιζόμουν παλιές, «εύθυμες» ιστοριούλες που έζησα στο Κάψη. Όχι απλά ακούσματα.

Η κατασκευή του δρόμου στο νεκροταφείο
Πολλές οι ιστοριούλες για την περίοδο της κατασκευής του συνδετήριου δρόμου του χωριού με τη δημοσιά Λαμία-Καρπενήσι. Παλιότερα οι ταξιδιώτες για το Κάψη κατέβαιναν στο χάνι του Ποντικού πάνω στη δημοσιά κι΄ από κει με τα πόδια ή ζώο για το χωριό.
Μια απ’ αυτές είναι αυτή καθώς διανοιγόταν  χαμηλά, έξω από το νεκροταφείο.
Καθώς μια μικρή μπουλντόζα με συρματόσχοινο έκοβε το υψηλό πρανές κάνοντας ράμπα, το αποτέλεσμα της εργασίας φαίνεται σήμερα στους διερχόμενους παρόλο έντονα πλέον φυτρωμένο από θάμνους, το χωριό ανακάλυψε ότι το ωφέλιμο πλάτος του παλιού νεκροταφείου ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι γνώριζαν. Πολλοί ανώνυμοι, παμπάλαιοι τάφοι, χωρίς σταυρό ή άλλο χαρακτηριστικό, γι’ αυτό δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες, καταστρέφονταν από το μαχαίρι της, αδειάζοντας το κατάλευκο περιεχόμενό τους στο φρεσκοσκαμμένο και επί αιώνες καλά λιπασμένο μαυρόχωμα. Οστά γίνονταν ένα με το πάτημα από τις ερπύστριες.
Έτυχε μαζί με μεγαλύτερους συγγενείς και φίλους, παραθερίζοντας στα δέκα μου να παραβρίσκομαι, καθώς αυτές οι εργασίες ήσαν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους αργόσχολους. Θυμάμαι μαζί τον Βαγγέλη και τον νεαρούλη τότε Νικηφόρο Πανέτσο.
Ένα- δυο κρανία κουτρουβαλώντας στο πρανές, έφθασαν στα πόδια σχεδόν του φιλοθεάμονος κοινού, από το οποίο κάποιος νεαρός κλωτσώντας τα σαν μπάλες ποδοσφαίρου, τα επανέφερε στο ποδαρικό των μπάζων. Εκεί σκεπάστηκαν  από τα επόμενα μπάζα που κατηφόρισαν.
Άφθονες εικόνες με πλημμυρίζουν από τα «εργοτάξια» της κατασκευής του δρόμου. Άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, δούλευαν με αυστηρή επίβλεψη σκάβοντας, κτίζοντας τα πρανή με τεχνικές ξερολιθιές που τα΄ αποτελέσματά τους εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. 
1950. Σπάσιμο πέτρας για στρώσιμο δρόμου. 
Φωτογραφία Βούλας Παπαϊωάννου

Ζήλευα στην ώρα της πληρωμής των εργαζομένων συγχωριανών μου στο δρόμο, ανδρών και γυναικών, κάθε Σάββατο απόγευμα. Στη σειρά ένας- ένας με τάξη, φρεσκοπλυμένοι και ξυρισμένοι, σαν σε γιορτή, επιβεβαίωναν σοβαροί τα μεροκάματά τους και πληρώνονταν με κολλαριστά χαρτονομίσματα από κάποιον ταμία καθισμένο πίσω από ένα τραπεζάκι κάτω από το τότε Υφαντέικο, χαρούμενοι, σκεφτόμενοι πού θα τα ξόδευαν, ποιες ανάγκες θα θεράπευαν.
Κάποτε ήμουν έτοιμος να ζητήσω να με… πάρουν κι’ εμένα στη δουλειά.
Η αλήθεια είναι ότι αρκετά μεροκάματα έφτασαν στα χέρια των χωρικών, απαραίτητα για να «τα βγάλουν πέρα» τις μέρες της ανέχειας της επιστροφής.

Έρχονται οι Αμερικάνοι!
Ειδοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς στο Κάψη, Μεσαία Κάψη και Πέρα Κάψη, ότι τη τάδε του μηνός Ιουλίου ή Αυγούστου 1951 ή 52, καλοκαίρι, ώρα 11: 00 πρωινή, θα πέρναγαν από τον Αγιώργη τα δυο παιδιά του Γρηγόρη, του πάμπλουτου Αμερικάνου που έφυγε απ’ το χωριό αρκετά πριν από τον Πόλεμο. Ήταν αδελφός της Ρήνως, μητέρας του Βαγγέλη, άλλων γυναικών από τα χωριά και του Ποντικογιώργου. Τα έστειλε, γεννημένα και μεγαλωμένα στις ΗΠΑ, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, να την γνωρίσουν και μαζί τους κοντινούς τους συγγενείς.
Έβαλαν όλοι και όλες τα καλά τους της εποχής, εκτός από τον Ρήγα, σύζυγο  θείας τους, που φρόντισε να ντυθεί με κάτι χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα, παρόλο που διέθετε καλύτερα, θέλοντας να δώσει την εικόνα του πάμφτωχου φουκαρά που χρειάζεται άμεση ενίσχυση.
Ο Βαγγέλης, θέλοντας να γνωρίσει τα πρώτα του ξαδέλφια, συμμετείχε κι’ αυτός στην εκδήλωση, πήρε κι΄ εμένα μαζί του. Η γιαγιά Ρήνω είχε «φύγει» το 1949, ο παππούς Στέλιος δεν θέλησε να κατέβει. Δεν θυμάμαι συμμετοχή του Ποντικογιώργου, του θείου τους ή των αγοριών του, του Βασίλη και του Αλέκου. Θα τους θυμόμουν σίγουρα αν συμμετείχαν. Η παρουσία και εικόνα του Ποντικογιώργου με τη καμπουριαστή του εμφάνιση, αδύνατος, κάποιο σακάκι ριγμένο αφόρετο στους ώμους του να κρέμεται και τη γκλίτσα του στο χέρι, όπως και το διστακτικό του περπάτημα, να προχωρά κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά, βήμα προς βήμα, ήσαν χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστική ήταν και η συμπάθειά μου για τα δυο αδέλφια, παιδιά του. Θυμάμαι ότι συμμετείχαν οι κόρες του. Συμμετείχαν σίγουρα οικογένειες από τις αδελφές του πατέρα τους με κατιόντες τους.
Αναλογίζομαι σήμερα την εικόνα όλων μας. Καθισμένοι σε παράταξη  σ’ ένα καφενεδάκι, στην αριστερή μεριά του τότε χωματόδρομου που περνά μέσα απ’ τον Αγιώργη του 1951 -52 για Καρπενήσι. Δεν θυμάμαι να υπήρχαν τότε πεζοδρόμια. Ιδρωμένοι όλοι, πίνοντας συνεχώς κρύα νερά μετά από κάποιο καφεδάκι ή γκαζόζα ή «υποβρύχιο», στρίβοντας και καπνίζοντας τσιγάρο με λαθραίο καπνό, ανυπομονούσαν, γεμάτοι προσδοκίες:             
-Έρχονται οι Αμερικάνοι!.
Σε λίγο, νάσου ένα τεράστιο ολοκαίνουργιο κατάμαυρο αμερικάνικο αυτοκίνητο, κάτι σαν Cadillac, που σταμάτησε απέναντί μας. Το είχαν φαίνεται φέρει με το υπερωκεάνιο. Δεν είναι απίθανο πάλι να ήταν κάποιο αγοραίο, ενοικιασμένο στην Αθήνα. Σαν κι’ αυτά που σήμερα μόνο στη Κούβα βλέπει κανείς, κατάλοιπα της ίδιας εποχής.
Κοιτάζοντας θαμπωμένος, βλέπω να κατεβαίνουν δυο νέοι όμορφοι άνθρωποι, κάτω από 25 χρόνων, ένας νέος άνδρας και μια κοπέλα. Εμφάνιση και ντύσιμο σαν σε αμερικάνικη ταινία της εποχής. Καρό πουκάμισο, ζώνη, φαρδύ παντελόνι με ρεβέρ και άψογη τσάκιση, σκαρπίνια, μαλλί προς τα πίσω με χωρίστρα, φωτογραφική μηχανή- κουτί στο χέρι, ο νεαρός. Ολόσωμο, μεσάτο μακρύ ανοικτόχρωμο φουστάνι, που φάρδαινε από τη μέση και κάτω σαν να φορούσε φουρό, με λευκό, σεμνό κουμπωμένο γιακαδάκι. Στήθος ολόρθο, μαλλί καλοκτενισμένο περμανάντ, χείλη ζωγραφισμένα με κόκκινο κραγιόν η κοπέλα.
Αφού μας κοίταξαν ερευνητικά μένοντας παγωμένοι στιγμιαία, φαντάζομαι από χρόνια την έκπληξή τους, ήλθαν και συνάντησαν το σόι τους.
Έγιναν συστάσεις, μίλησαν με ελληνοαμερικάνικη προφορά αλλά με καλά ελληνικά με τους συγγενείς. Ο νεαρός δεν θέλησε να καθίσει σε κάποια καρέκλα, έμεινε ορθός. Μόνο η κοπέλα κάθισε περιστοιχισμένη από κοπέλες και γυναίκες. Δεν θέλησαν να κεραστούν με κάποιο λουκούμι, κουραμπιέ Λαμίας «Μπουσίου» ή «υποβρύχιο», βανίλια δηλαδή, γκαζόζα, καθώς ο Βαγγέλης προσφέρθηκε.
Ο Ρήγας τους πλησίασε κ’ ιστορούσε ασταμάτητα στον νεαρό τα δικά του, έτσι που δεν επέτρεπε στους άλλους ν’ αρθρώσουν λέξη. Η κοπέλα μίλησε λίγο με τις γυναίκες, συγκαταβατική, περισσότερο τις άκουγε.
Αυτό δεν κράτησε πάνω από πέντε- έξι λεπτά της ώρας ή έτσι μου φάνηκε..
Ο νεαρός βάζει το χέρι του στην τσέπη και τραβά μια δεσμίδα κολλαριστά χαρτονομίσματα. Γούρλωσαν τα μάτια του Ρήγα. Αρχίζει να μοιράζει σ’ όλους από ένα του ..ενός δολαρίου, εκτός ευτυχώς σ΄ εμένα, μάλλον επειδή  ήμουν πολύ μικρός. Κι΄ ο ίδιος ευχόμουν μην γίνει και μου δώσει. Αισθανόμουν παρά την ηλικία μου την αθέλητη από μέρους του προσβολή. Συμπεριφερόταν σαν σε φουκαράδες ζητιάνους. Έτσι είδε φαίνεται τους συγγενείς του. Αυτή ήταν η εικόνα μας!..
Τελειώνοντας, παίρνει απ’ το χέρι την κοπέλα και την σηκώνει τραβώντας την σχεδόν βίαια να τον ακολουθήσει, μιλώντας της αμερικάνικα. Τον ακολούθησε  διστακτικά,  απρόθυμα.
-  Μπάι- μπάι !!...
Σταματά απότομα καθώς πήγαιναν προς τ’ αυτοκίνητο. Φαίνεται να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά. Γυρίζει, μας σκοπεύει με τη κάμερα, και: κλικ, η φωτογραφία, αποδεικτική για το αντάμωμα για τον μπαμπά στην Αμερική.
-  Μπάι- μπάι !, κουνώντας και πάλι τα δυο τους χέρια.
Μέσα στ’ αυτοκίνητο και δρόμο για Καρπενήσι στο ξενοδοχείο τους, σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
Τι δε θα έδινα σήμερα για τη φωτογραφία αυτή !.
Μια σειρά έκπληκτων, κακομοίρηδων, «ανταρτόπληκτων», ορεσίβιων χωρικών του 1951- 52, άλλοι να κοιτάζουν το «πουλάκι»της κάμερας, άλλοι το δολάριο απογοητευμένοι, άλλοι να κοιτάζονται μεταξύ τους με σουφρωμένα χείλη απογοήτευσης. Ανάμεσά τους η  αφεντιά του, σαν γύφτικο σκερπάνι, κουρεμένος σύρριζα με τη ψιλή και μια φούντα μπροστά πάνω απ’ το κούτελο. Μαζί κι΄ ο Βαγγέλης στα 22 του, συναισθηματικός και στενοχωρημένος για την εξέλιξη.
Ήταν η εικόνα της Ελλάδας και ειδικά της ορεινής Φθιώτιδας και Ευρυτανίας  αμέσως μετά τον Εμφύλιο.
Πολλά χρόνια μετά, καθισμένοι στο μπαλκονάκι του σπιτιού του παππού στο Κάψη, πίνοντας τον μέτριό μας και φουμάροντας τσιγάρο,  συζητούσαμε για πρώτη φορά με τον Βαγγέλη ξεκαρδισμένοι στα γέλια για το περιστατικό. Έμαθα ότι ο Ρήγας είχε πρήξει τον Γρηγόρη με επιστολές αίτησης οικονομικής ενίσχυσης πολύ πριν έλθουν στην Ελλάδα τα παιδιά του. Μεταξύ των άλλων του ζητούσε να του στείλει ένα φορτηγό αυτοκίνητο για να κάνει μεταφορές.
- Κάτι τέτοια ήσαν είναι ο λόγος που μας σιχάθηκε όλους τελικά!, μου τέλειωσε.
Φαντάζεται πόσες άλλες επιστολές αίτησης ενίσχυσης από το τεράστιο σόι είχε πάρει ο αμερικάνος θείος, που τελικά φρικάρισε. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ούτε για μια φορά δε γύρισε στη πατρίδα από παλικάρι που έφυγε. Το ίδιο και τα παιδιά του. Χάθηκαν όλοι στο τεράστιο χωνευτήρι του αμερικάνικου ονείρου…

Ο Υπουργός
Από τα χωριά της Φθιώτιδας ειδικά αλλά και της Ευρυτανίας, μεγάλο ποσοστό νέων ανδρών ασχολήθηκαν στα Σώματα Ασφαλείας. Έγιναν χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες. Κάποιοι γραμματιζούμενοι έγιναν υπάλληλοι. Γέμισαν έτσι όλη την Ελλάδα, το ίδιο όπως παλιότερα που την είχαν γεμίσει οι Κρητικοί και Μανιάτες «χωροφυλάκοι»ή αυτοί από Πελοπόννησο. Από το Κάψη πολλοί νέοι μέσα σε λίγα χρόνια είχαν αποκτήσει τις παραπάνω εργασιακές ενασχολήσεις αδειάζοντάς το.
Ο λόγος ήταν ότι ο αρμόδιος υπουργός στη Κυβέρνηση Παπάγου Ευάγγελος Καλαντζής ήταν Μεγαλοκαψιώτης.
Άκουσα πριν 15 χρόνια από συνταξιούχο Στρατηγό του Πεζικού από Μακρακώμη μια ιστοριούλα. Την επιβεβαίωσα κι’ από δεύτερο άκουσμα πριν 7 χρόνια από συνταξιούχο Στρατηγό της Αστυνομίας, όπως μου συστήθηκε, στη Καραθώνα του Ναυπλίου. Αφορούσε τα προσόντα κάποιων απ’ αυτούς που ο υπουργός «έντυνε» χωροφύλακες. Αφορούσε κάποιον που από χωροφύλακας έφτασε σε πολύ υψηλό βαθμό.
Ήταν ο Παπαδόπουλος, ας πούμε, κοντός, 1,60. Αποκλειόταν σύμφωνα με τους κανονισμούς που βάζουν όριο ύψους.
Καθώς ο υπουργός τον έστειλε συστημένο στον προϊστάμενο της επιτροπής επιλογής να τον …επιλέξει, ο τελευταίος όταν τον μέτρησαν, τον παίρνει τηλέφωνο θορυβημένος:
- Κύριε υπουργέ, ο Παπαδόπουλος μετρήθηκε και είναι μόνο ένα και εξήντα. Πρέπει να αποκλειστεί σύμφωνα με τον Κανονισμό!.
Και ο υπουργός εκνευρισμένος, με την επιτακτική, εκνευρισμένη, στεντόρεια αγριοφωνάρα του, γνωστή σε μένα όταν παίζαμε σκάκι στο μαγαζί του Γιάννη του Κουρκούμπα, από  την άλλη μεριά στο σύρμα:
-  Ρε!!. Στον έστειλα να μου τον ντύσεις, όχι να μου τον μετρήσεις!
Κάποιοι συγχωριανοί, κάνοντας μια όχι ανεπηρέαστη πολιτικά, εντελώς συναισθηματική κριτική για το άδειασμα του χωριού, έλεγαν παλιά, ότι το χωριό το άδειασε ο υπουργός. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι λόγοι δημιουργίας αυτών των ορεινών χωριών είχαν εκλείψει. Η παραμονή  των νέων σ’ αυτά θα συνέχιζε το πρόβλημα της μιζέριας τους όταν μάλιστα είχε αρχίσει η όποια ανάπτυξη στη Χώρα που χρειαζόταν χέρια και μυαλά, παρ’ όλο που τα χρόνια εκείνα ο ένας στους τέσσερις ήταν άνεργος. Σύμπτωση;, όπως ακριβώς σήμερα. Επομένως η συμβολή του για την αποκατάστασή τους ήταν τεράστια, άσχετα των επιπτώσεων για το άδειασμα των χωριών και την ποιότητα για προσφορά υπηρεσιών με την έλλειψη εκπαίδευσης.
………………………………………………………………
Οι βουλευτές 150 από 300(λίγο πριν την χούντα του 1967)
2012 του Αγίου Παντελεήμονα, έγινε στο Κάψη η αποκάλυψη της προτομής του. Κοσμοσυρροή από πολιτικούς και λαό. Τότε ήταν που άκουσα σε λόγο δημάρχου του Δήμου Μακρακώμης κάτι που ανέβασε στα μάτια μου την εκτίμησή μου για τον συγχωριανό μου πολιτικό. Ήταν ο μοναδικός που αποτόλμησε λίγο πριν την χούντα του 1967 να εισηγηθεί στη Βουλή να μειωθεί ο αριθμός των βουλευτών από 300 σε 150!..

Τα Τάγματα Εθνικής Αμύνης (Τ.Ε.Α.)
Με τη λήξη του Εμφύλιου και την επιστροφή των κατοίκων στα χωριά, αυτών που σταδιακά αποστρατεύονταν απ’ τον Εθνικό Στρατό, των οπλιτών του Δ.Σ.Ε., όσων χαρακτηρίζονταν «καθαροί» γλιτώνοντας το απόσπασμα, δημιουργήθηκαν τα ΤΕΑ, τα Τάγματα Εθνικής Αμύνης, σε κάθε χωριό, από χωρικούς «νομιμόφρονες».
Ήδη από την Κυβέρνηση Σοφούλη- Τσαλδάρη στρατολογήθηκαν χωρικοί, οι Μάηδες, Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, ν’ αντιμετωπίσουν με τον Στρατό τον Δ.Σ.
Τα ΤΕΑ μαζί με τη Χωροφυλακή, ανέλαβαν την τήρηση της τάξης.
Ο οπλισμός τους ήταν ποικίλος και παλιός. Θυμάμαι σε συγκεντρώσεις τους στο μαγαζί του Γιάννη του Κουρκούμπα ακουμπισμένα σε τραπέζια ποικιλία όπλων που σήμερα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μουσειακά. Ντουφέκια, απομεινάρια του πολέμου, γερμανικά, ιταλικά διαφόρων τύπων, κοντόκανες καραμπίνες ιππικού, άλλα, παμπάλαια του Ελληνικού Στρατού. Οι οπλίτες των Τ.Ε.Α. τα έπαιρναν στα σπίτια τους, έτοιμοι για επέμβαση, όπως οι σημερινοί  εθνοφύλακες στα συνοριακά νησιά. Οι ομαδάρχες τους είχαν συνήθως στεν..
Αποστολή είχαν τη καταστολή αντικαθεστωτικών ενεργειών. Δραστηριότητές τους ήσαν οι παρακολουθήσεις ενημερώσεων σε ομιλίες αξιωματικών του Στρατού, οι περιπολίες τα πρώτα χρόνια, βολές.
Στην Ευρυτανία και ορεινή Φθιώτιδα οι κάτοικοι συνενώθηκαν σύντομα. Για να συμβιώσουν, τα μίση αμβλύνθηκαν. Ο καθένας προσπάθησε να σηκωθεί ορθός, να προχωρήσει. Έτσι κι’ οι δραστηριότητες των ΤΕΑ ήσαν φθίνουσες. Με το 1960- 62 δεν αντιλαμβανόμουν κινήσεις τους στο Κάψη. Σε άλλες περιοχές, ειδικά στην εποχή της Χούντας, συνεχίστηκαν με τα ΤΕΑ να μετονομάζονται σε Τ.Ε (Τάγματα Εθνοφυλακής). Τότε τους ανατέθηκε και η στρατιωτική διοίκηση της περιοχής τους όταν οι στρατιωτικοί διοικητές τους ήσαν πλέον υψηλόβαθμοι αυτών του Στρατού.. Ήσαν η ανώτερη αρχή. Τελικά και τα Τ.Ε καταργήθηκαν με την πτώση της Χούντας.

Επίλογος για τα μετεμφυλιακά στο χωριό
Όλα σχεδόν τα σημερινά ορεινά χωριά, με το θάνατο των λίγων γερόντων που απομένουν, θα αποτελούν πλέον τόπους μνήμης, παραθερισμού και ολιγοήμερων γιορτινών διαμονών. Εξαιρούνται αυτά όπου ο τουρισμός πέτυχε να κρατήσει όσους επιδίδονται σε μικροεπιχειρήσεις με επιτυχία.
Τα χωριά αυτά, με επισκευασμένα ή καινούργια σπίτια, προσπάθεια επίδειξης καταξίωσης των απομακρυσμένων παιδιών τους με καινούργια εμφάνιση, διαθέτοντας πλέον κάθε ευκολία, ζωντανεύουν κάθε καλοκαίρι, με τις διακοπές, Χριστούγεννα και Πάσχα, 15Αύγουστο ή  με τα τοπικά τους πανηγύρια.
«Τα χωριά ερημώνουν, τα νεκροταφεία τρανεύουν», μεγαλώνουν, ομολογούν  οι λίγοι που απέμειναν, καθώς όλοι οι καταγόμενοι απ’ αυτά έχουν τελευταία επιθυμία τους να ταφούν σ’ αυτά.
Τα χωριά ερημώνουν, τα μονοπάτια κλείνουν.
Κάποιοι από τους παλιότερους όταν τα επισκεπτόμασταν, προσπαθούσαμε να βρούμε  αυτά τα μονοπάτια, να τα περπατήσουμε, να τα ξαναζωντανέψουμε, λες και με θαύμα θα ξαναγίνουν όπως ήσαν κάποτε, θέλοντας να φέρουμε και τα χρόνια πίσω.
Πίνουμε νερό στις δροσερές τους πηγές, χωρίς τις γελαστές, κοκκινομάγουλες, γεροδεμένες, με τις βαρέλες τους κοπελιές, χωρίς να διψάμε, προσποιούμενοι αθέλητα τα παλιότερα χρόνια που πίναμε διψασμένοι απ’ το παιχνίδι ή τον μόχθο της δουλειάς ή της πορείας. Τώρα το νερό τρέχει χωρίς ανθρώπους και ζώα να το χαρούν με μόνο το καλάρισμά του ν΄ ακούγεται απ΄ τον σπάνιο περαστικό.
Κοιτάζουμε θλιμμένοι τα αγριεμένα, πολλές φορές αυτοεπαναδασωμένα γιούρτια, με αγάπη, σκεφτικοί, τα απεριποίητα, αρρωστημένα από έλλειψη στοργής οπωροφόρα δένδρα, όσα απέμειναν, λες και αναζητούμε να κόψουμε τους καρπούς τους που κάποτε κόβαμε. Οι ξύλινοι φράχτες, σαπισμένοι, ετοιμόρροποι ή πεσμένοι.
Περνώντας στα κοντινά προηγούμενα χρόνια στους αργούς, ερημικούς μας περιπάτους από εγκαταλελειμμένα χαλάσματα σπιτιών από έλλειψη συνεννόησης των συγκληρονόμων ή την έλλειψη κληρονόμων, πολλές φορές ερειπιώνες, τα βλέπαμε και βλέπουμε σωρούς από μπάζα με κάποια θλιβερά απομεινάρια, κατάλοιπα κατοίκησης. Τα κτίζαμε τότε και κτίζουμε αθέλητα, ακαριαία, με τη φαντασία μας. Θυμούμαστε τους ανθρώπους τους που τα ζούσαν, με τις καλοσύνες ή κακίες τους, την ομορφιά ή ασχήμια τους, τις χαρούμενες, κωμικές ή τραγικές στιγμές τους. Τους κάναμε τότε και κάνουμε  με τον τρόπο αυτό ένα νοερό μνημόσυνο ή μιλούσαμε και μιλάμε γι΄ αυτούς ξαναζωντανεύοντάς τους.
Περνώντας από τα φυτρωμένα με θάμνους ή και δασωμένα πλέον αλώνια, ξυπνάνε στ’ αυτιά μας οι φωνές του αλωνιστή συγχωριανού στα «ζα» του, βλέπαμε και βλέπουμε, μυρίζαμε και μυρίζουμε τα χρυσά στάχυα, αισθανόμαστε την ευνοϊκή για το λίχνισμα απογευματινή αύρα, «σβαρνάνε» με τη φαντασία μας πάνω στα στάχυα στο πρανές των αλωνιών, όπως παιδιά.
Μπαίνουμε στις άδειες εκκλησιές, όποτε φανεί παπάς, ακούμε κάποιον κακόφωνο ή καλόφωνο ψάλτη, συγχωριανό ή επισκέπτη, τύχη που βρίσκεται κι’ αυτός, αλίμονο όταν θα λείψουν κι’ αυτοί, και γυρνάμε τα πίσω. Γεμίζουμε  νοερά τις εκκλησιές με ζωντανούς και φευγάτους, με νέους και γέρους. Αριστερά μπαίνοντας οι γυναίκες, δεξιά οι άντρες, υπερπλήρης κι΄ ο γυναικωνίτης, κατειλημμένα όλα τα στασίδια «επισήμων» και γερόντων πίσω απ’ το παγκάρι και δεξιά- αριστερά. Παρόντες ο πρόεδρος της κοινότητας, ο γραμματικός, ο αγροφύλακας, οι «πλούσιοι» συγχωριανοί παραθεριστές και οι «αμερικάνοι». Παρόντες κι΄ οι μανάδες και πατεράδες μας, τ’ αδέλφια μας, οι παππούδες και γιαγιάδες μας, άλλοι συγγενείς μας και αγαπημένα πρόσωπα από ζωντανούς και φευγάτους. Μαζί κι΄ οι κάποτε αγαπημένοι παιδικοί φίλοι ή σύντροφοι στο παιχνίδι, σήμερα αγνώριστοι ή άφαντοι, κάποιοι αναγνωρίσιμοι, «καταξιωμένοι» αλλά καλαμοκαβαλάρηδες.
Πιο φωτεινά κι΄ από πολυελέους φισκαρισμένα  από κεριά τα κηροπήγια, όλα τα καντήλια σπινθηροβολούν αναμμένα. Ματιές των κοριτσιών στ’ αγόρια και αντίθετα. Δεξιός και αριστερός ψάλτης οι καλύτερες φωνές. Παπάς, σεβάσμιος σεμνός, ο παπα-δάσκαλος παπά- Βαγγέλης στρίβοντας αργά και με τις δυο του παλάμες τα άσπρα γένια του, απομακρύνοντάς τα απ’ τον λαιμό. Κι’ ίδιοι, παιδιά, ντυμένα ή όχι παπαδάκια, με τα μανουάλια ή τα εξαπτέρυγα στα χέρια ή μέσα στο ιερό πονηρολογώντας πως ν’ αρπάξουμε κανένα κομμάτι από κάποιο μυρωδάτο πρόσφορο από το πανέρι. 
Αγίας Τριάδας το 2000, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κατέβηκα να παρακολουθήσω τη λειτουργία απ’ την αρχή στην Αγία Τριάδα, πράγμα που ποτέ δεν είχα κάνει. Πρώτη φορά άκουσα ευχάριστα τη «πρώτη καμπάνα» να με ξυπνά χωρίς ενόχληση  όπως πάντοτε κάθε άλλη φορά, καθώς το καμπαναριό απέχει λίγα μέτρα από το υπνοδωμάτιο που συνήθως κοιμόμουν στο πρώην σπίτι του παππού Στέλιου, σπίτι του Βαγγέλη πλέον. 
Μπαίνω, παίρνω  κι΄ ανάβω το κεράκι μου, πάντοτε το πιο μικρό, μη δίνοντας καμιά αξία στο μέγεθος, μνημονεύοντας αστραπιαία, νοερά όπως πάντα, τους φευγάτους δικούς του, κάνοντας τους μνημόσυνο, να γνωρίζουν εκεί που βρίσκονται πως τους θυμάμαι, να ευφραίνεται η ψυχούλα τους. Μάνα, πατέρα, αδελφό πρώτα. Ακολουθούν οι λοιποί με πρώτο τον παππού Στέλιο, την γιαγιά Ρήνω, το συγγενολόι το μακεδονίτικο.
Ο τότε επίτροπος, ο Λουκάς ο Τσιρώνης, που έκανε αμισθί αυτό το καθήκον και τον  θυμάμαι  από τότε που ήμουν παιδί, όταν μας έκανε καλότροπα τότε: «σσσουτ!»  για να ησυχάσουμε, ένας απ’ αυτούς που τον έλεγαν «Νικ’λάκι», 85 χρόνων περίπου τότε, με την ίδια σκυφτή φιγούρα, κοντούλης, αδύνατος, σβέλτος όμως και καλοσυνάτος, με πλησίασε. Βλέποντάς με ασπρογκριζομάλλη και μοναχικό μετά πολλά χρόνια που είχε να με ιδεί, να παίρνω θέση ορθός και μόνος μπροστά στο δεξί των ανδρών, με καλωσόρισε σιγανόφωνα. Πιάνοντάς με ύστερα απαλά από το μπράτσο, με οδήγησε στο στασίδι των «επισήμων». Αυτό που παιδί το κοίταζα  σαν κάτι αταίριαστο με μένα, βλέποντας τους γέροντες να το’ χουν καταλάβει.
   Άρχισε ανελέητη η συναισθηματική μου φόρτιση.  
   Κοίταζα κάθε γνώριμη γωνιά, ιδωμένη άπειρες φορές. Εξέταζα και πάλι κάθε λεπτομέρεια για πολλοστή φορά το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τεχνουργημένο από τον παππού μου Στέλιο, μύριζα την μυρωδιά του λιβανιού και των κεριών. Προσπάθησα κι΄ έκρυψα την συγκίνησή μου..
Άκουγα, όχι τις ψαλμωδίες των σημερινών παπά και  ψάλτη αλλά αυτές του παπά- Βαγγέλη και διάφορων παλιών ψαλτάδων που θυμάμαι, μεταξύ τους και του παππού Στέλιου. Θυμόμουν και θρηνούσα μέσα του τους φευγάτους μου γονείς, ανθρώπους αγνούς και ειδικά την αδικοχαμένη και νεοχαμένη από σπιτικό ατύχημα στα 58 της μάνα μου που την πίκρανα αθέλητα πριν «φύγει»,  που λατρεύοντας το χωριό μας- δεύτερη πατρίδα της, λαχταρούσε πότε θα κλείσουν τα σχολεία για να μας πάρει παιδιά και να ανέβουμε σ’ αυτό. Τον αδελφό μου, φευγάτο στα 65 του, που οι δυο μας τόσες φορές ερχόμασταν αιφνιδιαστικά στο πολυαγαπημένο μας χωριό όποτε βρίσκαμε ευκαιρία, μαζί με τον Βαγγέλη, κάνοντας και πάλι νοερά το μνημόσυνό τους. Αισθανόμουν μια κατάνυξη που δεν είχε νιώσει ποτέ μέχρι τότε, ούτε στα πιο θρήσκα παιδικά χρόνια μου, στην εποχή του κατηχητικού, των εξομολόγων της «Ζωής». Κατάνυξη πολύ μεγαλύτερη κι’ απ’ αυτή που ένοιωθα στο Άγιο Όρος, στη Σιμωνόπετρα και άλλες Μονές, όταν μετά την αυστηρή νηστεία που ακολουθούσα πιστά παρακολουθούσα με το βυζαντινό ωράριο την κατανυκτική βυζαντινή λειτουργία – μυσταγωγία με το φως μόνο των καντηλιών και ταυτόχρονα με την εξέλιξή της, το υπέροχο αργοξημέρωμα σε μια αστραφτερή θάλασσα με την «Παναγιάς τη στράτα» από το ίχνος του φεγγαριού πάνω της, καθώς, κάθε τόσο, έβγαινα και την θαύμαζα από τους εξώστες, ακούγοντας σύγχρονα την απόλυτη σιωπή..
Βγήκα από την εκκλησιά πριν το « δι’ ευχών»…

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου