Συνεργάτες

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Το Δοκίμι

Το Δοκίμι του χωριού Μακρυρράχη
(πρώην Καΐτσα Φθιώτιδας)
του Κώστα Κούτσικα

 Το λιθάρι που σηκώνει ο νέος της φωτογραφίας,  είναι αυτό που σηκώνουν κατά την διάρκεια των αγώνων στο πανηγύρι του Άϊ-Γιώργη. Ζυγίζει περίπου 80 οκάδες. Ο νικητής παίρ­νει για έπαθλο ένα ζωντανό αρνί

Στο χωριό μας Μακρυρράχη του Νομού Φθιώτιδος υ­πάρχει πεδινή τοποθεσία που καλείται ΔΟΚΙΜΙ. Είναι στην περιοχή που άλλοτε εκαλείτο Σμάκι, λέξη παράγωγος του ρήματος ζέω, εκ του οποίου παράγεται η λέξη ζωμός ή ζουμί, ήτοι ζουμί - ζουμάκι - ζμάκι. Η περιοχή αυτή, μέχρι του έτους 1940 που αποξηράνθηκε η λίμνη Ξυνιάδος και λίγο αργότερα, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, εκαλύπτετο επιφανειακά από νερό και υδροχαρή χόρτα, δεν ήταν ως εκ τούτου καλλιεργήσιμη και εχρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος ή άλλως βοϊδολίβαδο ή ζευγαρολίβαδο (λιβάδι των αροτριόντων ζώων). Πλησίον της περιοχής αυτής ήκμασε η πόλη Κύπαιρα ή Κύφαιρα, η οποία, κατ' αρχάς, ήταν αυτόνομη, αργότερα περιήλθε υπό την κυριαρχίαν των Αιτωλών και στη συνέχεια του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Ε'. Ανεκτήθη υπό των Αιτω­λών το έτος 198 π.Χ.
Η τοποθεσία ΔΟΚΙΜΙ έλαβε την ονομασία της από μια πέτρα, η οποία φέρεται με την ίδια ονομασία, επειδή, κα­τά την υπάρχουσα μέχρι σήμερα στοματική παράδοση, με την άρση της πέτρας αυτής οι νέοι του χωριού μας δοκίμαζαν την δύναμη τους. Η λέξη δοκίμι είναι παράγω­γο του ρήματος δοκιμάζω, που σημαίνει επιχειρώ να εξα­κριβώσω κάτι και στην προκειμένη περίπτωση τη δύναμη.

Η πέτρα αυτή σώζεται στο χωριό μας και κάτω από την ευθύνη του Κοινοτικού Συμβουλίου. Είναι βάρους 100 πε­ρίπου χιλιόγραμμων, ημισφαιρικού σχήματος, χρώματος μολυβί και έχει ρικνή επιφάνεια, επηρεασμένη προφανώς από τις περιβαλλοντολογικές συνθήκες, όπως όλα τα άλ­λα αρχαία μνημεία. Ο χρωματισμός της πέτρας, καθώς και η σύνθεση αυτής είναι όμοια με άλλες πέτρες της πε­ριοχής, υπολείμματα των ερειπίων της άλλοτε κραταιός πόλης Κύπαιρα. Δεν αποκλείεται συνεπώς η πέτρα αυτή να σώζεται από την εποχή που ήκμασε η πόλη αυτή, για να αποτελεί μοναδικόν μνημείον, περισωθέν λόγω της ακατανίκητης αθλητικής ιδέας του Ελληνισμού και σιωπη­ρά να διηγείται, ανά τους αιώνες, ότι και το άθλημα της άρσης βαρών έχει Ελληνικές ρίζες. Βέβαια, περί αυτού υ­πάρχουν και άλλες μαρτυρίες, όπως για τον αθλητή Βύβο, που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και, όπως προκύπτει από στοιχεία του Μουσείου Ολυμπίας, σήκωνε βάρος 140 πε­ρίπου χιλιόγραμμων.
Από τα πιο πάνω, αλλά και από άλλες πηγές αποδει­κνύεται ότι και το άθλημα της άρσης βαρών, που προϋ­ποθέτει ατσάλινη καρδιά, σπονδυλική στήλη και νεύρα πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στην Αίγυπτο. Τα πρώτα σφαιρικά μεταλλικά βάρη χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Γάλλος Ντεμοντέ κωδικοποίησε τους κανόνες του αθλήματος και ίδρυσε το έτος 1896 τον Όμιλο Άρσης Βαρών Γαλλίας, ο οποίος εξελίχθηκε σε Ομοσπονδία το έτος 1913. Το άθλημα τούτο εμφανίστηκε στο πρόγραμμα των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων το 1986, χωρίς κατηγορίες αθλητών και με διαφορετικούς κανόνες από τους σημερινούς. Οι κανονισμοί τροποποιήθηκαν διαδοχικά κατά τα έτη 1914, 1924 και 1928. Στους αγώνες του έτους 1896 διακρίθηκαν οι Έλληνες Βερσής και Νικολόπουλος, χωρίς όμως να α­νακηρυχθούν ολυμπιονίκες, για το λόγο ότι αγνοούσαν τον παλμό. Το έτος 1906 ο Τόφαλος αναδείχθηκε πρώτος ολυμπιονίκης, υψώνοντας βάρος 142,80 χιλ/μων.
Το χωριό μας ΚΑΪΤΣΑ, χτίστηκε από Σαρακατσαναίους, οι οποίοι, κατά τα μέσα του 18ου αιώνα μετακινήθη­καν κατά φάρες, τόσον προς νότον, για να χτίσουν το χωριό μας στην παλαιά του θέση, όσον και προς βορράν για να χτίσουν την άλλη ΚΑΪΤΣΑ στο Νομό Δράμας. Μετακινήθηκε στην πεδινή περιοχή, κατά το έτος 1903, α­τύχησε όμως κατά τη μετονομασία του σε ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ, δοθέντος ότι, για ιστορικούς λόγους, επεβάλλετο να με­τονομασθεί σε ΚΥΠΑΙΡΑ, επειδή στην ίδια θέση υπήρξε η αρχαία ομώνυμη πόλη ΑΓΓΕΙΑ!, επειδή στην παλαιά θέση του χωριού, σφόδρα πιθανολογείται ότι ήκμασε η αρχαία Δολοπική  πόλη ΑΓΓΕΙΑΙ.
Δυστυχώς, από της καταστροφής της ΚΥΠΑΙΡΑ, δεν υπάρχουν στοιχεία ή άλλες πληροφορίες για να γνωρίζο­με σήμερα ποίοι έζησαν στη σημερινή θέση του χωριού μας μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Πιστεύεται ότι έζησαν νομαδικά και εποχιακά διάφοροι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι μαζί με άλλους κατατρεγμένους από το Μεσολόγγι και άλλες περιοχές εντάχθηκαν αργότερα στο χωριό ΚΑΪΤΣΑ. Έτσι μόνον εξηγείται η ανά τους αιώνες επιβίωση του εθίμου να συγκεντρώνονται κατά καιρούς οι νέοι στη θέση ΔΟΚΙΜΙ, για να συναγωνίζονται στο άθλημα της άρσης βαρών, που συνίστατο στην άρση της ως άνω πέ­τρα ΔΟΚΙΜΙ υπεράνω της κεφαλής και τη ρήψη αυτής ό­πισθεν της ωμοπλάτης.
Από πληροφορίες που συγκέντρωσα και ειδικότερα από τους Νικόλαο Χρ. Κουτρούμπα, ο οποίος απεβίωσε προ 11/ετίας, σε ηλικία 93 ετών, και από τον Δημήτριο Ανδρέα Πατρίδα, που απεβίωσε το έτος 1993 σε ηλικία 96 ετών, από το έτος 1850 μέχρι και πρόσφατα, μόνον ο Από­στολος Τσεκούρας, που γεννήθηκε το έτος 1846, κατόρ­θωνε να σηκώσει και να ρίψει το ΔΟΚΙΜΙ πίσω από την πλάτη του. Οι Κωνσταντίνος Βλαχάκης και Δημήτριος Κάλτσας, που γεννήθηκαν κατά τα έτη 1852 και 1886 αντί­στοιχα σήκωναν το ΔΟΚΙΜΙ μέχρι το ύψος του στήθους. Υπήρξαν και άλλοι αθλητές, αλλά με μικρότερες επιδόσεις.
Φρονώ ότι η μεμονωμένη και άγνωστη ανά το Πανελ­λήνιο αυτή περίπτωση άθλησης, σε μια περιοχή, η οποία σκληρά δοκιμάστηκε από διαφόρους επιδρομείς και κα­τακτητές, χωρίς οι κάτοικοι αυτής να εγκαταλείψουν τις παραδόσεις τους, πρέπει να καταγραφεί σαν φωτεινό παράδειγμα στην ιστορία του Ελληνικού Αθλητισμού.

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 11, Ιαν. 1995
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου