Συνεργάτες

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Εκκλησιαστική ξυλογλυπτική του Στέλιου Δ. Υφαντή

Η τέχνη και τεχνική του Στέλιου Δ. Υφαντή, εκκλησιαστικού ξυλογλύπτη.
Ή, μνήμες ενός παιδιού από την εργασία ενός παλιού εκκλησιαστικού 
λεπτουργού στις της αρχές 10ετίας του 1950
Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου 
Το τέμπλο της εκκλησίας της Γέννησης της Θεοτόκου στα Φειδάκια Ευρυτανίας

Με τα δημοσιεύματα «Στέλιος Δ. Υφαντής (1875-1971), ο λαϊκός εκκλησιαστικός λεπτουργός και ιεροψάλτης, ο παππούς μου, στον blogspot Φθιωτικός Τυμφρηστός, http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/2015/01/blog-post_20.html, επίσης παλιότερα στο Άγιοι και Εκκλησία: Στυλιανός Υφαντής,  Ο λεπτουργός… στο eisagios.blogspot.com/2011/01/1875-1971.html, στα «Μεγαλοκαψιώτικα», περιοδικό της Μεγάλης Κάψης της ορεινής Φθιώτιδας και αυτό της Ανιάδας Ευρυτανίας, όσο γνωρίζω, και σε ομάδες τους F/B της Μ. Κάψης και Φτέρης Φθιώτιδας, έχω αναπτύξει τα της ζωής του και του έργου του στη Ρούμελη και ειδικά Ευρυτανία και Φθιώτιδα.
Στυλιανός Δ. Υφαντής από φωτογραφία του 1928
Με το παρόν δημοσίευμα γράφω για τον τρόπο εργασίας του, σύμφωνα απ΄ ότι άκουσα από τον ίδιο, παρόλο ολιγόλογος, δωρικός στον διάλογο, ότι από τον θείο μου Βαγγέλη Υφαντή  και ότι είδα με τα μάτια μου, όταν τον «βοήθησα», μάλλον τον καθυστερούσα, παιδάκι τότε στη Μεγάλη Κάψη, στο παλιό του σπίτι, γκρεμισμένο από τα μέσα της 10ετίας του 1950, όταν το βρήκε ρωγματωμένο γυρίζοντας μετά τον Εμφύλιο.
Χωρίς να θέλω να παραστήσω τον ειδικό, θεωρώ ότι αυτά που είδα και άκουσα ταιριάζουν σε όλους τους παλιούς εκκλησιαστικούς ξυλογλύπτες, ταγιαδόρους, όπως τους αποκαλούσαν ή κοινούς ξυλογλύπτες που εργάζονταν με συγκεκριμένο τρόπο και τα φτωχικά τους μέσα σε σύγκριση με τους κατοπινούς και σημερινούς για τους οποίους όλα είναι εύκολα με τον διατιθέμενο μηχανικό εξοπλισμό και την γνώση σχεδίων παλαιών κατασκευών.  
Στην αρχή της δεκαετίας του 50 κατασκεύασε κοντά στα 80 του το τελευταίο του έργο: το Τέμπλο(1) (ή Τέμπλεον όπως ο ίδιος συχνά αποκαλούσε το τέμπλο) της εκκλησιάς της Κοιμή­σεως της Θεοτόκου ή Παναγίας της Μ. Κάψης, με προσωπική του δωρεάν εργασία, όπως πολλοί χωριανοί δούλευαν τα χρόνια της αθωότητας και προσπάθειας για δημιουργία για τα χωριά τους, οπότε και για την Πατρίδα. Γινόταν αποκατάσταση της εκκλησιάς μετά την πυρκαγιά που την έκαψε το 1944.
Ο Στέλιος Υφαντής (1875- 1971) μαθήτευσε από έφηβος, όπως ο ίδιος μου είπε σε ερώτησή μου σε παιδική ηλικία, σε ομάδα Ηπειρωτών εκκλησιαστικών ξυλογλυπτών που εργάζονταν και περιόδευαν στη Ρούμελη. Έμαθε την τέχνη κοντά τους. Αυτό μέχρις που η ομάδα ανέλαβαν το τέμπλο της εκκλησιάς του Αγίου Νικολάου στο τότε χωριό Λάσπη, σημερινό και από χρόνια Άγιο Νικόλαο Ευρυτανίας. Άγνωστο για ποιον λόγο οι Ηπειρώτες ταγιαδόροι με τον αρχηγό τους αποχώρησαν όλοι για πιθανά άλλη κατασκευή αλλού στη Ελλάδα, αφήνοντας το έργο λιγότερο από μισό. Ο Στέλιος Υφαντής, νεότατος, άρπαξε την ευκαιρία να συνεχίσει και τελειώσει την δουλειά μόνος. Πραγματικά τα κατάφερε κι΄ έφτιαξε ένα υπέροχο, όπως λεγόταν, τέμπλο. Από τότε άρχισε η πορεία στην τέχνη του με τα έργα του σε 60 εκκλησιές της Ρούμελης.
Στις 25 Απρίλη 2015 ανέβηκα στον Άγιο Νικόλαο να φωτογραφίσω αυτό το τέμπλο. Στις 09:00 στη πλατεία του όμορφου χωριού είχα την τύχη να βρω μια κυρία, κλειδοκράτορα του Ναού, πράγμα που συνήθως αστοχώ να πετύχω σε άλλες εκκλησιές με έργα του παππού μου. Μπαίνοντας απογοητεύτηκα βλέποντας το τέμπλο. Ήταν χτιστό!. Δεν ήταν έργο του Στέλιου Υφαντή. Η κυρία μου είπε κάτι που αγνοούσα:
       -    Τον Αη Νικόλα, την εκκλησιά, την έκαψαν το 1941 οι Γερμανοί.
Μαζί κάηκε και το πρώτο τέμπλο, έργο του Στέλιου Υφαντή!..
Ο τρόπος του
Το «κλείσιμο της συμφωνίας» για το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό έργο το έκανε με συζήτηση με τα εκκλησιαστικά συμβούλια των εκκλησιών. Κάποτε με την συμμετοχή μεγάλων δωρητών, «Αμερικάνων», αν υπήρχαν.
Οι αμοιβές του ήταν ελάχιστες. Τα παγκάρια των ορεινών εκκλησιών πάμφτωχα. Γι΄ αυτό, παρόλα τα πολλά του έργα στην επαγγελματική του ζωή που μπορεί να δει κάποιος στους πίνακες που έχω αναρτήσει στις πιο πάνω δημοσιεύσεις, ποτέ του δεν απόκτησε περιουσιακά στοιχεία. Παρά την παροιμία των τότε και παλιότερων ξυλογλυπτών: «Μη κοιτάς τα μαύρα χέρια, κοίτα τα άσπρα στα κεμέρια», ο Στέλιος Υφαντής ποτέ του δεν υπήρξε με μαύρα χέρια, βρωμισμένα από την δουλειά, αλλά και ούτε και με άσπρα, ασημένια νομίσματα, στο κεμέρια του. Κέρδιζε μόνο τόσα, όσα του επαρκούσαν να ζει με την οικογένειά του όσο ο μέσος όρος των ορεσίβιων συμπολιτών και συγχωριανών του. Σε δύσκολες μάλιστα εποχές, όπως με την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο, αναγκάστηκε να προσφέρει το ταλέντο του για ένα- δυο σακιά καλαμπόκι ή να κατασκευάζει ξύλινα σκεύη κουζίνας για «τα προς το ζην». Αυτά παρόλο κατασκεύασε συνολικά 32 τέμπλα, 13 δεσποτικά, 9 άμβωνες, 7 προσκυνητάρια, 6 εικονοστάσια και ταυτόχρονα αναφέρει ως κ.λ.π. εργασίες του σε διάφορες εκκλησιές για τις οποίες πολύ πιθανά εννοεί έργα ανάλογα, εκτός από τέμπλα τα οποία θυμάται ένα προς ένα καθώς ήσαν εργασίες μακροχρόνιες και ιδιαίτερης έμπνευσης.
Κανόνες και σχέδια στην τέχνη του ακολουθούσε πάντοτε σχεδόν συγκεκριμένα, έτσι ώστε την κάνουν εύκολα αναγνωρίσιμη από προσεχτικούς, ακόμη και από μη ειδικούς. Σχέδια που προέρχονται με εξέλιξη από πρωτοχριστιανικούς ναούς, πιθανά και από παλιότερους ακόμα, παγανιστικούς, ελληνικούς ή και ανατολικών πολιτισμών. Σε όλα του τα τέμπλα π.χ. μπορεί να διακρίνει ο παρατηρητής:
Τις περιστερές του, χαρακτηριστικές, που συμβολίζουν πάντοτε την ειρήνη, με ορθάνοικτα φτερά.
Τις ιερές αμπέλους, το κλίμα, με τα φύλλα τους, τα τσαμπιά τους με σταφύλια, τις γιρλάντες, που συμβολίζουν τον δεσμό πιστών και Χριστού.
Τις κολώνες, κορινθιακού ρυθμού, κατασκευασμένες να δένουν όλη την κατασκευή του τέμπλου και να χωρίζουν ανάμεσά τους τα εικονίσματα.
Κεφαλές λεόντων, δυο υποτιθέμενους φύλακες, στις βάσεις των δεσποτικών.
Τα διάτρητά του, τα ξυλόγλυπτα με κενά δηλαδή, όπως αυτά στα φυλλώματα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της τέχνης του, με έχουν κάνει, τόσο εμένα όσο και τον Βαγγέλη Υφαντή αλλά και φίλους, να μπορούμε να αναγνωρίσουμε αν ένα τέμπλο π.χ είναι δικής του κατασκευής. Έτσι, το 1998, υπό ραγδαία βροχή, λίγες ημέρες μετά το Πάσχα, ανεβήκαμε έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο με τον Βαγγέλη να δούμε το τέμπλο εκκλησιάς μικρού χωριού κοντά στον Προυσό που αναφερόταν σε οδικό χάρτη της τότε ΑΝΑΒΑΣΗΣ σαν έργο του Καρπενησιώτη ξυλογλύπτη Στέλιου Δ. Υφαντή, χωρίς να το αναφέρει ο ίδιος στον πίνακα έργων του που μας έγραψε. Η έκπληξή μας ήταν μεγάλη, όχι μόνο γιατί το έργο δεν ήταν δικό του αλλά και το φιλόθρησκο εκκλησιαστικό συμβούλιο το είχε φροντίσει να το βάψει ..πράσινο!..
Βέβαια και άλλοι ξυλογλύπτες, σύγχρονοί του ή κατοπινοί, πιθανά βλέποντας έργα του, τον αντέγραψαν, όπως και ο ίδιος βασίστηκε σε παλιότερους. Ένα παράδειγμα είναι το δεσποτικό και ο άμβωνας της Γέννησης της Θεοτόκου στα Φειδάκια Ευρυτανίας της οποίας το τέμπλο κατασκεύασε ο ίδιος. Έχουν την ίδια ακριβώς τεχνοτροπία όπως η δική του, πράγμα που σημαίνει ή ότι τα κατασκεύασε ο ίδιος, παρόλο δεν αναφέρονται στον πίνακά του, ή τα κατασκεύασε άλλος με την ίδια ακριβώς τεχνοτροπία.
Σε ριζόχαρτο σχεδίαζε τα σχέδιά του. Το σχεδίασμα το έκανε μ΄ ένα «μελανί» μολύβι που σάλιωνε κάθε τόσο Μετά με καρμπόν το αντέγραφε στο ξύλο, σε καλολειασμένη καρυδιά, για ν’ αρχίσει στη συνέχεια τη ξυλογλυπτική. Αν είχε, όπως συνήθως, αναλογική κατασκευή, αυτό δηλαδή που σήμερα στις φωτογραφίες ή σχέδια στους υπολογιστές λέμε καθρέφτες (mirror), σχεδίαζε το μισό και το ξεπατίκωνε στο ξύλο. Μετά αναποδογύριζε το σχέδιο και το ξεπατίκωνε σε τρόπο ώστε να πετυχαίνει ομοιομορφία. Στο ξύλο φαίνονταν οι βασικές γραμμές χωρίς λεπτομέρειες που διαμορφώνονταν με την εργασία
Η καρυδιά ήταν το αποκλειστικό ξύλο που χρησιμοποιούσε στην τέχνη του. Όμορφο, σκουρόχρωμο, γερό ξύλο, σκληρό, που επεξεργαζόταν σχετικά εύκολα, χωρίς σκλήθρες που αντέχει στην υγρασία και λουστραριζόταν με άριστα αποτελέσματα, αλλά και με το μειονέκτημα να προσβάλλεται από σκόρο. Διάλεγε τα κομμάτια της, ποτέ από την καρδιά, το κέντρο, γιατί «στράβωνε»..
Στην εποχή του Στέλιου Υφαντή και παλιότερα, τότε που τα χωριά ήσαν ζωντανά και οι χωριανοί τις φρόντιζαν, οι καρυδιές ήσαν αρκετές, πολύτιμες για τους ανθρώπους για τους καρπούς και το ξύλο τους. Αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο.
Στα Φειδάκια ή Φιδάκια ή Φθάκια Ευρυτανίας στην εκκλησιά των οποίων, την Γέννηση της Θεοτόκου που λειτούργησε το 1916, ο Υφαντής κατασκεύασε το τέμπλο όπως ήδη ανέφερα, μου διηγήθηκε ο επίτροπος και νεωκόρος ότι η εκκλησιά έγινε με έρανο των «αμερικάνων» του χωριού αλλά και χωριανών, όσων μπορούσαν να προσφέρουν. Μια χωριανή είπε τότε στην επιτροπή εράνου:
-          Εγώ δεν έχω χρήματα. Έχω όμως την καρυδιά!..
Απ΄ αυτήν την καρυδιά κατασκεύασε ο Υφαντής το τέμπλο της εκκλησιάς.. 
Η εκάστοτε καρυδιά κοβόταν με αυτεπιστασία του μην και γίνουν λάθη στις διαστάσεις και στο για χρησιμοποίηση τμήμα. Στην συνέχεια, αφού αφηνόταν να στεγνώσει για σημαντικό χρονικό διάστημα προστατευμένη, χρόνο, κοβόταν με εκείνα τα μεγάλα φαρδιά διπλά πριόνια που τα χρησιμοποιούσαν δυο άτομα, οι πριονιστάδες, ο ένας ψηλά κι΄ άλλος χαμηλά. Πού να βρεθούν στα ορεινά χωριά πριονοκορδέλες!..
Για έργα του με καρυδιές από την Μεγάλη Κάψη, ο Υφαντής χρησιμοποιούσε δυο πριονιστάδες χωριανούς σύμφωνα με αναφορά του Βαγγέλη Υφαντή. Τους Λουκόπουλο Γιάννη και Σακκά Γρηγόρη.
Ποια ήσαν τα εργαλεία του(2).
Τα κοφτερά του κοπίδια όπως αποκλειστικά ο ίδιος αποκαλούσε, τα σκαρπέλα του.
Το ξύλινο σφυρί, τη ματσόλα, ιδιοκατασκευή του, την χρησιμοποιούσε μόνο για βαθιά σκαλίσματα που τα μεγάλα κοπίδια του χρειάζονταν ορμή. Συνήθως σκάλιζε κτυπώντας το κοπίδι με το εσωτερικό της δεξιάς του παλάμης κρατώντας το με το αριστερό χέρι ή και μόνο σπρώχνοντας το κοπίδι, ιδίως με τα ψιλότερα απ΄ αυτά.
Τα κοπίδια του, ανάλογα με το σχήμα τους, είχαν ίσια κόψη, ανοικτή καμπύλη, κλειστή καμπύλη και κόψη με γωνιά. Τα μεγέθη τους ήσαν από πολύ μικρά μέχρι μεγάλα. Δεν τα θυμάμαι όπως είναι τα σημερινά της αγοράς, δηλαδή σαν πολυτελείας. Μου έδινε την αίσθηση ότι τα είχε κατασκευάσει μόνος του. Σπάνια στο πίσω τους μέρος είχαν ξύλινη λαβή, αυτήν που χτυπά ο ξυλογλύπτης με την ματσόλα ή την παλάμη του. Τα περισσότερα ήσαν σκέτο μέταλλο, κάποια είχαν ένα κομμάτι ταλαιπωρημένο ξύλο από τα χτυπήματα επί χρόνια.
Σαν ακόνι για να τ΄ ακονίσει, χρησιμοποιούσε μια βαριά, λεία πλάκα από κατάμαυρη στουρναρόπετρα, σχιστολιθική, σαν βυτουμενική. Άγνωστο που και πόσα χρόνια την είχε. Έριχνε πάνω της από ένα μπουκάλι ένα μείγμα από λάδι και πετρέλαιο και στη συνέχεια, κρατώντας τα με τα δυο του χέρια και απόλυτη προσοχή, ακόνιζε τα κοπίδια του «να κόβουν τρίχα».
Το ακόνι αυτό μαύρο και λαδωμένο το είχε έξω από το κατώφλι του σπιτιού του, όπου παρέμεινε για χρόνια και μετά τον θάνατό του, μέχρις που εξαφανίστηκε..  

Και οι ζουμπάδες του για ξύλο, τα μεταλλικά αυτά εργαλεία για διαμόρφωση του φόντου στα ξυλόγλυπτα  που τα ομορφαίνει, τους δίνει βάθος και καλύπτει τα ίχνη από τις κοπιδιές σίγουρα ήσαν ιδιοκατασκευές του…
Κάθε τόσο έλεγχε με μεγάλη προσήλωση το έργο του από κάθε μεριά με το προσεχτικό μάτι του και την αλάνθαστη αφή του, διορθώνοντας μικρολεπτομέρειες.
Όταν τέλειωνε την ξυλογλυπτική του, το έτριβε με χοντρό γυαλόχαρτο στην αρχή με μεγάλη προσοχή μην και κάνει ζημιά, το καθάριζε μετά να φύγουν τα ψιλά ροκανίδια και τα γυαλιά και συνέχιζε με ψιλότερα γυαλόχαρτα.
Στο τέλος  ετοίμαζε και το πέρναγε με  λούστρο.
Την συναρμολόγηση, το μοντάρισμα του τέμπλου στην εκκλησιά δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω. Τα σχολεία άρχιζαν στον Πειραιά. Έπρεπε να φύγω. Άλλωστε τότε το ενδιαφέρον μου ήταν πολύ μικρό.
Άλλα του εργαλεία ήσαν ένα κοφτερό σκερπάνι, ακονισμένο κι΄ αυτό, ένα πριόνι, μια σέγα για να κόβει τα περισσεύματα στα διάτρητά του, σφικτήρες, διαβήτης, βαρίδια, αλφάδι, γωνιές και άλλα που δεν θυμάμαι.
Σαν πάγκο εργασίας του στο Κάψη χρησιμοποιούσε ένα τεράστιο τραπέζι από καστανιά σ’ ένα από τα πάνω δωμάτια του παλιού του σπιτιού, το μπροστινό, πάνω απ΄ το μονοπάτι, όσο το χρησιμοποιούσε. Εκεί τρώγαμε το μεσημέρι ότι ο ίδιος μαγείρευε, παραμερίζοντας, ο ίδιος πάντα, πρόχειρα τα πάντα. 
Στα εργαλεία του ήταν απρόσεκτος, διασπείροντας ότι δεν χρησιμοποιούσε σ΄ ένα κάτω δωμάτιο, το μαντζάτο. Παιδί στα περίπου έντεκα- δώδεκα είχα δυο ατυχήματα με εργαλεία του δυο συνεχόμενα καλοκαίρια.
Στο πρώτο πάτησα καθώς έτρεχα παίζοντας στο μαντζάτο φορώντας ελβιέλα το κοφτερό σκερπάνι που μου ξέσχισε το μικρό δάκτυλο του αριστερού ποδιού.
Χρειάστηκε η θαυματουργή επέμβαση του συγχωριανού πρακτικού γιατρού Αλέκου Πανέτσου που βρισκόταν στο Κάψη, που με τα «τσιμπιδάκια» του και ένα είδος τανάλιας, χωρίς οποιαδήποτε αναισθησία, μου το έραψε και δέκα ημέρες μετά, μου τα αφαίρεσε.
Στο δεύτερο, παίζοντας πάλι στο μαντζάτο, πάτησα τρέχοντας μια σανίδα του με ένα ολόρθο καρφί. Το αντιλήφθηκα γιατί συνέχισα με το σανίδι κολλημένο και την πρόκα να έχει τρυπήσει ελβιέλα και πόδι, βγαίνοντας από πάνω. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε γιατρός ή οτιδήποτε. Πάτησα απλά το πίσω μέρος του σανιδιού με το «καλό» πόδι και ξεκάρφωσα το τρυπημένο. Ούτε τσιμουδιά τότε σε κανέναν, ούτε στην μάνα..
…………………………………………………………..
(1)   Η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη templum, χώρος ιερός, διακριτός από κάποιον άλλο, προοριζόμενος για τη λατρεία του Θεού. Σαν είδος φράγματος, ήταν γνωστό στους προχριστιανικούς ελληνικούς και ιουδαϊκούς ναούς. Με αυτό διαχωριζόταν ο κυρίως ναός από το άδυτο..
(2)   Οι φωτογραφίες για τα κοπίδια έχουν ληφθεί και επεξεργαστεί από το Internet.

Μερικά από τα έργα του:
Από το τέμπλο της Αγίας Τριάδας της Μεγάλης Κάψης
Το δεσποτικό και το προσκυνητάρι της Αγίας Τριάδας της Μεγάλης Κάψης 
 
Από το τέμπλο του Αγίου Κων/νου και Ελένης της Μεσαίας Κάψης. Διασώθηκε από την καταστροφή του ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου στο από κατολίσθηση κατεστραμμένου χωριού και τοποθετήθηκε σ΄ αυτόν του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στο νέο 
Από το τέμπλο της εκκλησιάς του Μεγάλου Χωριού

Το τελευταίο τέμπλο κατασκευής του Υφαντή, αυτό της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1695,
στη Μ. Κάψη Φθιώτιδας
Σπιτικό εικονοστάσι  κατασκευής του 1930 για την κόρη του Δέσποινα (Δέσπω) Παπαδιονυσίου. Το αφιέρωσα στη μνήμη της στον ναό της Παναγίας της Μ.Κάψης.Ευχαριστώ τον φίλο, ορκωτό λογιστή, Γιάννη Καραλή για την αποκατάστασή του με τα χέρια του…

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου