Εκδρομή στη Λίμνη Αχελώου και Γρανίτσα
Ευρυτανίας το 1998
Νίκος Δ.
Παπαδιονυσίου
Η γέφυρα της Επισκοπής-Αχελώου,
από τη θέση «Τσαγκαράλωνα» (υψ.1050)
έξω από τα Φιδάκια Ευρυτανίας
Ιστορώ
εδώ την πρώτη μας εκδρομή στη Γρανίτσα που έγινε Πρωτομαγιά του 1998 με τη
συμμετοχή της Δέσποινας και των φίλων μας Παύλου και Κέλης.
Λέω
τη πρώτη γιατί την ίδια πραγματοποίησα άλλες 3- 4 φορές με άλλους φίλους και
διαφορετικές συνθήκες με την ασφαλτόστρωση των δρόμων.
Ξεκινήσαμε
08:00 από το Παλιό Φάληρο. Γύρο στις 13:30 φτάσαμε στο Καρπενήσι μετά μικρή
στάση στα Καμένα Βούρλα για τους πραγματικά υπέροχους λουκουμάδες σε συγκεκριμένο μαγαζί και πέρασμα –
προσκύνημα στο Κάψη. Διανυκτέρευση.
Ξεκινήσαμε
από Καρπενήσι την άλλη ημέρα στις 08:00.
Καρπενήσι,
δρόμος προς Αγρίνιο μέχρι την Ανατολική Φραγκίστα μέσω Καλεσμένου,
μια καταπράσινη διαδρομή, γεμάτη νερά.
Σταματάμε
για λίγο να θαυμάσουμε τη παλιά στρατιωτική μεταλλική γέφυρα Belley στο Παρκιό,
τα άφθονα νερά του Ταυρωπού (Μέγδοβα) και την υπέροχη φύση της περιοχής. Η Κέλη
ξετρελαμένη μας λέει να έρθουμε κάποτε όλη η κοινή μας παρέα να κάνουμε πικ-
νικ το καλοκαίρι, που να περιλαμβάνει μπάνιο μέχρι και καρπούζι να κρυώνει στα
νερά.
Συνεχίζουμε
προς την Ανατολική Φραγκίστα(1), κεφαλοχώρι, με τις πηγές της, άφθονα τα νερά, τα πλατάνια
της, τις παιδικές κατασκηνώσεις των προνομιούχων της Δ.Ε.Η και τον Ι. Ν. Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του 1725.
Βγαίνοντας
από την Α. Φραγκίστα προσέχοντας να αφήσουμε το δρόμο προς Αγρίνιο, μπαίνουμε
αμέσως στη Δυτική Φραγκίστα(2),
κεφαλοχώρι κι’ αυτή, με ενοικιαζόμενα δωμάτια για παραθεριστές, όπως και στην
Ανατολική. Οι ψησταριές της σπουδαίες, με τα αρνιά σούβλας, τα κοκορέτσια και
σπληνάντερά της. Σε μια στάση για φαγητό αργότερα, το 2003, κάποια άλλη φορά
στην ίδια εκδρομή, με άλλη παρέα, φάγαμε με τον οικονομικό δημοσιογράφο φίλο
μας Γιώργο, γιατί οι γυναίκες τσίμπησαν, σχεδόν μισό αρνί εκτός απ’ τα
κοκορέτσια και τα λοιπά.
Αφήνοντας
την Δ. Φραγκίστα, κάναμε δυτικά ακολουθώντας μια από τις επεκτάσεις της Λίμνης
του Αχελώου, ανάλογα με την εποχή και τα νερά, αυτή του Αγραφιώτη, περάσαμε
πάνω από το γεφύρι του. Σχετικά κοντά, πιο χαμηλά, υπάρχει ότι απόμεινε από το
ιστορικό πέτρινο, μονότοξο γεφύρι του Μανόλη(φωτό: ΝΕΑ 3/12/1999).
Τυχερός
είναι όποιος περνώντας όταν είναι χαμηλά τα νερά, το ιδεί
όσο εξακολουθεί μα
μην έχει γκρεμιστεί, θυσία στη πρόοδο
Λίγο
πιο πέρα κοντά στις Αμπάρες υπάρχει
η διασταύρωση, στα Ν.Δ., ασφαλτοστρωμένη
για τη Μονή Τατάρνας(3)
και Δ. προς Λογγίτσι.
Στην είσοδο της
Μονής
Κάποιος
Μεγαλοκαψιώτης μου είχε διαφημίσει κάποτε τη μονή σαν σπουδαία, με ηγούμενο
κοντοχωριανό από τη Μερκάδα.
Κάναμε
παράκαμψη της διαδρομής μας, περάσαμε έξω από το χωριό Τριπόταμος
και σε λίγο ήμασταν στο μοναστήρι.
Η θέα της Λίμνης του
Αχελώου και των βουνών του Βάλτου από την Μονή Τατάρνας
Σαν
μοναστήρι, παρ’ όλο με σημαντική ιστορία, δεν μου έλεγε και πολλά έχοντας
μάλιστα πρόσφατες τις εντυπώσεις μου από το Άγιο
Όρος. Αυτό όμως που αξίζει τον κόπο να πάει κανείς, είναι, εκτός από το μουσείο του, η ωραία θέα
της Λίμνης να απλώνεται από κάτω και στο βάθος, Β.Δ, της Γέφυρας της Τατάρνας σ’ όλο το μήκος της όπως και ο Βάλτος.
Ο
Παύλος έμεινε έξω απ’ τη Μονή αγανακτισμένος, αρνούμενος πεισματικά, πράγμα
αναμενόμενο για μας που τον γνωρίζουμε, ν’ αλλάξει τη βερμούδα του με
παντελόνι, σύμφωνα με τις ακόμη πιο πεισματικές απαγορεύσεις καλόγερου.
Γυρίζοντας
πίσω στη διασταύρωση, πήραμε το δρόμο για Λογγίτσι και Γέφυρα της Τατάρνας. Κι’
εδώ ο σχετικά πρόσφατος, τότε, χάρτης της ΑΝΑΒΑΣΗΣ είχε λάθος για το οποίο
γυρίζοντας διαμαρτυρήθηκα τηλεφωνικά στους εκδότες: είχαν το δρόμο ασφάλτινο
ενώ ήταν χωματόδρομος. Ασφαλτόδρομος έγινε μετά από δυο περίπου χρόνια. Όταν
περάσαμε είχαν αρχίσει κάποια χωματουργικά. Μάλιστα μια D-9 μας καθυστέρησε για
λίγο. Λάθη σαν αυτό, όταν έχεις κατάλληλο αυτοκίνητο, χρόνο και καιρό δεν
παίζουν μεγάλο ρόλο.
Θέα της Λίμνης από τον δρόμο του Βάλτου και την γέφυρα
της Τατάρνας
Η
Γέφυρα της Τατάρνας, δημιούργημα του Μηχανικού Αρίσταρχου Οικονόμου, ένα σπουδαίο τεχνικό έργο της δεκαετίας του
1965- 70, με 3 παγκόσμια βραβεία, δεν θυμάμαι σε τι, αλλά και για το 1998 που
έγινε η εκδρομή, ενώνει την Ευρυτανία
με την Αιτωλοακαρνανία στην άκρη του
πουθενά με το τίποτε. Χωματόδρομος από την Ευρυτανία, πολύ άσχημος τότε
χωματόδρομος από τη μεριά της Αιτωλοακαρνανίας μέχρι το χωριό Τρίκλινο και την έξοδο απ’ αυτό, χωρίς
καμιά κίνηση. Ο ασφαλτόδρομος αρχίζει μετά.
Την
εποχή της κατασκευής δεν υπήρχαν καν χωματόδρομοι. Μόνο μονοπάτια για επικοινωνία χωρικών και κτηνοτρόφων.
Σήμερα και από χρόνια, η διαδρομή όλη είναι ασφάλτινη. Θυμάμαι από την ανάγνωση
των εφημερίδων της εποχής πριν γίνει η γέφυρα, την φασαρία που είχε γίνει για
τη σκοπιμότητα του Έργου. Τι’ χες Γιάννη, τι’ χα πάντα. Στη θέση της υπήρχε
υπέροχο πέτρινο, μονότοξο, παλιό γεφύρι, πνιγμένο πλέον από τα νερά της Λίμνης,
μάλλον του 17ου αι. Αριστερά του υπήρχε η μεγαλύτερή του τροφοδότης,
η πηγή Μαρδάχα (στα
σλάβικα "μεγάλη άνοιξη" ή «μεγάλη πηγή» παρέχοντας το
1/3 των υδάτων του, 400 m3/sec.)
Παλιά φωτογραφία από
Internet με το ιστορικό
γεφύρι της Τατάρνας και
την πηγή Μαρδόχα
Σταματημένοι
στη μέση της γέφυρας, θαυμάζαμε το μεγαλείο του νερού: ο αχανής όγκος του προς
Ν., η ομορφιά του ορεινού ανάγλυφου των βουνών του Βάλτου προς Β.Δ, όπου το νερό χωνόταν κατά περιοχές στο ανάγλυφο σχηματίζοντας
φιόρδ.
Πιο
μακρυά, στο βυθό της λίμνης, σκεπασμένη από όγκους νερού βρίσκεται η παλιά
εκκλησιά της Κοίμησης της Θεοτόκου του
9ου αι. του χωριού της παλιάς Επισκοπής. Οι τοιχογραφίες της αποκολλημένες, φιλοξενούνται σε
περίοπτη θέση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών. Ο σταυρός στον
τρούλο μέσα στα νερά φαίνεται από σχετικά πρόσφατη φωτό των Φοίβου Βιλανάκη και
Γιάννη Ίσαρη, υποβρύχιων φωτογράφων, σε βάθος 32 μέτρων(11ος/2010) .
Οι δύο φωτό είναι από το in.gr.
Η
νέα Επισκοπή, χτίστηκε απέναντι και ανατολικά του παλιού χωριού. Πιο κάτω, στα νερά της λίμνης, απλώνεται η
γνωστή γέφυρα της Επισκοπής, 605 μ.
μήκους, 9 μ. πλάτος.
Μπαίνοντας
στην Αιτωλοακαρνανία, υποχρεώνεσαι από τον όγκο της Κανάλας(4) να κάνεις το γύρο μέρους της Λίμνης, να διατρέξεις μια μεγάλη αλλά ενδιαφέρουσα απόσταση στο Β.Β.Δ άκρο του
Νομού, χωρίς την οπτική της επαφή.
Αφήνοντας
το Τρίκλινο, μετά τον Αγραπιδόκαμπο,
τους Χαλκιόπουλους, τον Άγιο Μηνά, φτάσαμε στο Νέο Χαλκιόπουλο. Εκεί σταματήσαμε για
φαγητό, δηλαδή καλοψημένα τρυφερά
παϊδάκια, φρεσκότατα αυγουλάκια μάτια, καλοτηγανισμένες πατατούλες,
αγγουροσαλάτα με άφθονα κρεμμύδια και λίγο καλό κρασάκι. Νομίζω ότι ακόμη και
σήμερα η Κέλη ψωνίζει αρνάκι από κάποιον που τον εφοδιάζει ο προμηθευτής του ταβερνείου
που έχει χασάπικο στην Αθήνα.
Η
ώρα πέρναγε, καλοπερνάγαμε αλλά τους ξεσήκωσα να φύγουμε.
Πήραμε
τον παλιό δρόμο για Άρτα. Μερικά
χιλιόμετρα πιο πάνω, κάνοντας δεξιά, πήραμε ένα στενό χωματόδρομο για Εμπεσό ή μάλλον EMBESON,
όπως μας πληροφορούσε μια σκουριασμένη πινακίδα, που προκάλεσε τα γέλια μας. Είχαμε
μπει για τα καλά στη περιοχή των χωριών
του Βάλτου.
Τα
χωριά του Βάλτου, γνωστά από την Επανάσταση με «τα πέντε βιλαέτια», σύμφωνα με
το γνωστό δημοτικό τραγούδι oι κλέφτες του βάλτου:
Κάτου στου βάλτου τα χωριά,
Ξερόμερο και Άγραφα και
στα πέντε βιλαέτια,
Βάλτε μπρε να πιούμ', αδέρφια.
- Εκεί είν᾿ οι κλέφτες οι πολλοί,
ούλοι ντυμένοι στο φλωρί,
κάθουνται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.
Μπορεί να τ’ ακούσει κανείς στο Youtube :
Ξερόμερο και Άγραφα και
στα πέντε βιλαέτια,
Βάλτε μπρε να πιούμ', αδέρφια.
- Εκεί είν᾿ οι κλέφτες οι πολλοί,
ούλοι ντυμένοι στο φλωρί,
κάθουνται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.
Μπορεί να τ’ ακούσει κανείς στο Youtube :
Καθαρά
κτηνοτροφικοί οικισμοί σήμερα (1998), κτισμένοι πάνω στο βραχώδες επικλινές
έδαφος του Βάλτου σε πολλά σημεία, με ελάχιστη βλάστηση, ελάχιστο χώμα και λίγα
νερά για να υπάρξουν καλλιέργειες, περιορίστηκαν στην κτηνοτροφία με κατσίκια,
πρόβατα. Μάλιστα είδα σε κάποιο σημείο
μετά την Εμπεσό ένα είδος αγελάδας μικρόσωμης και αδύνατης, που δεν την είχα
ιδεί πουθενά στην Ελλάδα, προσαρμοσμένη στην έλλειψη επαρκούς τροφής, σαν τα
μικρά ελεφαντάκια που τα οστά τους βρίσκουν οι παλαιοντολόγοι στα νησιά του Α.
Αιγαίου.
Ο
δρόμος, χωματόδρομος ή μάλλον τραχύς ..πετρόδρομος, με πανύψηλα βραχώδη πρανή
σε πολύ μεγάλο μέρος της διαδρομής μέχρι πριν το Περδικάκι.
Θυμήθηκα
δύο κωμικοτραγικά δημοσιεύματα του τύπου της παρελθούσας τότε δεκαετίας, ίσως
και νωρίτερα, για τους κατοίκους της περιοχής που φανερώνουν όμως τις ανάγκες
τους.
Την
απαίτησή τους από τους βουλευτές της περιοχής τους να φροντίσουν να τους βρουν
γυναίκες, γιατί τα κορίτσια τους εγκατέλειπαν τη περιοχή να σπουδάσουν ή να
εγκατασταθούν στη πόλη, αρνούμενα να παντρευτούν κτηνοτρόφους και να
εγκατασταθούν εκεί στην ερημιά. Πρόβλημα πολλών Ελληνικών χωριών.
Το
δεύτερο δημοσίευμα, μάλλον πιο πρόσφατο, αφορούσε τη .. κατάθεση των εκλογικών
τους βιβλιαρίων ώστε να μη ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές, δεν θυμάμαι ποιου
έτους, διαμαρτυρόμενοι για τον ..εμπαιγμό τους από τους βουλευτές να τους
φτιάξουν και ασφαλτοστρώσουν το δρόμο.
Η
αλήθεια είναι ότι βλέποντας περνώντας το είδος και μέγεθος των εργασιών που θα
απαιτούσε μια τέτοια κατασκευή, το υπερβολικό κόστος της σε πολλά σημεία και
την περιβαλλοντική καταστροφή που θα προκαλούσαν οι εκσκαφές για τα πανύψηλα
πρανή, σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να χρηματοδοτήσουν την οικειοθελή
απομάκρυνση των κατοίκων για να σωθούν από τη μιζέρια τους και ταυτόχρονα να
κατασκεύαζαν και δυο- τρία νοσοκομεία με τα ίδια χρήματα.
Και
όμως, απόδειξη του όσοι στην Ελλάδα και ειδικά στην επαρχία, βάζουν στόχους,
όσο ψηλοί ή και παράλογοι είναι κάποιες φορές και αγωνίζεται γι’ αυτούς έχοντας
την ευχέρεια να πιέσουν με τις ψήφους τους επαρχιακούς βουλευτές, τελικά
κερδίζουν, οι κάτοικοι πέτυχαν και στους πιο πάνω δυο:
Πολλοί
βρήκαν αργότερα γυναίκες από χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε.
Πολλές όμως τους εγκατέλειψαν αργότερα μην αντέχοντας την σκληρή τους ζωή καθώς
μάλιστα έφτιαξαν σχετικά τα πράγματα στις χώρες τους…
Ταυτόχρονα,
περνώντας απ’ τα ίδια μέρη το 2002, ο δρόμος ήταν στρωμένος και πολύ καλός
μάλιστα.
Περνώντας
την Εμπεσό προς Περδικάκι, στη μέση περίπου της διαδρομής προς αυτό, συναντάμε
πάλι το Β. μέρος της Λίμνης.
Η
μαγεία της ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Σταματήσαμε για ένα περίπου
τέταρτο θαυμάζοντας από ψηλά τα φιόρδ με το υπέροχο βαθύ μπλε του όγκου του
ήρεμου νερού να χώνεται σε απρόβλεπτα σχήματα στις απόκρημνες, δασωμένες
χαραδρώσεις του Βάλτου.
Σκεφτόμουν
τις τεράστιες δυνατότητες για αξιοποίηση της Λίμνης που και σήμερα τις
αναλογίζομαι καθώς παραμένει αναξιοποίητη. Ένα – δυο ξενοδοχεία με πλαζ για
κολύμβηση στη περιοχή της Γέφυρας, canoe kayak, rafting,
καταβάσεις rappelling, ιχθυοκαλλιέργειες,
σκάφη με επαγγελματίες ή ερασιτέχνες ψαράδες να ψαρεύουν, ταχύπλοα να τραβούν
σκιέρς, τελεφερίκ να ανεβάζουν επισκέπτες ψηλά στο Βάλτο για οδοιπορία σε
μονοπάτια, ορειβασία ή αναρριχήσεις.
Έχω
ιδεί τις περισσότερες φυσικές ή τεχνητές λίμνες της Χώρας μας, σχεδόν όλες. Τη
Λίμνη αυτή τη θεωρώ πρώτη από άποψη ομορφιάς της ίδιας και του περιβάλλοντός της,
πολύ ανώτερη κι΄ αυτής του Πλαστήρα. Βέβαια άλλες λίμνες, όπως αυτή της
Κερκίνης, έχουν άλλου είδους ομορφιά με τον πλούτο ποικιλίας των πουλιών της
και του γύρω χώρου τους.
Συνεχίζοντας,
μετά το Περδικάκι, τα Πηγάδια και τα
Βρουβιανά, φτάσαμε στη Γέφυρα της Τέμπλας, κατασκευασμένη το 1915,
πετρόχτιστο γεφύρι. που μας ξαναβάζει στην Ευρυτανία περνώντας μας πάνω από τον
Αχελώο Παλιότερα υπήρχε ένα ξύλινο (τέμπλα, βλάχικη
λατινογενής λέξη, όνομα που παρέμεινε και στο νέο).
Αρκετά
canoe kayak με νέα ενθουσιώδη
παιδιά σε προετοιμασία μας υποδηλώνουν ότι η Τέμπλα είναι αφετηρία εκκίνησής
τους για τα φιόρδ της Λίμνης ή και στάση από τον διάπλου του Ασπροπόταμου.
Αφήνοντας
τη γέφυρα της Τέμπλας, κατηφορίσαμε σε ασφαλτόδρομο προς Καστράκι και Τοπόλιανα.
Στάση για καφέ στη
γέφυρα της Τέμπλας
Από
μια χωμάτινη παράκαμψη του δρόμου, αφού ρωτήσαμε κάποιες γριούλες που γνέθανε
περνώντας δίπλα τους στο στενό δρόμο, βγήκαμε στο δρόμο προς Κάτω Ποταμιά και το τέρμα μας, τη Γρανίτσα.
Στη
Κάτω Ποταμιά μας σταμάτησε ένα μαγευτικό ημιυπόγειο καφενεδάκι πάνω στο μικρής
κίνησης δρόμο.
Συμβαίνουν
κάποτε αυτά που οι νεοέλληνες αποκαλούν happenings που όταν είναι
ευχάριστα σε κάνουν να ξεχνάς κούραση ή στεναχώριες. Είναι οι στιγμές που με
μια αλληλουχία συμπτώσεων σε οδηγούν να γνωρίσεις ωραία πράγματα.
Κατεβήκαμε
να πιούμε ένα καφέ. Καθίσαμε σ’ ένα υπερυψωμένο μικρό πλάτωμα δίπλα στη πόρτα.
Μια θεια είχε το καφενεδάκι μαζί με τον γιο της, 30 χρόνων. Η γριά είχε έννοια
να τον παντρέψει. Είπε στις γυναίκες αν ξέρουν καμία νύφη σαν κι’ αυτές,
νοικοκυρά, όμορφη. Μας κέρασε κι’ ένα θαύμα γλυκό του κουταλιού. Η γνωριμία
ρίζωσε. Όταν μετά χρόνια ξαναπεράσαμε το 2002 με άλλους φίλους, σταματήσαμε και
είδαμε τη θεια που μας θυμόταν. Δεν σταμάτησα όμως όταν περάσαμε το 2005 με
άλλους φίλους, παρόλο το επιθυμούσα. Κάτι είχε συμβεί. Πιθανά είχε γκρεμιστεί ο χώρος για ..αξιοποίηση ή
κάτι δεν μου επέτρεψε να το αναγνωρίσω, παρόλο το έψαξα με το μάτι.
Λίγο
πάνω απ’ το καφενεδάκι είδαμε ένα νερόμυλο που λειτουργούσε. Έπαιρνε νερό από
το Γρανιτσιώτικο Ρεύμα που ποτάμι
έμοιαζε εκείνη την εποχή και μάλιστα πλατύ, με άφθονο νερό. Δεν δούλευε σαν
μύλος. Δούλευε φλοκάτες και βαριές βελέντζες σαν νεροτριβιά. Όταν ξαναπεράσαμε το 2002 δεν λειτουργούσε. Εφέτος έμαθα από
εκδρομέα στην περιοχή ότι λειτουργεί.
Το
ένα έφερε τ’ άλλο. Θαυμάζοντας το Γρανιτσιώτικο Ρεύμα, βλέπουμε ένα κρεμαστό γεφύρι,
αιωρούμενο, μόνο γι’ ανθρώπους. Δυο χοντρά συρματόσχοινα από την μια όχθη στην
άλλη, απ’ όπου κρέμονταν με πιο λεπτά
συρματόσχοινα η βάση και τα σανίδια που πατούσαν οι διερχόμενοι. Το
γεφύρι του Άη Νικόλα. Το περάσαμε ένας-
ένας, μετά φόβου θεού καθώς παλαντζάριζε σε κάθε βήμα. Μάθαμε ότι το κατασκεύασε Μηχανικός εκτοπισμένος εκεί με τη
δικτατορία, με προσωπική εργασία. Από τη ταμπέλα είδαμε ότι ονομάζεται Στ.
Πανταζόπουλος. Μπράβο του.
Φεύγοντας
και αφού πήραμε την ανάβαση της Γρανίτσας, φτάσαμε μετά 15 λεπτά στο κεφαλοχώρι
λίγο πριν νυκτώσει, περίπου 20:00. Εγκατασταθήκαμε στο μικρό της ξενοδοχείο
όπου είχα κλείσει δωμάτια από καιρό.
Η
Γρανίτσα είναι ένα πολύ όμορφο και ανεπτυγμένο κεφαλοχώρι με αρκετούς μόνιμους
κατοίκους σε υψ. 810 μέτρων. Είναι η πατρίδα των Στεφάνου Γρανίτσα και Ζαχαρία
Παπαντωνίου. Έπαιξε σοβαρό ρόλο κατά την Επανάσταση του 21. Κατάγονται απ’
αυτήν οι Βασίλης και Νίκος Γρανίτσας, αγωνιστές του 21 με
τον Καραϊσκάκη και άλλους. Διαθέτει
καλό Λαογραφικό Μουσείο. Γρανίτσα
είναι σλαβική λέξη. Granitsa
σημαίνει όριο ή σύνορο, κατ’ άλλους ανθόφυτη περιοχή ή δενδρότοπο με
βελανιδιές. Ένα από τα 15 σύγχρονα ή μετονομασμένα χωριά στην Ελλάδα με το
όνομα αυτό και ένα από τα εκατοντάδες στην Βαλκανική. Το χαριτωμένο, άνετο και
πολύ καθαρό ξενοδοχείο που μείναμε, το έφτιαξε ντόπιος μετανάστης στη Γερμανία.
Το κράταγαν οι γονείς του. Εντυπωσιακές ήσαν οι τοιχογραφίες που κάλυπταν όλους
τους τοίχους από πάνω μέχρι κάτω. Σχεδιασμένες από ντόπιο καλλιτέχνη με
εκθέσεις στην Αθήνα και δική του στην Γρανίτσα, μόνιμο κάτοικό της, τον Λευτέρη Θεοδώρου. Το θέμα όλων τους
ήταν με θεότητες του δωδεκάθεου. Καλότεχνες παρ’ ότι θέμα κιτσαριό.
Ο
καλλιτέχνης πληροφορήθηκε τον θαυμασμό μας για το έργο του από τους ξενοδόχους
μας. Βγαίνοντας μας συνάντησε και μας πήγε στο ατελιέ του, όπου μας εξήγησε τη
τεχνική του.
Το χωριό ήταν γεμάτο και ειδικά με νέους. Φάγαμε σ’
ένα συμπαθητικό ταβερνάκι και αφού καθίσαμε λίγο, πήγαμε κουρασμένοι για ύπνο.
Την
άλλη μέρα, ακολουθώντας τη διαδρομή Λημέρι,
Βούλπη, Αμπάρες και ακολουθώντας τη διαδρομή από την ανάποδη, φτάσαμε
Καρπενήσι. Από εκεί γραμμή για Π. Φάληρο
non stop.
Να
διευκρινίσω κάτι:
Διαδρομές
μεγάλου μήκους, σαν αυτή που περιέγραψα, δεν συνιστώνται για ανθρώπους χωρίς
μεράκι. Θα κουραστούν και θα μεταφέρουν τη κακή τους διάθεση και στους λοιπούς
της παρέας. Καλύτερα ενημερωμένοι να απέχουν ή να «σπάνε» τη διαδρομή με μια
επί πλέον διανυκτέρευση, πράγμα δύσκολο.
Παράδειγμα
είναι η ίδια εκδρομή που επιχείρησα με
τη συμμετοχή μεγάλης παρέας φίλων. Προηγήθηκε επίσκεψη στη Μεγάλη Κάψη
το απόγευμα της ημέρας άφιξης. Με το ζόρι και διαφωνίες η εκκίνηση στις 10:00
την άλλη ημέρα με συνεχείς στάσεις στο δρόμο για καφέ, την άλλη ..ανακούφισης,
την άλλη για νερό, την άλλη γιατί πεινούσαν καθώς μάλιστα περνώντας, κάποιοι
είχαν δει αρνιά και κοκορέτσια να ψήνονται στη σούβλα στην Δ. Φραγκίστα.
Φτάσαμε
στη γέφυρα της Τατάρνας στις 14:00 χωρίς καν να πάμε στη Μονή. Τα χιλιόμετρα
φάνηκαν υπερβολικά, άρχισε η πείνα. Πού να διανοηθώ να τους πω να συνεχίσουμε
τη διαδρομή και να μοιραστούν τις εντυπώσεις με γύρο της Λίμνης, χωριά του
Βάλτου, Τέμπλα, Γρανίτσα!.. Γυρίσαμε τα πίσω. Καθίσαμε πάνω από ώρα στην Δυτική
Φραγκίστα όπου καταναλώσαμε ποσότητες αρνιού σούβλας και κοκορετσιού και
μισοσουρωμένοι γυρίσαμε για ..σιέστα.
Μάλιστα,
όταν μετά αρκετά χρόνια τους διηγιόμουν σχετικά με Βάλτο, κλπ, κάποιοι φίλοι
απ’ την πιο πάνω διαδρομή αλλά και πρωτεργάτες της ξάπλας και μάσας, μου
διαμαρτυρήθηκαν γιατί δεν τους πήγα.
-----------------------------------------------------------------
(1)Η Ανατολική Φραγκίστα (υψ. 680 μ.)
είναι ένα χωριό από τα πιο ιστορικά και πιο παλιά χωριά της Ρούμελης, πατρίδα
επιφανών ανδρών όπως του Γιαννάκη Φραγκίστα
συμπολεμιστή του Κατσαντώνη, του πολιτικού Γεωργίου Καφαντάρη
(1878-1946), που υπήρξε και
πρωθυπουργός, και άλλων. Η ονομασία της Φραγκίστας πιθανά προέρχεται από τη
μεσαιωνική λέξη φραγγίδα που σημαίνει ότι ήταν χωριό με προνόμια. Σήμερα
υπάγεται διοικητικά στο νέο Δήμο Αγράφων με την Δυτική Φραγκίστας, με έδρα τη
Δυτική Φραγκίστα.
Καθεδρικός
της είναι ο ναός των 12 Αποστόλων.
Υπάρχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον σε ανεξερεύνητο οικισμό της αλλά και παλιά
ενδιαφέροντα μοναστήρια της, όπως της Αγίας
Σωτήρας που είναι τρίκοχο, σταυρεπίστεγο, με νάρθηκα και κτιστό πέτρινο
τρούλο, ξύλινο τέμπλο και βυζαντινές ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του δεύτερου
μισού του 17 αι. ανακαινισμένου το 1725 και της Γένεσης της Θεοτόκου
στον χώρο του νεκροταφείου του χωριού. Υπέροχο είναι το περιβάλλον της Σωτήρας,
πάνω στον δρόμο διέλευσης, με τα ψηλά της πλατάνια, βελανιδιές και πουρνάρια,
και ειδικά την νερομάνα της με τις βρύσες, περιοχή κατασκηνώσεων της ΔΕΗ, και
τόπο ανταμωμάτων.
Εξακολουθούν
και λειτουργούν, νερόμυλος, νεροτριβιά και μαντάνι (μηχανή που κινείται με
καταρράχτη για επεξεργασία μάλλινων υφασμάτων και ειδικά κλινοσκεπασμάτων.)
(2) Η Δυτική Φραγκίστα
(υψ. 761 μ.), έδρα του νεοσύστατου Δήμου Αγράφων σήμερα, παλιότερα λέγονταν
Μικρή Φραγκίστα και μέχρι το 1915 ήταν συνοικία της ''Μεγάλης (Ανατολικής) Φραγκίστας'', μαζί με
τους παραλίμνιους συνοικισμούς της. Οφείλει την ονομασία της, στους πρώτους
οικιστές της, την οικογένεια Φραγκίστα ή ονομασία από τους Φράγκους(!). Αισθητή η προσπάθεια διαφοροποίησης από αυτήν
της Ανατολικής. Ο οικισμός πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε κατά την περίοδο της
τουρκοκρατίας. Ένα όμορφο χωριό, με την
πλατεία της στο κέντρο και το ναό της Γένεσης της Θεοτόκου.
Έχει καλή τουριστική υποδομή, Κέντρο Υγείας, Δημαρχείο, Γήπεδο ποδοσφαίρου,
Γυμνάσιο και Τ.Ε.Ε. Πληροφορικής. Με την Ανατολική Φραγκίστα τη χωρίζει το ''Φραγκισνόρρεμα', όπου βρίσκονται ο
αναπαλαιωμένος νερόμυλος, η νεροτριβιά και το μαντάνι, δίπλα στην Παναγία,
κοινά και για τις δυο Φραγκίστες,. Στις 12 Αυγούστου 1944 πυρπολήθηκε από τους
Γερμανούς.
(3)Η
Ι. Μονή Τατάρνας (Παναγίας, υψ. 380
μ., ανδρική), τόπος με μνήμες
ιστορικές, είναι χτισμένη σε μια καταπράσινη κατηφοριά
με εξαίσια θέα προς την λίμνη, την γέφυρα της Τατάρνας και τα βουνά του Βάλτου. Φτάνοντας
στο Μοναστήρι, σ' ένα φραγμένο τόπο φαίνονται χαλάσματα. Είναι το μοναστήρι πού
βούλιαξε το 1963 Η παράδοση τοποθετεί την ίδρυση του Μοναστηριού στις
αρχές του 12ου αιώνα, στο 1111. Κάποιοι το θεωρούν «Βασιλομονάστηρο», όπως το αποκαλούσαν
παλαιότερα, πιστεύοντας πως το έχτισε η Αγία
Θεοδώρα, Βασίλισσα της Άρτας που έζησε τουλάχιστον μετά εκατό χρόνια.. Απ'
αυτό το παλαιό πρέπει να προέρχεται η ψηφιδωτή Ιερή Εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης τού 12-13ου αιώνα, που
σώζεται μέχρι σήμερα ως «θησαυρός απόθετος» στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
Απ'
αυτό το παλαιό Μοναστήρι απέμεινε το όνομα: Τατάρνα ή Τετάρνα, που σημαίνει
βλάχικα τόπο συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων ή ζώων, πολλούς ή πολλά μαζί. Σλάβικα σημαίνει τόπος με "πλούσια
βλάστηση". Για πρώτη φορά συναντάμε το όνομα Τατάρνα το 1556 στο ιδρυτικό του
μοναστηριού από τον ιδρυτή του μοναχό Δαβίδ.
Τον ίδιο χρόνο, ο Πατριάρχης Διονύσιος Β΄ ανακηρύσσει τη Μονή Πατριαρχική
και Σταυροπηγιακή
Η Μονή καταστράφηκε το 1821
όταν οι καλόγεροι μαζί με τον ηγούμενο Κυπριανό βοήθησαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην νικηφόρα μάχη
κατά των Τούρκων, κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας. Από πριν υπέστη λεηλασίες,
πυρπολήσεις και αρπαγές, από Τούρκους για την φιλοξενία κλεφταρματωλών αλλά και
ληστρικές συμμορίες.
Το μοναστήρι ξανακτίσθηκε μέχρι 1844.
Γρήγορα όμως δημιουργήθηκαν ρηγματώσεις από σεισμούς και καθιζήσεις και τελικά
κατέρρευσε με την δημιουργίας της λίμνης, το 1963. Το καινούργιο μοναστήρι
άρχισε να κτίζεται το 1970.
Στο
μουσείο του σώζονται σημαντικά κειμήλια όπως άμφια, ευαγγέλια, εικόνες, το
καντήλι- τάμα του Κατσαντώνης, βιβλιοθήκη με 633 έντυπα, σπάνια βιβλία και χειρόγραφα του 16ου αιώνα, πατριαρχικά έγγραφα και τουρκικά φιρμάνια.
(4) Η Κανάλα ή Καλάνα σύμφωνα με
κατοίκους των ορεινών της χωριών, είναι βουνό με ύψος 1520 μ. δυτικά του Αχελώου. Ανήκει στα όρη της παλιάς επαρχίας Βάλτου. Οι περίπου κάθετες πλαγιές της καταλήγουν στα νερά της λίμνης των Κρεμαστών.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Ωραία ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφή