Συνεργάτες

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Οι δυο λαμπάδες


Οι δυο λαμπάδες
(του Τάκη Λάππα)


Έχουν και τα άψυχα τη μοίρα τους. Μια μοίρα που πολλές φορές δεν διαφέρει απ’ των ανθρώπων. Ξεκινάνε κι αυτά με κάποιο προορισμό, μα το τέλος τους είναι αλλιώτικο. Τη μοίρα αυτή είχαν και δυο λαμπάδες της Ανάστα­σης.
Ο βασιλιάς Όθωνας κι η βασίλισσα Αμαλία στα 1826 γιόρτασαν το Πάσχα στην Αθήνα. Ποιος τους το ‘λεγε πως αυτό το Πάσχα θα ήταν και το τελευταίο τους στην 'Ελλάδα…
Η Αμαλία από τότε που πρωτογιόρτασε το Πάσχα στην Ελλάδα είχε καθιερώσει τούτη τη συνήθεια. Κάθε χρόνο ύστερα από τη λειτουργία της Ανάστασης έπαιρνε τη λαμπάδα που κρατούσε ο Όθωνας και με τη δική της μαζί, τη φύλαγε ως τον άλλο χρόνο που θα τις άλλαζε με τις καινούργιες. Τις παλιές τις έστελνε να τις κάψουν στην εκκλησία. Ήταν τάχα ιδιοτροπία της βασίλισσας, ή κά­ποια Ελληνίδα, Κυρία της Τιμής, να της το είχε πει για γούρι; Άγνωστο. Έγινε πια έθιμο για τη βασίλισσα και το κρατούσε πιστά. Έτσι και στα 1862 ύστερα απτό την Α­νάσταση που έκανε στην Αγία Ειρήνη τότε Μητρόπολη της Αθήνας — σαν γύρισε στο παλάτι, φύλαξε τις δυο λαμπάδες. Του βασιλιά και τη δική της.
Σ’ έξη μήνες οι βασιλιάδες αναγκάστηκαν να εγκατα­λείψουν για πάντα τη χώρα. Κι από τότε δεν ξαναγιόρτασαν άλλο Πάσχα στην Ελλάδα.

Εξόριστοι πια ο Όθωνας κι η Αμαλία ζούσανε στη Βαμβέργη της Βαυαρίας. Και στην ξενιτιά, τους συντρό­φευαν πάντα οι αναμνήσεις τους απ’ τη χώρα εκείνη που α­ναγκαστικά είχαν αφήσει… Ο λογισμός τους όλο εκεί κάτω τριγυρνούσε. Και κάποια μέρα η Αμαλία σκαλίζον­τας μερικά πράματα της που της είχαν φέρει καθυστερημένα απ’ την Ελλάδα, βρήκε και δυο λαμπάδες. Ήταν οι λαμπάδες από το τελευταίο τους Πάσχα. Στ’ αντίκρισμά τους τα μάτια της με μιας πλημμύρισαν από δάκρυα. Όσο κι αν ήταν σκληρή ανάμνηση, ήταν αγαπητή. Κάτι που της θύμιζε τον παλιό ευτυχισμένο και­ρό, τη δοξασμένη εκείνη, εποχή που είχε φύγει για πάντα. Τρέμοντας από τη συγκίνηση άπλωσε και πήρε ευλαβικά τις δυο αυτές λαμπάδες. Τις κράτησε για κάμποσο, τις χάι­δεψε με τα δάχτυλά της και με το πονεμένο της βλέμμα τις έρανε με λίγα δάκρυα κι υστέρα κρυφά πήγε και τις φύλαξε στο δωμάτιο της. Τις έκρυψε εκεί που είχε τα πιο αγαπημένα της ενθύμια.
Τα χρόνια περνούσαν… Οι εξόριστοι βασιλιάδες γιόρ­ταζαν τις Πασχαλιές τους στη Βαμβέργη. Και η Αμαλία τις δυο εκείνες λαμπάδες δεν τις είχε αλλάξει μ’ άλλες και­νούργιες. Στην ξενιτιά δεν κρατούσε πια το έθιμό της. Αλ­λά και με τίποτα δεν θ’ άλλαζε τις δυο λαμπάδες που ήταν φτιαγμένες  με ελληνικό κερί και που της θύμιζαν κάποιο χαρούμενο Πάσχα… Έστω κι αν ήταν το τελευταίο.
Το καλοκαίρι του 1867 ο βασιλιάς Όθωνας πέθανε. Και σαν μπήκε η Αμαλία στο νεκρικό θάλαμο για να κλά­ψει τον αγαπημένο της, έφερε μαζί της και δυο λαμπάδες. Ήταν οι Πασχαλινές. Τις άναψε η ίδια πλάι στο νεκρό και γονατιστή άρχισε να προσεύχεται. Κι έτσι τον εξόριστο βα­σιλιά δεν τον συντρόφευε μόνο η ελληνική φορεσιά που του είχαν νεκροφορέσει, στερνή του επιθυμία, μα καίγανε πλάι του κι οι δυο λαμπάδες φτιαγμένες από κερί της Ελλάδας. Και σαν πήρανε το νεκρό για να τον μεταφέρουν στο κοιμητήρι της βασιλικής οικογένειας, η Αμαλία πρόσταξε να παραδώσουν στα χέρια της τις δυο λαμπάδες. Τις πήρε και τις έκρυψε και πάλι.
Σε λίγο καιρό κάλεσε κάποια μέρα στο ιδιαίτερο δωμάτιό της, την Κυρία της Τιμής, την Ξανθή Χατζίσκου. Η Ξανθή Χατζίσκου ήταν κόρη του απ' τη Λαμία υπουργού Χατζίσκου, που παντρεύτηκε ύστερα τον βουλευτή της Θή­βας Δ. Διαμαντή. Ήταν η μοναδική Ελληνοπούλα που έ­μενε πλάι της στην εξορία κι η Αμαλία τη φώναζε «εγγονή». Έδειξε στην Ξανθή το μέρος που είχε φυλάξει τις δυο λαμπάδες και της εμπιστεύτηκε κάτι. . . Σ’ οχτώ χρόνια, το Μάη του 1875 στη Βαμδέργη έ­κλεισε για πάντα τα μάτια της κι η Αμαλία. Η Ξανθή έ­βγαλε απ’ την κρυψώνα τους τις δυο μισοκαμένες λαμπάδες και τις έφερε και τις άναψε πλάι στο βασιλικό φέρετρο. Ήταν αυτή η στερνή θέληση της Αμαλίας που είχε εμπι­στευτεί στην «εγγονή» της: Ένα ελληνικό χέρι ν’ ανάψει πλάι στο φέρετρο της τ’ απομεινάρια απ’ τις πασχαλινές κείνες λαμπάδες.  Και το χέρι αυτό ήταν της Ξανθής Χα­τζίσκου.         
Κι όταν ήρθε η ώρα να μεταφέρουν τη νεκρή πλάι στο βασιλιά σύντροφό της, η Ξανθή ζήτησε απ’ τους παλατια­νούς μια χάρη: Να πάρει τα δυο αποκέρια που απόμειναν πια απ’ τις δυο νεκρικές λαμπάδες. Η χάρη της έγινε.
Η Ξανθή Χατζίσκου γύρισε σε λίγο στην Ελλάδα. Πρώτη της δουλειά σαν πάτησε το χώμα της Αθήνας, ήταν να κάνει ένα Τρισάγιο στο Α΄ Νεκροταφείο για τους πρώ­τους βασιλιάδες. Κι ενώ ο παπάς προσευχόταν και μνημό­νευε τον Όθωνα και την Αμαλία, η Ξανθή άναψε τα δυο εκείνα αποκέρια που είχε ξαναφέρει από τη Βαμδέργη επί­τηδες στον τόπο τους. Τ’ άφησε να  καούν ως το τέλος και να ρίξουν τη στερνή τους αναλαμπή. Κι έτσι οι δυο κείνες λαμπάδες που οι βασιλιάδες τις άναψαν το 1862 στην Αθήνα, στη χαρά του Πάσχα, τους συντρόφευσαν έπειτα νεκρούς στην ξενιτιά.Από γιορταστικές λαμπάδες κατάντησαν να γίνουν ψυχοκέρια. Τι  παράξενη  ιστορία!...
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Δεκ. 1977
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου