Συνεργάτες

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού


 ΤΟ ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ
(Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη)
Ξεφλούδισμα καλαμποκιού στο Πλατύστομο το 1941 - Πηγή φωτο:f/b Fotis Ntallis

Τα σκότη, με τ’ απόβραδο, πέφτουν αγάλια - αγάλια,
στις κούρνιες τα πετούμενα τραβιούνται και κουρνιάζουν,
ανάβουν οι κωλοφωτιές, οι νυχτερίδες βγαίνουν,
βγαίνουν κι οι κόρες του χωριού, βγαίνουν τα παλικάρια,
βγαίνουν κι οι γριες κι οι γέροντες και τ’ άγουρα παιδάκια
και παν στην παρακάλεση, τραβάνε για ξεφλούδο.
Την ώρ’ αυτή, από το βουνό προβάλλει το φεγγάρι
και σαν λυχνάρι ανάγερο, σαν άσβηστο καντήλι,
φέγγει μες στη σπιτίσια αυλή, φέγγει μες στ’ αυλογύρι,
καθάρια είναι η αυλή κι ο τόπος της καθάριος,
καθάριος και καλόχριστος και καλοσαρωμένος,
κι είναι σωροί στον τόπο της από το καλαμπόκι,
γύρα - τριγύρα είναι οι σωροί, γύρα - τριγύρα οι στίβες,
γύρα - τριγύρα κάθονται και οι ξεφλουδιστάδες,
κάθεται το τρανό μεντζί, κάθεται σταυροπόδι.
Κι ο γερο-αφέντης εύχεται στους νυχτοπαρωρίτες.
             -Παιδιά, καλό ξεμπούλτσισμα, παιδιά, καλό ξεφλούδο,
καλή ξαγρύπνια και καλό απόψε παρακάθι.
Φεγγάρι τους χρυσοφωτά, καντήλι φως τους δίνει
κι αυτοί με ξύλινα σουφλιά και με καρφιά στα χέρια,
το καλαμπόκι ξεφλουδάν, τη ρόκα ξεγυμνώνουν
και ρίχνουν τον καρπό μπροστά και τα ξεφλούδια πίσω.
Χορεύουν στον αυλόγυρο τα πρώτα καλαμπόκια
και σαν τα δεύτερ’ ακλουθάν και σαν τα τρίτα πέφτουν,
ο τόπος ολοκίτρινος στρώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη.
Απ’ τα κοτσάνια, καθώς σπαν, σηκώνεται αχολόι
κι όσο γοργό γρικιέται αυτό, τόσο στ’ άπλωμα πέφτει
βροχή κι η ρόκα η ξερικιά, βροχή η τρανή μαντζάνα,
βροχή τ’ ασπροκαλάμποκο κι η κοντοδιακονιάρα.
Οπού ’ναι γέροι, αραδιαστοί σε κοντοσκάμνια απάνω,
παλιά μασλάτια ακούγονται και μύθοι μολογιούνται
κι οπού ’ναι νιοι, οπού ’ναι νιές, χρυσά, δροσάτα νιάτα,
πετάει το γέλιο στις θωριές κι ο έρωτας στα μάτια,
κρυφοκεντάν τους πόθους τους κι υφαίνουν τα όνειρά τους,
με τα φεγγαρογνέματα τα υφαίνουνε αντάμα.
Ένας διαλέει ροκόφυλλα, που μοιάζουν σαν μετάξι,
και στην καπνοσακούλα του, στον κόρφο του τα χώνει,
να τα ’χει για φουμάρισμα, να στρίβει τον καπνό του,
άλλος ανάβει πλάι φωτιά και ψένει και μοιράζει
τα καλαμπόκια τα χλωρά, τις τρυφερές τις ρόκες,
άλλος νιος, που ’ναι αμούστακος, μπερτσιά μουστάκι βάνει
κι άλλος, στης νύχτας τη σιωπή, γλυκό τραγούδι λέει
κι όξω ξεχύνεται ο σκοπός, στις γειτονιές απλώνει.
Κι όσ’ ο ξεφλούδος προχωρεί κι όσο διαβαίν’ η νύχτα,
στίβα η ρόκα σηκώνεται, σωρός το καλαμπόκι
και τα καλαμποκόφυλλα πύργο κι εκείνα σταίνουν.
Κι εκεί που απλώνεται ο σωρός, που ’ναι γυμνή η στίβα,
αν τύχει κάποιος να σταθεί και κάποιος να περάσει,
πλήθια κορμούζια δέχεται, πλήθια και καλαμπόκια,
που οι γύρα, να γελάσουνε, τον αλαφροχτυπάνε,
του ρίχνουνε στην πλάτη του, του δέρνουν τα ποδάρια.
Τ’ αγέρι το νυχτιάτικο κάπου - κάπου φυσάει,
δροσίζει τους ξεφλουδιστές, νέα δύναμη τους δίνει.
Περνά απ’ το νυχτολύχναρο καμιά καντηλοσβήστρα
κι ανάριο γίνεται το φως, ο τόπος δε φωτιέται
κι όσο ν’ ανάψει πάλι αυτό κι όσο το φως να ρίξει,
τους φέγγει ο ουρανοκρέμαστος του φεγγαριού ο λύχνος,
που λάμπει όλη τη νυχτιά, που φέγγει όλο το βράδυ.
Όμορφη που ’ναι η αργατιά, όμορφη που ’ναι η νύχτα,
όμορφη που ’ναι και γλυκιά κι αυτή η φωνή του γκιώνη,
που φτάνει από τις φυλλουριές κι απ’ τις χλωρές τις τούφες,
καθώς ανάρια μοίρεται, καθώς ανάρια κλαίει,
καθώς και τα παράπονα σκορπολογάει τριγύρα.
Ψηλά τ’ αστέρι τ’ ουρανού το μεσονύχτι δείχνει
και τα παιδιά, που παίξανε, στα μπούλτσα, σαν μελίσσι,
αποσταμένα γέρνουν πια κι εκεί γλυκοκοιμούνται,
σαν σε στρωσίδια μαλακά και σαν σε νέφια αφράτα.
Κάποτε, στη βαθιά νυχτιά, κοντά στην πρώτ’ υπνίλα,
κράζει κανένας άξαφνα, κράζει και χωρατεύει.
             -Ηύρα παρδάλω, ωρέ παιδιά, ηύρα και μια κοκκίνω
κι αν λάχω ακόμα κάνα δυό, πέντ’, έξι, εφτά κι αν εύρω,
τότε θα πάω να κοιμηθώ, τότε θα πάω να γείρω.
Του σπιτικού η νοικοκυρά, καθώς ακούει τ’ ορνίθι
κι αυτό μέσα στην κούρνια του μεσάνυχτα να σκούζει,
φέρνει την πίτα στο ταψί, που ’ψησε πριν στη γάστρα,
φέρνει μαζί και το φλασκί, με το παλιό το διάγγι
και παίρνει αράδα το μεντζί και τους ξεφλουδιστάδες
και στα γυαλιά ρίχνει κρασί, κομμάτια στις λεγγέρες.
             -Τη νυσταμάρα σας, παιδιά, κρατήστε την μια ψίχα
κι έφτασε η τραχανόπιτα, με το κρασί αντάμα,
οπού στεριώνουν την καρδιά κι οπού ξυπνάν τα μάτια!
Κι αυτοί, σε κάθ’ ένα φελί, σε κάθ’ ένα ποτήρι,
δίνουνε στην αφέντρα ευχές, χρυσά της λένε λόγια.
             -Καλή νυχτιά, νοικοκυρά, καλώς να δώσει ο ήλιος
κι όσο να φέξ’ η χαραυγή κι όσο να πάρ’ η μέρα,
το καλαμπόκι ένα βουνό τετράψηλο να γίνει
κι εφτάδιπλο κι εννιάδιπλο να σηκωθεί, του χρόνου!
Κι όσο να φάν’ και ν’ αποπιούν και τις ευχές να σώσουν,
ο νοικοκύρης του σπιτιού, πότε με καρπολόι
τα καλαμπόκια, που ’φυγαν, στη στιβανιά μαζώνει,
πότε από τους ξεφλουδιστές τα φλέσουρ’ αποδιώχνει
και πότε ξεδιαλέεει χοντρά κορμούζια κι αρμαθιάζει
και τα κρεμάει στο πάτερο, να ’χει άλλα για σπορίτια
και στης Μεσοσπορίτισσας τη μέρ’ άλλα για βράση.
Κι εκεί που το φεγγάρι σβεί και πάει να βασιλέψει
και τ’ άστρα χαμηλώνουν πια και σκοτιδιάζει ο τόπος,
τους φέγγει στο ξεφλούδισμα τ’ ανάσβηστο καντήλι.
Και με το φως του καντηλιού, με το γλυκό το φως του,
που πότε - πότε ολοφωτά και πότε - πότε τρέμει,
αργό πάγει το έργο τους κι ανάρια τα τραγούδια
και στα τραγούδια ανάμεσα κι ανάμεσα στο έργο,
κάπου - κάπου μες στο χωριό κάνα σκυλί αλυχτάει,
στη λούζα σκούζει ο βάτραχος, στα ρέπια η κουκουβάγια,
ακούγεται απ’ τη ρεματιά γλυκά κι αυτό τ’ αηδόνι.
Κι όταν θαμπό της χαραυγής το πρώτο έρχεται φέγγος
κι οι νυχτερίδες κρύβονται, το νυχτοπούλι παύει
και κόβονται πιά κι οι χαρές, τα χωρατά, τα γέλια,
σηκώνονται οι ξεφλουδιστές, καληνυχτάν και φεύγουν
και καρτεράν το σούρουπο, το βράδυ περιμένουν,
να ξαναπάνε σ’ άλλη αυλή κι αλλού να ξεφλουδίσουν,
πάλι με κέφια, με χαρές, με γέλια, με τραγούδια.

                                      Γιάννης Αν. Σαντάρμης

  Γλωσσάρι
αρμαθιάζω = βάζω στη σειρά όμοια ή ανόμοια πράγματα, περνώντας τα σε σχοινί ή σύρμα.
  ασπροκαλάμποκο, το = καλαμπόκι με άσπρα σπυριά.
γάστρα, η = μεταλλικό ημισφαιρικό αντικείμενο, που σκεπάζεται ο θόλος του με αναμμένα κάρβουνα και ψήνεται από κάτω φαγητό ή ψωμί ή πίτα στο ταψί, σάτσι.
γκιώνης, ο = μικρό πουλί, νυκτόβιο, αρπακτικό, που ανήκει στην οικογένεια της κουκουβάγιας, πιο μεγάλο από τη σιταρήθρα, στο κεφάλι του έχει δύο λοφία, ένα δεξιά κι ένα αριστερά, τ’ όνομά του το πήρε από τη μονοσύλλαβη λυπημένη φωνή του: γκιών – γκιών.
διάγγι, το = παλιό κρασί.
καλόχριστος, ο = αυτός που έχει επάλειψη καλή.
καντηλοσβήστρα, η = μεγάλη πεταλούδα της νύκτας, είναι σταχτιά και χνουδωτή, ελκύεται από το φως της λάμπας.
καρπολόι, το = ξύλινο φτυάρι με 2-4 πλατιά δόντια, κατάλληλο κυρίως για το πρώτο λίχνισμα του σιταριού στ’ αλώνι ή το αναποδογύρισμα και τη μεταφορά άλλων καρπών, βουκούλι, δικριάνι, τυχούλι, λιχνιστήρι.
κοκκίνω, η = καλαμπόκι που τα σπυριά του είναι κόκκινα.
κοντοδιακονιάρα, η = είδος κοντού καλαμποκιού, που μόλις βγαίνει από τη γη η καλαμποκιά του, χωρίζει καρπό, ο οποίος κρέμεται προς τα κάτω, σαν το σακουλάκι στον ώμο του ζητιάνου (διακονιάρη), κοντόροκα.
κορμούζι, το = ο κώνος του καλαμποκιού ξεφλουδισμένος, το κοτσάνι δηλαδή με τα σπυριά μόνο.
κωλοφωτιά, η = έντομο κολιόπτερο, που φωτίζει τη νύκτα τα οπίσθιά του, κουκουτσίνα, πυγολαμπίδα.
λαχαίνω = πετυχαίνω κατά τύχη, τυχαίνω.
λεγγέρα, η = χάλκινο πιάτο ξέβαθο, απλάδα.
λούζα, η = μικρή κοιλάδα, βαθιά και στενή, που έχει υγρασία, βαθύ χωράφι που κρατά βρόχινα νερά.
μαντζάνα, η = μεγάλου μεγέθους καλαμπόκι, ντινέκι.
μασλάτι, το = κουβέντα, συζήτηση.
μεντζί, το = συγκέντρωση από ανθρώπους με σκοπό την επιτέλεση συγκεκριμένης εργασίας.
Μεσοσπορίτισσα, η = τα εισόδια της Θεοτόκου, που είναι στις 21 Νοεμβρίου, ονομάζεται δε η μέρα αυτή Μεσοσπορίτισσα επειδή βρίσκεται στη μέση ο καιρός της πρώτης γεωργικής σποράς, Πολυσπορίτισσα, Αποσοδειά (τέλος της σοδειάς), Αποσπορίτισσα (αποσπορά των γεωργών).
μπερτσί, το = το τριχοειδές μουστάκι του καρπού του καλαμποκιού.
μπούλτσο, το = το καθένα από τα φύλλα που περιτυλίγει τον καρπό του καλαμποκιού, φλέσουρο, ξεφλούδι, φόκι, φλούσι.
νυχτοπαρωρίτης, ο = αυτός που παραμένει άγρυπνος τη νύκτα πέρα από την κανονική ώρα, ξενύκτης, παρακαθιστής.
ξεμπούλτσισμα, το = η αφαίρεση των φύλλων του καλαμποκιού, ξεφλούδισμα.
ξερικιά, η = καλλιεργήσιμος καρπός που αναπτύσσεται χωρίς πότισμα, η μη αρδευόμενη, άνυδρη.
ξεφλούδος, ο = το ξεφλούδισμα.
παρακάθι, το = αγρυπνία από πολλά μαζί συνήθως άτομα, που πραγματοποιούν νυκτερινή εργασία, νυκτέρι, ξενύκτι.
παρακάλεση, η = αμοιβαία χειρονακτική βοήθεια των ανθρώπων του χωριού για ορισμένο έργο, παρακαλιά, περκάλεση.
παρδάλω, η = ο καρπός του καλαμποκιού που ανάμεσσα στα κίτρινα έχει και κόκκινα ή μαύρα σπυριά.
πάτερο, το = χοντρό οριζόντιο δοκάρι στην κορυφή της στέγης του σπιτιού, που στηρίζουν κάθετοι στύλοι (αντιστύλια ή κέντες), καβαλάρης.
ρέπι, το = ερείπιο, χάλασμα.
ρόκα (καλαμποκιού), η = ο καρπός του καλαμποκιού.
σπορίτι, το = καρπός διαλεγμένος που οι σπόροι του έχουν ωριμάσει και είναι κατάλληλοι για σπορά.
στίβα, η = σωρός από ομοειδή ή ανομοιοειδή πράγματα, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο με ή χωρίς ευταξία, στιβανιά, ντούνα.
φελί, το = κομμάτι μικρό.
φλέσουρο, το = βλέπε λέξη: μπούλτσο.
φουμάρισμα, το = κάπνισμα.
ψίχα, η = ελάχιστη ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο, τιγκάκι.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου