ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΥΚΑΜΠΙ
Μια αληθινή ιστορία επί Τουρκοκρατίας
[του Ρουμελιώτη Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη]
Πηγή φωτο: actimon
Στα πανώρια βουνά της Ν.Δ. Φθιώτιδος ξεχωρίζει το περίφημο
Μακρυκάμπι, που είχαν επισκεφθεί ο Όθων κι η Αμαλία. Κοντά του απλώνεται άλλη τοποθεσία
με λάκες ανοιχτές, σαν μεγάλες πλατείες, που από τον ίδιο τα λαό μας ονομάσθηκε
«Παζαράκια», γιατί την εποχή της Τουρκοκρατίας εκεί γινόταν μικροπάζαρα και να
πως. Οι Τούρκοι ανέβαιναν το καλοκαίρι από τον κάμπο της Λαμίας και τραβούσαν
κατά το Λιδωρίκι έπαιρναν την ποταμιά ανέβαιναν κοντά στον Πύργο (Σμόκοβο) και
από κει πίσω από την πλαγιά της Κούτρας ανέβαιναν και έφθαναν στη θέση αυτή,
που σήμερα λέγεται Παζαράκια και κει στρατοπέδευαν.
Κάποτε μάλιστα συνέβη και τούτο κατά την πορεία τους από Πύργο
προς Παζαράκια. Απέναντι από τον Πύργο ήταν το μοναστήρι της Αγια-Σοφιάς. Από
τις πολλές φορές που περνούσε το ασκέρι ο επικεφαλής είδε κάποτε το κτίσμα και
ρώτησε με απορία, τι είναι κείνο εκεί πέρα. Όταν του είπαν ότι είναι
μοναστήρι, έγινε αλλόφρων, γιατί τόλμησαν καλόγηροι ραγιάδες να μην παν να τον
υποδεχθούν και να προσκυνήσουν και διέταξε την καταστροφή του.
Σήμερα διατηρείται σαν ξωκλήσι του χωριού. Σαν έφθαναν,
λοιπόν στις μεγάλες αυτές λάκες στο Μακρυκάμπι ξεκουράζονταν για λίγες μέρες
και έπειτα συνέχιζαν την πορεία τους προς Λιδωρίκι. Στο διάστημα όμως της εκεί
παραμονής τους οι χωρικοί από τα γύρω χωριά δεν άφηναν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία.
Φτώχεια τους μάστιζε και ήξεραν, ότι οι Τούρκοι στρατιώτες κάτι θα αγόραζαν. Γι’
αυτό γυναικούλες, γριές πάντοτε, φορτωμένες το εμπόρευμα τους που ήταν συνήθως
λίγα αυγά ή ξυνόγαλο, καμιά τομάτα, μα κυρίως φρούτα μήλα, καρύδια, κορόμηλα,
δαμάσκηνα και μαύρες μούρες, ακολουθούσαν το στρατόπεδο και γινόταν σε κάθε
λάκα σαν παζάρι και έκτοτε πήρε την ονομασία Παζαράκια, γιατί γίνονταν πολλά,
όσες ήταν οι λάκες.
Μούρες, λοιπόν, πήρε και μια γερόντισσα από τον Πύργο και
πήγε κοντά δυο ώρες πεζοπορία στα Παζαράκια, να τις πουλήσει στους Τούρκους, να
πάρει λίγα γρόσια, που τόσο σπάνιζαν στους υπόδουλους. Πούλησε ό,τι πρόφθασε ή
γερόντισσα, πήρε μερικά γρόσια και άξαφνα παρουσιάζεται ένας τούρκος στρατιώτης.
Αδειάζει το μπακράτσι (δοχείο) της γερόντισσας με τις μούρες μέσα σε μια χύτρα
του συσιτίου, πετάει το μπακράτσι και προχωρεί προς τη δασωμένη περιοχή να
απολαύσει «τρώγοντας υπό σκιάν». Η γερόντισσα από κοντά τον ικέτευε, εκείνος
την απειλούσε, ενώ άλλοι είχαν κάμει κλωτσοσκούφι το μπακράτσι ως που το ‘χασε
κι αυτό από τα μάτια της η γριά μαζί με τον στρατιώτη.
Είδε κι απόειδε η γερόντισσα, αφού γρόσια δεν πήρε και το
μπακράτσι της το ‘χασε, κλαίοντας, μια και δυο πάει στην πιο μεγάλη σκηνή και
παρουσιάζεται στον επί κεφαλής, στον ανώτερο, στον στρατοπεδάρχη. Λέει τα
παράπονα της: το και το έπαθα, αφέντη μου, από ένα στρατιώτη σας και ο
στρατοπεδάρχης, θες ότι συμπόνεσε τη φτωχιά γερόντισσα, θες ότι θεώρησε
προσβλητική την πράξη του στρατιώτη για το ένδοξο στράτευμα και τον περιούσιο
λαό τού Αλλάχ. Θες ότι θυμήθηκε τον στρατιωτικό κανονισμό, άρχισε ανακρίσεις.
Είπε όμως προκαταβολικά στη γερόντισσα, αν είναι βέβαιη πως θ’ αναγνωρίσει το
δράστη ανάμεσα στους άλλους
στρατιώτες.
Σημαίνουν, λοιπόν, οι σαλπιγκτές συναγερμό και
συγκέντρωση, προσκλητήριο έκτακτο και διαταγή αυστηρή να μη λείψει κανείς, μηδ’
αυτοί οι ασθενείς και αναρρωνύοντες. Μπαίνουν στη γραμμή μιλιούνια οι
Τουρκαλάδες, μπροστά ο διοικητής δίπλα του η γριά, σαν να ήταν επιθεωρητής του
στρατού με αετήσιο μάτι κοίταζε κατάμουτρα και κατάματα τους στρατιώτες,
βέβαιη ότι θ’ αναγνωρίσει τον ένοχο. Φθάνουν ύστερα από αρκετή περιπλάνηση σε
κάποιον και κει, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της η γερόντισσα, έδειξε με το
δάχτυλο της, κι είπε. «αυτός είναι, αφέντη μου». Τον ρωτάει ο αρχηγός, αν
αυτός πήρε τις μούρες, αρνείται ο στρατιώτης και η γριά επιμένει στου λόγου της
το αληθές. Έμπλεξε ο διοικητής, ποιον να πιστέψει, μα έξαφνα θυμήθηκε
φαίνεται τον Ασιάτη κείνον πρίγκηπα, που σε παρόμοια περίπτωση, όταν στρατιώτης
του είχε κλέψει γάλα, του τρύπησε την κοιλιά και χύθηκε το γάλα. Τρυπάει,
λοιπόν, και τούτος την κοιλιά του στρατιώτη και πράγματι ξεχύθηκε ζουμί από
μαύρα αχώνευτα μούρα.
Έτσι διαπιστώθηκε η ενοχή του στρατιώτη και γλύτωσε η ζωή
της γριάς, που, αν δεν τον ανεγνώριζε, θα άφηνε το κεφάλι της αμανάτι στα
Παζαράκια για ένα μπακράτσι μούρες!
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου