Συνεργάτες

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Μεγαλοβδομάδα και Λαμπρή


ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΗ
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Μόλις σουρούπωνε, η καμπάνα με την ψιλή γλυκειά φωνή της καλούσε απ’ το παλιό καμπαναριό τους χωριανούς στην εκκλησιά, για τις ακολουθίες της μεγαλοβδομάδας. Κι ανηφόριζαν όλοι σκυθρωποί και λιγομίλητοι με τα παλιά τους ρούχα. Οι άνδρες αξούριστοι κι οι γυναίκες με τις σκούρες μαντήλες.
Μέρα τη μέρα η θλίψη μεγάλωνε κι απλωνόταν στις φτωχογειτονιές. Οι γυναίκες σκέπαζαν τον καθρέφτη σε ένδειξη πένθους. Στα καφενεία οι άντρες σταμάταγαν την κολτσίνα και κρέμαγαν τους βαλέδες.
Νηστεία με φαΐ αλάδιαγο κι οι βαβάδες να βρέχουν την κόρα στο νερό. Ρούχα ούτε έπλεναν, ούτε άπλωναν στις αυλές. Μόνο την Μ. Πέμπτη άπλωναν ένα κόκκινο ρούχο στα μπαλκόνια κι έβαφαν κόκκινα τ’ αυγά. Την Μ. Παρασκευή άπλωναν ένα άσπρο πανί, για να μην ρίξει χαλάζι την άνοιξη και κάνει ζημιές στα σπαρτά. Την κόκκινη Πέμπτη, όπως την έλεγαν, οι τσελιγκάδες σημάδευαν τ’ αρνοκάτσικα κι έπαιρναν τα σημάδια και τα ‘ριχναν σε τρεχούμενο νερό για ν’ αυγατίζουν τα ζωντανά τους.

Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, μέσα απ’ τα δώδεκα Ευαγγέλια, ξετυλίγονταν όλο το Θείο δράμα. Η προδοσία για τα τριάκοντα αργύρια, ο Σταυρός του μαρτυρίου στον ανήφορο του Γολγοθά και η Σταύρωση ανάμεσα σε δυο ληστές. Όλοι ήταν θλιμμένοι και σκεφτικοί με μάτια χαμηλωμένα στο πάτωμα κι άλλοτε δακρυσμένα. Συνέπασχαν, συμπονούσαν. Κι όταν ο παπα-Θανάσης κρατώντας στα χέρια του τον Εσταυρωμένο άρχιζε να ψέλνει… «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας…»  ράγιζαν οι καρδιές και οι πέτρες. «Τί ανταπέδωκας λαέ μου, αντί του μάνα χολήν κι αντί του ύδατος όξος». Τα χρήματα σταύρωσαν το Χριστό, μουρμούριζαν οι βαβάδες και σκέφτονταν πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος. Η αχαριστία, η προδοσία και τ’ άδικο δεν καταπίνονται.
Την άλλη μέρα, Μ. Παρασκευή, μετά την αποκαθήλωση του Χριστού, τα κορίτσια και οι γυναίκες στόλιζαν τον Επιτάφιο. Έφερναν λουλούδια απ’ τις αυλές κι αγριολούλουδα απ’ τους αγρούς, πασχαλιές, λάζαρο, βάρβαρο και παπαρούνες. Τα μικρά αγόρια, με τα στολισμένα καλαθάκια τους, έψελναν σ’ όλο το χωριό… «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…». Όλη η φύση πενθεί την Μ. Παρασκευή, όπως μαρτυρά τούτος ο θρήνος, τούτο το μοιρολόι.
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για τον μονογενή της.
Σώσον κυρά μ’ τις προσευχές, σώσον και τις μετάνοιες
το γιο σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές και κει τον τυραννάνε.
Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πηρούνια
και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Βρε φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Τα δυο βάλτε στα χέρια του, τ’ άλλα τα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη
σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της
κι όταν της ήρθ’ ο λογισμός κι όταν της ήρθ’ ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιάκωβου η αδελφή και οι τέσσερις αντάμα
πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά κανένα δε γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα και βλέπει τον Αη-Γιάννη.
Άγιε Αη-Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού μου
μην είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει
δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Τί να σου πω μανούλα μου, τί να σου μολογήσω
κατά το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι
όταν λαλήσει ο πετεινός στις δώδεκα η ώρα
σημαίν’ ο Θιός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ’ακούει σώζεται κι όποιος τα λέει αγιάζει
κι όποιος θα καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής απλοί άνθρωποι, όσοι ήξεραν λίγα γράμματα, έψελναν με συγκίνηση και κατάνυξη γύρω απ’τον Επιτάφιο.
«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος».
Ύστερα γίνονταν η περιφορά του Επιταφίου, τρεις φορές γύρω απ’ τον αυλόγυρο της εκκλησιάς και η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα. Τέσσερις γεροδεμένοι νέοι σήκωναν ψηλά τον Επιτάφιο στην πόρτα της εκκλησιάς. Όλοι οι χωριανοί περνούσαν από κάτω, πατώντας τη μεγάλη μονοκόμματη πέτρα που είχε ο ταπεινός ναός για πλατύσκαλο.
Το Μ. Σάββατο οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα σπίτια, τις αυλές και τα ρούχα για την Ανάσταση και το Χριστός ανέστη. Οι νονές πήγαιναν τη λαμπάδα στα κουμπαρούλια κι άλλες τα φουτίκωναν.
Το βράδυ της Ανάστασης τα παιδιά είχαν στην τσεπούλα τους ένα κόκκινο αυγό για το πρώτο τσούγκρισμα. Οι μεγάλοι δεν έτρωγαν αυγά την πρώτη μέρα, για να μην βγάζουν αυγολίθια τα πράματα. Στην αυλή της εκκλησιάς, κοντά στο ψηλό το κυπαρίσσι, γίνονταν η ανάσταση. Και με το Χριστός ανέστη άρχιζαν τα αυτοσχέδια βαρελότα. Τα ροζιασμένα χέρια έσφιγγαν τη λαμπάδα με το ανέσπερο φως, που φώτιζε στα πρόσωπά τους, τη γαλήνη και τη λύτρωση. Ύστερα κατηφόριζαν με χαρούμενες φωνές, μ’ αναμμένες λαμπάδες μεταφέροντας στα σπίτια τους το άγιο φως. Μ’ αυτό άναβαν το εικονοστάσι κι έκαναν το σημάδι του σταυρού στην ξώπορτα.
Τη Λαμπρή τρεις μέρες χόρευαν και τραγουδούσαν στην εκκλησιά. Εκεί δίπλα στη γκορτσιά στήνονταν ο χορός, μετά το εσπερινό.
«Εδώ είν’ αλώνι για χορό κι αέρας για σεργιάνι
εδώ χορεύουν όμορφες, χορεύουν μαυρομάτες…»
Με τραγούδια της αγάπης και της άνοιξης άνθιζαν οι συμπάθειες της νιότης. Γυναίκες καλλίφωνες, αηδονολαλούσες έδιναν το ρυθμό του χορού με πρώτο τραγούδι το:
«Σήμερα Χριστός ανέστη και στους ουρανούς ευρέθη,
σήμερα τα παλληκάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια,
σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια,
σήμερα κι οι παντρεμένες είναι λαμπροφορεμένες,
σήμερα και οι παπάδες λειτουργούν σαν δεσποτάδες»
Οι θρησκευτικές γιορτές ήταν μια ανάπαυλα στη δύσκολη καθημερινότητά τους.
«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος»
Τι πιο όμορφο από ένα ολόκληρο χωριό μαζωμένο, να κοινωνάει στην ίδια χαρά.

Γιώργος Ζούγρος
Δάσκαλος-Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου