Συνεργάτες

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Ο γάμος του Μανώλη


ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ  ΣΤΑ ΑΓΡΑΦΑ  
ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ
Ο Μανώλης ήταν Γεωργός απ' τ' Άγραφα. Μια νύχτα γλέπ' στον ύπνο του ένα παράξενο όνειρο, ότι του παρουσιάστηκε τάχα ένας ασπρομάλλης γέρος και του λέει!-Τι κάθεσαι, Μανώλη; -Τι θέλ'ς να κάμω; - Να σφάξεις το βόιδι σου και να πας το τομάρι στην Πόλη να γίνεις πλούσιος. 
Ο Μανώλης δεν έδωκε πολλή σημασία στ' όνειρο, που όμως το έβλεπε συνέχεια και έβγαλε την απόφαση. Ας πάει στον κόρακα, έτσι και έτσι φτωχός είμαι. Έσφαξε το βόδι, πήρε το τομάρι και πήγε στην Πόλη, όπου άρχισε να διαλαλεί το εμπόρευμά του. 
-"Εδώ ο καλός τομαράαας..". Το τομάρι τότε είχε μια λίρα, αυτός όμως, λόγω του όνειρου ζητούσε 2.000 λίρες. Φυσικά κανένας δεν το αγόραζε τόσο ακριβά και γελούσαν σε βάρος του. Απελπίστηκε. Κάποια στιγμή τον πλησιάζει ένας Μπέης.
-Ε, τομαρά, πόσο το πουλάς το βοϊδοτόμαρο; 
- 2.000 λίρες, μπέη μου. 
- Είσαι καλά, του είπε ο μπέης ή σούστριψε καμιά βίδα; Ούτε μια λίρα δεν έχει.
-Καλά είμαι μπέη μου, αλλά θα σου πω την αλήθεια. Και του διηγήθηκε το όνειρο. Γέλασε ο μπέης και τον ρώτησε πως τον λένε και από που είναι.
-Μανώλη με λένε και είμαι απ' τ' Άγραφα.
-Με τα όνειρα δε γίνεσαι πλούσιος, Μανώλη κι εγώ είχα ιδεί ένα όνειρο, όταν ήμουν διορισμένος ντερβέναγας στ' Άγραφα, είχα δει ένα φάντασμα να μου λέει "Σήκω και πήγαινε στ’ Άγραφα στον Ελατιά στη θέση Λυκοχορός θα δεις τρία ελάτια πολύ ψηλά. Εκεί κοντά υπάρχει μια θεόρατη κοτρόνα με θησαυρό από κάτω. Τι λες να πάω θα γίνω πλούσιος χα χα.."
Πέταξε απ' τη χαρά του ο Μανώλης, γιατί κατάλαβε ότι και τα δυο όνειρα είχαν το ίδιο νόημα. Προσποιήθηκε το βλάκα. -Έχεις μεγάλο δίκιο, μπέη μου, την έπαθα ο έρ'μος. Πάρε το τομάρι και δώσε ότι θέλεις.
-Να 2 λίρες, φτωχός είσαι, του είπε ο μπέης. 
Γύρισε στ' Άγραφα και με ένα τσαπί, το ταγάρι και ψωμί ανέβηκε στον Ελατιά στο Λυκοχορό. Βρήκε τα τρία έλατα και τη μεγάλη κοτρώνα. Παιδεύτηκε με τις ώρες, βρύση ο ιδρώτας. Τα κατάφερε και κύλισε την κοτρώνα. Σκάβει με το τσαπί και βρίσκει ένα πιθάρι γεμάτο χρυσά πεντόλιρα. Με κάμποσες στράτες γέμιζε το σακκούλι του με το χρυσάφι, ώσπου άδειασε το πιθάρι. Έχτισε δυο καινούργια σπίτια αγόρασε χτήματα και πολλά πρόβατα. Πλήρωσε και ένα μηχανικό πολλά χρήματα και έφτιαξε ένα γεφύρι στον Αγραφιώτη, που χύνεται στον Αχελώο. Περνούν και σήμερα οι διαβάτες απ' το γεφύρι αυτό και τον σχωρνάνε. Έμεινε το όνομά του αθάνατο. Και σήμερα ακόμα εξακολουθούν να λένε: -Πέρασα στου Μανώλη το γεφύρι.
Ο Μανώλης σαν νέος που ήταν έπρεπε να αποκατασταθεί. Εδιάλεξε λοιπόν ένα από τα πιο όμορφα και νοικοκυρεμένα κορίτσια και στο γάμο του κάλεσε 15 χωριά με όλα τα έξοδα δικά του. Οι νοικοκυράδες έφερναν μονάχα πίτες και γλυκίσματα και οι τσελιγκάδες το περίφημο τυρί Αγράφων, μυζήθρα χλωρή και θαυμάσιες γιαούρτες. 
Τα τραπέζια στρώθηκαν στα λιβάδια του βουνού. Τα κλέφτικα τραγούδια και οι χοροί πότε με το στόμα και πότε με τα λαλούμενα, δεν έπαψαν μέρα και νύχτα μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Έγινε τέτοιο γλέντι που βούιξε όλος ο τόπος και μαθεύτηκε ο γάμος σ' όλη τη Ρούμελη και την Ελλάδα. Και λέγανε ότι ο Μανώλης έσφαξε τόσες γίδες, ώστε μόνον οι σιούτες ήσαν χίλιες!
(Από συλλεκτικό βιβλίο μου: "Ο Κεκρυμμένος Θησαυρός των Λαϊκών Παραδόσεων")

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου