Συνεργάτες

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Το αρμάτωμα


ΤΟ ΑΡΜΑΤΩΜΑ
[Του Γιάννη Σαντάρμη]

                                    Στονα μαντρί τα πρόβατα, στ' άλλο μαντρί τα γίδια
                     κι ολόγυρα στους οβορούς, στους φράχτες, στα παλούκια
                     κρέμουνται αρμάθες τα κυπριά κι αρμάθες τα κουδούνια.
                     0 τσέλιγκας από μαντρί σάλλο μαντρί παγαίνει
                     και διαλαλεί στους μπιστικούς, στους κρεμαστάδες κράζει.
                     — Για ξεκρεμάστε τα διπλά και τα βαριά κουδούνια,
                   
τα πράτα ναρματώσουμε και τα κουφά τα γίδια,
                    τι μοιάζουν σαν την εκκλησιά που σήμαντρο δεν έχει.
                    Μέσα στις δυο τους τις κοπές, στα δυο κοπάδια του έχει
                    τους παραγιούς που κουβαλάν, τους ψυχογιούς που φέρνουν,
                    που κουβαλάνε τα κυπριά, που φέρνουν τα κουδούνια.
                    Κάθε τσοπάνης κι ένα ζο βαστάει και ταρματώνει.
                    — Άλλος γαλαροκούδουνα θηλιάζει στις γαλάρες,
                   
άλλος στα στέρφα πρόβατα περνάει στερφοβροντάρια,
                   
άλλος στα στραβομύτικα τα κριάρια κόθρα δένει
                    και στα γκεσέμια τα τρανά, που σέρνουν το κοπάδι,
                    άλλος με διπλοκλείδωτη και πυξαρένια ζεύλα
                    κρεμάει πίπα τριοκάρικη, κρεμάει πίπα μεγάλη,
                    πουχει πλουμίδια στα πλευρά, σκαρπιάδες κεντημένους,
                    πουχει το στόμα το πλατύ και το μακρύ γλωσσίδι.
                    — Πιάσε, Νούλα, το ζάβαλο μηλιόρι με τη γκλίτσα
                    και
τσάκωσε και τάζαπο ζυγούρι απτο ποδάρι
                    και φόρα στονα κυπριοτό, στάλλο τραχύ κουδούνι
                    νακούγω την αχούρα τους και να μου δίνει γνώρο
                    σε ποιο να βόσκουν γούπατο, σε ποια να σκύβουν γκούρα.
                    Λαιμοκρεμάν στην κάτσινα πανώρια κλαπακιόρα,
                    βάνουν βραχνό στην κάλεσα, βάνουν μουγγό στη γρίβα,
                    βάνουν στην γριβοκάλεσα λαγαριστό κουδούνι,
                    ξηντάρι σταίνουν στη σπανή, στη φλώρα βδομηντάρι,
                    περνάν στη λάγια σύβαρο, πανάλαφρο στην τσιούλα,
                    πλακωδερό στη βάκρινα, λιβαδινό στη μπάλια
                    και στη χελιά την κορμερή, που στη χοντρή σφαξιά της
                    μικρό δεν καταδέχεται να κουβαλάει βροντάρι,
                    μες σε στεφάνι ξομπλιαστό φοράν διπλό κουδούνι,
                    που κρέμεται όξω το τρανό και το μικρό είναι μέσα.
                    Κι αλλού ένας γερο-μπιστικός, πιο γνωστικός απόλους,
                    στην προβατίνα την καλή, που μολαΐμηκη είναι,
                    περνάει κουδούνι με κλειστό το στόμα, πουχει μέσα
                    λιβάνι, ένα μικρό σταυρό κι εικόνισμα ένα ακόμα,
                    μες στο κοπάδι ολάκερο για ναναι φυλαχτάρι.
                    Στη γιδοστρούγκα ο τσέλιγκας συχνογυρνάει και λέει
                    για το καθένα γιδερό, που βλέπει αρματωμένο.
                    — Για ιδές το σιούτο το τραγί τι μυταριά φοράει,
                  
μην το πληγιάζει ο κύπρος του, σα γέρνει κατά πίσω.
                  
Τήρα παστέλα η καψαλή, τήρα τροκάρι η ντρένια,
                   η τσιούλα η απλοκέρικη τήρα μπακίρι πουχει
                   κι ακόμα τήρα πως σπιθάν τα γερακοκουδούνια
                   σταστάλωτα τραγόπουλα και στα μικρά κατσίκια.
                   Κρέμεται Αραχωβίτικη χαλκούρα στη βετούλα,
                   μπρούτζος Λιδωρικιώτικος γυαλίζει στην κατράνω,
                   βαστάει Μεσολογγίτικο τσοκάνι η μπουλουκιάρα,
                   η μπέστρα Σαλωνίτικο, Βραχωριανό η σαγόνα
                   και με Καρπενησιώτικο κι η λιάρα καμαρώνει.
                   Όλη τη μέρα αρμάτωναν οι μπιστικοί τα πράτα
                   κι όλη μέρα κουδούνιαζαν κι ο παραγιοί τα γίδια
                   κι εκεί το βράδυ που σχολάν και την αρμάτα παύουν
                   λόγια χρυσά στον τσέλιγκα, παινάδες αραδιάζουν.
                   — Σένα σου πρέπει, τσέλιγκα, σα μέγας πουσαι αφέντης,
                  
να περπατάς στο σκάρισμα, να βγαίνεις στα λιβάδια
                   μαρματωμένα πρόβατα, μαρματωμένα γίδια,
                   αρματωμένα με κυπριά και με βαριά κουδούνια.
                   Πάλι σου πρέπει, αφέντη μας, ναχεις και τα σουρτάρια
                   και τα γκεσεμοκρίαρα κι αυτά κουδουνιασμένα
                   να σέρνουν τα κοπάδια σου μένα διπλό καμάρι
                   για την τρανή τους κορμαριά, για τα λαμπρά βροντάρια.
                   Κι ακόμα ξαναπρέπει σου για τις αρματωσιές τους
                   κι εσύ διπλά να χαίρεσαι, διπλά να καμαρώνεις
                   καθώς βαριά θαντιλαλούν, καθώς θαχολογάνε
                   το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώ στους κάμπους.
                   Να κάνουν τον ανήφορο ναχάνε σα μελίσσια,
                   να κάνουν τον κατήφορο να βάζουν σαν ποτάμια,
                   να κουδουνάν, να τσοκανάν και να χαλάν τον κόσμο
                   κι ο κόσμος, που θα τααγροικά, να ξέρει απτο βουητό τους
                   ποιανού κοπάδια ροβολάν, ποιανού κοπές διαβαίνουν.

     Γλωσσάρι
αρμάτωμα, το = το πέρασμα του κουδουνιού στο λαιμό του προβάτου ή του γιδιού.
αρματώνω = περνώ το κουδούνι στο λαιμό του προβατιού ή του γιδιού.
βάζω = βουίζω.
     βροντάρι, το = κουδούνι, κυπρί.
     γκεσέμι, το = το κριάρι ή το τραγί που οδηγεί το κοπάδι.
      γκούρα, η = πηγή.
     ζεύλα, η = ξύλινο στεφάνι για το κρέμασμα του κουδουνιού,
      μολαΐμικη, η = ήμερη, ήσυχη.
μυταριά, η = λωρίδες πέτσινες δεμένες στο μέτωπο του κριαριού ή του τρανού γιδιού, έτσι που να κρατούν στη θέση της τη ζεύλα με το βαρύ κουδούνι, για να μην πληγώνονται απτην τριβή οι ώμοι και ο λαιμός.
σκαρπιάς, ο = σκορπιός.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου