Συνεργάτες

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Οι Μπαλταίοι και το γεφύρι του Κολοκύθα


ΟΙ ΜΠΑΛΤΑΙΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΥΘΑ

Νότια από το Καρπενήσι, στον παλιό δρόμο για το Αγρίνιο και κοντά στο μοναστήρι του Προυσού, λειτούργησε παραπάνω από 150 χρόνια το περίφημο χάνι των Μπαλταίων.
Το 1892 ένα τραγικό γεγονός συντάραξε όχι μόνο τους Μπαλταίους αλλά όλα τα χωριά της περιοχής. Κατέρρευσε το γεφύρι που χτιζόταν στο διπλανό ποτάμι, σκοτώνοντας τον Καστανιανίτη πρωτομάστορά του Γιώργο Κολοκύθα και δύο ακόμη μαστόρους.
Μπαλταίοι και δυστύχημα, σήμερα, συνιστούν ιστορία που σιγά-σιγά μετουσιώνεται σε θρύλο…

Ο Γιάννης Μπαλτάς θυμάται…


Λέγομαι Μπαλτάς Ιωάννης του Αθανασίου. Γεννήθηκα το 1929. 
Γιάννης Μπαλτάς (1929-2016)

Το χάνι πιο πριν το είχε ο παππούς μου και μετά ο πατέρας μου. Ιωάννης ο παππούς μου, αυτός είχε φτιάξει το χάνι, το 1860 περίπου. Το επισκευάσαμε λίγο, γιατί με την κατοχή το βομβαρδίσαν, κάψαν πόρτες, τα ξύλινα σχεδόν όλα, και όταν ήρθαμε δεν είχαμε πού να μείνουμε. Φτιάξαμε το δάπεδο και μετά πάνω…

Η καταγωγή μας προέρχεται απ’ το Σούλι. Ήταν τρία αδέρφια Μπαλταίοι, οι οποίοι πολέμησαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο ένας τραυματίστηκε και ήρθε προς τα εδώ, γιατί θα τον πιάνανε οι Τούρκοι, θα τον σφάζανε. Οι άλλοι δύο πολεμήσαν ως το τέλος, κι ο ένας έφυγε προς την Κρήτη, κι ο άλλος έμεινε εκεί, έχει απογόνους στο Μεσολόγγι. Εμείς μείναμε δω, απόγονοι αυτού του Μπαλτά που ήρθε δω. Ένας έχτισε το χάνι, ο Γιάννης ο Μπαλτάς…

Τότε ο Μπουρσός είχε πάνω από χίλια άτομα. Πέρναγαν απ’ αυτόν το δρόμο, σαν φίδι, από πάνω και πηγαίνανε. Πέρναγαν και προς τα αριστερά προς την Καρίτσα. Είχε δω κόσμο το χάνι. Περνούσαν αγωγιάτες, κοιμόντουσαν, κάναν ταξίδια και μια βδομάδα και παραπάνω. Πήγαιναν ως το Μεσολόγγι απ’ το Καρπενήσι και τη Λαμία. Φορτώναν τριφυλλόσπορο και πηγαίναν να τον πουλήσουν. Από κει φόρτωναν λάδι, πορτοκάλια, ψάρια. Τα ψάρια τα αλατίζαν και τα μεταφέρανε. Βάζαν μέσα σε τράστα σακούλες χιόνι για να μη λιώνει, και τα μεταφέρανε τα ψάρια...

Το χάνι του Μπαλτά
    
 Κάτω στην ποταμιά ήταν γιοφύρι. Ήταν ξύλινο, 1880, 1890, περίπου εκεί. Ήταν ξύλινο, και κάθε χρόνο, επειδή είχε μεγάλη απόσταση, κάπου τριάντα τόσα μέτρα, ίσως και περισσότερα, περισσότερα μάλλον, έκανε πέζο και χάλαγε, κάθε χρόνο. Έκανε καμπούρα και κουνιότανε. Πέρναγαν ζώα και άνθρωποι…
Πέρναγαν τότε και κομματάρχηδες απ’ εδώ. Ήρθαν και στο χάνι και ζητούσαν ψήφους. Και τους λέει ο παππούς μου ο Μπαλτογιάννης.., λέει, ψήφους μας ζητάτε, μας ρωτάτε πώς περνάμε το ποτάμι; Χειμώνα περνάμε μέσα στο ποτάμι∙ έχουμε το καρέλλι και υποφέρουμε∙ τι θα γίνει, θα μας φτιάξετε γιοφύρι;
Μα.., δώστου, μα.., πάρτου, δε γίνεται γιοφύρι, είναι μακριά η απόσταση..! Τους λέει ο παππούς μου.., λέει, εγώ το ’χω μετρήσει, μπορούμε να το φτιάξουμε λίγο παρακάτω που δεν είναι τόσο πλατύ. Είσαι σίγουρος; Είμαι. Πάρε μια τριχιά κι ένα πασέτο και να πάμε να μετρήσουμε… Και μετρήσανε. Και από τότε βγάλανε την απόφαση να κάνουνε γιοφύρι…

Ο Μπαλτογιάννης με τη γυναίκα του Ιλιάδα
      
Τέλος πάντων, βγάλανε μια πίστωση και ήρθε ο Κολοκύθας, ο μάστορας, μαζί με τον Ασημάκη, και μπήκανε, φτιάχνανε το γιοφύρι. Δουλέψαν και αρκετοί εργάτες απ’ το Δερμάτι. Ένας τους λεγόταν Ζαχαρόπουλος, με παρανόμι Ταχτικός…
Φέρανε τότε και φτιάξανε κάρα. Δεν υπήρχε συγκοινωνία, δρόμος. Για να κουβαλήσουν πέτρες, άλλα υλικά, πήγαν στο Γάβρο, στο Μεγάλο Χωριό, λύσανε τα κάρα, τα φορτώσαν στα μουλάρια και τα φέρανε κει στο ποτάμι. Και τα ξαναδέσαν. Κουβαλάγανε και από πάνω και από κάτω, μέσα από το ποτάμι, μεγάλες, ένα μέτρο, ενάμιση μέτρο, πέτρες μεγάλες, ειδικές, για να φτιάξουνε τα κλειδιά, τα άλλα, να κλειδώσουνε το γιοφύρι…
Όταν ήταν να ρίξουν το κλειδί, το τελευταίο, εχτυπήσανε το κουδούνι για να σχολάσουνε οι εργάτες. Ήτανε μεσημέρι. Και αφού χτυπήσαν το κουδούνι, ξεφορτώθηκε το γιοφύρι απ’ τους μαστόρους και πήγε να δει ο πρωτομάστορας, ο Κολοκύθας, και δυο-τρεις άλλοι, δεν ξέρω, για να πάρουνε τα τελευταία μέτρα, να δούνε κατά πόσο έρχεται εντάξει το κλειδί, και …σκώθηκε πάνω το γιοφύρι, δεν ήταν τα καλούπια καλά, …σκώθηκε πάνω, έκανε ζημιά δηλαδή, έφυγε το βάρος, και τους πήρε όλους μέσα αυτούς. Σκοτώθηκε ο Κολοκύθας, ο πρωτομάστορας. Σκοτώθηκε ο Ασημάκης απ’ το Κρίκελλο. Ίσως και άλλοι, εργάτες, απ’ το Δερμάτι.., έλεγε ο πατέρας μου και ο παππούς μου…

 Ο τάφος του Κολοκύθα

Τους δύο τους θάψανε εκατό μέτρα προς τα δω. Από πάνω ήταν κάτι χωράφια που περνούσε ο δρόμος σα φίδι. Εκεί τους θάψανε. Ήταν δύσκολο να πάνε όχι μόνο τον Κολοκύθα που ’ταν απ’ την Ήπειρο, κι αυτόν εδώ κοντά στο Κρίκελλο. Πώς να τον πάνε; Δεν ξέρουμε και τι καιρός ήτανε, δεν είχε και δρόμο…

Έφτιαξαν τα παιδιά του Κολοκύθα λιθόκτιστο τάφο, με πελεκημένες πέτρες, σκεπασμένο από πάνω, ψηλός, 1.30 με 1.40 περίπου, και προς το κεφάλι μεριά είχαν ένα πράμα στρογγυλό. Έγραφε …Αύγουστος 1892. Λένε όμως πως το γιοφύρι έπεσε 26 Σεπτέμβρη, που στο χωριό τη Χελιδόνα έχουνε πανηγύρι. Άσπρισε το ποτάμι, λένε, άσπρισε ο Καμπύλος απ’ τον ασβέστη, γάλα έγινε το νερό, ψοφήσαν τα ψάρια…

Τώρα..! Δεν υπάρχουν τώρα οι πέτρες, ο τάφος. Χωθήκανε απ’ τις μπουλντόζες που φτιάχνανε το δρόμο…[1]



Το τελευταίο ταξίδι του Κολοκύθα..!


Καστάνιανη Κόνιτσας. Το χωριό του Κολοκύθα


Είναι άνοιξη του 1892, κι απ’ την Καστάνιανη της Κόνιτσας ξεκινάει, ψάχνοντας για δουλειά, ο Γιώργος Κολοκύθας με το μπουλούκι του. Το αποτελούν τα πέντε παιδιά του: ο Δημήτρης, ο Αποστόλης ο Θανάσης, ο Βαγγέλης, κι ο Χρήστος.

Στην αρχή περιπλανιόνται χωρίς να βρίσκουν κάτι σημαντικό. Η μεγάλη δουλειά έρχεται στο Καρπενήσι, στον δρόμο για Προυσό, κοντά στο χάνι του Μπαλτά. Αναλαμβάνουν εκεί να χτίσουν ένα γεφύρι, μονότοξο, αλλά σε θέση προβληματική, δύσκολη ακόμα και για την προμήθεια των υλικών.
Πάνε λοιπόν στον Γάβρο, μακριά, στο Μεγάλο Χωριό, βρίσκουν δυο-τρία κάρα, τα αποσυναρμολογούν, τα φορτώνουν στα μουλάρια, τα φέρνουν στο μέρος όπου ήταν να γίνει το γεφύρι, τα ξαναδένουν, κι αρχίζουν να μεταφέρουν πέτρες, τεράστιες πέτρες, ασβέστη, άμμο και ό,τι άλλο χρειάζονται.

Δουλεύουν όλη τη μέρα, με επιμέλεια. Αριθμούν ακόμα, μία-μία, και τις πέτρες, να μπουν στη σειρά τους σωστά. Το έργο φαίνεται να προχωράει κανονικά. Τραβάει όλο το καλοκαίρι. Το βράδυ κοιμούνται στο χάνι του Μπαλτά, του Γιάννη του Μπαλτά, που κι αυτός τυχαίνει να είναι Ηπειρώτης. 

Το χάνι όταν έσφυζε από ζωή

Τον Αύγουστο το γεφύρι πλησιάζει πια στο τέλος του. Έχουν μάλιστα κανονιστεί τα πάντα για την παράδοση. Ακόμα και ο αγιασμός, το γλέντι που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις επακολουθεί. Και τότε.., τότε συνέβη το κακό! Ξαναθυμόμαστε τα λόγια του Γιάννη του Μπαλτά…
« Όταν ήταν να ρίξουν το κλειδί, το τελευταίο, εχτυπήσανε το κουδούνι για να σχολάσουνε οι εργάτες. Ήταν μεσημέρι. Και αφού χτυπήσαν το κουδούνι, ξεφορτώθηκε το γιοφύρι απ’ τους μαστόρους και πήγε να δει ο πρωτομάστορας, ο Κολοκύθας, και δυο-τρεις άλλοι, δεν ξέρω, για να πάρουνε τα τελευταία μέτρα, να δούνε κατά πόσο έρχεται εντάξει το κλειδί. Και …σηκώθηκε πάνω το γιοφύρι, δεν ήταν τα καλούπια καλά, σηκώθηκε πάνω, έκανε ζημιά δηλαδή, έφυγε το βάρος, και τους πήρε όλους μέσα. Σκοτώθηκε ο Κολοκύθας, ο Γιώργος Κολοκύθας ο πρωτομάστορας, σκοτώθηκε κι ο Ασημάκης απ’ το Κρίκελλο, ίσως κι άλλοι, εργάτες απ’ το Δερμάτι. Τα ’λεγε όλα τούτα, τα μολοούσε, ο παππούς μου, κι ο πατέρας μου…».

Ο Θανάσης Κολοκύθας (1872), κι ο αδερφός του Αποστόλης (1868),

Οι Κολοκυθαίοι, τα παιδιά, δεν φεύγουν τις επόμενες ημέρες. Παίρνουν πέτρες απ’ το πεσμένο γεφύρι και πελεκούν έναν τάφο για τον πατέρα τους. Τον ανεβάζουν ψηλά, και προς τη μεριά του κεφαλιού σκαλίζουν όνομα και χρονολογία: «Γεώργιος Κολοκύθας, εξ Ηπείρου. Αύγουστος 1892». Τότε - μερικοί λένε πως άκουσαν- ο Θανάσης κι ο Αποστόλης ορκίζονται πως από ’δω και μπρος θα χτίζουν μόνο γεφύρια, από πείσμα. Και φαίνεται πως το λόγο τους τον κράτησαν, αφού οι γέροι της Καστάνιανης τους θυμούνται πρώτους γεφυράδες. Πάθανε και …μάθανε!


Υστερόγραφα:

1) Λίγα χρόνια αργότερα, το 1897, ο Μπαλτογιάννης, παρέα με τον νεαρό τότε πολιτευτή και μετέπειτα πρωθυπουργό (1924), Γεώργιο Καφαντάρη (1873-1946), που είχε έρθει απ’ τη Φραγκίστα, κατέβηκαν στον Καμπύλο για να μετρήσουν το άνοιγμα του ποταμιού -τον είχε περάσει δώθε ο χαντζής με το μουλάρι του.  
- Δεν είναι δα και τόσο πλατύ, το ’χω μετρήσει με το λούρο[2] -προσπαθούσε ο Μπαλτογιάννης να τον πείσει να κοπεί πίστωση για νέο γεφύρι. Γύρω στα 17 μέτρα είναι…
Το μέτρησαν μαζί, χρησιμοποιώντας για μέτρο το μπαστούνι του Καφαντάρη. Και η απόφαση ελήφθη. 

Το γεφύρι του Κολοκύθα ή του Μπαλτά,1897

Έτσι, την ίδια χρονιά, το όνειρο του Μπαλτογιάννη έγινε επιτέλους πραγματικότητα. Ένα ολοπέτρινο, γερό γεφύρι ένωσε τις όχθες. Περνούσε πια ο κόσμος πάνω-κάτω άνετα. Πρώτα βέβαια άναβε το καντήλι στον τάφο τού γερο-γεφυρά, του φίλου τού Μπαλτογιάννη, που μπορεί να απέτυχε να στεργιώσει το δικό του γεφύρι, αλλά προσπάθησε. Ίσως γι’ αυτό όλοι, μα όλοι οι διερχόμενοι, το νέο γεφύρι το βάφτισαν του “Κολοκύθα”!![3]
Και σήμερα τη νέα μεγάλη τσιμεντένια γέφυρα, που έγινε το 1993, γέφυρα τού Κολοκύθα συνεχίζουν να την αποκαλούν. Μόνο που οι μηχανικοί της, δυστυχώς, δεν σεβάστηκαν τον πέτρινο τάφο και τον καταστρέψανε με τις μπουλντόζες!

2) Ο Γιάννης ο Μπαλτάς, ο Μπαλτογιάννης, πέθανε το 1936, κοντά 80 χρονών -εκείνος είχε πρωτοφτιάξει το χάνι. Ήταν γιος του Κώστα Μπαλτά, του επονωμαζόμενου Ζόρτσου, κι εγγονός του Θανάση, του ενός από τα τρία αδέρφια που πολέμησαν στο Μεσολόγγι. Γυναίκα είχε πάρει από την κοντινή Καστανιά, την Ιλιάδα Δημητριάδη. Το επάγγελμά του, τη λειτουργία του χανιού, συνέχισε έκτοτε ο γιος του, ο Θανάσης Μπαλτάς (1897-1981), παντρεμένος τούτος με τη Βασιλική Βασιλαγόρη.
Ο αφηγητής της παραπάνω ιστορίας μας, ο Γιάννης Μπαλτάς (1929-2016), υπήρξε το πρώτο παιδί του Θανάση, κι εγγονός του Μπαλτογιάννη. Ήταν ο τελευταίος που δούλεψε το θρυλικό χάνι, έναν σταθμό που, λίγο-πολύ, όλοι χρησιμοποίησαν κινούμενοι μεταξύ Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας. Έφυγε στις 15 Ιανουαρίου 2016, κλείνοντας την αυλαία μιας ολόκληρης εποχής.

3) Το δυστύχημα στον Προυσσό και τον θανάσιμο τραυματισμό του Κολοκύθα, οι γέροντες στην Καστάνιανη -την πατρίδα του θύματος- θυμούνται ακόμη έως σήμερα και σχολιάζουν. Οκτώβριο του 1992, ο δισέγγονος του σκοτωμένου πρωτομάστορα και εγγονός τού Αποστόλη, ο Γιώργος Κολοκύθας, μου έγραφε:
«Από πληροφορίες που συγκέντρωσα από τους εδώ γέροντες, ο Γεώργιος Κολοκύθας ήταν ένας από τους καλλίτερους μαστόρους της εποχής εκείνης (πρωτομάστορας) με ειδικότητα το κτίσιμο πέτρας και την κατασκευή γεφυριών. Την γέφυρα αυτήν που είχε αναλάβει εργολαβικά να την φτιάξει, ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Το συνεργείο του ήταν τα πέντε παιδιά του και ένας άλλος βοηθός του από το χωριό Κρίκελλο Ευρυτανίας -το όνομά του δεν το γνωρίζουν. Η γέφυρα είναι κοντά στο χάνι Μπαλντά, το οποίο χάνι σώζεται και σήμερα -ίσως από εκεί βρείτε περισσότερες πληροφορίες γιατί εκεί έμεινε ο πρωτομάστορας με το συνεργείο του. Σκοτώθηκε τον Αύγουστο το 1892, το μεσημέρι την ώρα που τρώγανε κάτω από τον ίσκιο της καλουπωμένης γέφυρας σε ηλικία 60-62 χρονών. Την ώρα που τρώγανε ακούσανε ένα τρίξιμο και χωρίς να προλάβουν να σηκωθούν η γέφυρα κατέρρευσε και πλάκωσε τον πρωτομάστορα και τον βοηθό του από το Κρίκελλο της Ευρυτανίας. Ένας γέροντας μου λέγει ότι στο άκουσμα του τριξίματος ο πρωτομάστορας με τον βοηθό του έτρεξαν να βάλουν το κλειδί της γέφυρας που ήταν το τελευταίο λιθάρι, δεν πρόλαβαν και έτσι βρήκαν τον θάνατο. Τα παιδιά του τον θάψανε εκεί στη γέφυρα διότι ήταν αδύνατη η μεταφορά του με ζώα στο χωριό του. Ένας άλλος γέροντας μου λέγει πως η γέφυρα έπεσε διότι ήταν καλουπωμένη στο κατεβατό και το βάρος ήταν τεράστιο στο κέντρο, ενώ εάν ήταν καλουπωμένη στο μερκέζι, που το βάρος θα ήταν στα άκρα, δεν θα έπεφτε.
Ο Γιώργος Κολοκύθας ήταν παντρεμένος δύο φορές. Με την πρώτη γυναίκα του Αλεξάνδρα έκανε 4 παιδιά, τον Δημήτριο, τον Αθανάσιο, τον Απόστολο  και τον Ευάγγελο. Επίσης έκανε και μία κοπέλα, την Μαρία. Με την δεύτερη γυναίκα που ήταν χήρα, το όνομά της δεν γνωρίζω, είχε δύο κόρες, την Ευθυμία και την Αγόρω και έκανε ακόμα ένα παιδί, τον Χρήστο. Όλα τα παιδιά του ακολούθησαν την τέχνη του πατέρα τους. Τα παιδιά όλα έκαναν οικογένεια και συνέχισαν και τα εγγόνια του την δουλειά του κτίστου (Μαστόροι).
Ο Γεώργιος Κολοκύθας έφτιαξε και άλλες γέφυρες σε διάφορες περιοχές, δεν μου τις κατονομάσανε, απλώς μου είπαν πως ήταν η ειδικότητά του».[4]

4) - Σε παλαιό έγγραφο, δανειστική ομολογία 107 γροσίων της 1ης Μαΐου 1856, ο πρωτομάστορας Γεώργιος Κολοκύθας υπογράφει ως μάρτυρας: “γηοργις κολοκηθας”.[5]
    - Στην Αρτοτίνα Δωρίδας ανακατασκευάζεται το 1860 το σπίτι του οπλαρχηγού της επανάστασης του ΄21, καπετάν-Ανδρίτζου Σαφάκα, από τον γιο του Γιάννη. Σε επιγραφή στη νοτιοδυτική του γωνία διαβάζουμε: “ΜΑΣΤΟΡΟΣ ΙΑΝ / ΚΟΛΟΚΙΘΑΣ ΚΤΙΣΤΙ”. Πρόκειται για μάστορα από την Καστάνιανη, το πιθανότερο συγγενή -αδερφό;- του πρωτομάστορά μας.[6]
    - Τα παιδιά του Γιώργου Κολοκύθα φέρονται γραμμένα στο δημοτολόγιο της Καστάνιανης με έτος γέννησης ως ακολούθως: Δημήτριος (1861-), Απόστολος (1868-), Αθανάσιος (1872-), Ευάγγελος (;), Χρήστος (1882).

5) Οι παλιοί Κρικελλιώτες το γεφύρι στα Τριπόταμα το αποκαλούσαν “γεφύρ’ τ’ Ασημάκη” επειδή εκεί είχε σκοτωθεί ο συγχωριανός τους μάστορας Ασημάκης.[7]
Σε εκλογικό κατάλογο του 1865 του τότε Δήμου Καλλιδρομητών επαρχίας Ευρυτανίας είναι εγγεγραμμένα τρία άτομα που φέρουν επώνυμο “Ασημάκης” και επαγγέλλονται τον κτίστη: Ασημάκης Ασημάκης του Κων/νου (ετών 23), Ασημάκης Δημήτριος του Ασημάκη (55) και Ασημάκης Κων/νος άνευ πατρώνυμου (55). Με δεδομένο πως το 1892 ο δεύτερος και ο τρίτος -ηλικίας πλέον 82 ετών αν ζούσαν- δεν θα μπορούσαν να δουλεύουν, ο Κρικελλιώτης μάστορας που σκοτώθηκε στο γεφύρι πρέπει να ήταν ο Ασημάκης Ασημάκης, 50 χρονών τότε. Ίσως έτσι δικαιολογείται και το γεγονός πως σε όλες τις μαρτυρίες για τον εν λόγω Ασημάκη ποτέ δεν αναφέρεται το μικρό του όνομα -όνομα και επώνυμο ταυτίζονται.

6) Ευχαριστώ τον Ζαχαρία Ζηνέλη για την προσφορά του φωτογραφικού υλικού για τους Μπαλταίους (αρχείο Μαρίας Παν. Μπαλτά).
Επίσης για τη βοήθειά του τον Γιώργο Κολοκύθα από την Καστάνιανη.

Σπύρος Ι. Μαντάς, 23.4.2016




[1] Μου αφηγήθηκε ο Γιάννης Μπαλτάς στις 22 Δεκεμβρίου 1993.
[2] Ξύλο ψαρέματος στο ποτάμι.
[3] Ειπώθηκε, εναλλακτικά, και γεφύρι του Μπαλτά.
[4] Επιστολή Γεωργίου Κολοκύθα (Καστανέα 14 Οκτωβρίου 1992).
[5] Δημοσιεύτηκε στο, Αργ. Πετρονώτης & Β. Παπαγεωργίου, Μαστόροι Χτίστες από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, Ιωάννινα 2008, 557.
[6] Μαρία Λουκοπούλου-Πατίχη, Βαρδούσια. Στα χωριά της ορεινής Δωρίδας, Αθήνα 1996, 148.
[7] Αλέξανδρος Ε. Χουλιαράς, Κρίκελλο, ένα ευρυτανικό κεφαλοχώρι, Αθήνα 2008, 204.


Επιλογή-Επιμέλεια-Ανάρτηση: Ευθυμίου Δημήτριος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου