Το φεγγάρι & τ’ αστέρια στο
δημοτικό τραγούδι
[του Ρουμελιώτη
Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη]
Ο λαός μας δεν τραγούδησε τα επίγεια μόνο, αλλά και τα ουράνια, γιατί και μ’ αυτά κουβέντιασε, τα χαίρεται τα θαυμάζει και πολλές φορές τα παρακαλεί και τα θέλει συμπαραστάτες του.
Τ' αστέρια είναι το στολίδι τ’ ουρανού, γεμάτη η ουράνια πολιτεία απ' αυτά και το φεγγάρι το μάτι της νύχτας, χλωμό, ολόχρυσο και ασημί κρέμεται στο στερέωμα. Άστρον λαμπρόν οδήγησε τους μάγους «εν Βηθλεέμ τη πόλει» και προσκύνησαν τον νεογέννητο Ιησού. Έργα του δημιουργού και πρωτομάστορα της φύσης όλ’ αυτά «και ποιος σε εμαστόρεψε; μαστόροι που μαστόρευαν κι ο πρωτομάστορας τους
έπλασε
τ'
άστρα,
τον ήλιο το φεγγάρι».
Τις νύχτες εκείνα τα εφτάστερα της Πούλιας που περιδιαβαίνουν το στερέωμα και χάνονται με το γλυκοχάραμα, κι άλλα αμέτρητα φωτίζουν την ουράνια πολιτεία. Και κείνο το μαγικό φεγγάρι συμπληρώνει τη νυχτερινή φωτοχυσία σαν άλλος Μήδας, ρίχνει στη γη τις ακτίνες του κι όλον τον κόσμο χρυσώνει, τον αλλάζει τον κάνει παραμυθένιο, κι όλα μένουν άλαλα κι ακίνητα, μαζεμένα, κι όλα γίνονται όνειρο και θάμα με του φεγγαριού τη μαγεία. Κι έχουν και τούτο το χάρισμα, στην ερημιά σαν βρίσκεσαι, μοναξιός δεν είσαι ποτέ, σου κρατούν εκείνα συντροφιά και κουβέντα, «έχεις με τ’ άστρα τ’ ουρανού αποβραδίς κουβέντα». Και τα ‘καμε τραγούδι ο λαός μας τ’ άστρα και το φεγγάρι και τα πολυτραγούδησε, «κείνο τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κοντά την Πούλια,
κείνο μου
φέγγει κι' έρχομαι Ρούσα μου στην αυλή σου». Είναι και παρηγορητής αυτό το φεγγάρι και τ’ αστέρια στις βασανισμένες από αγάπη καρδιές, χύνουν το βάλσαμο τους και γλυκαίνουν τον πόνο, «αστέρι μου ωραίο και
λαμπρό γιατί
ψηλά
κάθε
βράδυ
που
βγαίνεις,
το
στήθος
μου
γιατί
το
θλιβερό
με
τις
γλυκιές ματιές
μου
γλυκαίνεις;».
Άλλοτε πάλι αυτός ο αδιόρθωτος ερωτευμένος στη βρύση καρτερεί και παραμονεύει με συνεργάτη του το λαμπρό φεγγάρι, να πει μια καλησπέρα στην αγάπη του «στη βρύση παραμόνευα μ’ ένα λαμπρό φεγγάρι για
να
διαβεί
η
αγάπη
μου
να την καλησπερίσω», μια καλησπέρα γεμάτη σημασία κι ελπίδα. Με ένα λόγο τα αστέρια και το φεγγάρι ήταν η οδός των ονείρων για τους ερωτευμένους. Άλλοτε πάλι με συνεργό το φεγγάρι και κλέφτης θέλει να γίνει γι’ αυτά τα μαύρα μάτια. «Απόψε δεν
κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω, για δυο ματάκια π’ αγαπώ, για δυο ματάκια μαύρα, θε να τα κλέψω μια βραδιά, νύχτα με το φεγγάρι». Καμιά φορά αυτά τ’ αστέρια ξεπλανεύουν την αγάπη και ξενυχτούν στο πλευρό της ως που να βγει ο ήλιος «ο Αυγερινός κι η πούλια τ’ άστρα της αυγής και το λαμπρό φεγγάρι με ξεπλανέψανε». Αυτός ο Αυγερινός κι η Πούλια, αυτά τα νυχτοπούλια είναι στολίδι ανάμεσα στ’ άλλα, κι είναι συνορίτης ο Αυγερινός της νύχτας με τη μέρα. Βγήκε ο Αυγερινός; ροδίζει η ημέρα την παρουσιάζει ροδόχρωμη ο Αυγερινός, έρχεται η ημέρα; την παρουσιάζει αυτή η κροκόπεπλη Αυγή. Αυτή την ώρα που γλυκοχαράζει ο Αυγερινός διάλεξε ο νιος να τραγουδήσει και να ξυπνήσει την καλή του. «Γλυκοχαράζει Αυγερινός κι οι
όμορφες κοιμούνται, θέλω και γω να τραγουδώ
γλυκά
να
την
ξυπνήσω,
ξύπνα
γλυκειά μου
αγαπούλα,
κι
έλα
στην
αγκαλιά
μου».
Μα κι όταν χάσει την αγάπη του τ' αστέρια πάλι παρακαλεί να χαμηλώσουν να ψάξουν και κείνα μαζί του να τη βρουν «αστέρια χαμηλώστε, βουνά μου κατεβείτε, έχασα την
αγάπη
μου
ψάξετε
να
τη
βρείτε...
ψάχνω να τη βρω και άδικα κοπιάζω». Το ίδιο και απαρνημένη, δεν έχει άλλη καταφυγή από το φεγγάρι, «φεγγάρι μου λαμπρό λαμπρό και
λαμπροφορεμένο,
αυτού ψηλά που περπατείς και
χαμηλά
που
βλέπεις,
μην
είδες
μην αλόγιασες τον αγαπητικό μου»;
Αυτά τ’ αστέρια κι αυτόν τον Αυγερινό, αυτές τις νύχτες, είδε ο Παπαντωνίου και του ‘μειναν αξέχαστες «είδα τ’ αστρί στο βουνό
που
το
λεν
Αυγερινό
και
στην
καθαρή βραδιά
χόρτασα
την
ξαστεριά».
Αυτό το νυχτοπερπάτημα νοστάλγησε κι ο γηρασμένος άνθρωπος «τάχα δεν
ήμουν νιος
και
γω
ποτέ
δεν
ήμουν
παλληκάρι,
τάχα δεν
επερπάτησα
και
γω
τις
νύχτες
με
φεγγάρι».
Πόσες μάγισσες δεν ξενύχτησαν στα σταυροδρόμια να κάνουν μάγια της αγάπης κοιτάζοντας τ’ άστρα και το φεγγάρι «...τρεις από
τότε
η
μάγισσα
βραδιές
αράδ’
αράδα,
κι
ήταν
φεγγαρογιόμισμα
κοντά
στο
ξωθιονέρι,
εκεί
που
ρίχνουν
σαν
περνούν
ανάθεμα
οι διαβάτες...».
Με τα πεφτάστερα θα στείλει η κόρη νοερά την ώρα που πέφτουν από τον ουρανό χαιρετίσματα στον καλό της «σου στέλνω χαιρετίσματα με
τ’
άστρα
με
την
Πούλια» και έχει σιγουριά γιατί κάπου θα τον δουν, είναι τόσα πολλά και φέγγουν από ψηλά και βλέπουν χαμηλά.
Συμπαραστάτης το φεγγάρι στους ερωτευμένους φέγγει ως το πρωί «φέξε μου φεγγαράκι μου
να
πάω
στην
αγάπη
μου
φέξε ψηλά και χαμηλά γιατί είναι λάσπες και νερά... εγώ
φέγγω
ως
το
πρωί
το
πόχει
αγάπ’
ας
περπατεί». Παράξενοι αυτοί οι ερωτευμένοι, άλλοτε θέλουν να φέγγει το φεγγάρι, κι άλλοτε να ‘ναι σκοτεινά «φεγγάρι μου
που ‘σαι ψηλά και φέγγεις στο σκοτάδι, μια χάρη απόψε σου
ζητώ,
μη
βγεις
στη
γη
το
βράδυ,
θα πάω στην αγάπη μου στα δυο γλυκά μου μάτια
και
θέλω
να ‘ναι
σκοτεινά
οι
δρόμοι
τα σοκάκια». Όπως τ’ αστέρια είναι το στολίδι τ’ ουρανού, έτσι και η κόρη είναι το φεγγάρι του σπιτιού. «Σαν
τι
το
θέλει
η
μάνα
σου
τη
νύχτα το λυχνάρι, πόχει στο σπίτι της τ’
Αυγούστου το φεγγάρι» λέει ο νιος που αγαπάει.
Με ξέλαμπρο φεγγάρι παρομοιάζει ο λαός τη νύφη, «νύφη μου
ξάστερο
νερό
και ξέλαμπρο φεγγάρι το ταίρι σου να ‘ναι ζηλευτό κι
όμορφο
παλληκάρι».
Τον ουρανό με τ’ άστρα κεντάει η λυγερή στο παράθυρο της περιμένοντας τον καλό της «σα θα
κεντάς μονάχη σου στο παράθυρο σου,
σα θα κεντάς τα
λούλουδα,
τον
ουρανό
με
τ’
άστρα». Αυτό το φεγγάρι ανιχνεύει με το φως του όλα τ’ απόκρυφα της γης σχίζοντας του σκοταδιού τους μαύρους πέπλους, θα φωτίσει βουνά διάσελα και ρεματιές, θα χαϊδέψει τα κύματα της θάλασσας, γίνεται άρχοντας της νύχτας και βασιλιάς και σκορπάει τη σαγήνη του έρωτα με το μελαγχολικό του χρώμα και φως.
Αυτό το φεγγάρι και τ’ αστέρια θα βρει ο λαός μας να προσδιορίσει τη χαραυγή και το γλυκό χάραμα «ξανθό το γλυκοχάραμα προβάλλει απ’
τις κορφούλες, κι ανάργια ανάργια αχνίζουνε τ’
αστέρια το φεγγάρι» λέει ο ποιητής.
Αυτά τα κεντητά καρφιά του στερεώματος, χαίρετ’ ο μπιστικός, ο ξοχίτης, ο νυχτοπερπατητής, ο ερωτιάρης, «βλέπω τ’
αστέρια να γελούν, να λάμπει το φεγγάρι, νεράιδες να χορεύουνε με μια περίσσια χάρη».
Κι οι κλέφτες πόσες φορές δε ρώτησαν τ’ αστέρια να μάθουνε χαμπέρια και είναι το λαμπερό φεγγάρι που συμπάσχει αγναντεύοντας από κει ψηλά τον αγώνα και την αγωνία του κλέφτη και σε δύσκολες ώρες λύπης, δε βγαίνει λαμπερό «βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο».
Τη νύχτα με φεγγάρι παρακαλεί τη μάνα του ο κλέφτης να τον κλάψει. «Κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με τη νύχτα με
φεγγάρι
και
την
αυγούλα
με
δροσιά
ως
που να πάρ’ η μέρα».
Καμιά φορά ξεγελιούνται κι οι κλεφταρματωλοί από τ’ αστέρια «με γέλασε μια
χαραυγή τ’ αστρί και το φεγγάρι και βγήκα νύχτα στα βουνά ψηλά στο κορφοβούνια...».
Και το κλέφτικο τραγούδι της Κοντογιάννενας έτσι την παρομοιάζει σαν άστρο σα φεγγάρι τη νύφη του Κοντογιάννη «κοιμάτ’ αστρί
κοιμάτ’
αυγή,
κοιμάται
το
φεγγάρι,
κοιμάτ’ καπετάνισσα η νύφ’ του Κοντογιάννη».
Αδερφωμένος, ο κλέφτης με τ’ αστέρια και το φεγγάρι «Τ’
αστέρια
βασιλεύουνε
και
η αυγή
χαράζει,
κι
ο
Κατσαντώνης
ξάγρυπνος μ’
όλα τα παλληκάρια. Στα καραούλια κάτσανε και τον καιρό κοιτάνε,
να παν παιδιά μου
στ’ Άγραφα».
Και του Λεπενιώτη το λάβωμα το φεγγάρι και τ’ άστρο τα είπαν «εβγήκ’
ο
ήλιος
κόκκινος
και
το
φεγγάρι
μαύρο,
κι
ο
λαμπερός Αυγερινός κινάει
να
βασιλέψει.
Πες
μας
καημέν’
Αυγερινέ κάνα καλό χαμπέρι, το Λεπενιώτη βάρεσαν μεσ’ το δεξί το χέρι».
Τ' αστέρια, αυτά τ’ αμίλητα κοπάδια τ’ ουρανού, ήταν η κλέφτικη συντροφιά στις ατέλειωτες νύχτες. Μπορούσε ο κλέφτης να μην ασχοληθεί με τ’ αστέρια και να μη μιλήσει με τη μοναδική της νύχτας συντροφιά;
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου