Συνεργάτες

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Το φεγγάρι και τ' αστέρια στο δημοτικό τραγούδι


Το φεγγάρι & τ’ αστέρια στο δημοτικό τραγούδι
[του Ρουμελιώτη Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη]
Ο λαός μας δεν τραγούδησε τα επίγεια μόνο, αλλά και τα ουράνια, γιατί και μαυτά κουβέντιασε, τα χαίρεται τα θαυμάζει και πολλές φορές τα παρακαλεί και τα θέλει συμπαραστάτες του.
    Τ' αστέρια είναι το στολίδι τουρανού, γεμάτη η ουράνια πολιτεία απ' αυτά και το  φεγγάρι το μάτι της νύχτας, χλωμό, ολόχρυσο και ασημί κρέμεται στο στερέωμα. Άστρον λαμπρόν οδήγησε τους μάγους «εν Βηθλεέμ τη πόλει» και προσκύνησαν τον νεογέννητο Ιησού. Έργα του δημιουργού και πρωτομάστορα της φύσης όλαυτά «και ποιος σε εμαστόρεψε; μαστόροι που μαστόρευαν κι ο πρωτομάστορας τους έπλασε τ' άστρα, τον ήλιο το φεγγάρι».
    Τις νύχτες εκείνα τα εφτάστερα της Πούλιας που περιδιαβαίνουν το στερέωμα και χάνονται με το γλυκοχάραμα, κι άλλα αμέτρητα φωτίζουν την ουράνια πολιτεία. Και κείνο το μαγικό φεγγάρι συμπληρώνει τη νυχτερινή φωτοχυσία σαν άλλος Μήδας, ρίχνει στη γη τις ακτίνες του κι όλον τον κόσμο χρυσώνει, τον αλλάζει τον κάνει παρα­μυθένιο, κι όλα μένουν άλαλα κι ακίνητα, μαζεμένα, κι όλα γίνονται όνειρο και θάμα με του φεγγαριού τη μαγεία. Κι έχουν και τούτο το χάρισμα, στην ερημιά σαν βρίσκεσαι, μοναξιός δεν είσαι ποτέ, σου κρατούν εκείνα συντροφιά και κουβέντα, «έχεις με τάστρα τουρανού αποβραδίς κουβέντα». Και τα ‘καμε  τραγούδι ο λαός μας τάστρα και το φεγγάρι και τα πολυτραγούδησε, «κείνο ταστέρι το λαμπρό που πάει κοντά την Πούλια, κείνο μου φέγγει κι' έρχομαι Ρούσα μου στην αυλή σου». Είναι και παρηγορητής αυτό το φεγγάρι και ταστέρια στις βασανισμένες από αγάπη καρδιές, χύνουν το βάλσαμο τους και  γλυκαίνουν τον πόνο, «αστέρι μου ωραίο και λαμπρό γιατί ψηλά κάθε βράδυ που βγαίνεις, το στήθος μου γιατί το θλιβερό με τις γλυκιές ματιές μου γλυκαίνεις;».

 Άλλοτε πάλι αυτός ο αδιόρθωτος ερωτευμένος στη βρύση καρτερεί και παραμονεύει με συνεργάτη του το λαμπρό φεγγάρι, να πει μια καλησπέρα στην αγάπη του «στη βρύση παραμόνευα μένα λαμπρό φεγγάρι για να διαβεί η αγάπη μου να την καλησπερίσω», μια καλησπέρα γεμάτη σημασία κι ελπίδα. Με ένα λόγο τα αστέρια και το φεγγάρι ήταν η οδός των ονείρων για τους ερωτευμένους. Άλλοτε πάλι με συνεργό το φεγγάρι και κλέφτης θέλει να γίνει γι’ αυτά τα μαύρα μάτια. «Απόψε δεν κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω, για δυο ματάκια π’ αγαπώ, για δυο ματάκια μαύρα, θε να τα κλέψω μια βραδιά, νύχτα με το φεγγάρι». Καμιά φορά αυτά ταστέρια ξεπλανεύουν την αγάπη και ξενυχτούν στο πλευρό της ως που να βγει ο ήλιος «ο Αυγερινός κι η πούλια τ’ άστρα της αυγής και το λαμπρό φεγγάρι με ξεπλανέψανε». Αυτός ο Αυγερινός κι η Πούλια, αυτά τα νυχτοπούλια είναι στολίδι ανά­μεσα στάλλα, κι είναι συνορίτης ο Αυγε­ρινός της νύχτας με τη μέρα. Βγήκε ο Αυγε­ρινός; ροδίζει η ημέρα την παρουσιάζει ροδόχρωμη ο Αυγερινός, έρχεται η ημέρα; την παρουσιάζει αυτή η κροκόπεπλη Αυγή. Αυτή την ώρα που γλυκοχαράζει ο Αυγερινός διά­λεξε ο νιος να τραγουδήσει και να ξυπνήσει την καλή του. «Γλυκοχαράζει Αυγερινός κι οι όμορφες κοιμούνται, θέλω και γω να τραγου­δώ γλυκά να την ξυπνήσω, ξύπνα γλυκειά μου αγαπούλα, κι έλα στην αγκαλιά μου».
Μα κι όταν χάσει την αγάπη του τ' αστέ­ρια πάλι παρακαλεί να χαμηλώσουν να ψάξουν και κείνα μαζί του να τη βρουν «αστέ­ρια χαμηλώστε, βουνά μου κατεβείτε, έχασα την αγάπη μου ψάξετε να τη βρείτε... ψάχνω να τη βρω και άδικα κοπιάζω». Το ίδιο και απαρνημένη, δεν έχει άλλη καταφυγή από το φεγγάρι, «φεγγάρι μου λαμπρό λαμπρό και λαμπροφορεμένο, αυτού ψηλά που περπατείς και χαμηλά που βλέπεις, μην είδες μην αλόγιασες τον αγαπητικό μου»;
Αυτά ταστέρια κι αυτόν τον Αυγερινό, αυτές τις νύχτες, είδε ο Παπαντωνίου και του ‘μειναν αξέχαστες «είδα ταστρί στο βουνό που το λεν Αυγερινό και στην καθαρή βραδιά χόρτασα την ξαστεριά».
Αυτό το νυχτοπερπάτημα νοστάλγησε κι ο γηρασμένος άνθρωπος «τάχα δεν ήμουν νιος και γω ποτέ δεν ήμουν παλληκάρι, τάχα δεν επερπάτησα και γω τις νύχτες με φεγγά­ρι».
Πόσες μάγισσες δεν ξενύχτησαν στα σταυροδρόμια να κάνουν μάγια της αγάπης κοιτάζοντας τάστρα και το φεγγάρι «...τρεις από τότε η μάγισσα βραδιές αράδαράδα, κι ήταν φεγγαρογιόμισμα κοντά στο ξωθιονέρι, εκεί που ρίχνουν σαν περνούν ανάθεμα οι διαβάτες...».
Με τα πεφτάστερα θα στείλει η κόρη νοερά την ώρα που πέφτουν από τον ουρανό χαιρετίσματα στον καλό της «σου στέλνω χαιρετίσματα με τάστρα με την Πούλια» και έχει σιγουριά γιατί κάπου θα τον δουν, είναι τόσα πολλά και φέγγουν από ψηλά και βλέ­πουν χαμηλά.
Συμπαραστάτης το φεγγάρι στους ερω­τευμένους φέγγει ως το πρωί «φέξε μου φεγγαράκι μου να πάω στην αγάπη μου φέξε ψηλά και χαμηλά γιατί είναι λάσπες και νερά... εγώ φέγγω ως το πρωί το πόχει αγάπας περπατεί». Παράξενοι αυτοί οι ερωτευμέ­νοι, άλλοτε θέλουν να φέγγει το φεγγάρι, κι άλλοτε να ‘ναι σκοτεινά «φεγγάρι μου που ‘σαι ψηλά και φέγγεις στο σκοτάδι, μια χάρη απόψε σου ζητώ, μη βγεις στη γη το βράδυ, θα πάω στην αγάπη μου στα δυο γλυκά μου μάτια και θέλω να ‘ναι σκοτεινά οι δρόμοι τα σοκάκια». Όπως ταστέρια είναι το στολίδι τουρανού, έτσι και η κόρη είναι το φεγγάρι του σπιτιού. «Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι, πόχει στο σπίτι της τΑυγούστου το φεγγάρι» λέει ο νιος που αγαπάει.
    Με ξέλαμπρο φεγγάρι παρομοιάζει ο λαός τη νύφη, «νύφη μου ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι το ταίρι σου να ‘ναι ζηλευ­τό κι όμορφο παλληκάρι». Τον ουρανό με τάστρα κεντάει η λυγερή στο παράθυρο της περιμένοντας τον καλό της «σα θα κεντάς μονάχη σου στο παράθυρο σου, σα θα κεντάς τα λούλουδα, τον ουρανό με τάστρα». Αυτό το φεγγάρι ανιχνεύει με το φως του όλα ταπόκρυφα της γης σχίζοντας του σκοταδιού τους μαύρους πέπλους, θα φωτίσει βουνά διάσελα και ρεματιές, θα χαϊδέψει τα κύματα της θάλασσας, γίνεται άρχοντας της νύχτας και βασιλιάς και σκορπάει τη σαγήνη του έρωτα με το μελαγχολικό του χρώμα και φως.
Αυτό το φεγγάρι και ταστέρια θα βρει ο λαός μας να προσδιορίσει τη χαραυγή και το γλυκό χάραμα «ξανθό το γλυκοχάραμα προ­βάλλει απτις κορφούλες, κι ανάργια ανάργια αχνίζουνε ταστέρια το φεγγάρι» λέει ο ποι­ητής.
Αυτά τα κεντητά καρφιά του στερεώμα­τος, χαίρετο μπιστικός, ο ξοχίτης, ο νυχτοπερπατητής, ο ερωτιάρης, «βλέπω ταστέρια να γελούν, να λάμπει το φεγγάρι, νεράιδες να χορεύουνε με μια περίσσια χάρη».
Κι οι κλέφτες πόσες φορές δε ρώτησαν τ’ αστέρια να μάθουνε χαμπέρια και είναι το λαμπερό φεγγάρι που συμπάσχει αγναντεύο­ντας από κει ψηλά τον αγώνα και την αγωνία του κλέφτη και σε δύσκολες ώρες λύπης, δε βγαίνει λαμπερό «βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο».
Τη νύχτα με φεγγάρι παρακαλεί τη μάνα του ο κλέφτης να τον κλάψει. «Κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι και την αυγούλα με δροσιά ως που να πάρη μέρα».
Καμιά φορά ξεγελιούνται κι οι κλεφταρματωλοί από ταστέρια «με γέλασε μια χαραυγή ταστρί και το φεγγάρι και βγήκα νύχτα στα βουνά ψηλά στο κορφοβούνια...».
Και το κλέφτικο τραγούδι της Κοντογιάννενας έτσι την παρομοιάζει σαν άστρο σα φεγγάρι τη νύφη του Κοντογιάννη «κοιμάταστρί κοιμάταυγή, κοιμάται το φεγγάρι, κοιμάτκαπετάνισσα η νύφτου Κοντο­γιάννη».
Αδερφωμένος, ο κλέφτης με ταστέρια και το φεγγάρι «Ταστέρια βασιλεύουνε και η αυγή χαράζει, κι ο Κατσαντώνης ξάγρυπνος μόλα τα παλληκάρια. Στα καραούλια κάτσανε και τον καιρό κοιτάνε, να παν παιδιά μου στΆγραφα».
Και του Λεπενιώτη το λάβωμα το φεγγά­ρι και τάστρο τα είπαν «εβγήκο ήλιος κόκ­κινος και το φεγγάρι μαύρο, κι ο λαμπερός Αυγερινός κινάει να βασιλέψει. Πες μας καημένΑυγερινέ κάνα καλό χαμπέρι, το Λεπε­νιώτη βάρεσαν μεστο δεξί το χέρι».
Τ' αστέρια, αυτά ταμίλητα κοπάδια τουρανού, ήταν η κλέφτικη συντροφιά στις ατέλειωτες νύχτες. Μπορούσε ο κλέφτης να μην ασχοληθεί με ταστέρια και να μη μιλήσει με τη μοναδική της νύχτας συντροφιά;  

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου