Συνεργάτες

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Χιονονιφάδες στο παράθυρο


ΧΙΟΝΟΝΙΦΑΔΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
[Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη] 
“Το Πέτρινο Σχολείο”, Α΄ Γυμνάσιο αρρένων Λαμίας

     -Ντύσου καλά σήμερα, γιόκα μου, γιατί ο καιρός είναι χιονιάς, θα πας στο σχολείο με στεγνό δρόμο και θα γυρίσεις με χιονισμένο.
      Τούτα τα λόγια, μου είπε η μάνα μου, εκείνο το παγωμένο πρωί, πριν ξεκινήσω για το Γυμνάσιο.
      Και κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, που έρχονται τα Χριστούγεννα, θυμάμαι ένα γεγονός απ’ τα γυμνασιακά μου χρόνια, που σχετίζεται με τη μεγάλη αυτή γιορτή και το χειμωνιάτικο καιρό.
      Ήμουν στην τρίτη (πρώτη, σήμερα) τάξη του Γυμνασίου. Φοιτούσα στο Α΄ Γυμνάσιο αρρένων Λαμίας. Πέτρινο το Γυμνάσιο, τριώροφο, πελώριο, μνημείο αρχιτεκτονικής, στη μέση της Πόλης. Οικοδομήθηκε το 1846. Χτίσθηκε με πανάκριβους ογκόλιθους, ιδιαίτερα στις γωνίες, που ανάμεσά τους έγινε η συγκόλληση με μολύβι (κασσίτερο). Είναι θεμελιωμένο σε υπερυψωμένο τόπο και απέναντί του, σε απόσταση 700 μέτρων, ορθώνεται σε κορυφή λόφου, το ιστορικό κάστρο της Λαμίας, που το δημοτικό τραγούδι γι’ αυτό λέει.
Λελούδι* της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας
και Παλαμίδι τ’ Αναπλιού, άνοιξε να ’μπω μέσα,
να ιδώ τις Αναπλιώτισσες, τις Αναπλιωτοπούλες,
πως πλένουν, πως λευκαίνουνε, πως μοσχοσαπουνάνε…
      Στο παραπάνω Γυμνάσιο, φοίτησαν αξιόλογοι άνδρες, διακεκριμένοι στα γράμματα και τις τέχνες, στην Ελλάδα. Ο ιστορικός Ιωάννης Βορτσέλας (1841 – 1913), απ’ το Παλαιόκαστρο της Φθιώτιδας, ο ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας (1842 – 1914), απ’ το Γαλαξίδι, ο κορυφαίος φιλόλογος Κωνσταντίνος Κόντος (1834 – 1909), απ’ την Άμφισσα, ο διάσημος ζωγράφος Παναγιώτης Γράββαλος (1933 – 2014), απ’ τη Λαμία, ο οποίος ζωγράφισε γραμματόσημα των ΕΛΤΑ, ο αγιογράφος Βασίλης Σ. Σίμος (1934 – 2014), απ’ την Υπάτη της Φθιώτιδας, που αγιογράφησε την Ιερή Μονή Αγάθωνος του ομώνυμου Νομού και ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού «Στερεά Ελλάς» Ηλίας Ασημακόπουλος (1932 – 2019), απ’ τις Καρούτες της Φωκίδας. 
Εδώ γίνεται μια παρένθεση για την ηχώ των δύο υψωμάτων, του ενός με το Γυμνάσιο και του άλλου με το κάστρο. Όταν φώναζε κανείς απ’ το Γυμνάσιο, η φωνή χτυπούσε στο κάστρο και ο αντίλαλος γύριζε πίσω. Μια χρονιά, επέτειο της 25ης Μαρτίου, κάναμε τη γιορτή όλες οι τάξεις έξω στη μεγάλη αυλή του Γυμνασίου. Έσφυζε πλημμυρισμένος ο αυλόγυρος απ’ τον πολύ μαθητόκοσμο. Όρθιοι όλοι. Το Γυμνάσιο κοιτάζει ανατολικά. Ψηλά στην πέτρινη σκάλα, στο ευρύχωρο κεφαλόσκαλο, στέκονταν όρθιοι κι οι καθηγητές. Κι όποιος ήταν να μιλήσει, πήγαινε στη μέση των εκατέρωθεν καθηγητών. Ήρθε και η σειρά, ανάμεσα στους ομιλητές, ενός μαθητή της ογδόης, που ήταν ψηλό παλικάρι. Οι άλλοι καθηγητές κι οι μαθητές έλεγαν πεζόλογα ή ποιήματα, σχετικά με την εθνική γιορτή. Αυτός ο μαθητής όμως ανοίγει το στόμα του και πιάνει ένα τραγούδι βλαχοκλέφτικο.
                      -Ήρθεν η ώρα γι’ άρμεγμα, η ώρα για τη στρούγγα,
πάρε, Ασήμω μ’, τ’ άλογα και φόρτωσ’ τα καρδάρια
κι από το δρόμο που θα πας, να ξαναέρθεις πίσω.
Κι αυτή το δρόμο άλλαξε και άλλο δρόμο πήρε,
πήρε το δρόμο των κλεφτών και των καπεταναίων…
      Θεέ μου, τι φωνή ήταν εκείνη που έβγαινε από το στόμα του! Τι γλυκάδα ηχητική είχε. Το γαργάριζε για τα καλά το τραγούδι. Εκστασιάσθηκαν όλοι. Εγώ, χωριατόπουλο και συνηθισμένο στα δημοτικά ακούσματα, μέθυσα. Έλεγα από μέσα μου, ποτέ να μην τελειώσει το τραγούδι. Κι έφευγαν ο ήχος και τα λόγια του τραγουδιού και πήγαιναν αγνάντια στο κάστρο, βγήκαν στα παράθυρα των σπιτιών, των σκαρφαλωμένων στον καστρινό λόφο, οι Λαμιώτισσες κι αφουγκράζονταν το τραγούδησμα. Σε διαπερνούσε ρίγος χαράς και ενθουσιασμού με το τραγούδι και το ευρύτερο σκηνικό.
      Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και μας συνείχαν μικρούς και μεγάλους. Μικρούς μαθητές και μεγάλους καθηγητές. Πολλοί οι μαθητές, 3 τμήματα η κάθε τάξη. Θυμάμαι νοσταλγικά τη χαρούμενη μέρα, που ζήσαμε στην τάξη μας. Μέρα χειμωνιάτικη, σα να ζωντάνεψε από παραμύθι, να μας προδιαθέσει για τις επικείμενες γιορτές. Ο ουρανός είχε σηκωθεί ψηλά, τα σύννεφα κάτασπρα, η παγωνιά μεγάλη. Κάπου – κάπου, έβλεπες να πέφτει, καμιά λεπτή νιφάδα χιονιού, δειλός μαντάτορας ότι κάτι απ’ τα νέφη θ’ ακολουθούσε. Φαινόταν πως θα χιόνιζε, σε λίγο.
Ψηλοσηκώθηκε ο ουρανός, για να χιονίσει θέλει,
απανεμιά και βούβαση, ξεκόβει κάπου – κάπου
καμιά νιφάδα μοναχή, καμιά μικρή ανεμίζα*
και παίζει λιανοτρέμουλη και προμηνάει το χιόνι.
      Χτύπησε το κουδούνι. Μπήκαμε στην αίθουσα οι μαθητές. Θυμάμαι, ότι η ώρα ήταν μεσαία, στη σειρά των μαθημάτων. Πάντως, τα μαθήματά μας διαρκούσαν ως το προχωρημένο μεσημέρι, γιατί τ’ απόγευμα ερχόταν το Β΄ Γυμνάσιο να κάνει μάθημα. Ήρθε στην αίθουσα κι η καθηγήτριά μας, η Μεθηνίτου, μουσικός, σπινθηροβόλα στο νου της, μετρίου αναστήματος γυναίκα, μεσήλικη. Η αίθουσά μας είχε ένα υψηλόσωμο και πλατύ παράθυρο, με μεγάλα τζάμια, που κοιτούσαν βόρεια. Ήταν κι άλλα παράθυρα δυτικά, ανεβατά αυτά, σαν φεγγίτες, που τους είχαμε γυρισμένες τις πλάτες, καθισμένοι στα θρανία. Τα τζάμια, στο βόρειο το παράθυρο, υψώνονταν από τα θρανία μέχρι επάνω. Είχαμε μεγάλη θέα και πολύ φως.
      Άρχισε το μάθημα της μουσικής η καθηγήτρια. Όμως, τόσο εκείνη, όσο κι εμάς, μας κυρίευε η λαχτάρα κι η γλυκιά προσμονή της θείας Γέννησης. Ωστόσο, κάμποσοι από μας, που δε νοιαζόμασταν για το μάθημα, αλλά το νου μας τον είχαμε στο αναμενόμενο χιόνι, πήραμε χαμπάρι, με κλεφτές ματιές στο παράθυρο, ότι ξεκίνησε η χιονόπτωση. Που μυαλό μετά για μάθημα.
     -Παιδιά, κοιτάξ’ τε εκεί στο παράθυρο. Έπιασε το χιόνι. Πό, πό, τι ρίχνει, μας είπε η δασκάλα, βλέποντας προς τα τζάμια.
      Ένα θαυμαστικό αλάλαγμα κάναμε όλοι οι μαθητές, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Χιόνι, χιόνι πυκνό κατέβαινε απ’ τον ουρανό. Δε φυσούσε. Οι τούφες του χιονιού, παχιές - παχιές, έπεφταν ήσυχα - ήσυχα στα μεγάλα τζάμια του παραθυριού και κολλούσαν εκεί. Κι άλλες τούφες κι άλλες κι άλλες πίσω απ’ τις πρώτες, απ’ τις δεύτερες, απ’ τις τρίτες, που μετρημό δεν είχαν, κατέβαιναν και κατέβαιναν, φτιάχνοντας έναν θολό αιωρούμενο παχύ τοίχο, πέρ’ απ’ το τζάμι.
Έστησε αργαλειό ο ουρανός αγέρινο τ’ αψήλου
κι ώριο ετοιμάζει υφαντό, στη γη χιτώνα υφαίνει,
κρουστό χιτώνα, άρραφτο και χιονοκαμωμένο.
     -Να τραγουδήσουμε, παιδιά, μας πρότεινε αυθόρμητα η καθηγήτρια, το μελοποιημένο ποίημα του Στέλιου Σπεράντζα, στη Γωνιά μας Κόκκινο τ’ Αναμμένο Τζάκι.
      Με δυνατές και χαρούμενες φωνές, αρχίσαμε το τραγούδι.
Στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι,
τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι
κι όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό.

                        -Έλα Εσύ, π’ Αρχάγγελοι σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας στη γωνιά και κόψε,
έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ’ρθεις,
σου ’στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς.
      Τραγουδούσαμε κι όλο κοιτούσαμε στο πλατύ παράθυρο και δε χορταίναμε να βλέπουμε τις χιονένιες τουλούπες, που το σοφό χέρι του Θεού τις έπλεκε περίτεχνα με μυστικές αραχνοβελόνες, δίνοντάς τους το σχήμα των αστεριών με έξι ακτίνες - πλευρές, σε διαφορετικά συμμετρικά σχέδια, διακοσμήματα φυσικά και καθαρά, να υποδεχθούν με το στρώσιμό τους, σε λίγες μέρες, αστρόμορφες αυτές οι νιφάδες, τον νοητόν Αστέρα, τον άδυτον, το άμωμο και θείο Βρέφος στην ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ, που για στρώμα είχε στο παχνί το άχυρο των ζώων.
      Ανταλλάξαμε με την καθηγήτριά μας ευχές για τα Χριστούγεννα. Βγήκαμε έξω, παίξαμε λίγο πρόχειρο χιονοπόλεμο στην αυλή του σχολείου και αποχαιρετισθήκαμε μεταξύ μας οι μαθητές, για τις διακοπές.
      Έφυγα απ’ το Γυμνάσιο χιονίζοντας κι ώσπου να φθάσω στο σπίτι, ήμουν κάτασπρος απ’ το χιόνι. Έτρεμαν χέρια και πόδια, ιδιαίτερα τα πόδια, που ήταν απ’ το γόνατο και κάτω γυμνά, γιατί, τότε, φθάναμε τ’ αγόρια οι γυμνασιόπαιδες ως την ογδόη τάξη και δε φορούσαμε μακριά παντελόνια! Σε λίγες μέρες, σίμωναν τα Χριστούγεννα.
     -Καλώς τον χιονισμένο Άη-Βασίλη. Μου λέει η μάνα μου. Δε σου είπα πως θα σε πιάσει χιονούρα; Άιντε, καλά Χριστούγεννα και ξέγνοιαστες διακοπές.
     -Ευχαριστώ, καλή μου μάνα, και να ’χουμε χαρούμενες γιορτές.
     -Όχι ταχιά*, παραταχιά, θα πείτε τα καληωρίσματα*. Τα καθάρισες τα ζίλια* σου;
     -Ναι, τα ’χω έτοιμα.
     -Με ποιους θα τραγουδήσεις, φέτο; Τους ηύρες τους καληωράδες*;
     -Με το Γιαννακογιώργο το Μήτρο, που είναι από την ΄Αμπλιανη της Ευρυτανίας.
     -Και με ποιόν άλλον;
     -Με το Γιάννη τον Γκούβα, που είναι απ’ το χωριό μας, το Αρχάνι της Φθιώτιδας.
     -Καλό τραγούδησμα και καλά μπερικέτια*. Α, για να ’χουμε καλό ρώτημα. Το θυμάσαι καμιά ψίχα* το καληώρισμα*;
     -Αν το θυμάμαι, λέει; Αυτό όλο λέω μόνος μου, τούτες τις μέρες.
     -Για πες το, να τ’ ακούσω. Τώρα, εγώ θα σου κάνω το δάσκαλο, να ιδούμε είσαι καλό δασκαλούδι;
     -Να πάρω και τα ζίλια μου;
     -Πάρτ’ τα και τα ζίλια.
     -Δυνατά να τραγουδήσω;
     - Όχι και τόσο δυνατά και σηκώσεις πρώιμα τη γειτονιά στο ποδάρι.
     -Στήσε αυτί, μάνα, αφούγκρασέ τα, ξέρεις τι μαγκιόρικα τραγουδώ, πόσο τον πάω τον νηχό*.
     -Απ’ τον ενθουσιασμό, που έχεις, εσύ θα διαβείς και τ’ αηδόνι στο τέμπο*!
     -Άκου το, λοιπόν, το καληώρισμα κι έχω μεράκι.
     -Τ’ ακουρμαίνομαι*, μπίτισέ* το όλο!
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγέστε, δες τε, μάθετε, τώρα ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και τα κηροσταλάματα στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Αφέντη μας, πεντάφεντε, πέντε βολές αφέντη,
πέντε βολές αφέντεψες και πάλι αφέντης είσαι,
έχεις έν’ άλογο καλό και περπατάς καβάλα,
μπροστά από τη σέλα του ο ήλιος ανατέλλει,
ξοπίσω από τη σέλα του πάγει και βασιλεύει.
Είπαμε του αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καγκελοφρύδω,
κυρά μου, όντας στολίζεσαι, στραφτοκοπάς και μοιάζεις
σαν κρουσταλλίδα του γιαλού, σαν πάχνα* του χειμώνα.
     -Άι, γιέ μου, τι τραγούδησμα ήταν τούτο. Μ’ αυτό, θ’ αντιλαλήσει όλο το Ζητούνι*.
     -Θα βουίξουν όλοι οι μαχαλάδες, Άμπλιανη, Παγκράτι, Γαλανέικα, Άη-Νικόλας, Άη-Λουκάς, Γύφτικα (όχι Γύφτικα, εκεί είναι σκυλιά και δαγκώνουν και θα φορώ κοντά παντελόνια), Κάστρο, ως και στ’ Αλπόσπιτα θα φθάσουμε.
     -Θα ξυπνήσετε νωρίς;
     -Περνάει το τραίνο κοντά μας, κατά τις 5 το πρωί, θα τ’ ακούσουμε που κοντοστέκεται στις γραμμές κι αγκομαχάει και σφυρίζει, θα μας ξυπνήσει αυτό, κείνη την ώρα.
     -Αυτήνη την ώρα, κάνει τσιβούρα*. Από μέσα σου φοράς αγανό* συντρόφι*. Να βάνεις, κανακάρη μου, κατσούλα* πρόβια, τράγια τσουράπια* και ζεστό βρακοσκέλι*, να μη μαργώσεις*! Βρακοσκέλι φοράν εδώ και τα Σαρακατσανόπουλα της Άμπλιανης.
     -Τι μου λες, βρε μάνα. Τι κατσούλες, τι τσουράπια και τι βρακοσκέλια, μου κουβεντιάζεις. Εγώ θ’ ανάψω μεθαύριο, καθώς θα γυρίζω γρήγορα από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας.
     -Καλά, παιδάκι μου, καλά. Εγώ για σένα γνοιάζομαι! Πράξε όπως θέλεις.
     -Κάτσε ντε, να δούμε. Θα κρατήσει το χιόνι ως τα Χριστούγεννα;
     -Μη σκανιάζεις*. Θα βαστάξει μέρες το χιόνι και θα το πάει ως τη ζώση*. Έχει θυμό ο ουρανός, ανέβηκε πολύ ψηλά. Και θα ρίχνει, όλο θα ρίχνει.

                                                                                   Γιάννης Αν. Σαντάρμης

Γλωσσάρι
ακουρμαίνομαι = στήνω αυτί και ακούω προσεκτικά, ακροώμαι.
αγανό, το = λεπτοϋφασμένο ρούχο, αραιό.
ανεμίζα, η = λεπτή τούφα μαλλιού ή χιονιού, ψιλό.
βρακοσκέλι, το = τράγινο ή γίδινο μακρύ παντελόνι, στενό κάτω και φαρδύ επάνω, όπου ζώνεται με βρακοζώνη, φοριέται δε επάνω απ’ το συντρόφι ή σώβρακο, τσακτσίρα, μπουραζάνα, πανωβράκι.
Ζητούνι, το = ονομασία της Λαμίας, από τον 8ο αιώνα ως τις 21 Ιουλίου 1832, που περιήλθε στο ελληνικό Κράτος και αποχώρησαν οι Τούρκοι κατακτητές.
ζίλι, το = όργανο μεταλλικό, από χοντρό μπρούντζο, σε σχήμα στρογγυλού μικρού ψάθινου με γύρο καπέλου, που 2 τέτοια κρόταλα, δεμένα με σχοινί, χτυπιούνται μεταξύ τους και παράγεται ήχος.
ζώση, η = ζώνη της μέσης του σώματος του ανθρώπου.
καληωράς, ο = ο καλαντιστής, που με το τραγούδι των καλάντων, προσφωνεί τον οικοδεσπότη: Καλή σου, ώρα, αφέντη,…
καληώρισμα, το = προσφώνηση του αφέντη του σπιτιού, που αρχίζει με τις λέξεις: Καλή σου ώρα, αφέντη,…
κατσούλα, η = κουκούλα του κεφαλιού, με κωνικό κάλυμμα.
λελούδι, το = κάστρο, μεντένι, δυναμάρι.
μαγκιόρικο, το = ζηλεμένο, όμορφο, ικανό.
μαργώνω = παγώνω από το πολύ κρύο, ξεπαγιάζω.
μπερικέτι, το = κέρδος, πλούτος.
μπιτίζω = τελειώνω, φέρνω σε τέλος κάτι, αποπερατώνω.
νηχός, ο = ο ήχος μιάς μελωδίας, ο σκοπός.
πάχνα, η = η πρωινή δροσιά που επικάθεται στα φυτά και στα δένδρα, ασπρόπαχνα, τσιάφι.
σκανιάζω = στενοχωριέμαι, λυπάμαι.
συντρόφι, το = ανδρικό εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, μοδάντα, σώβρακο.
ταχιά, επίρρ. = την επόμενη μέρα πολύ πρωί, αύριο.
τέμπο, το = ο ρυθμός της μουσικής.
τράγιο, το = αυτό που είναι φτιαγμένο από μαλλί τραγιού.
τσιβούρα, η = παγωνιά μεγάλη.
τσουράπι, το = κάλτσα μάλλινη, πλεκτή ή υφαντή, που φθάνει ως το γόνατο, που στην κορφή δένεται με προσαρτημένο νημάτινο κορδόνι (καλτσοδέτα), περικνημίδα, περιπόδι, τουσλούκι.
ψίχα, η = ελάχιστη ποσότητα από ένα σύνολο, λίγο.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου