Συνεργάτες

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

"Η γέννα μου"

                            Η ΓΕΝΝΑ ΜΟΥ
                      [Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη]
                                 Πηγή φωτο: Εφημερίδα Ημερησία Ημαθίας

Τη γέννα μου διαλάλησε ο πατέρας μου,
μ’ ένα τουφέκι, έξω στο μπαλκόνι
και το χαμπέρι στο χωριό διασκόρπισε,
την άνοιξη ως μηνά το χελιδόνι.

Οι χωριανοί γρικάνε το τουφέκισμα,
βγαίνουν στις πόρτες κι εύχονται και κρένουν.
-        Να ζήσει, καλέ αφέντη μου, ο δράκος σου,
οι ουρανοί μ’ αντρειάδα να τον ραίνουν.

Και παίρνει την αχούρ’ απ’ το τουφέκι του
και τήνε κουβαλά το πράο αεράκι
στις λαγγαδιές, στους λόγγους και στα ρέματα,
την πάει κι από γιατάκι σε γιατάκι.

Το βρονταρίκι ακούν τα κλεφτολήμερα,
τη γέννα μου κι αυτά καλωσορίζουν.
-        Δράκος, παιδιά, γεννήθηκε, βροντάτε το,
της κλεφτουριάς οι φάρες αυγατίζουν!

Ο βρόντος του χωριού σαν κατακάθισε
κι η χλαλοή από κάθε αρματολίκι,
μπήκε στο σπίτι μέσαθε ο πατέρας μου,
στο βρεφικό μου σίμωσε μπεσίκι.

Στα χέρια του τ’ αρμούτι ακόμα κάπνιζε,
το σιδερένιο του άχνιζε το στόμα,
τ’ ακούμπησε κοντά στο μαξιλάρι μου,
με φίλησε, δυό λόγια μου ’πε ακόμα.

-        Παιδί μου, όπως αχνίζει το τουφέκι μου,
το αίμα και της γης μας έτσι αχνίζει,
κληρονομιά σ’ αφήνω το νταλιάνι μου,
κάποιο θα σε προσμένει μετερίζι.

Έγειρα, είπε η μάνα μου, και φίλησα,
χωρίς να θέλω, πλάι μου το τουφέκι.
-        Πριν απ’ τις μπαταριές σου, έτσι, γιόκα μου,
να σκύβεις να φιλάς κάθε φουσέκι.

Να το φιλάς μ’ αγάπη για τον τόπο μας,
χάκι να παίρνεις από τον εχθρό μας,
που μένει τετρακόσια χρόνια ολόβολα,
σαν να ’ναι αφέντης, μες στο σπιτικό μας.

Να ’ναι στον τζεπχανέ κάθε σου φίλημα
κι ένα φιλί του εχθρού, φιλί θανάτου,
τα βόλια σου να πέφτουν, να πληθαίνουνε,
να λιγοστεύει ο εχθρός και η σειριά του.

Και πήρα το τουφέκι του πατέρα μου,
το πήρα ώσπου κλεφτόπουλο να γίνω,
το πήγα στα εικονίσματα, το κρέμασα,
μ’ αυτά να θυμιατίζεται κι εκείνο.

Και χύθηκε ιερή φλόγα στα σπλάχνα του,
χρόνια στο εικονοστάσι κρεμασμένο,
τυλίχθηκε και μ’ άγιο μοσχολίβανο
κι έγινε απ’ το Θεό ευλογημένο.

Το ’παιρνα πότε – πότε απ’ τα εικονίσματα,
μ’ αυτό κοιμόμουν νύχτες στη στρωμνή μου
κι ανάδευα τα λόγια του πατέρα μου,
που μου ’πε με καημό στη γέννησή μου.

Καπνός από τουφέκι, άξαφνα, κλέφτικο
με την πνοή διαβαίνει του ανέμου,
τ’ άρματα ξεκρεμώ από τα εικονίσματα.
-        Σαν τ’ άρματα, κι εμέ βλόγα, Θεέ μου.

Κι εσύ, γονιέ μου, να ’ξερες και, μάνα μου,
στα βόλια τ’ αρμουτιού τι αγάπη δείχνω,
τα στέλνω στους τυράννους με φιλήματα,
απ’ της αυγής ως του σπερνού το λύχνο.

                                                      Γιάννης Αν. Σαντάρμης

Γλωσσάρι
αρμούτι, το = τουφέκι.
αυγατίζω = αυξάνω, μεγαλώνω, πληθαίνω, αυγαταίνω.
γιατάκι, το = το ελατόπλεκτο κατάλυμα του κλέφτη, κρεβάτι, στρώμα, κοιμηθιά, καθιά.
δράκος, ο = αγόρι αβάπτιστο.
μπαταριά, η  = τουφεκιά, πυροβολισμός.
μπεσίκι, το = ξύλινη βρεφική κούνια, ίδια σαν σκάφη, που, για να κουνιέται, οι πελματικές της άκρες είναι ημικυκλικές.
νταλιάνι, το = παλιό κοντόκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι.
σειριά, η = γενιά, γενεαλογία.
τζεπχανές, το = μπαρουτόβουλο, φυσίγγιο.
φάρα, η = γένος, σόι.
χάκι, το = εκδίκηση, ανταπόδοση κακού, αντίτιμο αίματος, ντιέτι.
χλαλοή, η = οχλοβοή.
  
Υπομνηματισμός
     Το έθιμο της αγγελίας, για τη γέννηση του παιδιού, είναι παλιό. Μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, χρόνια και χρόνια. Στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία, γινόταν απαράβατα. Πραγματοποιόταν από όλες τις οικογένειες του χωριού. Αναγγελλόταν μόνον όταν το νεογέννητο ήταν σερνικό (αρσενικό). Για το κορίτσι, όταν ερχόταν στη ζωή, δεν ακουγόταν πάνδημος λόγος.
     Τα παιδιά, τότε, αγόρια και κορίτσια, γεννιόνταν στο σπίτι. Μαιευτήρας ήταν η μαμή (μαία). Το φύλο του νεογνού, δεν το ήξεραν. Αν έβγαινε το παιδί αγόρι, η χαρά ήταν μεγάλη για τους γονείς, στο ότι θ’ αναλάμβανε τα ηνία του σπιτιού κι ακόμα θα συνεχιζόταν η επωνυμική σειριά. Όταν ερχόταν στον κόσμο το νεογέννητο, πρώτη - πρώτη το έβλεπε η ξεγεννήτρα, που ήταν κάποια πολύπειρη γιαγιά του χωριού.
   –Να σου ζήσει, Γιάνναινα! Δράκο (αγόρι) έκαμες! Άι, θα συνεχιστεί το σόι τ’ άντρα σου.
   –Ευχαριστώ, κυρά μαμή, χρυσά να ’ναι τα χέρια σου και σιδερένια η υγειά σου.
     Ο πατέρας, ακούγοντας και βλέποντας πως το παιδί του είναι αγόρι, πετούσε απ’ τη χαρά του. Άρπαζε την τσάγκρα (τουφέκι), που κρεμόταν στον τοίχο, τη γέμιζε με φυσίγγια, έβγαινε έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού κι έριχνε 10-20 τουφεκιές επανωτές.
   –Λευτερώθηκε η Γιάνναινα, γέννησε, ακούγονται τουφεκιές από κει, απ’ το σπίτι της, σημάδι ότι το παιδί είναι δράκος, το βροντάει ο άντρας της, το διαλαλεί, έλεγαν οι συγχωριανοί.
     Τα τουφέκια ακούγονταν σ’ όλο το χωριό. Μαθευόταν πως γεννήθηκε καινούριος άνδρας. Οι γειτόνισσες έβγαιναν στα μπαλκόνια και συνέχαιραν το σύζυγο και νέο πατέρα. Αν καμιά συγγενική οικογένεια ήταν πιο κοντά στο σπίτι του νεογέννητου, έβγαινε στο ξώστεγο χαγιάτι. Φώναζαν, μικροί και μεγάλοι.
   –Να ζήσει ο δράκος, να γένει χρήσιμος άνθρωπος! Άλλοι, απ’ τη συντροφιά, σφύριζαν, άλλοι χουχοτούσαν (φώναζαν παρατεταμένα), συμμετέχοντας κι αυτοί στην ευτυχία του συγγενή τους.
     Πολλές φορές, η μάνα τύχαινε να γεννά κορίτσια, το ένα πίσω από τ’ άλλο. Τότε, δεν έπεφτε τουφέκι. Μαθευόταν το φύλο του παιδιού από στόμα σε στόμα. Τα καημένα τα κορίτσια… Λες αυτά ότι δεν είχαν την ευλογία του Θεού και τη μητρική πολυτιμότητα. Έμοιαζαν σαν τον χρυσό, που είναι αθόρυβος. Γεννιόταν μέσα στη σιωπή. Σαν ερχόταν όμως αγόρι, ύστερ’ από πολλές γέννες κοριτσιών, απ’ την ίδια μάνα, ε, τότε ήταν για να ’ταν. Χαλούσε ο κόσμος, τότε. Το τουφεκίδι απ’ τον πατέρα, δε σταματούσε, που διασάλπιζε στο τι παιδί γεννήθηκε. Αντιβούιζε όλο το χωριό. Ανταριάζονταν και τα σκυλιά και γαύγιζαν κι εκείνα και συνηχούσαν στο χαρούμενο πανηγύρι της οικογένειας.
   Σε λίγο, οι στενοί συγγενείς κι οι γνωστοί της οικογένειας, που απέκτησε γιο, ροβολούσαν και μαζεύονταν στο σπίτι της. Μαλαματένιες ήταν οι ευχές στους γονείς, που ακούγονταν. Δεν αργούσε να σερβιρισθεί και το ψητό στους μουσαφίρηδες. Στρωνόταν μεγάλο τραπέζι. Έτρωγαν κι έπιναν κρασί σπιτίσιο, ίδιας παραγωγής, κόκκινο, ρετσίνα. Την πρώτη μέρα, γεύονταν κρασί παλιό, άρωμα, φυλαγμένο σε δρύινο βαγένι (βαρέλι). Το έστηναν στο χορό και γλεντούσαν. Τους έπαιρνε αργά η νύχτα. Την άλλη μέρα, πήγαιναν στις χειρωνακτικές δουλειές τους και το βράδυ ξανάσμιγαν οι συνδαιτυμόνες στο σπίτι της χαράς. Αυτό το γλέντι, στην Τσούκα της Φθιώτιδας, στο χωριό της μάνας μου, πολλές φορές, κρατούσε μέρες. Οι χοροί πήγαιναν κι έρχονταν. Τα δημοτικά τραγούδια, δε σταματούσαν. Κι όλα τα τραγουδούσαν με το στόμα. Έλεγαν και κανένα κατάλληλο, για τον ακριβογιό.
Έχω γιο, έχω χαρά
και που θα γίνω πεθερά,
έχ’ κι ο βασιλιάς κορίτσι,
έστειλε, ξανά ’στειλε,
να συμπεθεριάσουμε.
   Ο Αθηναίος ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881-1952), που έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λάρισα, βίωσε το έθιμο αυτό. Ποίημά του, με την πιο πάνω θεματολογία, που αποτελείτο από 2 ή 3 στροφές με κοντό στίχο, ήταν στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα. Κι αυτός λέει στο ποίημά του πως ο πατέρας του γνωστοποίησε τη γέννησή του με τουφεκιές.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου