Συνεργάτες

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

"Το νυχτοθέρι"


 
                         ΤΟ ΝΥΧΤΟΘΕΡΙ
                                                  (του Γιάννη Σαντάρμη)
                               
                                                   Πηγή φωτο: Βούλα Παπαϊωάννου
                  Πέσαν ταπόσκια απτα βουνά, σκόρπισαν τα λιοπύρια,
                  ταθώα τζιτζίκια σώπασαν, κούρνιασαν ταγριοπούλια,
                  ο αποσπερίτης σκάει λαμπρός κι αποτραβιέται η μέρα
                  και το φεγγάρι στην κορφή κι εκείνο ξεπροβάλλει
                  κι από το πλούσιο του το φως φεγγολογάνε οι κάμποι.
                  Λες κι είναι μέρα φωτερή, καθάρια αυγή λες κι είναι
                  λαμποκοπάει και το σπαρτό και το μεστό σιτάρι
                  σα λίμνη μοιάζει κίτρινη, σα θάλασσα ασημένια
                  που κάνει κύματα χρυσά στο φύσημα ταγέρα.
                  Σταγέρι που σηκώθηκεν ο τόπος δροσερεύει
                 και με ταπόγειο της νυχτιάς, με τη δροσιά του κάμπου,
                 που μαλακώνει η καλαμιά, που παίρνει και λουρώνει,
                 μπαίνει στο θέρο η αργατιά, στο βραδινό το θέρο.
                 Αραδαριές αραδαριές παγαίνουν οι θερίστρες,
                 αραδαριές αραδαριές τραβάν κι οι θεριστάδες
                 και τα δρεπάνια όπως βαρούν και γλήγορα τα παίζουν
                 γροικάς άκουσμα απτο θέρισμα, τρίξιμο ακούς τριγύρα,
                αυτιάζεσαι και σφύριγμα και καλαμιάς τραγούδι.
                Οι θεριστάδες παν μπροστά και πίσω οι δεματιάδες
                εδώ δραξιές, εκεί αγκαλιές, χερόβολα αλλού πάλι
                δένουν με τα δεματικά και στο χωράφι σταίνουν
                δεμάτια ορθά σαν πρόβατα, δεμάτια ορθά σαν κριάρια.
                Ο θέρος πάει στρωτός στρωτός, στρωτό και το τραγούδι
                όπου οι θερίστρες το κρατάν, που λένε οι θεριστάδες,
                γλυκό τραγούδι, ωριόφωνο, του θερισμού τραγούδι,
                και μες στη νύχτα τη λαμπρή, στην ήσυχη τη νύχτα
                ακούγονται περίμορφα του τραγουδιού τα λόγια.
                Από το θρο του δρεπανιού κι απτο πολύ τραγούδι
                μες απταθέριγο σπαρτό και μες από τα στάχυα
                πότε λαγιάστρα φτερουγά, πότε πετάει σταρήθρα
                και πότε από τουφαγκαθιά κάνας λαγός προγκάει
                και πάνε αλλού να κοιταστούν, αλλού παν να κουρνιάσουν.
                Χιλιάδες οι κωλοφωτιές που φέγγουν μες στη νύχτα,
                άμετρες είναι κι οι φωνές που χύνουν τα τριζόνια,
                ο γκιώνης κλαίει λυπητερά, γλυκά λαλεί ταηδόνι,
                στη λούζα σκούζει ο βάτραχος, μες στο βαρκό η χελώνα
                κι από κοπάδι πρόβατα, που νυχτοβόσκει πέρα,
                βραχνή φλογέρα ακούγεται κι αχός από κουδούνια
                και κάπου-κάπου σούριαμα και σαλαγή τσοπάνη.
                Μες στην καμάρα τουρανού κρέμεται το φεγγάρι
                σα ναναι νυχτολύχναρο, σα λαμπερό καντήλι
                και δίνει φέγγος στη ματιά, στο χέρι αγέρα δίνει.
                Δίνει κι ο αφέντης προσταγή κι όπου άκρη οι δουλευτάδες
                αφήνουν στάχυα αθέριγα, λουρίδες αποθέρι,
                να πάρουν κλώνι τα πουλιά, σπόρο τα μυρμηγκάκια,
                ναρθει κι αυτή η φτωχολογιά και να σταχολογήσει.
                Κι εκεί που τάστρο της νυχτιάς το μεσονύχτι δείχνει,
                αποσταμένη η αργατιά τους όχτους πιάνει γύρα,
                που η θεριεμένη αγράμπελη τους κλώνους της απλώνει
                θαρρείς στρωσίδι ολόχλωρο, φυλλουριαστό λες στρώμα.
                Τα σφουγγισμένα μέτωπα χαϊδολογάει ο αγέρας,
                δροσιά στα ξεθηλύκωτα τα στήθια μέσα φέρνει
                και το νεράκι της πηγής τα χείλια ξεδιψάει.
                Με ταλατόρι ξυδερό δείπνο στρώνουν κατόπι
                και σταπλοϊκό τους το φαγί τους φέγγει το φεγγάρι.
                Κάποτε ανασηκώνονται, πάλι για θέρο σκύβουν,
                τον έναν όργο ξεκινάν, τον άλλον όργο αφήνουν,
                ώσπου ταστέρια σβήνουν πια και το φεγγάρι γέρνει
                και με το φέγγος της αυγής αφήνουν τα δρεπάνια,
               αφήνουν μες στη χωραφιά κι αυτόν το γερο-αφέντη,
               που τα νιοθέριστα μετρά λιμάρια με το μάτι
               και πλούσια ονείρεται σοδειά κι αμπάρια γιομισμένα.

Γλωσσάρι
αμπάρι, το = ξύλινο δοχείο, με μεγάλη χωρητικότητα και με τρύ­πα στο κάτω μέρος, όπου αποθηκεύεται το σιτάρι.
αποθέρι, το = τα στάχυα που μένουν αθέριστα στο χωράφι σε καιρό θερισμού.
βαρκό, το = υγρότοπος, βάλτος.
δεματικό, το = είδος χάρτινης ζώνης για το δέσιμο του δεμα­τιού.
κοιτάζομαι = κατακλίνομαι, πλαγιάζω.
κωλοφωτιά, η = πυγολαμπίδα.
λαγιάστρα, η = πουλί σταχτόφτερο, στο μέγεθος της σιταρήθρας, που αρέσκεται να χαμωκάθεται και να ησυχάζει (λαγιάζει) στους αγρούς.
λιμάρι, το = δεμάτι από στάχυα σιταριού.
λούζα, η = μικρή κοιλάδα βαθιά και στενή που έχει υγρασία, βαθουλό χωράφι που κρατάει βρόχινα νερά.
λουρώνω = μαλακώνω, έχω ευλυγισία.
όργος, ο = λωρίδα γης που παίρνει ο εργάτης στο σιταροχώραφο ή στο αμπέλι για να τη θερίσει ή να τη σκάψει.
σταρήθρα, η = ξανθοφτέρουγο πουλί που του αρέσει να πετάει και να φωλιάζει μες στα σιταροχώραφο.
σταχολογώ = μαζεύω στάχυα στο θερισμένο χωράφι.
ταλατότι, το = καλοκαιρινό δροσιστικό φαγητό φτιαγμένο με νε­ρό, αλάτι, στιμμένη αγουρίδα σταφυλιού ή ξύδι και τριμ­μένες μπουκιές ψωμιού, ξυδάρι, τριψάνα.
χερόβολο, το = η ποσότητα από στάχυα που χωράει σε μια χού­φτα.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου