Συνεργάτες

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Επιβιώνοντας στη ναζιστική κατοχή και την πείνα

Επιβιώνοντας στην ναζιστική Κατοχή και την Πείνα

[Γράφει ο Νίκος Παπαδιονυσίου] 

 

1. Ταξιδεύοντας για τον γενέθλιο τόπο

Στους επτά μου μήνες στη κοιλιά της μάνας μου Δέσπως, κλώτσησα επανειλημμένα δυσαρεστημένος καθώς αισθάνθηκα την έντονη ενόχλησή της μ’ ότι συνέβαινε μπρος στα μάτια της, ακούσια υπεύθυνης.

Είκοσι λεπτά πριν, ο Μήτσος ο πατέρας μου, μας είχε ανεβάσει στην πόστα, αυτήν και την κορούλα τους Φωτεινή, στην στάση των σιδηροδρομικών στο εργοστάσιο των Σ.Ε.Κ στη Λεύκα του Πειραιά, πρωινό Ιούλη 1941. Η Δέσπω στα 29 της, ήταν επτά μηνών έγκυος σε μένα, στο δεύτερο αγόρι τους, τρίτο τους παιδί, δυο μήνες μετά την κατάληψη της Αθήνας απ’  τους Ναζί. 

Ήθελε να γεννήσει στo χωριό της στην ορεινή Δυτική Φθιώτιδα, στη Μεγάλη Κάψη, κάτω απ΄ το Βελούχι, το κεφάλι του Δία, που είχε γίνει και δικό της χωριό με την εγκατάσταση  του πατέρα της Στέλιου Υφαντή με τον δεύτερο γάμο του με την Ειρήνη(Ρήνω). Η δική της μάνα, ο μικρότερος αδελφός και η μεγαλύτερή της αδελφή, κι οι τρεις μαζί, «τέλειωσαν» με την επιδημία γρίπης του 1918–19 που έπεσε και στο Καρπενήσι ξεκληρίζοντας οικογένειες. Οι τέσσερις ήσαν κλειδωμένοι από τις Αρχές της εποχής στο σπίτι τους σε καραντίνα. Δυο ακόμα αγόρια, αδέλφια της, φοιτητές, είχαν φύγει λίγα χρόνια πριν από πνευμονία. Ο πατέρας της που ήλθε ειδοποιημένος από δουλειά σε χωριό, κρατήθηκε έξω από το σπίτι. Τους εφοδίαζε με τρόφιμα, νεράκι, ότι φάρμακα. Τα έβαζε σ’ ένα καλαθάκι που του κατέβαζαν από ψηλά απ’ ένα παραθύρι.

Τώρα με την εγκυμοσύνη της ήθελε την υποστήριξη από την δεύτερη μάνα της και τις φιλενάδες της. Ήθελε και την ενίσχυσή τους σε τρόφιμα για το διαφαινόμενο θανατικό από την πείνα του χειμώνα του 1941-42 σε Αθήνα- Πειραιά. Ταυτόχρονα γνώριζε ότι άφηνε για πρώτη φορά την όποια σιγουριά της γέννας στο κέντρο όπου γέννησε τα δυο πρώτα της παιδιά, προτιμώντας τους τρόπους του τόπου της με κάποια χωρική μαμή και με φιλενάδες της.

Μόνη, κρατώντας στο ένα χέρι μια τεράστια βαλίτσα ενισχυμένη σταυρωτά με σχοινί μην κι ανοίξει και την τετράχρονη Φωτεινή με το άλλο, περπατούσε με προσπάθεια στο διάδρομο του φισκαρισμένου βαγονιού της 2ης θέσης να βρει κάθισμα. Αδύνατον. Όλα πιασμένα. Όλοι γύριζαν το βλέμμα κάνοντας ότι δεν την έβλεπαν. Οι διαδρομές μεγάλες. Δύσκολο να κάνει κάποιος την θυσία να της δώσει τη θέση του.

Απογοητευμένη, στεκόταν συνεσταλμένη στον διάδρομο, με τη βαλίτσα στα πόδια κρατώντας το κορίτσι, προσπαθώντας να μην εμποδίζει τους διερχόμενους. Το τρένο είχε ήδη ξεκινήσει.

Το Γερμανικό περίπολο

Αφηγούταν κι έμεινε στην οικογένεια, ότι νάσου στο διάδρομο ξαφνικά ένα Γερμανικό περίπολο. Δυο πανύψηλοι «πεταλάδες» της Γκεστάπο με τ’ αυτόματα στα χέρια, στολή, κράνος, μπότες, κλπ. Πλησιάζουν βλοσυροί ελέγχοντας τα πάντα. Ρίχνουν μια σύντομη ματιά στην κατατρομαγμένη Δέσπω αμίλητοι. Μετά, γυρίζουν με μια κίνηση συντονισμένη, σαν ρομπότ, και χωρίς λέξη αρπάζουν τον πρώτο καθιστό νέο άνδρα που βρέθηκε μπροστά τους. Τον τραβάνε σαν πούπουλο τρομοκρατημένο και τον πετάνε πανικόβλητο στο διάδρομο. Γυρίζουν μετά στη άφωνη Δέσπω με μένα να κτυπιέμαι στην κοιλιά της και με μία ευγενική χειρονομία την καλούν να καθίσει.

Από την Λαμία στο Κάψη

Φτάσαμε στη Λαμία.

Με το «λεωφορείο» Καρπενησίου, με ξερατά από τους επιβάτες και  στάσεις, στάση στον Αγιώργη, κατεβήκαμε στον «σταθμό» για το χωριό μας, στο χάνι του Ποντικού, χάνι μικρό. Η στάση, αρχή του μονοπατιού για το χωριό, ήταν πριν το μεγαλύτερο χάνι της δημοσιάς, αυτό του Φώτη του Πανέτσου.

Συγχωριανός με μουλάρι σαμαρωμένο περίμενε σταλμένος απ΄ τον παππού Στέλιο, ειδοποιημένο ημέρες πριν με γράμμα της. Φόρτωσε την βαλίτσα δένοντάς την με μια τριχιά και έβαλε να καθίσει τη κουρασμένη Φωτούλα.

Η μάνα μου η Δέσπω, νέα γυναίκα,  βουνίσια, σκληραγωγημένη, με γονιούς από τα Ευρυτανικά Άγραφα, αδέλφια με τους Τυμφρήστιους, ακολουθούσε με τα πόδια το στριφογυριστό μονοπάτι μέσα στην οργιαστική βλάστηση από πλατάνια, όπου νερό και υγρασία, άφθονες βελανιδιές στην αρχή, ελάτια και αγριοκαστανιές ψηλότερα, συκιές, μηλιές, μπαρδακιές, δαμασκηνιές, καστανιές, καρυδιές, κερασιές, βυσσινιές, μουριές, όσο πλησίαζαν κι έμπαιναν στο χωριό, ένδειξη κατοίκησης και φροντίδας τους από τους χωριανούς. Μαζί μικροχώραφα με καλαμποκιές, φασολιές, ντοματιές και κολοκυθιές. Ανέπνεε βαθιά απολαμβάνοντας τον καθαρό αέρα των τόπων της. Συγκρατώντας-χαϊδεύοντας την κοιλιά της πού και πού, έκανε το παιδί στη κοιλιά της, εμένα τον μετέπειτα Νικόλα, ν’ αγαλλιάζει  νοιώθοντας τη χαρά της και την αλλαγή στην διάθεσή της μετά την ταλαιπωρία της, πίνοντας παγωμένο νεράκι από τις πολυχρονισμένες χορταριασμένες κούπες, όπου εύρισκε πηγή, χωρίς καν να διψάει, έτσι για την ευχαρίστηση του κρυστάλλινου νερού.

Βρισκόταν πια στα μέρη μας με τους «βουνίσιους» κατοίκους τους όπως θεωρούνταν μεταξύ τους, ανθρώπους της στέρησης που κυνηγιού του επιούσιου, της μπομπότας και της παγωνιάς από τα χιόνια του χειμώνα, πάντα έτοιμους να τρέξουν όποτε η πατρίδα τους καλούσε, αφήνοντας τα κόκαλά τους ν’ ασπρίζουν σε βουνοκορφές και κάμπους, εγκαταλελειμμένους στη ζωή. Δάσκαλοι, παπάδες, υπάλληλοι, πεζογράφοι, κάποιοι δικηγόροι, μετανάστες στην Αμερική και Αυστραλία γίνονταν όσοι ξέφευγαν. Αν όχι, επαναστάτες. Χωροφύλακες και πυροσβέστες αργότερα, μετά τον Εμφύλιο...

«Καμπίσιους» χαρακτήριζαν με σχεδόν κρυφή περιφρόνηση τους ανθρώπους του κάμπου, των υποτιθέμενων μεγάλων και ποτιστικών χωραφιών και αφεντικών με πολλά στρέμματα. Αυτούς που στην ουσία ήσαν λίγο λιγότερο φτωχοί από τους ίδιους έχοντας να φάνε μια μπουκιά σταρένιο ψωμί παραπάνω αλλά και κάποιους καλοζωισμένους μεγαλοκτηματίες. Τους θεωρούσαν έτοιμους να συμβιβαστούν με κάθε αφέντη, χωρίς καμιά σκέψη γι’ αντίδραση. Ανάλογους χαρακτηρισμούς μετέφερε η Δέσπω στα παιδιά της, ειδικά σε μένα, στο μικρό της γιο από τα πρώτα του χρόνια, τα άλλα δυο δεν ενδιαφέρονταν ν΄ ακούσουν.

Ο Κάτω Μαχαλάς της Μεγάλης Κάψης

Μπήκαν στον Κάτω Μαχαλά, ανέβηκαν στον Πάνω. Τα σπίτια, σπιτόπουλα από  ντόπια πέτρα και λάσπη, σκεπασμένα με στέγες από καλοκομμένη ή κακοκομμένη καστανιά και ντόπια κεραμίδια, ήσαν σχεδόν όλα στο ίδιο σχέδιο. Κάτω στάβλος για κάποιο άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι, αγελάδα, γίδια, χώρος φύλαξης για «κλαρί» και ζωοτροφές για τον χειμώνα και των αγαθών για τα φτωχότερα. Τα ξύλα για μαγείρεμα, φούρνο και τζάκι απέξω στοιβαγμένα. Στα λίγα  πλουσιότερα σπιτικά επί πλέον το μαντζάτο, με τζάκι και εφόδια για μαγείρεμα με το μαγειριό. Μια ξύλινη σκάλα ανέβαζε στο ξύλινο μπαλκόνι, συχνά εσωτερική, όλα από καστανιά, κι’ από κει σ’ έμπαζε στο σπιτικό. Κρεβατοκάμαρα, -ες, καθιστικό, κουζίνα μαυρισμένη απ’ τις φωτιές στο τζάκι για το μαγείρεμα και τη γάστρα. Το αποχωρητήριο έξω, σε λογική απόσταση, το νερό λιγοστό.

Στην Αγία Τριάδα της Μεγάλης Κάψης

Ανεβαίνοντας η συντροφιά το φαρδύ μονοπάτι, κάτω χαμηλά το νεκροταφείο με την εκκλησιά της Παναγιάς, αφού σταυροκοπήθηκαν και πέρασαν από την  Αγία Τριάδα, με το τέμπλο, δεσποτικό και προσκυνητάρι από καρυδιά κατασκευασμένα από τον παππού Στέλιο, τον Αγραφιώτη-Μεγαλοκαψιώτη εκκλησιαστικό λεπτουργό, ξυλογλύπτη και ιεροψάλτη, έφτασε στο σπίτι του και της δεύτερης μάνας  της Ειρήνης–Ρήνως. Τους περίμεναν, με τον μικρό ετεροθαλή αδελφό της Βαγγέλη, από λεπτό σε λεπτό, έχοντάς τους δει από μακριά ν’ ανηφορίζουν.

2.Τα γεννητούρια μου στο Υφαντέικο

Αυτό το υπέροχο σπίτι, προίκα της γιαγιάς Ρήνως από τον αδελφό της τον Αμερικάνο στον πρώτο της γάμο, ήταν φτιαγμένο από Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρας και του ξύλου.

Η εικόνα του παραμένει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Τυπωμένη από τα νηπιακά μου χρόνια και για μερικά ακόμη που λαβωμένο παρέμενε σε χρήση πριν κατεδαφισθεί από τον παππού μου Στέλιο και τον θείο Βαγγέλη καθώς κατέστη ετοιμόρροπο με την υποχρεωτική εγκατάλειψή του στον Εμφύλιο, μετά τον Εμφύλιο. Κάποιοι έλεγαν πως αντάρτες του Δ.Σ. ξεχειμωνιάζοντας με τα χιόνια έκαψαν μέχρι και πάτερα για να ζεσταθούν. Πάντως είμαι σίγουρος από άρθρο φίλου Θρακιώτη έγκριτου δημοσιογράφου ότι αφήνοντας τις μάχες στο Πικροβούνι ο Ε.Σ. ξεχειμώνιασε με τα χιόνια στο Κάψη. Πιθανό τα πάτερα να τα έκαψαν οι φαντάροι με «τα παγωμένα μουστάκια και τις στομωμένες κάνες των τουφεκιών»…

Η όμορφη λιθοδομή του με τους ακρογωνιαίους λίθους, με τις σιδεριές στα παράθυρα. Τα μεγάλα τζάκια με τις καπνοδόχους τους. Η τεράστια δίφυλλη πόρτα, σαν πύλη μου φαινόταν, από συμπαγή χοντρή καστανιά, με δυο βαριές μεταλλικές μπάρες-βραχίονες για ν’ ασφαλίζει το βράδυ από μέσα. Άφθονη η ξυλεία από καστανιά και καρυδιά στο εσωτερικό του για πορτοπαράθυρα, ντουλάπια, έπιπλα, πατώματα.

Μια κεντρική, εσωτερική, ημικυκλική φαρδιά σκάλα σε ανέβαζε πάνω από τον μεγάλο χώρο της εισόδου, αφήνοντας το κατώι με το μαντζάτο αριστερά και άλλους βοηθητικούς χώρους με το πρόχειρο σπιτόπουλο, το «παλιόσπιτο»

δεξιά. Στο ανώι, τρία μεγάλα υπνοδωμάτια με τζάκια. Πίσω η κουζίνα με τεράστιο τζάκι–μαγειριό, δίπλα η γάστρα και όλα τα επικασσιτερωμένα χάλκινα σκεύη. Μπρος από τον πάνω διάδρομο, το μεγάλο μπαλκόνι, πάνω από το  μονοπάτι για τη θέση Κοτρόνι και τ΄ άλλα χωριά, το Μεσαίο Κάψη και το Πέρα Κάψη, τον Κάτω Μαχαλά, την έξοδο του χωριού προς τη δημοσιά, την Μερκάδα και τ’ άλλα χωριά του Τυμφρηστού. Απέναντι, κοντά να τον αγγίξεις, ο πλάτανος ο πάνω από το χοροστάσι της Αγίας Τριάδας, αδελφός με τον κάτω.

Στο μεγάλο μπροστινό δωμάτιο με θέα τον αιωνόβιο αυτόν πλάτανο η Δέσπω με γέννησε, όταν ήλθε η ώρα της, εμένα τον μικρό της γιο, τον αργότερα Νικόλα.

Μαζί με την εικόνα του σπιτιού, εικόνες και μυρωδιές της νηπιακής και παιδικής μου εποχής με κατακλύζουν, μέχρι και σήμερα.

Σκεύη μαγειρικά, εργαλεία διάφορα της αγροτικής ζωής και της ξυλογλυπτικής του παππού του. Κότες, κοκορομαχίες στην αυλή, κυνηγητό του κόκορα στις κότες και καβάλημά τους με  λάβρο τσίμπημα στον σβέρκο τους, τ΄ αυγουλάκια τους στις φωλιές τους, την βρώμα του γουρουνιού στον λάκκο, ένα μοσχαράκι μηνών να με κυνηγά άφοβο από το μικρό μου μπόι, μυρωδιές από ξινόγαλο, κλωτσοτύρι, φρέσκες και παλιές μυτζήθρες, βούτυρο φρέσκο  ανάλατο κι αλατισμένο, φρεσκοψημένο ψωμί σταρένιο και μπομπότα, κολοκυθόπιτας με  γλίνα στη γάστρα, χυλοπίτες και τραχανάδες κάθε είδους.

Ο τόπος αυτός, έγινε για μένα «το χωριό μου». Τόπος που αγάπησα καθώς μ΄  ανέβαζε η Δέσπω κάθε καλοκαίρι κι  ανέβαινα αργότερα με τους γονιούς μου, τ΄ αδέλφια μου ή και μόνος μου ή και χειμώνα–καλοκαίρι με τον αδελφό μου Κώστα, όσο ζούσε,  και τον θείο-αδελφό Βαγγέλη, εργένικα οι τρεις μας. Τόπος με παιδικές, εφηβικές, ακόμα και μνήμες από πρόσφατα ακούσματα.

Αύγουστο στις 17 έπιασαν οι πόνοι τη μάνα μου.

Ο 12χρονος τότε ετεροθαλής αδελφός της Βαγγέλης έκανε φτερά στα πόδια του να φέρει μαμή από το Πέρα Κάψη. Κατέφτασαν φιλενάδες,  συγγένισσες.

Κι εγώ- βρέφος, με την ησυχία του σχεδόν θανάτου, χωρίς ν’ αναπνέω, βγήκα «μισοπεθαμένος» όπως μου είπαν μεγαλώνοντας, καθώς με τράβηξε η μαμή

βάναυσα. Γυναίκες και μαμή σε μια προσπάθεια να με συνεφέρουν, άναψαν ξερά άγνωστα βότανα αρχαίας πρακτικής συνταγής και με κράτησαν βίαια με το κεφάλι κάτω, πάνω από τον καπνό τους, μέχρι που πνιγμένος πήρα τη πρώτη μου ανάσα «σκούζοντας».

Πίσω μου, χαμηλά στη σπονδυλική στήλη και προς το δεξί γοφό μου, έμειναν τυπωμένα σημάδια αυτής της βίαιης σωτήριας επέμβασης.

…………………………………………

Τότε ήταν που από την λεχώνα, κατάκοπη, μέσα στα αίματα, της ξέφυγε ένα παράπονο σαν βόγκος:

      -    Αφήστε τώρα το παιδί και κοιτάξτε και μένα!..

Η φράση αυτή θα ήταν ξεχασμένη αν στα πέντε  μου χρόνια δεν έστηνα αυτί, κάτι που συνήθιζα, να κρυφακούσω την Δέσπω που κουβέντιαζε με μια φίλη της και να της εκμυστηρεύεται στενοχωρημένη αυτό που ξεστόμισε.

Δεν είπα τίποτε τότε. Το κατέγραψα όμως κατάβαθα στο παιδικό μου μυαλό.

Χρόνια μετά, στα 10 μου, μετά από κάποια μεγάλη σκανταλιά, καθώς με κυνηγούσε με τον πλάστη γύρω απ΄ το τραπέζι, συνήθειό της χωρίς ποτέ να με έχει κτυπήσει, της το πέταξα..

-      Δεν μ΄ αγαπάς γι΄ αυτό με τιμωρείς!.. Γι΄ αυτό είπες όταν με γέννησες να με αφήσουν να πεθάνω για να κοιτάξουν εσένα!..

Ποτέ δεν ξέχασα το κλάμα της καθώς έμεινε κεραυνόπληκτη εκείνη την ώρα.

Πέταξε τον πλάστη, μ΄ αγκάλιασε βρέχοντάς με στα δάκρυά της γεμίζοντάς με χάδια και φιλιά. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που την είδε να κλαίει με λυγμούς. Ήταν και η σημαντικότερη αιτία απ΄ αυτήν της αναποτελεσματικότητας του είδους σωφρονισμού μου που την έκανε να τον εγκαταλείψει. Ταυτόχρονα, όταν είκοσι χρόνια μετά η Δέσπω «έφυγε» απρόσμενα, η μνήμη και αυτού του περιστατικού ήταν μια από τις αιτίες που μ΄ έκαναν να την θρηνώ ατέλειωτα για την πίκρα που την έκανα τότε να νοιώσει, κλεισμένος στο διπλανό δωμάτιο, την κρεβατοκάμαρά της, ενώ την ίδια την ξενυχτούσαν στο σαλόνι της συγγενείς και φίλοι..

………………………………………………

Μέχρι να με σαραντίσει, μαζί με την φροντίδα της για μένα, έχοντας τα πρώτα ακούσματα για την επερχόμενη Πείνα σε Αθήνα και Πειραιά και όλες τις μεγάλες πόλεις, προετοίμαζε οτιδήποτε τρόφιμο μπορούσε να προμηθευτεί ή να παρασκευάσει μόνη, όπως τραχανάδες, χυλοπίτες. Γέμισε μαξιλαροθήκες σαν τσουβαλάκια με τα είδη αυτά και με φασόλια, κάστανα, καρύδια και όταν σαράντισε και πήρε την ευχή του παπά Βαγγέλη Πολυχρονόπουλου, μας πήρε εμένα και την Φωτούλα και πίσω για το σπίτι μας στον Καραβά του Πειραιά, έτοιμη να δώσει τον προσωπικό της αγώνα για την επιβίωση της οικογένειας..

3.Η Εθνική Αντίσταση στο χωριό μου και στα κοντινά

(Με ακούσματα συγγενών, αξιόπιστων συγχωριανών και κοντοχωριανών) 

Για μια εβδομάδα τον Νοέμβρη του 1943 η Δ. Φθιώτιδα μέχρι τον Τυμφρηστό μεταβλήθηκε σε πεδίο μάχης. Τμήματα του 42ου Συντάγματος της 13ης Μεραρχίας του εφεδρικού ΕΛΑΣ, μάχονταν τους Γερμανούς στη Μακρακώμη,  στο Πλατύστομο, στα Καμπιά, στη Βίτωλη, στον Αι Γιώργη, στις Ράχες Τυμφρηστού. Μεταξύ το πεδίων μάχης και το τότε Χάνι του Πανέτσου.

Ο θείος μου Βαγγέλης Υφαντής που έμενε με τους γονιούς του στο Κάψη, στα 13 του θυμάται αντάρτες  «ζωσμένους σταυρωτά τα φυσεκλίκια τους», στο διπλανό δικό τους οίκημα του τότε σπιτιού του, στο λεγόμενο «παλιόσπιτο». Στήνοντας κάποτε αυτί,   άκουσε τους αντάρτες να κουβεντιάζουν για «κομμουνισμό και  αντάρτικο που ερχόταν».

Το «παλιόσπιτο», λόγω πρόχειρης κατασκευής, χώρο αποθηκευτικό και μαγαζιού, ο παππούς παραχώρησε και χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία από συγχωριανούς των οποίων τα σπίτια έκαψαν οι Γερμανοί.

Συγχωριανούς να διαμένουν στο παλιόσπιτο θυμάμαι κι εγώ έχοντας μπει στα τέσσερα ή πέντε έχοντας πάει με την μάνα μου στο χωριό.

«Οι Γερμανοί ανέβαιναν με ταγματασφαλίτες καμπίσιους και μας καίγανε» μου γνώρισε το 2006 ο μετέπειτα αντάρτης στον Εμφύλιο συγχωριανός Μήλιος (Αιμίλιος) Δεδούσης, νεαρός τότε…

Κάτω από την εκκλησιά, τον Άη Παντελεήμονα, η Ε.Α είχε στήσει πολυβολεία σε προσπάθεια ελέγχου της δημοσιάς από Λαμία για Καρπενήσι που περνά από το Πέρα Κάψη (Τυμφρηστό)…

Το Πέρα Κάψη από τον Άγιο Παντελεήμονα

Σύμφωνα με αξιόπιστα άλλα ακούσματα από συγχωριανούς που για χρόνια αποτελούσαν μυστικά για τους γνώστες τους που δεν τα κοινοποιούσαν, μαζί και μ΄ αυτά από τον Εμφύλιο, ο Άρης  με την οικογένειά του, αυτή του Δημήτρη Κλάρα, παραθέριζε στο Κάψη κάθε καλοκαίρι έφηβος. Από τις θέσεις Λιβαδάκι και  Λελούδα αγνάντευε το Βελούχι διαβάζοντας πολιτικά βιβλία. Απ’ το Βελούχι πήρε και τ΄ όνομά του όταν ήλθε η ώρα του.

Κατά την Ε.Α περνούσε συχνά απ’ το Κάψη κι έμενε σ΄ αυτό. Στο χωριό λειτούργησε νοσοκομείο για τους αντάρτες και επιμελητεία με φούρνους, μαγειρεία και πλυντήρια ρούχων που λειτουργούσαν γυναίκες του χωριού. Έμεναν μεγάλος αριθμός ανταρτών χωρίς να ενοχλούν.

Το Βελούχι από τη θέση «Λελούδα»

Οι Γερμανοί σε επιδρομή τους 15 Αυγούστου 1944 έκαψαν σπίτια του χωριού.

Το χάνι του Πανέτσου σε προπολεμική φωτογραφία

Μετά τον Νοέμβρη του 1943 με αρχές του 1944, τα δυο κτήρια όπου ήταν το χάνι του Πανέτσου του 1884 κάηκαν από τους Γερμανούς, όπως και πολλά σπίτια σε όλα σχεδόν τα χωριά, αντίποινα για τις ζημιές που είχαν υποστεί με τις μάχες και τα σαμποτάζ από την Ε.Α. στις θέσεις Διπόταμα, το μέρος όπου ο Καψιώτης Σπερχειός ενώνεται με τον Παλιοκαστρίτη Σπερχειό, έξω απ΄ τον Αγιώργη, σχετικά κοντά στο χάνι του Πανέτσου, και σε θέση κοντά σ΄  αυτό.

Οι μάχες με της Ε. Α. που κράτησαν εβδομάδα (Μακρακώμη,  Πλατύστομο, Καμπιά, Βίτωλη, Αη Γιώργη, Χάνι Πανέτσου, Ράχη Τυμφρηστού) έγιναν όταν οι Γερμανοί ανέβαιναν για Καρπενήσι και αμφισβητούνται, «τι΄ χες Γιάννη, τι΄ είχα πάντα», από πολλούς σαν ψεύτικες ή υπερβολικές, διαιωνίζοντας την διαμάχης και αντιπαλότητα που κρατά χρόνια.

Με τον Εμφύλιο, μετά τον Πόλεμο, η περιοχή έγινε ένα από τα πλέον γνωστά μέτωπά του με ότι αυτό συνεπάγεται για το χωριό, με την εγκατάλειψή του, σε ανθρώπινες ψυχές, καταστραμμένες υποδομές, ξεριζωμό και εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση.

Οι Γερμανοί έκαψαν επίσης την εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, στην τότε Λάσπη τωρινό Άγια Νικόλαο, χωριό λίγο πριν το Καρπενήσι,  με το πρώτο από τα 32 τέμπλα που κατασκεύασε ο Αγραφιώτης- Μεγαλοκαψιώτης παππούς μου Στέλιος Υφαντής, εκκλησιαστικός ξυλογλύπτης της Ρούμελης.

Έκαψαν επίσης, κατ΄ άλλους ανατίναξαν την εκκλησιά με το τέμπλο της Ιεράς Μονής της Παναγίας των Κουμασίων κοντά στους Κορυσχάδες. Το τέμπλεον κι αυτό ήταν έργο του παππού μου.

Άλλη μια παλιά του 1693 που κάηκε όχι με  εμπρησμό από τους Γερμανούς αλλά με την μεγάλη πυρκαγιά του 1944 που ξεκίνησε από τις Ράχες Τυμφρηστού κι ο αέρας την έσυρε στα Κάψια, ήταν αυτή του χωριού μου της νεκροταφειακής Παναγίας (Κοίμησης Θεοτόκου), που αποκαταστάθηκε τελικά από τους συγχωριανούς.

Σύμφωνα με ακούσματα παιδικά, ρέτσι που εκτοξεύτηκε από ψηλά, την έφερε στην Παναγιά.

Την ίδια πυρκαγιά την έζησα 3χρονο παιδάκι στο χωριό μου καθισμένος στον  ξύλινο πάγκο έξω από το Υφαντέικο, πάνω απ΄ την Αγία Τριάδα, κάτω από την κουτσουπιά με το καμπανάκι που ειδοποιούσε τους χωριανούς για οτιδήποτε. Την θυμάμαι καθώς η μάνα μου Δέσπω, δίπλα μου, έχοντάς με τυλίξει με μια βελέντζα καθώς φυσούσε έντονα,  ήταν έτοιμη για την πιθανή εκκένωση του χωριού ενώ όλοι οι συγχωριανοί με κασμάδες, φτυάρια, τσουγκράνες έσπευδαν στο μέτωπο της φωτιάς..

Πιθανέστατο είναι ότι καθώς εκείνο το διάστημα έγιναν μάχες στις Ράχες, μακριά από την εκκλησιά, μεταξύ οπλιτών της Ε.Α και Γερμανών με συνέπεια και την πυρκαγιά.

Αυτές τις εκκλησιές βρήκε κατεστραμμένες από τους Γερμανούς η έρευνά μου μέχρι σήμερα που αφορά τα τέμπλα κατασκευής του Στέλιου Υφαντή στη Ρούμελη, μαζί με  δυο που κάηκαν από αμέλεια των πιστών των εκκλησιών…

Μνήμες αξέχαστες σήμερα που σε πυρκαγιές οι πλείστοι κάτοικοι χωριών και νησιών, αραχτοί και άπραγοι, το μόνο που κάνουν είναι να καθυβρίζουν την εκάστοτε Πολιτεία που δεν στέλνει σε χρόνο μηδέν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα και τους πυροσβέστες..    

4. Ο αγώνας επιβίωσης στα χρόνια της Κατοχής και της πείνας.

Λίγα για την Πείνα

Κατεβαίνοντας στο Πειραιά μ’ εμένα αγκαλιά, ταλαιπωρημένη με το βάρος μου και όσων τροφίμων μετέφερε από το Κάψη, πάνω που άρχισε η ιστορική Πείνα της Γερμανικής Κατοχής, αλλά και αργότερα με τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης και τα Δεκεμβριανά, άρχισε η μάνα μου η Αγραφιώτισσα- Μεγαλοκαψιώτισσα Δέσπω τον προσωπικό της αγώνα «να τα φέρει βόλτα» για τη διατροφή όλων μας με τα πληθωρισμένα χρήματα του μισθού του σιδηροδρομικού πατέρα μου Μήτσου και τις δικές της ευρεσιτεχνίες.

Στη μεγάλη πείνα της Κατοχής του χειμώνα 1941-42 περίπου 350.000  άνθρωποι, ειδικά της φτωχότερης τάξης της Αθήνας- Πειραιά και μερικών νησιών, αυτοί που δεν είχαν τίποτε να ανταλλάξουν με μαυραγορίτες ή καλλιεργητές χωριανούς, ούτε συγγενείς σε χωριά,  πέθαιναν καταναλώνοντας μόνο λαχανίδες, αν τις εύρισκαν κι αυτές, λόγω έλλειψης στοιχειωδών ειδών διατροφής.

Από την ιστορική Πείνα του χειμώνα 1941-42 της Κατοχής:

Περισυλλογή πτωμάτων με φορτηγό του δήμου. Φωτό Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου

Όπως μας διηγιόνταν οι μεγαλύτεροι, πάθαιναν αβιταμίνωση, πρήζονταν, έβγαζαν κάποια φρικτά σπυριά και τρίχες και τελικά τέλειωναν.

Ταυτόχρονα ο χειμώνας 1941-42 ήταν από τους πλέον παγωμένους, που μαζί με τη πείνα υπήρξαν οι αιτίες των θανάτων στη Αθήνα- Πειραιά..

Αυτοκίνητα του δήμου, επιταγμένα κάρα, καρότσια μάζευαν κάθε ημέρα από τα πεζοδρόμια της παγωμένης πόλης τους νεκρούς, πεταγμένους σε σωρούς, σαν κούτσουρα, και τους μετέφεραν για ομαδικές ταφές.

………………………………………………………

Τα Χριστούγεννα του 41 διένειμαν 62,5 γραμμάρια λάδι το άτομο με τα δελτία που δεν είχε δοθεί από τον Απρίλη. Επίσης 250 γραμμάρια όσπρια και 250 σταφίδα.

Ψωμί άλλοτε δίνουν 75, άλλοτε 100, άλλοτε 125 γραμμάρια. Τον Φλεβάρη του 1942 δίνουν 75 γραμμάρια ψωμί το άτομο..

Δεν βρίσκονται εύκολα φέρετρα. Πολλοί τα νοικιάζουν. Αντί για νεκροφόρες πολλοί νεκροί μεταφέρονταν σε καροτσάκια χωρίς φέρετρο, τυλιγμένοι σε κουβέρτες Ακόμα κι΄ παπάδες να τους διαβάσουν ήσαν δυσεύρετοι..

Αιτίες του λιμού στις μεγάλες πόλεις, κύρια Αθήνα-Πειραιά και νησιά ήσαν:

Η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού με την Κατοχή.

Η απροθυμία των αγροτών να παραδώσουν τη σοδειά τους, μήπως καταλήξει στις κατοχικές δυνάμεις με χαμηλή τιμή και χρήμα χωρίς αξία κι η προσδοκία κέρδους απ΄ τους λιμοκτονούντες...

Η έλλειψη μέσων μεταφοράς των τροφίμων στα αστικά κέντρα από επίταξη αυτοκινήτων και καυσίμων, διακοπή σιδηροδρομικών δρομολογίων και σύνδεσης νησιών και ενδοχώρας. Αποτέλεσμα ήταν και αναγκαστική διαμονή στο κέντρο πολλών νησιωτών στρατιωτών μετά την κατάρρευση του μετώπου όπου, χωρίς συγγενείς, έσβηναν από πείνα..

Η αποκοπή εύφορων περιοχών με την βουλγαρική κατοχή (Μακεδονία-Θράκη) από την υπόλοιπη χώρα.

Η στέρηση του λαδιού Κρήτης και Μυτιλήνης που το κατακρατούσαν οι Γερμανοί.

Ο αποκλεισμός από την θάλασσα από τους συμμάχους ώστε να μην εισάγεται σιτάρι και οτιδήποτε τρόφιμο. 

Η πεσμένη σοδειά.

Έτσι, με τον βαρύ χειμώνα αποδεκατίστηκαν οι κάτοικοι και 2πλασιάστηκαν οι θάνατοι μεταξύ 1940 και 41 και 3πλασιάστηκαν το 42.

………………………………………………….

Η παγωνιά του Χειμώνα ΄41-΄42

Εκτός από τρόφιμα έλλειπαν τα καύσιμα για μαγείρεμα, θέρμανσης νερού και σπιτιού, ηλεκτρικό ρεύμα και πετρέλαιο για φωτισμό. Όλοι, εκτός από μένα στη ζεστή θαλπωρή της αγκαλιάς της Δέσπως, τουρτούριζαν τους χειμώνες εκείνους κουκουλωμένοι σε ότι μπορούσε να τους ζεστάνει. Αιτία δεν ήταν μόνο η έλλειψη πόρων και μέσων θέρμανσης, ήταν και η διαφορετική μορφή των συνοικιών. Χαμηλά σπίτια, ισόγεια, προσφυγικά καλύβια, κολλητά ή όχι, μεγάλες ακάλυπτες επιφάνειες, οι αλάνες, που επέτρεπαν στους παγωμένους βοριάδες να κυκλοφορούν ανεμπόδιστοι σφυρίζοντας και ψύχοντας τα πάντα, σε αντίθεση με τη πυκνή σε πλάτος και ύψος σημερινή δόμηση.

Ανταλλαγές κοσμημάτων- ενδυμάτων με τρόφιμα

Η Δέσπω με την εργατικότητα, την εξυπνάδα της, το πείσμα και τις γνώσεις  της από την αγροτική ζωή, μηχανεύτηκε τρόπους να βελτιώσει το επίπεδο διατροφής της οικογένειας, μαζί με μικρή βοήθεια από το χωριό. Επί πλέον παρότρυνε τον ήρεμο χωρίς ιδιαίτερες πρωτοβουλίες πατέρα μου να ταξιδεύει δωρεάν σαν σιδηροδρομικός, στην  Θεσσαλία για ανταλλαγές ειδών του σπιτιού, όσων και ότι κοσμημάτων στην αρχή, ρούχων μετά, με λίγα τρόφιμα, φασόλια, καλαμπόκι. Ακόμα και τις χρυσές βέρες τους έδωσαν για λίγο καλαμπόκι, ακόμα και τις κομπιναιζόν της μάνας μου. Άκουσα μάλιστα παιδί ότι κάποιες χωρικές έκαμαν την βόλτα τους στα χωριά τους φορώντας κομπιναιζόν νομίζοντάς τα μεταξωτά φουστάνια..

Αξέχαστο μου είναι ένα χωριό Θεσσαλικό που άκουγα από νήπιο να συζητιέται στο σπίτι μας. Τα Ορφανά. Νήπιο και παιδί το σκεφτόμουν σαν ένα πλούσιο χωριό με πολλά τρόφιμα που μας έπαιρνε ότι καλό είχαμε σπίτι.

Πεντάχρονος, αισθάνθηκα απόλυτη ευφορία καθώς μοναδικός μάρτυρας από τ’ αδέλφια μου, είδα τη σκηνή. Και σήμερα ακόμα την βλέπω μπροστά μου:

Ο Μήτσος έβγαλε από τη τσέπη του σακακιού του ένα μικρό χάρτινο περιτύλιγμα. Το ξετύλιξε προσεκτικά κι έβγαλε δυο πολύ λεπτές χρυσές βέρες. Η μάνα μου έκλαιγε όταν πέρασε τη μια στο δάκτυλο της, την άλλη στο δικό του. Σαν να ξαναρραβωνιάζονταν. Φιλήθηκαν μετά συγκινημένοι.

Της μάνας μου την βέρα κατέχω σήμερα, κειμήλιο δικό μου και για τους κατιόντες μου. Αυτή του πατέρα εξαφανίστηκε πάνω στην αναταραχή του σχεδόν ταυτόχρονου «τελευταίου ταξιδιού τους» με διαφορά 15 ημερών. 

Στην Εστία

Περιμένοντας για διανομή σε γάλα και ψωμί. Φωτό Βούλας Παπαϊωάννου

Η Δέσπω μ΄ έγραψε σε μια «Εστία», έναν απ’ τους σταθμούς που είχε ιδρύσει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός για τη βοήθεια στη διατροφή παιδιών της κατακτημένης ανήμπορης Χώρας. Με κουβαλούσε εκεί στα χέρια, βαρύ και

στρογγυλό όπως ήμουν για να πάρει το λίγο γάλα- σκόνη ή οτιδήποτε λίγο άλλο της έδιναν απ’ αυτά που έφερνε το «Κουρτουλούς», το Τούρκικο μικρό φορτηγό πλοίο σωτηρίας, που κατά διαστήματα έφερνε εφόδια από τη Τουρκία μέχρι να βουλιάξει. Όλα πληρωμένα από τον Δ.Ε.Σ και οργανώσεις Ελλήνων του εξωτερικού και της Πόλης, όχι από τους Τούρκους όπως ισχυρίστηκαν κάποτε.

Καλότρωγα με βουλιμία τις κρέμες που με τάιζε η Δέσπω.

Τετράπαχο με το γάλα της Εστίας και το κουκουτσάλευρο, που ποτέ μου δεν έμαθα σίγουρα από τι είδους κουκούτσια αλεύρι ήταν, ίσως από κουκούτσια χαρουπιών ή ότι απέμενε από τα κουκούτσια ελιάς αφού τα πατούσαν να πάρουν το πυρηνέλαιο, οι Γερμανοϊταλοί χρησιμοποίησαν φωτογραφίες μου για προπαγάνδα στο εξωτερικό ότι τα Ελληνόπουλα δεν πεινούν.

Έτσι δίκαια τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς μου έδωσαν το δεύτερο παρατσούκλι: - Ο πέντε νούμερο μπάλα, που μου κόλλησε μέχρι τα 4-5 χρόνια μου, παρόλο ήδη είχα αδυνατίσει από το 3ο- 4ο χρόνο μου, κάτι που τους ανάγκασε να το ξεχάσουν.

Και άλλα για την διατροφή μας

Αξέχαστη και η πράξη του πατέρα μου που τον θυμάμαι από νήπιο μέχρι και τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης να φέρνει σχολνώντας από τη δουλειά του στη Λεύκα την καστανιά του με το ότι φαγητό τους έδιναν οι γερμανοί, συνήθως πατάτες μπλουμ, κάποιο αραιό όσπριο, ένα κομμάτι κουραμάνα, για να το φάει η οικογένεια. Με την απελευθέρωση το φαγητό έφτιαξε σταδιακά. Θυμάμαι μέχρι και μπακαλιάρο!...

Η διατροφή μου στο Πειραιά με αυτή στο Κάψη όπου γιαγιάδες, θειάδες και πρωτοξαδέλφες έφερναν το κάτι- τί τους κάθε τόσο, φρέσκο βουτυράκι, κοτοπουλάκια, μυτζηθρούλες, αυγουλάκια, κλπ, είχε μεγάλη διαφορά. Έτσι, δυο-τρεις ημέρες προτού να φύγουμε επιστρέφοντας, αρχές φθινόπωρο, με ζύγιζαν στο καντάρι όπου ζύγιζαν τσουβάλια, τορβάδες, σφαχτά, διαδικασία που κράτησε μέχρι τα 10-11 μου. Το καντάρι κρεμόταν από το πάνω δοκάρι  της πόρτας στο μπαλκόνι. Αγωνία για το πόσες οκάδες πήρα με την υπερτροφία, μήπως και τις έχασα με τις τρεχάλες των παιχνιδιών. Η αδενοπάθεια κι φθίση καραδοκούσαν εκείνα να χρόνια. Για να ζυγιστώ με κρατούσαν ή κρατιόμουν αργότερα μόνος και κρεμιόμουν από τις αλυσίδες και τα χοντρά τσιγκέλια. Με είχαν ζυγίσει και με τη πρώτη–δεύτερη ημέρα της άφιξής μας. Όλοι, ειδικά η Δέσπω, κρατούσαν την αναπνοή τους για να δουν το αποτέλεσμα της ζύγισης. Είχα κι εγώ επηρεαστεί που μόλις γυρίζαμε στον Πειραιά μεγαλώνοντας το πρώτο που ενθουσιασμένος έλεγα σε πατέρα κι αδελφό ήταν π.χ:

- Πήρα 5 οκάδες !

Σε περιστατικά με την πείνα των νηπιακών χρόνων και την ανέχεια αργότερα, η Δέσπω ακριβοδίκαιη στη κατανομή του ψωμιού που έπαιρνε η οικογένεια με δελτίο, πρωινό- μεσημεριανό- βραδινό, δεν υποχωρούσε στις παρακλήσεις μας να μας δώσει,  πεινασμένα καθώς ήμασταν, εκτός προγράμματος:

- Μαμά, δώσε μου το ...βραδινό μου!

Βρέφος και νήπιο γέμιζα μνήμες φωτογραφίζοντάς τες.

Χρόνια μετά η Δέσπω μου τις εξηγούσε. Έτσι εικόνες περνούν από  μπροστά μου:

Με τον αδελφό μου Κωστάκη και την αδελφή μου Φωτεινή…

Με τις εμπειρίες της από Καρύτσα και Κάψη η Δέσπω έφτιαξε κοτέτσι στα χρόνια της Κατοχής που το συνέχισε αμέσως μετά, επωφελούμενη την αυλή μας. Έκτρεφε κουνέλια. Η μεγάλη ποσότητα από «λαχανίδες» στην τότε περιοχή του Ρουφ, αυτές που πετιούνται σήμερα, ήσαν υλικό πολύτιμο για την εκτροφή τους.

Με τα πολύτιμα κουνέλια και τις κότες εξασφάλιζε κάποιες απ’ τις απαραίτητες θερμίδες και βιταμίνες της οικογένειας, δίνοντάς της λίγη τροφή και κάτι νόστιμο να φάει σε εποχή που ούτε λόγος για κρέας γινόταν.

Η εκτροφή κουνελιών ήταν μια ιδιαίτερη δραστηριότητά της. Θυμάμαι μέχρι ακόμη και τον τρόπο θανάτωσής τους και εκδοράς από μέρους της. Ο πατέρας μου αδυνατούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

Έπιανε το κουνέλι απ’ τα πίσω πόδια και το κράταγε πάνω σε μια χοντρή λαμαρίνα, το κτύπαγε μ’ ένα χοντρό ξύλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, ώστε να ψοφήσει,  το έγδερνε μετά σε ελάχιστο χρόνο.

Η κουνελομάνα

Αξέχαστο ένα περιστατικό με τα κουνέλια σε εποχή που ήμασταν κλεισμένοι και φοβισμένοι πάλι στο υπόγειο του σπιτιού όχι μόνοι αλλά και γείτονες. Ήταν η εποχή των βομβαρδισμών του Πειραιά από τους Συμμάχους ή με τα Δεκεμβριανά.

Θα σκεφτούν κάποιοι,

«Καλά, μπορεί να θυμάται αυτός τόσα γεγονότα ηλικίας τριών χρόνων;»

Και όμως, είχα μια φωτογραφική μνήμη που ανανεωνόταν με τις διηγήσεις των μεγάλων, ειδικά της μάνας και των αδελφιών μετά ημέρες, μήνες ή και χρόνια, καθώς διηγούνταν ευτυχισμένα(;) ή δυσάρεστα περιστατικά του Πολέμου, της Κατοχής, των Δεκεμβριανών, που μου εντυπώνονταν τελικά:

Είχαν φαγωθεί όλα τα κουνέλια.

Είχε απομείνει μια τεράστια κουνελομάνα έγκυος, η ελπίδα της μάνας και όλων για συνέχεια της  κουνελοπαραγωγής. Ξαφνικά η κουνελομάνα εξαφανίζεται.

Άκαρπες οι έρευνες όλων να βρεθεί για δυο- τρεις ημέρες. Η στενοχώρια μεγάλη κι η απελπισίας όλων, ειδικά της μάνας. Τελικά αποδεχτήκαμε το γεγονός μέχρι που ξαφνικά, μετά καμιά εβδομάδα, το θαύμα!:

Η κουνέλα μπροστά και πίσω της πηδώντας 5-6 κουνελάκια σε διάφορα χρώματα, περνούν ανάμεσα απ’ τα πόδια μας πηγαίνοντας προς την έξοδο του υπογείου, για λίγο ανοικτή, για την αυλή!... Τί χαρά για όλους μας!...

Ψάχνοντας αργότερα ανακάλυψε η μάνα μια τρύπα στο χώμα κρυμμένη από κάποια ογκώδη σκεύη πλυσταριού, είσοδο λαγουμιού,  που είχε σκάψει η κουνέλα για να γεννήσει, φοβισμένη από τον συνωστισμό των ημερών του υπογείου.

Ο εφοδιασμός απ΄ το χωριό

Όποτε ήταν δυνατό να ανεβούμε στο χωριό τότε αλλά και αργότερα πριν και μετά τον Εμφύλιο, προσπαθούσε να κάνει όσο μπορούσε πιο πολλά εφόδια για τον χειμώνα. Με τις αρχές του Σεπτέμβρη, όσο πλησίαζε η ημέρα της αναχώρησης, μάζευε ότι όσπριο έφερναν η γιαγιά Αναστασία, Ανδρέαινα Φλέσσα, αδελφή του πατέρα της, η εξαδέλφη της Κωσταντούλα από τον Άη Γιώργη, ή αγόραζε. Τα τοποθετούσε σε μαξιλαροθήκες σαν τσουβαλάκια.

Έφτιαχνε χυλοπίτες και τραχανά.

Έκρυβε στο «φανάρι» φθάνοντας στον Πειραιά οτιδήποτε συντηρήσιμο φαγώσιμο μπορούσε να αντέξει το ταξίδι και για κάποιο μικρό διάστημα, π.χ μυτζήθρα, λίγο φρέσκο βούτυρο για μαγειρική με αλάτι, λίγα αυγά.

Τέλος, έπαιρνε συχνά και μια-δυο κότες ζωντανές, μεγάλο πεσκέσι για τους καταγόμενους από χωριά, είδος που κυκλοφορούσε τότε με όλες τις εύοσμες παρενέργειες του στα μέσα μαζικής μεταφοράς της εποχής αλλά και αργότερα.

Θέρμανση, φωτισμός

Καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν ανύπαρκτο ή με συνεχείς διακοπές και το πετρέλαιο δυσεύρετο, χρησιμοποιούταν μόνο σαν φωτιστικό στις λάμπες πετρελαίου για λίγο χρόνο κάθε ημέρα, απέμενε η χρήση καυσόξυλων που κι αυτά ήσαν πολύτιμα. Η χρήση τους παντού όπου χρειάζονταν φωτιά, για μαγείρεμα και ζέσταμα νερού για πλύσιμο ανθρώπων και μπουγάδα. Θυμάμαι, νήπιο ακόμη, τον Μήτσο  να ψιλοκόβει  άχρηστα ...τσόκαρα σαν δαδί για προσάναμμα. Λίγα ξυλοκάρβουνα χρησιμοποιούταν για μαγείρεμα στις φουφούδες ή στο σίδερο για σιδέρωμα. Η πυρήνα από σπασμένα κουκούτσια ελαιοτριβείων χρησιμοποιούταν για θέρμανση στα μαγκάλια.

Για φωτισμό βασικά λάμπες πετρελαίου.  Λάμπες ασετιλίνης υπαίθρια, κάποτε και στο εσωτερικό των σπιτιών.

Νήπιο και παιδάκι, θυμάμαι την Δέσπω στη Κατοχή και μετά, να κατασκευάζει «πιταράκια». Όχι τα φαγώσιμα πιταράκια των Ποντίων. Καύσιμα  πιταράκια.

Ανακάτευε μ’ ένα φαράσι καρβουνόσκονη με μικρά κομματάκια κάρβουνου με ασβεστοπολτό και νερό ώστε να φτιάξει έναν πολτό με χρώμα σκούρο γκρι. Σε λαμαρίνες τοποθετούσε μικρά στρόγγυλα τσέρκια, που γέμιζε με τον πολτό. Τα άφηνε για ημέρες στον ήλιο να στεγνώσουν. Μετά, προσεκτικά αφαιρούσε τα τσέρκια. Έτσι είχε ένα στερεό καύσιμο με χαμηλή θερμογόνα απόδοση.

Καρβουνόσκονη έφερνε μάλλον ο Μήτσος από τους Σ.Ε.Κ της Λεύκας. Φαίνεται επέτρεπαν τη λήψη της ή πιθανά την αγόραζαν και από κάποιο ξυλοκαρβουνάδικο.

5. Ο Γερμανός αρχηγός πληρώματος του τανκ!...

-Μπιπ, μπιπ !

Στα τρία μου χρόνια ακριβώς, 17 Αυγούστου 1944, έπαιζα με μεγαλύτερα παιδιά στο χωματόδρομο της Βαλαωρίτου που χρησιμοποιούσαν συχνά κάρα, σπάνια κάποιο αυτοκίνητο, έξω από τον φούρνο της γειτονιάς, αυτόν του Μέγγουλη, στον Καραβά του Πειραιά.

Γερμανικό ελαφρύ-μεσαίο άρμα μάχης PANZER II

Τραβούσα ένα άδειο σαρδελοκούτι γεμάτο χώμα, δεμένο με σπάγκο, κάνοντας με σοβαρότητα ότι οδηγώ φορτηγό, στη μέση του δρόμου:

 -Μπιπ, μπιπ !

Παραδίπλα, προσέχοντάς με, ο αδελφός μου Κωστάκης στα δέκα τρία, μ’ έναν ταμπλά, πουλούσε τσιγάρα που του πήρε με ανταλλαγή από εργάτριες του Παπαστράτου, τις παπαστρατίνες, εμπορευόμενος αργότερα, με τις πρώτες εμπορικές του πράξεις, ανταλλάζοντάς τα με λίγες σταφίδες.

Ξάφνου, ένα μοναδικό τανκ, με το πύργο, το πυροβόλο του, τις ερπύστριές του ξεπρόβαλε από τη περιοχή των ασβεστοκάμινων του Πούτου. Μεγαλώνοντας, συμπέρανα ότι ερχόταν από τη Νέα Κοκκινιά, την Νίκαια, που άρχιζε 100 μέτρα πιο πέρα. Στο πύργο του ορθός ένας γερμανός στρατιωτικός έλεγχε τη πορεία. Με την αφοσίωσή μου στο παιχνίδι, το αντιλήφθηκα στα 20-25 μέτρα.

Έντρομος, παράτησα το «αυτοκινητάκι» μου σπαράζοντας στο κλάμα απ’ τον φόβο. Κόλλησα την πλατούλα μου στα κατεβασμένα ρολά της αποθήκης του φούρνου, με τ’ άλλα παιδιά. Ξεχνώντας το παιχνίδι μου, παρακολουθούσα με φρίκη το τανκ που κατέφτασε, κάτι πρωτόγνωρο στη γειτονιά.

Ο γερμανός φαίνεται είχε παρακολουθήσει τη σκηνή. Φθάνοντας λίγα μέτρα πριν το «αυτοκινητάκι», το τανκ κάνει μια θεαματική  μανούβρα προς την αντίθετη πλευρά του χωματόδρομου απ΄ όπου βρισκόμασταν τα παιδιά, σκάβοντάς τον με τις ερπύστριες. Ταυτόχρονα γύρισε κι έσκυψε το κεφάλι του σε μένα. Με κοίταξε έντονα μεσ’ τα μάτια. Παρέκαμψε το παιχνίδι του, όχι απαραίτητο για να το αποφύγει, σαν να ήθελε να μου πει:

- Κοίτα, για σένα το έκανα!. Σε είδα και σε πρόσεξα. Μη κλαις!

Χρόνια μετά, όποτε θυμόμουν το περιστατικό με μνήμη ενισχυμένη από τον αυτόπτη μάρτυρα αδελφό μου, πίστευα ότι ο γερμανός θα είχε παιδιά της ηλικίας του στην πατρίδα του. Μάλιστα τον έκανα και Αυστριακό καθώς είχα ακούσει ότι αυτοί ήσαν καλύτεροι…

Αργότερα συνδύασα το γεγονός με το Μπλόκο της Κοκκινιάς της 17ης Αυγούστου 1944, ημέρας γενεθλίων μου, όπου Νέα Κοκκινιά, Παλιά Κοκκινιά, κολλητές της γειτονιάς μου, ο Καραβάς, αποκλείστηκαν από μεσαία άρματα μάχης,  στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις.

Φαίνεται ότι το άρμα μάχης της μνήμης μου είχε παίξει ρόλο την ίδια ημέρα.

Ήταν η μοναδική άμεση επαφή μου με γερμανούς. Στη μνήμη μου όμως είναι καρφωμένες εικόνες και αξιόπιστα ακούσματα της Κατοχής και αμέσως μετά που θεωρώ καθήκον μου να τα μνημονεύω καθώς είναι στοιχεία της νεώτερης ιστορίας του λαού μας.

 

6. Στο λόφο Βώκου Καραβά

Ο λόφος Βώκου Καραβά, «το βουναλάκι» όπως το αποκαλούσαμε, με το φοβερό του γερμανικό αντιαεροπορικό πολυβολείο για έλεγχο αέρα και της  περιοχής, υψωνόταν πάνω από την παιδική μου γειτονιά στον Καραβά. Ασβεστολιθικός όγκος, όλος βράχια με χορτάρια και λουλούδια την Άνοιξη όπου χώμα, ήταν το μέρος όπου ανεβαίναμε να ιδούμε από ψηλά τη γειτονιά μας και την περιοχή όλη, όπου αργότερα βοσκούσαμε το πασχαλινό μας αρνάκι, ένα από τα μέρη που πετούσαμε αετό τις Απόκριες μετά τον Πόλεμο. Ανεβαίναμε να εκκλησιαστούμε κάποτε στη Παναγίτσα, την Παναγία την Οδηγήτρια, μικρή τότε εκκλησούλα από πλίνθους, στη κορυφή κι’ αυτή του λόφου, ακριβώς δίπλα στο πολυβολείο με το υπόγειο στο βράχο, καρστική σπηλιά, χώρο που από χρόνια θα έχει μπαζωθεί και καλυφθεί από πολυκατοικίες.

Με την Απελευθέρωση αργότερα ενεργό ρόλο σαν πρόεδρος ανεγέρσεως έπαιξε κι η Δέσπω ώστε να κτιστεί η καινούργια Παναγία Οδηγήτρια επί δημαρχίας Γ. Ανδριανόπουλου.

Από το πολυβολείο, τέλη του 1943, ίσως λόγω της 28η Οκτωβρίου, σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών κατοίκων, οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ με τα βαρέα πολυβόλα τους, για να διαλύσουν πορεία Κοκκινιωτών οργανωμένη από το ΚΚΕ, άσχετα πολιτικού τους πιστεύω, να τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών του Πολέμου καταθέτοντας στεφάνια στην Οσία Ξένη. Υπήρξαν νεκροί.

Κάποιοι, σε μια κατά του ΚΚΕ αληθοφανή θεωρία ότι προσπαθούσε να δημιουργήσει  θύματα- ήρωες, είπαν ότι ξέροντας ότι ο δρόμος ήταν εύκολα ελέγξιμος από το πολυβολείο, είχαν ειδοποιήσει δικούς τους να μένουν αριστερά ανεβαίνοντας τον δρόμο προς Οσία Ξένη ώστε να είναι καλυμμένοι από τα πυρά από τα σπίτια.

7. Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, η Ευθυμία και το Τσατσωλό…

Πίνακας από το Μπλόκο. Υποδείξεις κουκουλοφόρων και ταγματασφαλίτες στην πλατεία Οσίας Ξένης.Έργο Α. Τάσσου (Αναστασίου Αλεβίζου)

Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς της 17ης Αυγούστου 1944, ημέρας γενεθλίων μου, μερικούς μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν κι΄ οι «κουκουλοφόροι», με στόχο τη δολοφονία αριστερών. Η Νέα Κοκκινιά (Νίκαια)και η Παλιά, κολλητές του Καραβά Πειραιά όπου μεγάλωσα, κι΄ ο Καραβάς αποκλείστηκαν από άρματα μάχης,  στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις (ταγματασφαλίτες).

Διατάχθηκαν όλοι οι άνδρες άνω των 15 μέχρι 55 να μαζευτούν στη πλατεία της Οσίας Ξένης με απειλή άμεσης εκτέλεσης επί τόπου όσων κρυφτούν. Χώροι συγκέντρωσης είχαν οριστεί και αλλού.

Ο απολογισμός σε Έλληνες νεκρούς ήταν:

73 εκτελεσθέντες στη Μάντρα.

25 σε μάχες ανδρών της ΕΠΟΝ με Γερμανούς και συνοδοιπόρους.

50 εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς για αντίποινα.

Μετά το Μπλόκο οι Γερμανοί συνέλαβαν κι έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι 6000 περίπου άνδρες. Πολλοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία ή καταναγκαστικές εργασίες.

Από την επιλογή απαλλάχθηκε ο πατέρας μου Δημήτρης (Μήτσος), όταν κάποιος ανακοίνωσε: «Οι σιδηροδρομικοί να φύγουν, να πάνε στις δουλειές τους». Χρειάζονταν σιδηροδρομικούς για τις μεταφορές τους. Δεν σώθηκε ο πατέρας της παιδικής μου φίλης Ευθυμίας, έξι χρόνων τότε, με το σπίτι τους σε μεσοτοιχία με το δικό μας.

Μου διηγιόταν η μάνα μου αργότερα ότι η μικρούλα Ευθυμία σπάραξε από το κλάμα βλέποντας τον νεκρό της πατέρα και τη μάνα της κυρία Ανθή να χτυπιέται πάνω από το πτώμα του. Τον μετέφεραν νεκρό μ΄ ένα από τα ξύλινα καροτσάκια της Κατοχής, συνηθισμένο τότε μεταφορικό μέσο.

Αδύνατος από την πείνα και πολύ ψηλός, τα πόδια του από τις γάμπες, τα μπράτσα του απ΄ τους αγκώνες, το κεφάλι του από τον σβέρκο κρέμονταν έξω από το καροτσάκι..

Η Ευθυμία, 13, με ξεχασμένη την εκτέλεση του μπαμπά της στο Μπλόκο κι΄ εγώ Καλοκαίρι 1951ή 52, στο Κάψη όπου την πήρε η μάνα μου να τραφεί καλύτερα απ΄ το σπίτι της.

Δίπλα,  καροτσάκι της Κατοχής σε μεταφορά ηλικιωμένης.(Φωτ. Βούλας Παπαϊωάννου)

Το ..«Τσατσωλό» στο Μπλόκο της Κοκκινιάς!

Κουκουλοφόρος υποδείχνει στους Γερμανούς συμπατριώτη του. Πίνακας Μιχάλη Νικολινάκου, ηθοποιού, ζωγράφου, σκηνοθέτη, συγγραφέα, αυτόπτη μάρτυρα του Μπλόκου.

Και μια λίαν αξιόπιστη μαρτυρία του Λεωνίδα (Λέλου), ΠαλιοΚοκκινιώτη:

«Μεταξύ αυτών στο Μπλόκο της Κοκκινιάς που οδήγησαν στη Μάντρα της Οσίας Ξένης για εκτέλεση ήταν και «το Τσατσωλό». Παρόλο που εγώ τον ...βάφτισα μ’ αυτό το παρατσούκλι, πράγμα συνηθισμένο τα παρατσούκλια για τους Σμυρνιούς, δεν θυμάμαι γιατί τον είπα έτσι και τι σημαίνει.

Η υπόδειξή του από τον κουκουλοφόρο σαν κομμουνιστή, ήταν ψεύτικη. Δεν ήταν αριστερός. Ήταν θύμα ενός Μπατράνη, πρώην  μεγαλαριστερού που έκανε πλήρη μεταστροφή. Για να φανεί αρεστός στους Γερμανούς, ανάλαβε να υποδείξει ανθρώπους για εκτέλεση.

Το Τσατσωλό ήταν και εξακολούθησε να είναι όσο έζησε, ανθρωπάκι του γλεντιού, του μεζέ, του ούζου και του καρσιλαμά. Χόρευε καρσιλαμά κρατώντας στη μια παλάμη, τη δεξιά, δυο χοντρά κρασοπότηρα ταυτόχρονα που παίζοντάς τα- κτυπώντας τα μεταξύ  τους συνόδευε το χορό του..

Την ώρα που οι όμηροι έμπαιναν στην Μάντρα, το Τσατσωλό,  άνθρωπος της πιάτσας καθώς ήταν, γυρνά και λέει με τρόπο στον φρουρό ταγματασφαλίτη που τον έπιασε να βλέπει θαμπωμένος το τεράστιο χρυσό δακτυλίδι που φορούσε:

-Άμα με γλιτώσεις, το δακτυλίδι δικό σου και πενήντα χρυσές.

Όταν άκουσε την προσφορά ο ταγματασφαλίτης, χωρίς να πει λέξη,  άρχισε να δέρνει αλύπητα τον κακομοίρη Τσατσωλό. Ξύλο φοβερό. Ταυτόχρονα με κάθε μπουνιά ή κλωτσιά που του έριχνε, τον έσπρωχνε και λίγο πιο πέρα, και πάλι πιο πέρα, μακριά από τους για εκτέλεση και τη Μάντρα, βρίζοντάς τον με ότι χειρότερο για ν΄ ακούγεται.

Χτυπώντας, βρίζοντας και σπρώχνοντας, τον πήγε στο σπίτι του, στη Παλιά Κοκκινιά. Μπαίνοντας μέσα, το Τσατσωλό έβγαλε και του έδωσε το δακτυλίδι του και αμέσως μετά, σηκώνει ένα στρώμα, παίρνει και του δίνει το κομπόδεμά του: πενήντα χρυσές λίρες Αγγλίας».

Γνώρισα το Τσατσωλό το 1976-77, γέροντα, στο σπίτι του Λέλου.

8.Βομβαρδισμοί και καταφύγια

α. Λίγα απ΄ τους γερμανικούς βομβαρδισμούς στον Πειραιά

(Από διηγήσεις και αναγνώσματα)

Η πιο πάνω φωτογραφία που πήρε γερμανός πιλότος «στούκας», τα δείχνει πάνω από την Αθήνα που δεν βομβαρδίστηκε καθώς την σεβάστηκαν χαρακτηρισμένη «ανοχύρωτη πόλη», βομβαρδίστηκε όμως ανελέητα ο Πειραιάς  από τους γερμανούς το  βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941.

Το Αγγλικό πλοίο Clan Fraser  στις 4 Απριλίου 1941 μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά με πολεμικό υλικό, όπλα και   500 τόνους ΤΝΤ κλπ. Η φοβερή πρώτη έκρηξη που ακούστηκε σε όλη την περιοχή και το εκρηκτικό κύμα γέμισαν τον Πειραιά ερείπια και μεγάλα κομμάτια σιδηρικών βάρους μέχρι πάνω από 250 kg..Ταυτόχρονα βομβάρδισαν εκτός του Πειραιά και τις ακτές προκαλώντας θύματα.. Βυθίστηκαν 73πλοία και 25 αλιευτικά.

Ο κόσμος πανικόβλητος  φεύγει για τις συνοικίες και στα ορεινά. Απελπισία κι ο τρόμος καταλαμβάνει τα πλήθη. Ο σταθμός του ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σαν καταφύγιο, γεμίζει Πειραιώτες όπου κοιμούνται..

Οι εκρήξεις συνεχίζονται και την άλλη ημέρα με εξουδετερώσεις βλημάτων πυροβολικού και μαγνητικών ναρκών άλλου πλοίου που καιγόταν.

11 Απριλίου νέοι βομβαρδισμοί από τους γερμανούς που ταυτόχρονα πολυβολούν , ενώ το Α/Α Πυροβολικό βάλλει .

Στις 26 Απριλίου ήταν η τελευταία γερμανική επιδρομή καθώς στις 27 μπήκαν στην Αθήνα.

Στις 14 Μαΐου αρχίζουν οι Αγγλικές επιδρομές

Στις 30 έκρηξη στο λιμάνι βουλγαρικού πλοίου..

β. Λίγα απ΄ τους Συμμαχικούς βομβαρδισμούς στον Πειραιά

Θυμάμαι γκρεμισμένη τη γέφυρα της Παπαδιάς, πριν τη Λαμία με βαγόνια πεταμένα στο βάθος της ρεματιάς της, την αργή πορεία του τρένου για χρόνια πάνω στην πρόχειρη νέα γέφυρα των Γερμανών, την εικόνα του βομβαρδισμένου Πειραιά από εγγλέζους και αμερικανούς Γενάρη του 1944.

Αρ. αγγλικό βομβαρδιστικό Avro Lancaster, δεξιά αμερικάνικο Β 17.

Βομβάρδισαν το λιμάνι του Πειραιά Ιανουάριο 1944. Κάποιοι λέγουν με 5500 νεκρούς Έλληνες και 8 μόνο Γερμανούς (!), σε μια αποτυχημένη επιδρομή με θύματα αθώους..

Γκρεμισμένη την κόγχη της Αγίας Τριάδας, κτήρια, σκελετοί από κολώνες και δοκάρια μπετόν, εικόνες μόνιμες για πολλά χρόνια καθώς περνούσα καθημερινά τη Φίλωνος να πάω στο Γυμνάσιό μου το Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς (Ιωνίδειο), μέχρι να επουλωθούν οι πληγές του πολέμου.

Η βομβαρδισμένη από τους ..Συμμάχους Αγία Τριάδα Πειραιά σε φωτό του 1957 όταν άρχισαν οι εργασίες ανακατασκευής της. Φωτό από Ίντερνετ Στέλιου Μαρκουλάκη.

Στους βομβαρδισμούς αυτούς, μια βόμβα έπεσε μακριά από το στόχο της, σ’ ένα μικρό γεφυράκι από μπετόν στο ρέμα στη γειτονιά μου στον Καραβά, μακρυά από το λιμάνι, απόδειξη της αποτυχημένης αεροπορικής επιδρομής. Σκότωσε ένα ζευγάρι γειτόνων μας που φοβισμένο με τις σειρήνες του συναγερμού που τους βρήκε στο δρόμο, καλύφθηκε κάτω απ’ αυτό νομίζοντας ότι είναι ασφαλείς.

Για χρόνια αργότερα περνούσαν έξω απ’ το σπίτι μου τα δυο παιδιά τους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, η Ελενίτσα, δεν θυμάται τ’ όνομα του αγοριού, τρία- τέσσερα χρόνια μεγαλύτερά μου, πάντοτε μαζί, αχώριστα, πιασμένα απ΄ τα χεράκια, θλιμμένα με μια αμήχανη σιωπηλή θλίψη που μου ήταν αλησμόνητη, Οι γείτονες τα αποκαλούσαν, «τα ορφανά». Μέχρι που μεγάλωσαν και ακολούθησε το καθ’ ένα το δρόμο του.

Καθώς περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι μας, ακόμη και τέλη 10ετίας του 40, αρχές 10ετίας 50, η Δέσπω τα κοίταζε δαγκώνοντας τα χείλη. Εγώ αθέλητα έβαζα τον εαυτό μου στη θέση τους. Δάκρυζα. Αργότερα, σπουδαστής, τα είδα αποκατεστημένα με τις οικογένειές τους, γελαστά. Είχαν ξεχάσει τη φρίκη.

Αξέχαστος ο βρυχηθμός από τις σειρήνες του Ε΄ Αστ. Τμήματος Νικαίας για  αεροπορική επιδρομή εγγλέζων όταν η Κατοχή πλησίαζε στο τέλος της. Αργότερα, μέχρι αρχές 10ετίας του 50, ηχούσαν σε ασκήσεις με τον φόβο της Σοβιετικής Ένωσης. Την εποχή εκείνη το 54-55 ακουγόταν συχνά οι λέξεις «αεράμυνα» και «αεραμυνίτης». Είχε ήδη αρχίσει από καιρό το δέος της αντιπαλότητας με το «Σιδηρούν Παραπέτασμα».

Το καταφύγιο της οικογένειάς μας στους βομβαρδισμούς, ανάλογα του που βρίσκονταν  την ώρα του συναγερμού όταν ηχούσαν οι σειρήνες, όπως και το «κρησφύγετο» για απόκρυψη σε ώρες φόβου από φήμες σε μεταπολεμικά γεγονότα, ήταν το ημιυπόγειο του σπιτιού μας. Για γεγονότα όπως αυτά της χρήσης των γερμανικών αντιαεροπορικών πολυβολείων του λόφου Βώκου- Καραβά, οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς στη Μάντρα της Οσίας Ξένης και οι μάχες μαζί τους της Ε.Α, τα Δεκεμβριανά.

Στην ουσία, ήμασταν χωρίς καμιά προστασία. Το ημιυπόγειο έδινε την ψευδαίσθηση σε μας τους αθώους ανθρώπους ότι ήταν  ασφαλέστερο με την σκεπή του από μπετόν απ΄ ότι τα γειτονικά προσφυγικά σπιτάκια με πισσόχαρτα ή λαμαρίνες ή κεραμίδια. Μοιάζαμε με τη στρουθοκάμηλο που κρύβει το κεφάλι της σε κάποιο φύλλωμα για να κρυφτεί. Ευτυχώς, δεν έτυχε τίποτε και σε μας και στους γείτονες που πρόστρεχαν να προστατευτούν ή κρυφτούν μαζί μας.

Σίγουροι πελάτες σ΄ αυτές τις ώρες ή για μέρες, ήσαν ο Μπάρμπα- Σάββας, γνήσιος ανατολίτης από την ενδοχώρα της Μικρασίας, που μιλούσε ελάχιστα ελληνικά, η γυναίκα του κυρά- Φωτεινή, η κόρη τους κυρά Μαρία με τον αγαθό ανατολίτη πιθηκάνθρωπο άντρας της Ζαχαρία, κουρεμένο πάντα σύρριζα και τα τρία παιδιά τους.

Και άλλοι γείτονες κατά διαστήματα ήσαν φιλοξενούμενοι.

Η απόλυτη σιγή όπως καθόμασταν συχνά από τον φόβο ν΄ ακουστούμε έξω, στις κουρελούδες ανά οικογένεια, κουκουλωμένοι με κουβέρτες για το κρύο και την υγρασία του άστρωτου, χωμάτινου υπογείου ή όταν είχαν εξαντλήσει οι μεγάλοι ότι χαμηλόφωνα είχαν να πουν, διακόπτονταν από τις κατά ριπές αλλεπάλληλες πορδές του μπάρμπα- Σάββα, εκδηλωτικό της φασολάδας που  έτρωγε ο τυχεράκιας, κάνοντας όλους να ξεχνούν τη κατάσταση και να σκάμε στα γέλια.

Μνήμες αλησμόνητες μαζί με άλλες για μένα, τον μικρό Νικόλα.

Ένα υπόγειο καταφύγιο από μπετόν, καλά οργανωμένο με ανεξάρτητη είσοδο που σφράγιζε,  κατασκεύασε εργολάβος οικοδομών, κουμπάρος μας.

Τριών χρόνων, βρισκόμασταν για επίσκεψη στο σπίτι τους με την Δέσπω, όταν άρχισαν οι σειρήνες. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι στο καταφύγιο, κατέβαιναν κυλώντας σχεδόν στις σκάλες του. Η Δέσπω μ΄ έσερνε από το χέρι. Σε λίγο οι πάντες σε απόλυτη σιωπή μέσα στο σκοτάδι, ακούγαμε τις αλλεπάλληλες εκρήξεις.

Αισθάνομαι και σήμερα το σφίξιμο  του παιδικού μου μπράτσου από την φοβισμένη μάνα σε κάθε έκρηξη. Αισθάνομαι και τα σεισμικά κύματα με τον βομβαρδισμό στο λιμάνι. Έμειναν σημάδια στο δικό μας σπίτι. Έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι σοβά  της εξώπορτας που έμεινε  έτσι μέχρι τέλος 10ετίας 1950. Τότε μπόρεσαν οι γονείς μου να φέρουν άνθρωπο να το αποκαταστήσει.

1946, η βομβαρδισμένη Αγία Τριάδα Πειραιώς. Από φωτό Nat Farbman

9.Μνήμες του Λέλου απ’ τη Γερμανική Κατοχή

Δεν λησμόνησα τις μνήμες του Λεωνίδα (Λέλου) από την Κατοχή, αυτές που μου διηγήθηκε το 1978- 79. Πατέρας της συντρόφου μου, ΠαλιοΚοκκινιώτης, αξιόπιστη μαρτυρία, θα ήταν κρίμα να ξεχαστούν φεύγοντας από την ζωή.  Του είχα υποσχεθεί ότι θα τις κρατούσα και κοινοποιούσα με κάθε δυνατό μου τρόπο καθώς αποτελούν κομμάτι της Ιστορίας από τον Πόλεμο και την Γερμανική Κατοχή, ειδικά της περιοχής της παλιάς κοινής μας γειτονιάς, του Καραβά και της Παλιάς Κοκκινιάς. «Έφυγε » το 2009.

Είχα κρατήσει σημειώσεις. Τις ρετουσάρισα να τις διηγείται ο ίδιος, χωρίς να παραλείψω ή προσθέσω κάτι πάνω απ΄ όσα μου είπε, προσπαθώντας να κρατήσω τον δικό του τρόπο έκφρασης..

Πρόσθεσα κάποιες σχετικές φωτογραφίες που βρήκα και μορφοποίησα ψάχνοντας στο Google.. 

Ο Λεωνίδας (Λέλος)

Λόγια του για την Κατοχική Πείνα:

«Με την εισβολή των Γερμανών και Ιταλών ήμουν στα 17.

Με τον πρώτο ήδη χρόνο της Κατοχής η πείνα ήταν φρικτή σ’ όλη την Ελλάδα, ειδικά σε μας, στη Παλιά Κοκκινιά, εργατική προσφυγική συνοικία ανθρώπων, Σμυρνιών, χωρίς συγγενείς σε αγροτικές περιοχές που κάτι θα μπορούσαν να μας δώσουν για τη διατροφή μας, εκτός από τους Ποντίους που είχαν συγγενείς σε όλες τις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας.

Συνομήλικοί μου πέθαιναν από την πείνα. Κάποιοι, στην αρχή, έβγαζαν άσπρα χνούδια, σαν γένια, άλλοι έβγαζαν πολλά μεγάλα σπυριά από την αβιταμίνωση. Όταν τους βλέπαμε, καταλαβαίναμε ότι δεν θα ζούσαν για πολύ. Ακόμα κ’ η λαχανίδα ήταν δυσεύρετη. Πολλοί έψαχναν σε τενεκέδες σκουπιδιών να βρουν κάτι, έστω λεμονόκουπες.

Εγώ εξασφάλιζα λίγες θερμίδες από δυο μεγάλα κοφίνια μαύρη συμπιεσμένη σταφίδα που είχε ο θείος μου, ανακατεμένη με χώματα, ζωοτροφή. Την καθαρίζαμε, όσο γινόταν, και την τρώγαμε».

Ψάχνοντας στα σκουπίδια            

Ο Μπακαλιάρος

«Αυτό ήταν το παρατσούκλι ενός συνομήλικου φίλου μου. Από κανέναν δεν περίμενε να του δώσει να φάει κάτι. Απέμεναν μόνο οι σκουπιδοτενεκέδες.

Κάποια ημέρα, ψόφιος από τη πείνα, μου λέει:

-Έλα ρε Λέλο να πάμε στη Λεύκα. Κάτι θα βρούμε εκεί να φάμε.

Πήγαμε...

Στη Λεύκα του Πειραιά, γνωστή στους κατοίκους των συνοικιών μας, στο δεξί μέρος των γραμμών του τρένου των Σ.Ε.Κ, πηγαίνοντας για Πειραιά, υπήρχε στη Κατοχή αποθήκη εφοδιασμού των γερμανικών υποβρυχίων με τρόφιμα. Είχαν «του πουλιού το γάλα». Στα βαρέλια- σκουπιδοτενεκέδες, έξω από το κτήριο, πετούσαν αποφάγια και ότι σάπια.

Φθάνοντας, ο Μπακαλιάρος όρμησε στους σκουπιδοτενεκέδες τρελός από τη πείνα. Εγώ έμεινα πίσω. Κάτι είχε αλλάξει με την φύλαξη από την συνήθως ανεκτική Γερμανική φρουρά:

- Raus, raus !, του φωνάζει ο Γερμανός φρουρός.

Πού ν’ ακούσει ο Μπακαλιάρος!. Μισοχωμένος στον σκουπιδοτενεκέ, ευτυχισμένος απ’ τα ευρήματά του, δεν άκουγε τίποτε.  Πάλευε να κορέσει την πείνα του.

-Raus, raus, του ξαναφωνάζει σκοπεύοντάς τον o φρουρός.

Τίποτε ο Μπακαλιάρος!.

- Μπαμ, μπαμ, δυο τουφεκιές, και ο Μπακαλιάρος μένει μισός μέσα και μισός έξω από το βαρέλι.»

 

Τα ΠαλιοΚοκκινιωτάκια και πώς οργανώσαμε μια ομάδα επιβίωσής

Η πείνα μας ώθησε 5 προσφυγάκια, ΠαλιοΚοκκινιωτάκια, ηλικίας πάνω- κάτω 17 χρόνων, όλα με τα παρατσούκλια μας όπως συνήθιζαν να δίνουν ο ένας στον άλλο οι Σμυρνιοί,  να οργανωθούμε σε «ομάδα επιβίωσης» στην Κατοχική Πείνα, αρπάζοντας οτιδήποτε από τους Σ.Ε.Κ του Άη Γιάννη του Ρέντη.

Ήμασταν ο Μπαξεβάνης που δούλευε στους Σ.Ε.Κ που μπορούσε να επισημάνει τί θ΄ αρπάξουμε, με αρχηγικό ρόλο, ο Λεωνίδας ή Λέλος, ο Βαγγέλης ή Λαιμουδιάρης, παρατσούκλι για τον ψηλό του λαιμό, Ο Νικολάκης το Κούτσουρο που στεκόταν σαν κούτσουρο, ακίνητος, συχνά, και ο Χαρίσης ο Γρουσούζης, παρομοίως, όνομα και πράμα, δειλό παιδί που αποδείχθηκε και γρουσούζης, όπως ακριβώς τον είχαν βαφτίσει..

Τα περισσότερα επίθετα  ειδικά των Σμυρνιών προέρχονται από παρατσούκλια. Π.χ κάποιο θείο μου, μεγάλο τεμπέλη, αγράμματο, ανθρωπάκι του μεζέ, του ούζου και του καρσιλαμά, τον είχαν «βαφτίσει» ...Κολέτζιο, από τη λέξη κολέγιο, πριν ακόμα φύγει από τη Σμύρνη το 22, ευφημισμός λόγω της αγραμματοσύνης αλλά και των πραγματικά καλών του τρόπων, σαν να είχε τελειώσει ..το κολέγιο, ανθρωπάκι του Θεού όμως.

Αρπάζαμε ότι υλικό είχε κάποια εμπορική αξία απ΄ τις φρουρούμενες από τους  Γερμανούς εγκαταστάσεις. Κάτι λιγότερο από σαλταδόροι, όχι όμως τόσο σαν αυτούς  ριψοκίνδυνοι..

Χρησιμοποιούσαμε σαν μεταφορικό μέσο ξύλινο καρότσι κατασκευής δική μας, που το τραβούσε ένας από τα τιμόνια, μπροστά. Οι συνοδοί, αν υπήρχαν, πηγαίναμε από πίσω και βοηθούσαμε σπρώχνοντας, ειδικά αν το φορτίο ήταν βαρύ. Συνήθως ότι αρπάζαμε το είχε εντοπίσει ο Μπαξεβάνης την ώρα της δουλειάς του εκεί και το είχε φέρει με τρόπο κοντά στη συρματοπλεγμένη περίφραξη, ώστε να το πάρουμε το βράδυ, μπαίνοντας μέσα με μεγάλο ρίσκο. Γύρω από την περίφραξη που φυλασσόταν από γερμανικά περίπολα, υπήρχαν καλαμιές, λάσπες και χωράφια με λαχανίδες.

Αρπάζαμε παλιές ξύλινες τραβέρσες, κατάλληλες για ξυλοκατασκευές και τσόκαρα, έστω και σαν καύσιμη ύλη, καινούργιες τραβέρσες με κατάλληλο ξύλο  για κατασκευή αργαλειών και κάθε μέταλλο παλιό ή καινούργιο.

Οι μετακινήσεις μας με το καρότσι φορτωμένο αργά βράδυ ήσαν πολύ επικίνδυνες, γι’ αυτό πηγαίναμε από τα δρομάκια της περιοχής κάνοντας ζιγκ- ζαγκ ώστε ν’ αποφεύγουμε τα μπλόκα.

Το πιο επικίνδυνο μέρος ήταν όταν έπρεπε να διασχίσουμε κάθετα τη Θηβών, τμήμα της τότε Εθνικής Οδού.

Κάποιο βράδυ αντιληφθήκαμε μπλόκο Ιταλών γιατί οι καραμπινιέροι κρυμμένοι στο σκοτάδι ..ψιλοτραγουδούσαν για να περάσει η ώρα τους. Μόλις τους ακούσαμε  εξαφανιστήκαμε μαζί με το καρότσι μας. Σε μπλόκο όμως Γερμανών συνέλαβαν τον Μπαξεβάνη που είχε φορτωμένο το καρότσι με αρπαγμένα στους Σ.Ε.Κ στον Άη Γιάννη καινούργια, βαριά μεταλλικά γερμανικά στοιχεία γεφυρών. Ανέλαβε την ευθύνη χωρίς να προδώσει, παρόλο βασανίστηκε, κανέναν από τους άλλους. Γλίτωσε την εκτέλεση αλλά στάλθηκε στην Αλσατία εργάτης σε αλατωρυχείο μέχρι που ο Πόλεμος τέλειωσε..

……………………………..

- Ο Βαγγέλης, ο Νικολάκης κι΄  ο Χαρίσης πέθαναν στην Πείνα από πείνα.

- Ο Λεωνίδας επέζησε. Καθάριζε κι΄ έτρωγε τις σταφίδες από κάποιες ζωοτροφές. Μετά τον Πόλεμο έκανε ξυλουργική βιοτεχνία, κάποτε μικροεφοπλιστής. Έφυγε το 2009.

Ο Μπαξεβάνης επέζησε στην Αλσατία. Αγαπήθηκαν με μια εβραιοπούλα, κατατρεγμένοι κι΄ οι δυο, έκαναν οικογένεια.

Το 1962, σωστός κύριος με κούρσα, ήλθε, αναζήτησε τον Λέλο, τον βρήκε..

Ακούσιοι σαμποτέρ στον Άη Γιάννη τον Ρέντη

«Κάποιο βράδυ πήγαμε στον Άη Γιάννη χωρίς να έχουμε κάτι ν’ αρπάξουμε. Σταματήσαμε μεσ’ τις λάσπες απ’ έξω. Ο Μπαξεβάνης, αρχηγός, μας  λέει: 

- Θα μπω και θα πάρω ότι βρω.

Σύρθηκε, μπήκε μέσα αποφεύγοντας προβολείς και περίπολα και πλησιάζει μια σταθμευμένη γερμανική αμαξοστοιχία, γεμάτη όπως μάθαμε την άλλη ημέρα, με  τραυματίες από το μέτωπο του Ρόμελ στην Αφρική.

Μη βρίσκοντας τι να κλέψει ο Μπαξεβάνης, καλυμμένος κάτω από την αμαξοστοιχία, σκέφτηκε τους λαστιχένιους σωλήνες που πάνε ατμό από την ατμομηχανή και από βαγόνι σε βαγόνι. Λάστιχα κατάλληλα για σόλες παπουτσιών. Θα έπιαναν καλή τιμή. Έκοψε τα περισσότερα λάστιχα αγνοώντας ότι έκανε ένα από τα σοβαρότερα σαμποτάζ κατά των Γερμανών.

Η αμαξοστοιχία δεν μπορούσε να φύγει για Γερμανία. Το μάθαμε την άλλη ημέρα με την «είδηση» ότι το σαμποτάζ έγινε από τον «Πολωνό», γνωστό Ελληνοπολωνό σαμποτέρ που δρούσε στην Ελλάδα. Τη δόξα τη πήρε εκείνος».

………………………………………..

Ο «Πολωνός» ήταν ο Ιβανώφ, ιστορικό πρόσωπο, σαμποτέρ, που έζησε κι΄ έδρασε σε όλη την Ελλάδα,  ειδικά στη Σαλονίκη.

Το Ιβανώφειο στάδιο της πόλης πήρε το δικό του όνομα για να τον τιμήσει.

Ο Χαρίσης ο γρουσούζης

«Όλοι με τη σειρά μας, σπάνια δυο μαζί, μπαίναμε μέσα στις εγκαταστάσεις των Σ.Ε.Κ στο Ρουφ ν’ αρπάξουμε κάτι. Ο μόνος που δεν είχε μπει από φόβο ήταν ο Χαρίσης ο γρουσούζης, όνομα και πράμα, δειλό παιδί που αποδείχθηκε και γρουσούζης, όπως ακριβώς το παρατσούκλι του όπως όλοι οι Σμυρνιοί. Κάποτε τον ζορίσαμε:

- Άντε κι εσύ μια φορά... Δεν μπορείς να τα περιμένεις όλα από μας!.

Ο καημένος ο Χαρίσης έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, φοβήθηκε ταυτόχρονα μήπως τον  διώξουμε από την ομάδα. Αποφάσισε κάποιο βράδυ να μπει.

Με το που περπάτησε μέσα στο χώρο μερικά μέτρα προσπαθώντας να κρύβεται, πέφτει πάνω στο περίπολο:

- Αλτ, αλτ!!.

Από τον φόβο του χέστηκε!. Κατεβάζει τα πανταλόνια του και άρχισε να τα κάνει ενώ ταυτόχρονα έπεσε πάνω του ο τεράστιος φακός της περιπόλου.

Κλαίγοντας εξηγούσε σε γερμανοϊταλοελληνικά, όπως τα’ χαμε μάθει όλοι της πιάτσας τότε :

- Μalado καμαράντ, malado!!.

Αυτό τον έσωσε!.

Ο γερμανός όμως σαν Γερμανός, δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι ..ατιμώρητος. Του κάνει νόημα να βγάλει τον μπερέ του, ο Χαρίσης φορούσε πάντα μπερέ, να τον γεμίσει με τα χέρια μ’ ότι είχε αφοδεύσει και να τον ξαναφορέσει μ’ όλο το περιεχόμενο!. Όπως και έγινε.

- Μας γύρισε βρωμοκοπώντας με τα σκατά να τρέχουν στα μούτρα του, αλλά ζωντανός!» τέλειωσε ο Λεωνίδας.

Ο Μπαξεβάνης

 «Οι μετακινήσεις μας με καρότσι φορτωμένο αργά βράδυ ήσαν επικίνδυνες, γι’ αυτό πηγαίναμε από δρομάκια κάνοντας ζιγκ- ζαγκ ώστε ν’ αποφεύγουμε τα μπλόκα. Το πιο επικίνδυνο μέρος ήταν όταν έπρεπε να διασχίσουμε κάθετα τη Θηβών, τμήμα της τότε Εθνικής Οδού.

Κάποιο βράδυ αντιληφθήκαμε μπλόκο από Ιταλούς γιατί κρυμμένοι στο σκοτάδι ..ψιλοτραγουδούσαν για να περάσει η ώρα.

Μόλις τους ακούσαμε  εξαφανιστήκαμε με το καρότσι μας.

Κάποιο άλλο βράδυ μπήκαμε στις εγκαταστάσεις του Ρουφ πάλι και κλέψαμε τυποποιημένα κομμάτια από ικριώματα γεφυρών όπως αποδείχθηκε. Τα νομίσαμε απλά σίδερα. Τα φορτώσαμε, βαριά όπως ήσαν, στο καρότσι. Μπροστά στα τιμόνια ο Μπαξεβάνης. Οι άλλοι σπρώχναμε το καρότσι, δυσκίνητο από το βάρος.

Στη Θηβών, ξαφνικά το σκοτάδι γίνεται μέρα από τους προβολείς γερμανικού μπλόκου που παραμόνευε σε απόλυτη σιγή.

- Αλτ !.

Με το αλτ, όλοι οι πίσω από το καρότσι χωθήκαμε στα σοκάκια πανικόβλητοι.  Γίναμε ένα με το σκοτάδι. Ο κακομοίρης Μπαξεβάνης, μπροστά με τα τιμόνια στα χέρια, φωτισμένος απ’ τους προβολείς, με τους πεταλάδες της Γκεστάπο να τον σκοπεύουν, έμεινε ακίνητος σηκώνοντας τα χέρια. Τον πλησιάζουν. Ο διερμηνέας τον ρωτά:

- Τι έχεις στο καρότσι;.

Ο Μπαξεβάνης πήρε το πιο κακομοίρικο ύφος του:

- Παλιοσίδερα, παλιοσίδερα. Παλιατζής είμαι καμαράντ!!.

Οι Γερμανοί ελέγχουν το υλικό. Τα ικριώματα είχαν τον αγκυλωτό σταυρό και γερμανικά στοιχεία τυποποίησης. Δεν ήθελαν πολύ.

Τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν, δεν πρόδωσε. Ανέλαβε όλη την ευθύνη.

Η δίκη του για σαμποτάζ έγινε στο κτίριο του «Παρνασσού».

Κανείς δεν πήγε μάρτυρας. Που να τολμήσουμε, σύντροφοι, συγγενείς, φίλοι!. Μόνη η χήρα μάνα του έκλαψε μπροστά στους Γερμανούς στρατοδίκες:

- Είναι ο μοναχογιός μου. Δεν έχω τίποτε και κανέναν στον κόσμο. Μωράκι τον έφερα από την Μικρά Ασία το εικοσιδυό. Λυπηθείτε με !.

Ό εισαγγελέας, Αυστριακός, κοίταξε τον Μπαξεβάνη κοίταξε και τη μάνα του και  είπε:

   - Είναι νεαρός και γερός. Νεκρός θα είναι άχρηστος. Το Ράιχ χρειάζεται χέρια.

Έτσι σώθηκε ο Μπαξεβάνης. Τον έστειλαν σε αλατωρυχεία της Αλσατίας όπου δούλεψε σκληρά μέχρι το τέλος του Πολέμου. Όταν γύρισε, τον μόνο που βρήκε από την ομάδα ήμουν εγώ. Οι άλλοι είχαν πεθάνει από πείνα».

Στην Αλσατία αγαπήθηκαν με μια εβραιοπούλα. Έκαναν οικογένεια, παιδιά. Το 1962 μια κούρσα σταμάτησε έξω από το ξυλουργικό εργοστάσιο του Λέλου στην Παλιά Κοκκινιά.  Ένας κύριος κατέβηκε και ρωτούσε γι΄ αυτόν να τον βρει. Τον βρήκε. Ήταν ο Μπαξεβάνης!..

Ο Γιώργος Οικονομίδης, η Ρένα Ντορ και«τα Κοκκινιωτάκια»

«Φλεβάρη του 1944, 21 χρόνων τότε, κάποιο απόγευμα, είχα ραντεβού με φίλους για να πάμε θέατρο να δούμε την παράσταση «Το Τζιώτικο ραβαΐσι» με τον Γιώργο Οικονομίδη και τη Ρένα Ντορ. Τόπος του ραντεβού ήταν ο Φυσιολατρικός Σύλλογος της Κοκκινιάς.

Είχαν μαζευτεί οι φίλοι και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, όταν εισέβαλαν τα SS με την πληροφορία ότι ο σύλλογος ήταν κομμουνιστικός με αντιστασιακή δράση. Μας συνέλαβαν όλους, μέλη και μη, και με κλωτσιές και κτυπήματα με τον υποκόπανο των όπλων μας φόρτωσαν σε φορτηγά και μας πήγαν στα  κρατητήρια της οδού Μέρλιν στην Αθήνα.

Μπαίνοντας μέσα με μισοσκόταδο ήταν ένας διάδρομος μεγάλος. Τρεις- τέσσερις είχαν γυρισμένοι τη πλάτη κοιτώντας προς τον τοίχο. Νομίσαμε ότι κατουρούσαν. Κατουριόμασταν από το φόβο και το κρύο, γι’ αυτό πλησιάσαμε δυο- τρεις και αρχίσαμε να κατουράμε. Με το που αρχίσαμε, το τι ξύλο φάγαμε ήταν το κάτι άλλο!.

Βρεγμένοι και δαρμένοι ανεβήκαμε λίγα σκαλοπάτια.  Μπήκαμε στα κρατητήρια. Μας έδεσαν από κάτι χειροπέδες από το τοίχο με χέρια ψηλά.

Πριν ξημερώσει μας φόρτωσαν και μας πήγαν στο Χαϊδάρι, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο κτήριο 15 (block 15), όπου γίνονταν και οι ανακρίσεις.

Το block 15 σήμερα. Φωτό από ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου

Τι να πούμε;. Εμείς δεν ξέραμε τίποτε για κομμουνιστικό σύλλογο με δράση.

Το ίδιο βράδυ έφεραν και τον Γιώργο Οικονομίδη με τη Ρένα Ντορ.

Τα SS  είχαν εισβάλει στο θέατρό τους την ώρα της παράστασης, έδιωξαν κακήν- κακώς τον κόσμο και τους συνέλαβαν επειδή κάποιοι τους πληροφόρησαν ότι τα κείμενα περιείχαν αντιφασισικά υπονοούμενα.

Ο Οικονομίδης  που τον γνωρίσαμε,  μας αποκαλούσε «τα Κοκκινιωτάκια».

Μας άφησαν 45 ημέρες μετά, αφού κι’ εμείς κι’ οι συγγενείς μας είχαμε πανικοβληθεί. Οι δικοί μας «φίλησαν κατουρημένες ποδιές» και τα χέρια διαφόρων δεξιών για να μεσολαβήσουν να μας αφήσουν.  Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι όταν βγήκαμε μας αποφεύγανε όλοι!. Οι δεξιοί γιατί σκέφτονταν ότι για να μας συλλάβουν οι Γερμανοί ήμασταν αριστεροί. Οι αριστεροί γιατί σκέφτονταν ότι για να τη γλιτώσουμε αποδείχτηκε ότι ήμασταν δεξιοί ή ότι κάποιους καρφώσαμε για να μας βγάλουν!.

Εγώ ήμουν σίγουρος πως όλη η υπόθεση στήθηκε από αριστερούς σε μια από τις προσπάθειές τους να δημιουργήσουν θύματα, όχι από τους δικούς τους προς το παρόν, έγινε κι’ αυτό, αλλά από το χώρο των αδιάφορων ή συμπαθούντων ή και των δεξιών. Αυτό για να οξύνουν τα πάθη και να δημιουργήσουν μίση προς τη δεξιά.

Ο σύλλογος που προανέφερα αποδείχθηκε αργότερα πραγματικά αριστερός και μάλιστα βρέθηκαν σ’ αυτόν προκηρύξεις, ακόμη και οπλισμός.

Κάποτε σε μια ..αριστερή μου στροφή, που ήταν συχνές για όλους τότε και ειδικά τους νεώτερους, συνέβηκε κάποιος ινστρούχτορας που μας είχε μαζέψει, να μας δώσει εντολή να κάνουμε μια διαδήλωση- πορεία την άλλη ημέρα από κάποιο δρόμο όπου υπήρχε ιταλικό φυλάκιο. Εγώ, γνωρίζοντας καλά τη διαδρομή, ζήτησα το λόγο. Τους είπα ότι σίγουρα θα μας πιάνανε οι Ιταλοί, αν δεν συνέβαινε τίποτε χειρότερο.

Ο ινστρούχτορας με διέκοψε λέγοντας ότι «το Κόμμα ξέρει τι κάνει».

Όταν φεύγαμε με σταμάτησε να μείνω για λίγο. Μου είπε κοφτά:

- Εμείς δεν έχουμε καμιά πρωτοβουλία. Ακολουθούμε χωρίς κανένα σχόλιο τη γραμμή του Κόμματος.

Η διαδήλωση έγινε την άλλη ημέρα όπως σχεδιάστηκε. Μας συνέλαβαν οι Ιταλοί αλλά μας συμπεριφέρθηκαν πολύ καλά. Μάλιστα μας έδωσαν και κάτι γλυκίσματα. Κάποιος έφερε κι ένα μαντολίνο και όλοι το ρίξαμε στο τραγούδι. Την άλλη ημέρα μας άφησαν ελεύθερους αφού πληρώσαμε   ...πρόστιμο».

Οι Ελληνοεβραίοι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι

«Στο Χαϊδάρι μας δίνανε και τρώγαμε μια πολύ αραιή σούπα με λίγες πατάτες και κάτι ζυμαρικά. Για την εποχή αυτή της πείνας ήταν ένα υπέροχο φαγητό! Στεκόμασταν στην ουρά και περνάγαμε από το καζάνι, όπου μας γέμιζαν την καστανιά.

Δίπλα μας ήταν μια δεύτερη ουρά. Ήσαν όλοι ελληνοεβραίοι. Περίμεναν και αυτοί υπομονετικά, φοβισμένοι, πεινασμένοι, σκυμμένοι, μήπως πάρουν λίγη σούπα, μετά από μας τους .. χριστιανούς!.

Εμείς όμως, πολύ μαγκάκια, νεαροί όπως ήμασταν, αφού παίρναμε τη μερίδα μας πρώτη φορά και τρώγαμε στα γρήγορα, ξαναμπαίναμε στην ουρά και παίρναμε και δεύτερη, κάποτε και τρίτη φορά. Μας έδιναν παρόλο που μας έβλεπαν, σίγουρα για να βασανίσουν τους εβραίους, που έβλεπαν το καζάνι να τελειώνει, τη σειρά τους να μην έρχεται και την αδικία που τους γινόταν, μη γνωρίζοντας ίσως τι άλλο τους περιμένει σύντομα..

Αυτό το έκανα μια- δυο μέρες. Την τρίτη ημέρα πήρα πάλι για δεύτερη φορά, παρόλο φαγωμένος. Φεύγοντας να πάω πιο πέρα να ξαναφάω, το μάτι μου πέφτει σ’ ένα γεροντάκι εβραίο. Χωμένος σ’ ένα παλτό μ’ ανεβασμένους τους γιακάδες, τουρτουρίζοντας, αδύνατος, χλωμός, σκυμμένος, κοντούλης, έτοιμος να πέσει από πείνα και ταλαιπωρία, περίμενε καρτερικά στο τέρμα της ουράς τους κρατώντας τη καστανιά του. Μου κόπηκε η όρεξη.

Τον πλησίασα, σήκωσα το χεράκι του με την καστανιά του και του άδειασα μέσα τη γεμάτη δικιά μου.

Έχουν περάσει 55 χρόνια!. Αυτό το βλέμμα του, όταν σήκωσε τα μάτια του να με κοιτάξει, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ!. Δεν ήταν ευγνωμοσύνη για τη τροφή. Ήταν περισσότερο για το ότι κάποιος νέος άνθρωπος τον συμπόνεσε και δε δίστασε παρά τα κακόβουλα μάτια που παρακολουθούσαν, να  δείξει άφοβα τα αισθήματά του, αισθήματα και για όλους τους ομόθρησκούς του.»

Εδώ τέλειωσαν οι αφηγήσεις του Λεωνίδα..

…………………………………………………..

Οι σαλταδόροι

Σκηνή από το Ξυπόλητο Τάγμα του Γκρεγκ Τάλλας

Όλοι οι μεγάλοι έχουμε ακούσει για τους σαλταδόρους, παιδιά, έφηβους και νέους της Κατοχής και της Πείνας που αποτολμούσαν με κίνδυνο της ζωής τους τα πλέον ριψοκίνδυνα για ν΄ αρπάξουν κάτι από τ΄ αυτοκίνητα των Γερμανών και συνοδοιπόρων τους.

Παιδιά της πιάτσας από τις φτωχότερες συνοικίες Αθήνας, Πειραιά, Σαλονίκης, μηχανεύονταν ν΄ αρπάξουν. Επωφελούνταν την όποια ελάττωση της προσοχής των φρουρών, την ελάττωση της ταχύτητας των αυτοκινήτων σε κλειστές στροφές των δρόμων, απασχολούσαν τους φρουρούς με σκηνοθετημένα επεισόδια.

Στην ταινία του 1953 του Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρη Θαλασσινού) Το Ξυπόλητο Τάγμα που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, μεγάλη βραβευμένη παγκόσμια επιτυχία, με σενάριο του Νίκου Κατσιώτη, βασισμένο σε ιδέα των Γκρεγκ Τάλλας και Νίκου Κατσιώτη, μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, εκτέλεση μουσικής από την Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον συνθέτη, οπερατέρ τον Μιχαήλ Γαζιάδη, παραγωγή του Πέτρου Μπουντούρη, ερμηνείες των Νίκου Φέρμα, Μαρίας Κωστή και Αντώνη Βούλγαρη αλλά ουσιαστικούς ηθοποιούς περίπου 60 παιδιά ορφανοτροφείου, εικονίζεται η δράση σαλταδόρων.

Πολλά λαϊκά τραγούδια γι΄ αυτούς γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν στην εποχή τους και αμέσως μετά. Σπουδαιότερο αυτό του Μιχάλη Γενίτσαρη, ο σαλταδόρος, https://Youtube/6q80akU9F-g  :

Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε

μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω

Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί την εσαλτάρω

σε κα να αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω

Βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε

γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε

Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα γίνε ντου και σήκω φεύγα

Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε

εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω

Αντίθετα, οι αισχροί και στυγνοί μαυραγορίτες

και οι λαδάδες άρπαξαν περιουσίες για ένα μπουκάλι λάδι,

αλλά κοίτα πως γίνεται, αυτοί βρέθηκαν φτιαγμένοι μετά το πόλεμο.

Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,

θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.

Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα

κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.

Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία, γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία»

10. Λίγα για το στρατόπεδο Χαϊδαρίου και δυο εβραίους ήρωες-μάρτυρες

Η πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης Χαϊδαρίου από σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη

Στο φρικτό στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου η διοίκηση στις 29 Νοε. 1943 μετά τους Ιταλούς πέρασε στα χέρια των SS και του βασανιστή ταγματάρχη Paul Otto Radomski. Πέρασαν συνολικά πάνω από 21.000 κρατούμενοι Έλληνες πατριώτες και Ελληνοεβραίοι, περίπου 4.468, που σχεδόν όλοι μεταφέρθηκαν τελικά στο στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς.

Από τους Έλληνες, οι τυχεροί επιστρατεύτηκαν για αγγαρείες στην Ελλάδα, οι άτυχοι, είτε εκτελέστηκαν για «αντίποινα» όπως οι 200 την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή  είτε στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και την Πολωνία.

Εκτελέσεις ομήρων και βασανιστήρια, γίνονταν στα λευκά κελιά απομόνωσης,  στο περιβόητο «Μπλοκ 15».

Η πρώτη εκτέλεση στο στρατόπεδο έγινε στις 7 Δεκ. 1943 από τον ίδιο τον Ραντόμσκι. Εκτέλεσε με το πιστόλι του αφού πρώτα βασάνισε τον έφεδρο υπολοχαγό του ελληνικού στρατού ελληνοεβραίο  Λευή από τα Γιάννενα...

Επίσης συνέλαβαν και οδήγησαν στην οδό Μέρλιν, μετά στο Χαϊδάρι και στις 30 Ιουν. στο Άουσβιτς  τον ελληνοεβραίο πιλότο της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας Αρμάνδο Μέντα παρόλο είχε ελληνική ταυτότητα  χριστιανού απ΄ αυτές που χορηγούσε ο Άγγελος Έβερτ, διοικητής της Αστυνομίας.. Στις 30 Ιουνίου 1944, αφού βασανίστηκε οικτρά, μεταφέρθηκε από το Χαϊδάρι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, μετά σε άλλα στρατόπεδα, μέχρι που χάθηκε κάθε ίχνος του..

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

 

 

            

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου