Συνεργάτες

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Τα μαστόρια της πέτρας

                  Τα μαστόρια της πέτρας

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q=%CE%B7%C

Ξημέρωσε. Ένας ήλιος ντροπαλός έβαψε κόκκινη την ανατολή. Η νύχτα παραμέρισε βιαστικά. Οι πρώτες ακτίνες του έλουσαν τις  βουνοκορφές και τις γιγάντιες πέτρες του κάστρου. Αιώνες τώρα διηγούνται τις ιστορίες τους με σιγανή φωνή, κρύβοντας τη μελαγχολία τους, για την αδιαφορία μας. Σε λίγο πλημμύρισε με φως το χωριό, φάνηκαν τα σπίτια με τις κεραμοσκεπές και τα καλοπελεκημένα αγκωνάρια. Φάνηκε η τέχνη και το μεράκι των μαστόρων. Πόσα μαρτυράνε τα έργα των ανθρώπων, σ’ αυτόν που θα σκύψει να τ’ αφουγκραστεί.

Ο Μητράνας ξύπνησε νωρίς και συμμάζευε τα σύνεργα της δουλειάς του. Έβαλε σ’ ένα μεγάλο σακκούλι το σφυρί, το μυστρί, το αλφάδι, το πριόνι, το ζύγι, το ράμμα, τη γωνιά και το μέτρο.

-Άντε ρε Δρόσω, φώναξε τη γυναίκα του, φκιάξε λίγο καφέ θ’ αργήσω.

Η Δρόσω έριξε στο μπρίκι λίγο νερό, μια κουταλιά καφέ και μία ζάχαρη και τ’ απίθωσε στη χόβολη.

-Τώρα Μήτρο μ’ τώρα, είπε υποταχτικά.

Κεφαλοχώρι ήταν το χωριό τους τα Πράμαντα, δυσπρόσιτο και ανυπότακτο, κουρνιασμένο σαν αετοφωλιά στο άγριο τοπίο. Εξόν απ’ τη ξενιτιά, δυο στράτες είχαν οι άνθρωποι εδώ ή να πιάσουν τη γκλίτσα ή να γίνουν μάστοροι της πέτρας.

Ο  Μητράνας ξεκίνησε σαν κάλφας και λασπάς και σιγά-σιγά έμαθε την τέχνη, ώσπου τον πήρε στην παρέα του ο μαστρο-Τσεμπέρης, που ήταν ο πρωτομάστορας. Έφευγαν την άνοιξη μετά το Πάσχα για κοντινά χωριά ή μακρινότερα να βρουν δουλειά και γύριζαν το χινόπωρο. Ώσπου να πιεί τον καφέ του ο Μητράνας, η Δρόσω του ετοίμασε ένα ντορβά με λίγο ψωμοτύρι και λαχανόπιτα που έκανε από την προηγούμενη μέρα. Του έβαλε και κάνα-δυο αλλαξιές, τσουράπια και σαρκοφάνελες. Κρέμασε στον ώμο τα σύνεργά του και την αποχαιρέτησε βιαστικά.

-Να προσέχεις τα παιδιά της είπε κι έστριψε την πλάτη του, να μη φανεί η συγκίνησή του.

-Στο καλό να πας Μήτρο μ’, στο καλό ψιθύρισε εκείνη βουρκωμένη και σήκωσε το δεξί της χέρι.

Στην άκρη του χωριού συνάντησε την υπόλοιπη παρέα, τον Τσεμπέρη, τον Κακάβα, τον Νταλάκα, τον μπαρπα-Νάσιο τον Μπλέκα, που ήταν και ο μεγαλύτερος της παρέας και τον Βάιο, το λασπά του συνεργείου.

-Ούλοι εδώ ρώτησε ο Τσεμπέρης, άντε να ξεκινήσουμε είπε κι έκανε το σταυρό του.  Σαν να ‘ταν συννενοημένοι σταυροκοπήθηκαν κι οι υπόλοιποι.

Πήραν το κατηφόρι στον φιδωτό δρόμο που έβγαζε στη μεγάλη δημοσιά. Θα πήγαιναν σ’ ένα βλαχοχώρι την Ντινόμπαση, δυο- τρεις ώρες ποδαράδα.

Δεν άργησαν να πιάσουν  τα καλαμπούρια και τα πειράγματα μεταξύ τους, θυμίζοντας παλιές περιπέτειες. Να μην έπεφτε κανείς στο στόμα τους, φαρμακόστομοι, ανελέητοι και πειραχτήριοι!

Είχε τσακίσει η μέρα, όταν έφτασαν στη Ντινόμπαση. Τους καλοδέχτηκαν ο Χρόνης, ο τσέλιγκας με τα χίλια πρόβατα, η γυναίκα του η Μαλάμω και η μοναχοκόρη τους η Αρετούλα. Εδώ ήταν το χειμαδιό τους και το καλοκαίρι πήγαιναν στ’ Άγραφα.

Ο Χρόνης πήρε παράμερα τον πρωτομάστορα και είπαν χαμηλόφωνα λίγες κουβέντες. Κανόνισαν φαίνεται την πλερωμή και το ψωμί! Σ’ όλα ήταν σύμφωνοι, όπως φάνηκε απ’ το πρόσωπο του  Χρόνη, όταν έδωσαν τα χέρια κι έκαναν μια αντρίκια χειραψία. Ο λόγος παλιότερα ήταν μεγάλο συμβόλαιο!

-Φέρε Μαλάμω το τσίπουρο, να κεράσουμε τους μαστόρους πρόσταξε. Τους κέρασε κι άρχισαν οι ευχές. Ύστερα έφερε κι η Αρετούλα το λουκούμι!

Την άλλη μέρα άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια του σπιτιού. Η Μαλάμω έπιασε έναν πολύχρωμο και λειράτο κόκκορα και τον έδωσε στον Χρόνη να τον σφάξει στο θεμέλιο. Έτσι το βρήκαν το έθιμο κι έπρεπε να το κρατήσουν! Μέρα τη μέρα ο τοίχος ανέβαινε προς τον ουρανό κι ο Χρόνης καμάρωνε και δεν χόρταινε να το κοιτάει.

Κάθε βδομάδα έσφαζαν κι ένα ζωντανό, πότε αρνί, πότε προβατίνα για να μαγειρεύει η Μαλάμω καλό φαΐ για τους μαστόρους, που έκαναν μια τόσο σκληρή και κοπιαστική δουλειά. Η Μαλάμω έφτιαχνε το φαΐ και πήγαινε κι άφηνε την κατσαρόλα, τα πιάτα, την κουτάλα, το ψωμί και μπόλικο τυρί στον ίσκιο της μυγδαλιάς, να φάνε όποτε ήθελαν αυτοί. Η Αρετούλα πρόσχαρη και γελαστή φρόντιζε να έχουν πάντα κρύο νερό στο λαγήνι.  Ο πρωτομάστορας έπαιρνε την κατσαρόλα και έβαζε σ’ όλους μπόλικο φαΐ, αφού πρώτα κράταγε για τον εαυτό του, τη λαδιά που ήταν πάνω-πάνω κι ένα καλό κοψίδι! Κανείς όμως δεν του παραπονιόταν, γιατί όλοι τον αγαπούσαν!

Τρεις βδομάδες κράτησε το χτίσιμο του σπιτιού και τώρα άρχιζαν τη σκεπή. Αφού το σκέπασαν με όμορφα κεραμίδια, το τραγούδησαν σύμφωνα με το έθιμο και η Μαλάμω τους μαντίλωσε όλους. Άλλον με πετσέτα, άλλον με μάλλινα τσουράπια, άλλον μ’ ένα ντορβά και στον πρωτομάστορα έδωσε μια επάργυρη εικόνα τ’ Αη-Γιώργη!

Κείνες τις μέρες ήρθε στη Ντινόμπαση, ο κουμπάρος του Χρόνη, ο Βαγγελάκος που κατάγονταν από μακριά, από ένα χωριό του Αρμυρού, το Μπαρακλί. Είδε τη δουλειά τους, τα καλοπελεκημένα αγκωνάρια και τους θαύμασε δίνοντάς τους συγχαρητήρια. Ο Βαγγελάκος ήταν επίτροπος στην εκκλησία του χωριού του, πού έπαθε μεγάλες ζημιές από το σεισμό του ’54. Ήταν μια παλιά εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή, όπως έγραφε η πέτρα που ήταν πάνω από την κεντρική πόρτα  ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΒΗ. Είχαν πάρει κάποιους μαστόρους απ’ τη Λαμία, αλλά δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι απ’ τη δουλειά τους. Ο Βαγγελάκος τους πρότεινε και τους παρακάλεσε να έρθουν να δουν την εκκλησία και να αναλάβουν τη δουλειά.

Ο Τσεμπέρης τους μάζεψε όλους, σαν στοργικός πατέρας και το κουβέντιασαν. Ήταν δεμένοι μεταξύ τους, σαν οικογένεια και το πρόβλημα του καθενός γινόταν πρόβλημα όλων. Βάρυνε στην απόφασή τους, το ότι και στα Πράμαντα είχαν Αγία Παρασκευή, που τόσο σέβονταν και πάντα επικαλούνταν τη Χάρη της. Κάπως έτσι έφτασαν στο Μπαρακλί, ένα ορεινό χωριό με εφτακόσιες ψυχές.

Η δουλειά ήταν πολύ μεγάλη κι έπρεπε να οργανωθούν καλά. Ευτυχώς το βουνό ήταν πολύ κοντά και η πέτρα άφθονη. Με τα μουλάρια κουβαλούσαν την πέτρα, την πελέκαγαν καταγής κι ύστερα την ανέβαζαν στη σκαλωσιά. Μέρα με τη νύχτα ήταν η τέχνη τους, από τους προηγούμενους μαστόρους. Οι χωριανοί πήγαιναν και τους παρακολουθούσαν εντυπωσιασμένοι και τους έπιαναν κουβέντα. Ο Τσεμπέρης  συμβούλεψε τους δικούς του,  να μην πιάνουν  πολιτικές κουβέντες, γιατί ήταν λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο και λίγο πολύ όλα τα χωριά ήταν πληγωμένα.

Ολόκληρους μήνες έχτιζαν κι έχτιζαν κι όλο ανέβαιναν προς τον ουρανό! Τα χέρια τους ζωγράφιζαν αθάνατα έργα. Έχτιζαν, πελέκαγαν αγκωνάρια κι ο νους δραπέτευε κρυφά στα Πράμαντα, στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Είχαν κερδίσει την εκτίμηση όλων και αυτό ήταν η πρώτη και καλύτερη ανταβοιβή.

Ο Νταλάκας ήταν ο πιο ξεσυλλόγιαστος, άλλωστε δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδιά να τον περιμένουν, εκτός απ’ τη γριά μανούλα του. Ήταν και χωρατατζής κι όταν ο ήλιος πύρωνε τα μεσημέρια κι ο ιδρώτας έσταζε στο μέτωπο φρόντιζε να τους αποφορτίζει με τις ιστορίες του. Όταν ο τζίτζικας  άρχιζε το μονότονο τραγούδι του στη μυγδαλιά, θυμόταν ένα δίστιχο που έλεγαν στον κλήδονα και τους το έλεγε τραγουδιστά: «Τζέτζερας να γένομαν να ‘ρθώ στη μυγδαλιά σου, να σε ξυπνώ κάθε πρωί να φτιάνεις τα προικιά σου!» Έβαζαν τότε όλοι τα γέλια και ξεχνούσαν για λίγο την κούραση!

Θυμάσαι μπαρμπα-Νάσιο τη βλάχα τη Λάμπραινα, που μας έφερνε κάθε μέρα ψωμί κι ελιές για κολατσιό, και μια μέρα μας έφερε ψωμί και τυρί και της είπες: Μωρέ είχες τυρί και χάλαγες τις λιές! Κι όταν σου είπε αυτή η πέτρα είναι στραβή, της είπες επίτηδες την άφησα για να ξύνουν τα κριάρια τα κέρατα!

Ύστερα έπιανε το αγαπημένο του τραγούδι…

«Εξέφεξε η ανατολή, Βασίλω  ρουμελιώτισσα,

 πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή κι οι όμορφες να πλύνουν,

παίρνω κι ‘γώ το γρίβα μου και πάω να τον ποτίσω…»

Ατέλειωτες ώρες στις σκαλωσιές, πότε έλεγαν ιστορίες, πότε έπιαναν κάνα τραγούδι και πότε πείραζαν το Βάιο, το λασπά! Ο Βάιος ήταν ο νεότερος, σβέλτος και δουλευταράς. Μ’ όλους τα πήγαινε καλά, εκτός απ’ το μπαρμπα- Νάσιο τον Μπλέκα που ξόδευε πολύ λάσπη. Όλο φέρε-φέρε έλεγε!

-Μα δεν την προσφαΐζεις λιγάκι μπάρμπα-Νάσιο, του ‘λεγε, αλλά αυτός το χαβά του.

Έτσι περνούσε ο καιρός κι όλα κυλούσαν καλά κι ήσυχα, ώσπου μια αποφράδα μέρα ήρθε το ατύχημα που τους κατατρόμαξε! Ο Μητράνας έπεσε από τη σκαλωσιά την ώρα που ανέβαζε μια μεγάλη πέτρα. Σταμάτησαν όλοι, κατέβηκαν και πήγαν να δουν τι έγινε. Ο Μητράνας λαβωμένος, στουμπισμένος στα πλευρά, βογκούσε κι έλεγε:

-Σκοτώθκα, σκοτώθκα!

-Δεν έχεις τίποτα, τον παρηγόρησε ο μαστρο- Τσεμπέρης. Να ‘φχαριστάς την Αγία Παρασκευούλα που σε γλίτωσε.

-Ήταν  θαύμα, που γλίτωσες μουρμούριζε ο Νταλάκας.

Μια βδομάδα ήταν τσολιασμένος και βογκούσε. Οι χωριανοί έκαναν τα πρακτικά τους φάρμακα κι αυτός έπαιρνε το καλύτερο.

Ο πρωτομάστορας τους μάζωξε ένα βράδυ και τους είπε την αποφασή του. Ο Μητράνας θα παίρνει το μεροκάματό του κανονικά σαν να δούλευε.

-Έχει κανείς αντίρρηση; τους ρώτησε. Ήξερε πως όλοι θα συμφωνούσαν, όπως κι έγινε.

Αφού πέρασε κι αυτή η μπόρα, άρχισαν να χτίζουν  το καμπαναριό, εδώ έβαλαν τα δυνατά τους ν’ αφήσουν τη σφραγίδα της τέχνης τους.

Το χινόπωρο έφτανε προς το τέλος του, τα χελιδόνια μαζεύονταν στα τηλεγραφόξυλα κι ετοιμάζονταν για το μεγάλο ταξίδι στην Αραπιά!

-Την Τετράδη φεύγουμε, πάμε στα σπίτια μας, είπε ο μαστρο-Τσεμπέρης, κάνοντας να ξαστερώσουν τα ηλιοκαμένα πρόσωπα των μαστόρων. Έβγαλαν και φέτος τίμια το ψωμί για τις φαμελιές τους, με τον ιδρώτα και τα κόπια τους. Γυρίζουν στα σπίτια τους μ’ ένα καλό κομπόδεμα για το χειμώνα, που το κρύβουν προσεχτικά στο πουγκί που έχουν κρεμασμένο στο λαιμό τους κάτω απ’ τη σαρκοφάνελα.

Σκληρή η ζωή τους σαν την πέτρα που πελεκάνε καθημερνά, κάτω απ’ το καλοκαιριάτικο ήλιο. Εδώ μας έριξε η μοίρα μονολογούν!

Ο Μητράνας έφερε για λίγο στο νου του τη Δρόσω, να τον καρτερεί καλοσυνάτη στο κατώφλι του σπιτιού και να τον καλωσορίζει χαρούμενη. Την πεθύμησε κι αυτή και τα παιδιά, τόσους μήνες μακριά τους.

Και το ταξίδι θα συνεχιστεί την ερχόμενη άνοιξη, μετά το Πάσχα, όπως συνεχίζεται κι η ζωή τεντωμένο ράμα σε τοίχο πέτρινο…

Γιώργος Ζούγροσ

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου