Συνεργάτες

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Οι ιστορίες του παππού

                      Οι ιστορίες του παππού

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

 Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q

Το χειμώνα οι νύχτες είναι κρύες και μεγάλες, γι’ αυτό θέλουν κούτσουρα στο τζάκι κι ιστορίες στο παραγώνι. Θέλουν κι έναν παππού πολυλογά, να ξέρει παραμύθια!

Ο Μάρκος είχε την τύχη να μεγαλώσει, έχοντας κοντά του  και παππού και γιαγιά. Έμαθε τόσα πολλά απ’ αυτούς, που τον στιγμάτησαν και τον ακολουθούν για πάντα. Ήταν απλοί άνθρωποι της υπαίθρου δεμένοι με τη γη, τα φυτά και τα ζώα τους. Είχε έναν παππού θυμόσοφο, παραστατικό στις εξιστορήσεις του με γλώσσα χωριάτικη, κοφτερή, σαν το λάζο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του.

Αχώριστοι ήταν τα καλοκαίρια, μαζί στο κήπο, μαζί στ’ αμπέλι, μαζί στα ζωντανά. Με τον ήρεμο γάιδαρό τους πήγαιναν στο κήπο να τον ποτίσουν. Μια μικρή βρυσούλα γέμιζε τη στέρνα καθημερνά, για το πότισμα των ζαρζαβατικών. Εξόν απ’ τα ζαρζαβατικά, ο κήπος τους είχε και πολλά δέντρα, συκιές, κρανιές, κορομηλιές, αχλαδιές και κληματαριές που σκαρφάλωναν στις φρουσκλιές. Κι όταν η Λούλα η δασκάλα του, τους μιλούσε για τον παράδεισο και τους πρωτόπλαστους, το φίδι και το μήλο, ο Μάρκος κάπως έτσι τον φαντάζονταν τον παράδεισο, σαν τον κήπο τους!

Όταν τέλειωναν το πότισμα έκοβαν σταφύλια και αχλάδια και κάθονταν κοντά στη βρύση να φάνε και να ξεκουραστούν. Τότε άρχιζε ο παππούς κάποια ιστορία κι ο Μάρκος κρέμονταν απ’ τα χείλη του…

Ένα αντρόγυνο ζούσε με φτώχεια, σ’ ένα μικρό χωριουδάκι της Μάνης. Έκαναν όλες τις δουλειές μεροκάματα, ξενοδούλι και προκοπή δεν έβλεπαν. Μια μέρα πήραν την απόφαση να φύγουν, να πάνε σε κάποιο άλλο μέρος, μήπως εκεί σταθούν πιο τυχεροί. Φόρτωσαν στο γαϊδαράκο τα λιγοστά υπάρχοντά τους και κίνησαν ένα φευγιό στο άγνωστο! Στα μισά του δρόμου θυμήθηκαν πως είχαν ξεχάσει την τριχιά στο σπίτι.

-Περίμενε εδώ, είπε ο άνδρας στη γυναίκα του, θα γυρίσω να την πάρω.

-Άστην δε πειράζει, είπε εκείνη.

-Όχι επέμενε αυτός, θα γυρίσω να την πάρω.

Γύρισε στο χωριό κι όταν πλησίασε στο σπίτι τους, άκουσε μέσα φωνές. Πλησίασε στο παράθυρο γεμάτος περιέργεια και κοίταξε μέσα. Και τι να δει! Μια νέα κοπέλα με ξέπλεκα μαλλιά είχε πάρει την τριχιά, την πέρασε σ’ ένα πάτερο κι έφτιαξε κούνια. Κουνιόταν και τραγούδαγε…

«Όθε να πας κακόμοιρε και ‘γώ κοντά σου θα ‘ρθω!»

Κατάλαβε πως αυτή ήταν η μοίρα του! Πήγε πίσω στη γυναίκα του και της είπε:

-Γύρνα πίσω, όπου και να πάμε ίδια θα είναι η μοίρα μας και της διηγήθηκε όλα όσα είδε.

Για το καθετί που έφερνε η ώρα κι η στιγμή είχε έτοιμη μια παροιμία στα χείλη του. Τα καλοκαίρια έρχονταν καραβάνια οι τσιγγάνοι στο χωριό. Ένας γέρος διακονιάρης με τραγιάσκα και χοντροπάπουτσα κρατούσε παραμάσχαλα ένα δεμάτι ψαθί και γύριζε το χωριό φτιάχνοντας καρέκλες.

-Να σε φυλάει ο Θεός από νέο τσοπάνη κι από γέρο διακονιάρη, έλεγε ο παππούς γελώντας.

Γριές γύφτισσες διακόνευαν κι έλεγαν τη μοίρα στους αφελείς κι άλλες τσιγγάνες νιότερες με παρδαλά μακριά φορέματα, στολισμένες με σκλαρίκια και γιορντάνια χόρευαν ξυπόλητες τα βράδια γύρω απ’ τη φωτιά που άναβαν στο Μυριά, χτυπώντας το ντέφι και τραγουδώντας.

Κι όλοι απορούσαν, πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι με το λίγο και το τίποτα!

Όσο πάει, παιδί μου, οι άνθρωποι θα γίνονται σκλάβοι του χρήματος και θα παραμερίζουν τις ομορφιές της ζωής. Κι άρχιζε την ιστορία του…

Κάποτε ήταν δυο αδέρφια, που παντρεύτηκαν και έμεναν σε διπλανά σπίτια. Ο ένας ήταν φτωχός, παντάφτωχος, είχε πολλά παιδιά και φύλαγε τα βόδια του χωριού. Το βράδυ που γύριζε στο σπίτι του, έτρωγαν πρώτα το φτωχικό φαΐ τους κι ύστερα άρχιζαν τα τραγούδια και το χορό.

Ο άλλος αδερφός ήταν πλούσιος, αλλά άκληρος, δεν είχε παιδιά. Κάθε βράδυ άκουγαν με τη γυναίκα του, τα γλέντια στο σπίτι του αδερφού του και παραξενεύονταν πώς γίνεται με τόση φτώχεια να είναι ευτυχισμένοι.

-Δεν δίνεις μερικά χρήματα στον αδερφό σου, του πρότεινε η γυναίκα του. Πήγε λοιπόν στον αδερφό του και του χάρισε ένα σεβαστό ποσό.

Απ’ το επόμενο βράδυ σταμάτησαν τα γλέντια κι άρχισαν οι συλλογές, τί να κάνουμε με τα χρήματα, τί να αγοράσουμε κι άκρη δεν έβγαζαν!

Πέρασε έτσι μια βδομάδα, ώσπου αγανακτισμένος πήγε και τα επέστρεψε, έτσι ξαναβρήκαν την ησυχία τους, τα τραγούδια και τα γλέντια τους!

Πολλά είχε κλειδωμένα στη καρδιά του και δύσκολα μιλούσε γι’ αυτά, έζησε πολέμους, γερμανική κατοχή, πείνα και εμφύλιο. Πάντα πονόψυχος βοηθούσε στην ανάγκη.

«Όποιος παίρνει τρώει καλύτερα, όποιος δίνει κοιμάται καλύτερα…» έλεγε με νόημα.

Με τη γιαγιά ζούσαν μαζί πάνω από σαράντα χρόνια, την νοιάζονταν, την αγαπούσε, αλλά την πείραζε συνεχώς. Όταν η γιαγιά πήγαινε στο δάσος τ’ Αη-Γιώργη να μαζέψει γκόρτσα και βελάνια, για το γουρουνάκι της, ο παππούς της έλεγε κοροϊδευτικά…

-Η γριά δεν είχε δαίμονα κι αγόρασε γρουνόπλο!

Ο Μάρκος ήταν στην ξενιτιά, όταν έμαθε απ’ τη μάνα του, πως ο παππούς έφυγε. Δεν μπόρεσε να έρθει να τον αποχαιρετήσει κι αυτό θα τον πονάει μια ζωή.

Τον χωμάτισαν μια κρύα μέρα του Γενάρη, λιγοστοί φίλοι και συγγενείς ήταν εκεί για το στερνό αντίο. Κάποτε είχε ευχηθεί πως… Αν μου μέλλεται να πεθάνω μια βολά, να πεθάνω ορθός και  με τη γκλίτσα στο χέρι, σαν πλατάνι… κι έτσι έγινε!  Άφησε πίσω τις ιστορίες του, τα παραμύθια και την μορφή του σε κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Αν τώρα αναρωτιέσαι παππού, πού έβγαζε ο άλλος δρόμος δεν έχει σημασία, εσύ περπάτησες το δικό σου και τον περπάτησες με περηφάνεια, αξιοπρέπεια και ανθρωπιά. Άφησε τώρα ένα παραθύρι ανοιχτό, να μπαίνουν οι μυρουδιές της άνοιξης και οι φωνές των παιδιών, που παίζουν στις αυλές. Η ελπίδα για το αύριο που ονειρεύτηκες είναι ακόμα ζωντανή!

Κάποια λόγια του παππού δεν τα πολυκαταλάβαινε τότε ο Μάρκος και τώρα που μεγάλωσε τα ξαναφέρνει στο νου του, σαν να ανοίγει ένα παλιό σεντούκι.

Σ’ ένα παλιό σεντούκι στιβαγμένα κρύβουμε όλοι μας, τα παιδικά χρόνια, μιας αθωότητας που χάθηκε, τις αγάπες της νιότης που έμειναν ανεκπλήρωτες και κείνα τα όνειρα που ξέφτισαν στο διάβα της ζωής.

Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μας, ανοίγουμε ευλαβικά το σεντούκι και τα χαϊδεύουμε αλαφρά, σαν ιερά προγονικά κειμήλια. Και τότε νιώθουμε πότε μια γλυκειά ανατριχίλα στο κορμί, πότε ένα αχνό χαμόγελο χαράζει στο πρόσωπό μας και πότε ένα δάκρυ κυλάει άθελά μας στο ρυτιδωμένο μάγουλο.

Γιώργος Ζούγρος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου