Συνεργάτες

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Ποιμενική ζωή

    Ποιμενικη  ζωη

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου


Και νά ‘μαι πάλι μετά από τόσα χρόνια, σε γνώριμα λημέρια, προσκυνητής στον τόπο που μεγάλωσα, καταμεσής στη λάκα της Τσιατμαλάς. Γυρίζω στον τόπο του εγκλήματος, αποσταμένος οδοιπόρος  της ζωής, να βρέξω τα χείλη μου στα κρύα νερά της Τσιατμαλάς. Γυρίζω νοσταλγός μιας παιδικής αθωότητας και στοχαστής του κύκλου της ζωής. Θέλω ν’ αφουγκραστώ τα δέντρα, τις βρύσες, τα βράχια, είμαι περίεργος να ακούσω τί έχουν  να μου ψιθυρίσουν, απ’ τα παλιά και τα τωρινά χρόνια.  Αυτό ήταν το σχολείο μας, το σχολείο  της φύσης, που μας έμαθε τη γαλήνη της ψυχής, το σεβασμό σ’ όλα τα πλάσματα του δημιουργού,  την ισορροπία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

Εδώ φύλαγα τα ζυγούρια όλο το καλοκαίρι, παρέα με δεκάδες συνομήλικα, αγόρια και κορίτσια και το παιγνίδι μας, η τροφή της κάθε μέρας. Από θάλασσα δεν γνωρίζαμε, δώδεκα χρονών την είδα, όταν μας πήγε μια εκδρομή, στα Καλά Νερά του Βόλου, ο αγαπημένος μας δάσκαλος, ο Κώστας ο Ψαρογιάννης. Με ξυπνούσε πρωί-πρωί η γιαγιά και μου έλεγε να πλυθώ και να βάλω κάτι στο στόμα μου, μην με κουμπώσει ο κούκος και η τρυγόνα.

«Λάλησε κούκε μ’ λάλησε, πέστο καημένο αηδόνι.

Σ’ όλο το τόπο λάλησε, σ’ όλα τα βιλαέτια

και στο δικό μας το χωριό, κούκε μ’ να μη λαλήσεις.

Μ’ αρνήθηκε η αγάπη μου, φέτος το καλοκαίρι…»

«Έχεις ζώα, είσαι ζωντανός», έλεγαν οι παλιοί. Κάποτε το χωριό μας, μετρούσε τρεις χιλιάδες χοντρικά ζώα και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα. Η λάκα της Τσατμαλάς, ένας τόπος παράμορφος, με στολίδια  ταπεινά αγριολούλουδα, πολύχρωμα ροδάμια και τρεχούμενα νερά.  Αν είχε στόμα η λάκα αυτή, να μολογήσει όλα όσα είδε, τελειωμό δεν θα ‘χε! Εδώ γυροβολιά στάλιζαν μικρά και μεγάλα κοπάδια. Ο κουρνιαχτός που σήκωναν, σαν σκάριζαν, έχει κατακάτσει προ πολλού, όμως η γεύση απ’ το πρατόγαλο και το ξινόγαλο παραμένει ακόμα στα χείλη μας. Αυτή είναι η πυτιά μας!

Εδώ γίνονταν ο κούρος στα αρχές του Μάη. Μια μικρή γιορτή ήταν ο κούρος, μαζεύονταν οι συγγενείς, ετοίμαζαν τα κουροψάλιδα κι άρχιζαν το κούρεμα. Οι γυναίκες έκαναν ετοιμασίες, έψηναν ένα αρνί, έφτιαχναν πίτες και κανένα γλύκισμα. Εμείς μικρά παιδιά τότε, στέκαμε παράμερα και ρουφούσαμε εικόνες, ιστορίες και χωρατά. Στο τέλος κάθονταν όλοι μαζί έτρωγαν, έπιναν κι έδιναν ευχές στο νοικοκύρη. «Χίλια πρόβατα να φτιάξεις!»

Τα γίδια τα κούρευαν όρθια, αφού πρώτα τα έδεναν σε φούρκες. Ιδιαίτερη προσοχή έδειχναν στα γκισέμια, τα τραγιά με τα κυπριά! Το σκληρό γίδινο μαλλί μαζεύονταν, για να γίνει κάπες, τράγια τσόλια, ακόμα και τριχιές.

Τα πρόβατα τα κούρευαν κάτω στη γη. Χώριζαν τα φλώρα μαλλιά απ’ τα λάια και τα έβαζαν σε σακιά. Ύστερα το μαλλί ακολουθούσε ένα μακρύ δρόμο. Πρώτα το έπλεναν στο ρέμα να λαγαρίσει από τον πίνο κι ύστερα  το άπλωναν στα χορτάρια και τα κοντοπούρνια για να στεγνώσει. Ακολουθούσε το ξάσιμο και το λανάρισμα, για να γίνει τλούπα αφράτη στην κεντημένη ρόκα. Οι γυναίκες έγνεθαν με υπομονή το γνέμα και  γέμιζαν το αδράχτι με το επίσης κεντημένο σφοντύλι. Οι μανάδες φρόντιζαν από νωρίς, να μάθουν στα κορίτσια να γνέθουν και υφαίνουν. Μια τέχνη παραδοσιακή, που τα μυστικά της μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά.

«Τα παλικάρια τα καλά, θέλουν καλά κορίτσια,

να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να κεντάνε…»

Με το μαλλί έφτιαχναν όλα τα στρωσίδια του σπιτιού, τα σκεπάσματα και το ρουχισμό τους. Άλλωστε λίγα πράγματα αγόραζαν τότε από ρούχα και τροφές, είχαν μια σχετική αυτάρκεια. Στα νυχτέρια του Γενάρη, έπλεκαν τσουράπια του παππού και πελεγρίνα της γιαγιάς. Διαρκής ήταν και ο αγώνας, για τα προικιά της κόρης. Όσο μεγάλωνε η κόρη, τόσο ψήλωνε κι ο γίκος! Κιλίμια, χράμια, στέρφες βελέντζες και φλοκάτες βάφονταν με παραδοσιακούς τρόπους, με ρίζες από λάπατα κι από φλούδες κρεμμυδιών.

«Θέλω τ’ αντί να ραγιστεί, κόρη μου να μη σ’ είχα δει

να σπάσει και το χτένι, κόρη μου να μην είχες γένει…»

Κείνα τα χρόνια πριν το ’50, οι φτωχότεροι ρογιάζονταν τσοπάνηδες στα βόδια. Ήρεμα κι αγαπημένα ζώα τα βόδια σύμμαχος τ’ ανθρώπου στο χωράφι. Πόσα χιλιόμετρα αυλακιάς περπάτησε το καθένα, κανείς δεν το ‘μαθε! Οι χωριανοί είχαν όλοι από δυο-τρία βόδια ο καθένας, σύνολο πάνω κάτω διακόσια. Για τα βόδια έκοβαν λιβάδι στο Μιντζινέ, το βουνό που απαγκιάζει μαζί με το Τραγοβούνι, ολόκληρο το χωριό. Από δω το ρέμα-ρέμα ως τον Αϊ-Λιά κι απ’ τη γελαδαριά δώθε στην Πετσαλούδα, το Κιούπι και τη Διασέλα. Το λιβάδι αυτό, το βοϊδολίβαδο όπως το έλεγαν, το μπόδαγαν και δεν έμπαιναν μέσα άλλα ζώα. Έτσι πορεύτηκε το χωριό μας μ’ άγραφους νόμους και μ’ ένα λόγο τιμής. Ο χρόνος για το ρόγιασμα ορίζονταν απ’ τις γιορτές τ’ Αη-Γιώργη, μέχρι τ’ Αη-Δημήτρη. Αγώνας για λίγες οκάδες καλαμπόκι, που θα εξασφάλιζαν την μπομπότα στο σπιτικό τους. Θυμάμαι την Πρωτοχρονιά ήταν έθιμο να βάζουν μια κλούρα στο κέρατο του βοδιού, για τον τσοπάνη!

Ένα άλλο κοπάδι ήταν τα άλογα, το βαλμάδικο, όπως το έλεγαν. Δύσκολο κι ατίθασο κοπάδι, αλλά γεμάτο περηφάνια. Άσπρα, καφετί και μαύρα άλογα τίναζαν την χαίτη τους κι έπαιζαν στα πράσινα λιβάδια πέρα στον Πεταλά. Ο βαλμάς, ο τσοπάνης των αλόγων έπρεπε να κάνει πολλά χιλιόμετρα, στομώνοντας αυτά τα περήφανα ζώα, σ’ ένα κακοτράχαλο τοπίο, γεμάτο πέρδικες κι αηδόνια που κελαηδούσαν μέσα στις πρωινές δροσούλες! Ο βαλμάς κουβαλούσε μόνιμα στον ντορβά του, το ψωμί στο μεσάλι, το τυρί στο κλειδοπίνακο και στη φτσέλα το νερό!

Όλοι από μικρά παιδιά συμμετείχαμε στις δουλειές, βαράγαμε στη στρούγκα και φέρναμε το γάλα, απ’ το Παλαβόρεμα και τη Φουκαλιά, για να το πήξει η γιαγιά με όλη της τη τέχνη. Όταν έπηζε το τυρί, το έβαζαν σε τσαντήλες για να στραγγίσει το τρόγαλο κι  ύστερα το έκοβαν σε κομμάτια, τις σφήνες και το αλάτιζαν με χοντρό αλάτι. Αργότερα το έβαζαν σε ξύλινα βαρέλια, ακόμα και σε τουλούμια και το φύλαγαν σε δροσερά κατώγια. Με το γάλα έφτιαχναν το τραχανά και τις χυλοπίτες για το χειμώνα.

Το γίδινο γάλα το άφηναν δυο-τρεις μέρες, να χοντρύνει, όπως έλεγαν κι ύστερα το κοπάναγαν στην κοπανόκαδη με τον κόφτη, για να βγάλουν το βούτυρο. Απέμεινε το ξινόγαλο, το δροσιστικό αναψυκτικό της εποχής! Το βούτυρο αυτό έδωσε κάποτε το πρώτο βραβείο, στο χαλβά Φαρσάλων! Μια φέτα ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη, χόρταινε την πείνα μας, στα παιδικά μας χρόνια. Στη βρύση της Τσατμαλάς έρχονταν πολλοί χωριανοί, τα  χαράματα της Πρωτοχρονιάς, την άλειφαν με βούτυρο κι έλεγαν: «Όπως τρέχει το νερό σ’ βρυσούλα μ’, να τρέχει και το βιός μ’» Ήταν ένα έθιμο αυτό, το τάισμα της βρύσης. Κάποιοι έριχναν σιτάρι και καλαμπόκι στο πρώτο κανάλι της βρύσης.

Αν πεις και για τις γαλατόπιτες, με τη γλυκιά κρέμα και τα αυγά από πάνω, τις στριφτές τυρόπιτες, σου τρέχουν τα σάλια! Οι πίτες ήταν μέρος της καθημερινής διατροφής μας. Η τέχνη του ανοίγματος του φύλλου ήταν μια δεξιότητα, που μάθαιναν τα κορίτσια με υπομονή και με τις διάτες της μάνας και της γιαγιάς. Αγαπημένη ήταν και η λαχανόπιτα, με λάπατα, ζόχια, παπαρούνες και μαριολήθρες, που ήταν άφθονα στο τόπο μας. Με λάχανα γίνονταν κι ο μπλανός, που όπως και με τις άλλες πίτες ψήνονταν στο ξυλόφουρνο και ξεχώριζαν για την νοστιμιά τους. Εμένα μου άρεσε περισσότερο η κολοκυθόπιτα και η σιαμόπιτα ή γλυκιά πίτα, όπως τη λέγαμε. Τη γλυκιά πίτα την έκαναν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως γιορτές και γάμους. Η σιαμόπιτα γίνονταν με ψιλό φύλλο, σουσάμι, ζάχαρη, σταφίδες, λάδι, τριμμένα καρύδια κι αμύγδαλα. Οι φαμελιές ήταν τότε πολυμελείς και πώς αλλιώς να χορτάσουν τόσα στόματα! Γνωστή είναι η φράση «καθίστε, καθίστε θα βγει κι η πίτα!»

«Πού ‘σουν περιστερούλα μου και λείπεις όλη μέρα;

Πήγα να μάσω λάχανα, με τ’ άλλα τα κορίτσια…»

Τώρα οι στρούγκες χορτάριασαν, τα στρουγκόλιθα δεν ακούνε πια κουδούνια. Απ’ αυτά τα στρουγκόλιθα βγήκαν επιστήμονες κι άνθρωποι προκομμένοι. Οι άνθρωποι εδώ, μια ζωή ήταν δεμένοι με τα ζωντανά, τ’ αγάπησαν σαν παιδιά τους, μαζί τους έζησαν κακουχίες,  βροχές και χιόνια. Μ’ αυτά ανάστησαν τα παιδιά τους, τα σπούδασαν, τα πάντρεψαν και στα γεράματα ακόμα για συνοδειά τους, έχουν λίγα μανάρια. Στις δύσκολες ώρες της ζωής, ακούμπαγαν την ελπίδα τους στο βακούφι, τάζοντας ένα ζώο. Χαράματα πήγαιναν κι έδεναν το ταμένο ζώο στην πόρτα της εκκλησιάς, για μην τους δει κανείς, να μην το μάθει κανένας.

Από τότε τα χρόνια κύλησαν, πολλά άλλαξαν. Τώρα τ’ αλέτρι σκουριάζει παρατημένο στην άκρη της αυλής, ο αργαλειός αραχνιασμένος και σαρακοφαγωμένος στο χαγιάτι, δεν ακούει πια τραγούδια. Αυτά έγιναν αναμνήσεις, που τις κουβαλάμε πάνω μας, σαν χαϊμαλί στον κόρφο μας και το ερώτημα ακόμα με βασανίζει… Εμείς βρήκαμε ένα μονοπάτι, που οδηγεί σ’ ένα κόσμο καλύτερο, γεμάτο ανθρωπιά και αγάπη;

Γιώργος Ζούγρος, λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου