Συνεργάτες

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

"Υπέρ αδυνάτου" του Γιώργου Ζούγρου


Υπέρ αδυνάτου

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Δροσερό κλωνάρι ο Θανασάκης, είκοσι πέντε χρονών παλληκαράκι, λογάριαζε τώρα που τέλειωσε με το στρατό, να πάει να την χαλέψει την Αρετή, που τον περίμενε κρυφά τόσα χρόνια. Όμορφος και με πολλές χάρες στολισμένος, σήκωνε τα μανίκια και φαίνονταν τα γερά μπράτσα του, κάνοντας τα κορίτσια να ποθούν την αγκαλιά του. Ταπεινός και πράος παρατηρούσε με συμπόνια τους συγχωριανούς του, που ο καθένας ανέβαινε το δικό του Γολγοθά και προσπαθούσε να μπει στα παπούτσια τους, να τους νιώσει.

Ένα βράδυ είδε σαν όνειρο, σαν όραμα την Αγια-Παρασκευή, να τον καλεί να την υπηρετήσει. Ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε το κορμί του και ξύπνησε τρομαγμένος, ιδρωμένος και σταυροκοπήθηκε. Το όνειρο επαναλήφθηκε μετά από καιρό και αμέσως την άλλη μέρα έτρεξε στην εκκλησία του χωριού, που ήταν αφιερωμένη στη Χάρη της. Γονάτισε μπροστά στην εικόνα της, προσευχήθηκε και ρώτησε με μεγάλο σεβασμό και ταπείνωση, αν τον θεωρεί άξιο για μια τέτοια μεγάλη αποστολή.

-Ν’ αφουγκραστείς την καρδιά σου, αυτή θα οδηγεί τα βήματά σου από δω και μπρος!

Μ’ αυτές τις σκέψεις πάλευε καιρό κι όταν πήρε την απόφαση, το εξομολογήθηκε πρώτα στην Αρετή και την ρώτησε αν μπορεί να τον ακολουθήσει σ’ έναν τέτοιο δρόμο.

-Όπου είσαι εσύ Θανάση μου, εκεί είναι κι η δική μου θέση, του απάντησε.

Πήρε δύναμη απ’ την αγάπη της και ύστερα το είπε στη μάνα του. Η μάνα του, το πήρε

κατάκαρδα, δεν ήθελε να δει το παιδί της ντυμένο στα ράσα, άλλα σχέδια είχε στο μυαλό της.

-Ας είναι καλά κι ας κάνει αυτό που του αρέσει, είπε η γιαγιά του.

-Ο παπάς, ο δάσκαλος κι ο χωροφύλακας είναι οι κεφαλές του χωριού, είπε ο πατέρας του, για να αποφορτίσει λίγο τη κατάσταση.

-Αν αυτή ήταν η μοίρα σου, να χτυπήσεις την πόρτα του Θεού, την ευκή μ’ να ‘χεις παιδί μ’!

Με την Αρετή έζησαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα, απόχτησαν έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Αμέτρητα γεγονότα σημάδεψαν αυτή την πορεία, γάμοι βαφτίσεις σ’ ένα χωριό που έσφυζε από ζωή και πάντα ήταν κοντά στις χαρές και τις λύπες των ανθρώπων.

Στους γάμους έγινε έθιμο, ο παπάς να ευλογεί το τραπέζι, να ξεκινάει πρώτος το χορό και να δηλώνει με την παρουσία του, την ευλογία του Θεού.

Ο παπα-Θανάσης κράτησε πιστά τις παραδόσεις του χωριού και αναλλοίωτα τα έθιμα των παππούδων μας. Ήταν ένας άνθρωπος που ενέπνεε με το παράδειγμά του, πάντα κοντά στις αγωνίες των ανθρώπων, δείχνοντας πόσο δεμένη είναι η ζωή με την πίστη. Κέρδισε τον σεβασμό όλων και τα παιδιά που έπαιζαν δίπλα στην εκκλησιά, κάθε φορά που τον έβλεπαν σταματούσαν το παιχνίδι κι όλα με τη σειρά του φιλούσαν το χέρι.

-Τέτοιους παπάδες θέλουμε, με ταπεινότητα κι ανθρωπιά, έλεγε ο μπαρπα-Θύμιος, που ήταν για πολλά χρόνια επίτροπος της εκκλησίας.

-Άμα δε σε θέλουν στο χωριό, τι ρωτάς που είναι τ’ παπά το σπίτι, τον πείραζε ο Τσιώτας!

Η Αρετή πάντα καλοσυνάτη καλημέριζε τους περαστικούς, απ’ το φτωχικό σπιτάκι της, σκούπιζε μ’ ένα φροκάλι την αυλή κι ύστερα έστρωνε μια πολύχρωμη κουρελού στο σκαλάκι της εξώπορτας. Επίσης φρόντιζε τακτικά τα βασιλικά, τις ροζ και κόκκινες μολόχες της. Καμιά φορά γκρίνιαζε λίγο στον παπά, που ξόδευε το λιγοστό μισθό του, αγοράζοντας τρόφιμα για τους πολύ φτωχούς συγχωριανούς του. Πήγαινε κρυφά το βράδυ και τ’ άφηνε στο παραθύρι τους και ύστερα χάνονταν μέσα στο σκοτάδι. Ότι κάνεις «υπέρ αδυνάτου», να μην το ξέρει κανείς, έλεγε. Ο Θεός βλέπει και το καλό και το κακό.

Πεπερασμένα τα όρια του ανθρώπου, τα χρόνια περνούσαν, τα κουράγια λιγόστευαν. Άσπρισαν τα μαλλιά και τα γένια του κι άρχισε όλο και περισσότερο να μοιάζει με κείνες τις ασκητικές μορφές, που φτιάχνουν οι ζωγράφοι. Δεν ήθελε όμως ν’ αφήσει την εκκλησία αλειτούργητη και με όσες δυνάμεις του απέμειναν συνέχιζε την αποστολή του. Μέσα στο ιερό υπήρχε ένα μαγκάλι να ζεσταίνει τα παγωμένα χέρια του και δίπλα μια καρέκλα να κάθεται λίγο να παίρνει τις ανάσες του, την ώρα που έψελνε ο ψάλτης. Πάντα είχε μαζί του ένα μικρό παιδί να τον βοηθάει, του ετοίμαζε το θυμιατό και του ζέσταινε ένα μπρίκι νερό για την μεταλαβιά.

Κι όταν έπεσε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι, άλλο τίποτα δεν το βασάνιζε πιο πολύ, απ’ να το βρεθεί ένας αντικαταστάτης του. Μήνες περίμενε, η λύπη του μεγάλωνε κι ψυχή του δεν έβγαινε. Όταν τελικά βρέθηκε νέος παπάς, η ψυχή του αλάφρωσε και μέσα σε τρεις μέρες έφυγε για το μεγάλο ταξίδι.

Ο παπα-Θανάσης, παρ’ ότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, έκανε πράξη τις γραφές με προσφορά και ταπείνωση, τίμησε το ράσο και ήταν πραγματικός ποιμένας. Μέχρι και σήμερα όλοι λένε, πως ο παπα-Θανάσης ήταν ένας άγιος άνθρωπος, ήταν ένας από μας!

Γιώργος Ζούγρος

Δάσκαλος-Λαογράφος

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου