Συνεργάτες

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

"Αριστούλα", του Γιώργου Ζούγρου


Αριστούλα

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου 

-Έλα Αριστούλα, δώσε μου το χεράκι σου, να πάμε στις κοτούλες, να πάρουμε τ’ αβγουλάκια.

Η Αριστούλα άπλωσε αμέσως το χεράκι της, που χάθηκε μες τη φούχτα του παππού. Δυο χέρια έσμιξαν, το ένα τραχύ, δουλεμένο με ρόζους και τ’ άλλο τρυφερό σαν χάδι, μαλακό σαν ζυμαράκι.

Την περίμενε ανυπόμονα από μέρες, να γεμίσει με γέλια και ξεφωνητά το σπιτικό του, να της αφηγηθεί παλιές ιστορίες και ξεχασμένα παραμύθια, την περίμενε όπως η διψασμένη γη το πρωτοβρόχι!

Στο χωριό κι η μικρή εύρισκε τη χαρά της, μπορούσε να ξαπλώνει στο γρασίδι, να παίζει με τα κατσικάκια, να κυνηγάει πεταλούδες. Κάποιες φορές έκοβε ένα αγριολούλουδο το πέρναγε στο αυτί κι έτρεχε να το δείξει στη μαμά. Η αδυναμία της όμως ήταν οι βόλτες με το γάιδαρο, ως τη βρύση του Μαχαλά. Όταν την ανέβαζε ο παππούς στο γάιδαρο, άνθιζε από χαρά το πρόσωπό της και τα μεταξένια μαλλάκια της έλαμπαν στον ήλιο.

Στα μάτια και στην αθωότητα ενός παιδιού, κρύβεται η ελπίδα του κόσμου!

Κι ο παππούς ξανάνιωνε μαζί της, χαίρονταν με τα καμώματά της και γελούσαν ακόμα και τα μουστάκια του. Το γνώριζε καλά πως λίγες ήταν οι χαρές στη ζωή του και τώρα του ξημέρωσαν ανεκτίμητες στιγμές χαράς.

-Πού είσαι κυρα-Μυγδάλω να δεις, πως ένα τόσο μικρό πλασματάκι, έκανε το κλάμα μας τραγούδι, μουρμούρισε.

-Έτσι μεγάλωσα κι εγώ, της είπε η μαμά της, παίξε τώρα να το ευχαριστηθεί η ψυχή σου, γιατί αύριο… και κει σιώπησε. Ύστερα ρίχτηκε στην πάστρα του σπιτιού. Σε κάποια στιγμή γύρισε και είπε στον πατέρα της.

-Δεν έρχεσαι μαζί μας πατέρα, στην Αθήνα;

-Εγώ εδώ ρίζωσα κόρη μου, σαν δέντρο, μη ζητάς να με ξεριζώσεις.

Πάντα η γενέθλια γη θα ασκεί μια παράξενη δύναμη στη ζωή μας, είναι η πρώτη εικόνα

που έρχεται στο νου μας, σε κάθε δυσκολία.

Η εβδομάδα της χαράς κύλισε γρήγορα, βλέπεις οι δουλειές των γονιών δεν σηκώνουν

ανεμελιές και ξεγνοιασιές, σαν της Αριστούλας. Ο αγώνας για το μεροκάματο, είναι προνόμιο των φτωχών ανθρώπων, οι πλούσιοι με τα κότερά τους έχουν πιάσει ήδη τα

νησιά και τις ακρογιαλιές.

Ο παππούς έμεινε και πάλι μόνος, με τις αναμνήσεις της εγγονής. Έπιασε ξανά το ρυθμό του, με τα χαπάκια του, τα ζωντανά του, τη μοναξιά του. Τώρα θα περιμένει καρτερικά, ως την επόμενη φορά, που οι δικοί του άνθρωποι θα βρουν λίγο χρόνο να έρθουν, να ιδωθούν και να ξεπονέσουν. Μόνο αυτή η προσδοκία του δίνει δύναμη και κουράγιο.

Πόσα δεν λέει η καρδιά, που μόνο τα νιώθει. Υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα,

άνθρωποι με βάσανα κι άλλοι με μυστικά, που θα τα πάρουν μαζί τους.

Γιώργος Ζούγρος

Δάσκαλος-Λαογράφος

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου