Συνεργάτες

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Ο Αύγουστος των Μπλόκων Κοκκινιάς...

 

Ο Αύγουστος των Μπλόκων Κοκκινιάς, Δουργουτίου, Καλλιθέας 

Η Ευθυμία, το Τσατσωλό, ο Νίκος Παπαδιονυσίου κι ο Παύλος Γ. Μαρίνος

Νίκος Δημητρίου Παπαδιονυσίου

Κουκουλοφόρος δείχνει στους Γερμανούς συμπατριώτη του Έλληνα. Πίνακας Μιχάλη Νικολινάκου, ηθοποιού, ζωγράφου, σκηνοθέτη, συγγραφέα, αυτόπτη του Μπλόκου.

Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς της 17ης Αυγούστου 1944, ημέρας γενεθλίων μου, μήνες πριν φύγουν οι ναζί από την Ελλάδα, βασικό ρόλο είχαν  «κουκουλοφόροι», με στόχο τη δολοφονία αριστερών. Η Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κι η Παλιά, κολλητές του Καραβά Πειραιά, όπου μεγάλωσα, αποκλείστηκαν από ελαφρά- μεσαία άρματα μάχης, στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις (ταγματασφαλίτες).

Διατάχθηκαν όλοι οι άνδρες άνω των 15 μέχρι 55 να μαζευτούν στη πλατεία της Οσίας Ξένης που απέχει ένα περίπου χιλιόμετρο από την τότε γειτονιά μου (τέρμα Βαλαωρίτου, καμίνια Πούτου, Ρέμα, αρχή οδού Οσίας Ξένης, Ι.Ν Οσίας Ξένης, πλατεία Οσίας Ξένης), με απειλή άμεσης εκτέλεσης επί τόπου όσων κρυφτούν. Ο απολογισμός σε Έλληνες νεκρούς ήταν:

73 εκτελεσθέντες στη Μάντρα.

25 σε μάχες ανδρών της ΕΠΟΝ με Γερμανούς και συνοδοιπόρους.

50 εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς για αντίποινα.

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη οι Γερμανοί συνέλαβαν 6000 περίπου άνδρες και τους έκλεισαν στο Χαϊδάρι. Πολλοί απ’ αυτούς στάλθηκαν στη Γερμανία, για υποχρεωτική εργασία και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Απαλλάχθηκε ο σιδηροδρομικός πατέρας μου Δημήτρης (Μήτσος), όταν την ώρα που οι κουκουλοφόροι έδειχναν στους Γερμανούς ποιους να εκτελέσουν, ανακοίνωσαν: «Οι σιδηροδρομικοί να φύγουν, να πάνε στις δουλειές τους». Χρειάζονταν σιδηροδρομικούς για τις μεταφορές τους. 

………………………………….

Η Ευθυμία στο Μπλόκο της Κοκκινιάς! 

Δεν σώθηκε όμως ο πατέρας της παιδικής μου φίλης Ευθυμίας, τρία χρόνια μεγαλύτερής μου, έξι χρόνων τότε, με το σπίτι τους σε μεσοτοιχία με αυτό της οικογένειάς μου. Όπως μου διηγιόταν η μητέρα μου μερικά χρόνια μετά, η μικρούλα Ευθυμία σπάραξε από το κλάμα όταν είδε τον νεκρό της πατέρα και την μητέρα της την κυρία Ανθή να χτυπιέται πάνω από το πτώμα του. Τον είχαν μεταφέρει νεκρό μ΄ ένα από τα ξύλινα καροτσάκια της Κατοχής, συνηθισμένο τότε μεταφορικό μέσο. Αδύνατος από την πείνα και πολύ ψηλός, τα πόδια του από τις γάμπες, τα μπράτσα του απ΄ τους αγκώνες, το κεφάλι του από τον σβέρκο κρέμονταν έξω από το καροτσάκι και τραντάζονταν καθώς προχωρούσε στον χωματόδρομο της γειτονιάς..

Η Ευθυμία στα 13 με ξεχασμένη την εκτέλεση του μπαμπά της στο Μπλόκο της Κοκκινιάς κι εγώ στα 10, στο χωριό μου Μεγάλη Κάψη 1951- 52, όπου την πήρε η μάνα μου Δέσπω να τραφεί καλύτερα απ΄ τον Καραβά του Πειραιά. Δεξιά: καροτσάκι της Κατοχής σε μεταφορά ηλικιωμένης, όπως αυτό που της έφεραν νεκρό τον πατέρα της..(Φωτ. Βούλας Παπαϊωάννου)

…………………………………………..

Το ..«Τσατσωλό» στο Μπλόκο της Κοκκινιάς! 

(Από διήγηση του πεθερού μου Λεωνίδα Πάνου)

«Μεταξύ αυτών στο Μπλόκο της Κοκκινιάς που οδήγησαν στη Μάντρα της Οσίας Ξένης για εκτέλεση ήταν και «το Τσατσωλό».  Δεν θυμάμαι γιατί τον είπα έτσι και τι σημαίνει., παρόλο που εγώ τον βάφτισα μ’ αυτό το παρατσούκλι, πράγμα συνηθισμένο για τους πρόσφυγες σμυρνιούς 

Η υπόδειξή του από κουκουλοφόρο σαν κομμουνιστή, ήταν ψεύτικη. Δεν ήταν αριστερός. Ήταν θύμα του Μπατράνη πρώην  μεγαλαριστερού που έκανε πλήρη μεταστροφή. Για να φανεί αρεστός στους Γερμανούς, ανάλαβε να υποδείξει ανθρώπους για εκτέλεση.

Την ώρα που οι όμηροι έμπαιναν στην Μάντρα, το Τσατσωλό,  άνθρωπος της πιάτσας, γυρνά και λέει με τρόπο στον φρουρό ταγματασφαλίτη που τον έπιασε να βλέπει θαμπωμένος το τεράστιο χρυσό δακτυλίδι που φορούσε:

  • Άμα με γλιτώσεις, το δακτυλίδι δικό σου και πενήντα χρυσές.

Όταν άκουσε την προσφορά ο ταγματασφαλίτης, χωρίς να πει λέξη,  άρχισε να δέρνει αλύπητα τον κακομοίρη Τσατσωλό. Ξύλο φοβερό. Ταυτόχρονα με κάθε μπουνιά ή κλωτσιά που του έριχνε, τον έσπρωχνε και λίγο πιο πέρα, και πιο πέρα, μακριά από τους για εκτέλεση, βρίζοντάς τον με ότι χειρότερο. 

Χτυπώντας, βρίζοντας και σπρώχνοντας, τον πήγε στο σπίτι του, στη Παλιά Κοκκινιά. Μπαίνοντας μέσα, το Τσατσωλό έβγαλε και του έδωσε το δακτυλίδι και αμέσως μετά σηκώνει το στρώμα του, παίρνει και του δίνει το κομπόδεμά του: πενήντα χρυσές λίρες Αγγλίας».

Γνώρισα το Τσατσωλό το 1976 στο σπίτι του πεθερού μου Λέλου  (Λεωνίδα) 

Από ιστορικό πίνακα του Μπλόκου τς Κοκκινιάς. Οι υποδείξεις από κουκουλοφόρους και ταγματασφαλίτες στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Έργο Α. Τάσσου (Αναστασίου Αλεβίζου)

…………………………………………….

Το γερμανικό τανκ κι  εγώ ο Νικόλας!..

-Μπιπ, μπιπ !

17 Αυγούστου 1944, κλείνοντας τα 3 μου χρόνια, χωρίς αίσθηση τι διαδραματιζόταν την ίδια ημέρα στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς, έπαιζα με μεγαλύτερα παιδιά στην οδό Βαλαωρίτου, στον κοντινό χωματόδρομο του σπιτιού μου στον Καραβά που χρησιμοποιούσαν κάρα, υποζύγια, σπάνια κάποιο αυτοκίνητο, έξω από τον φούρνο της γειτονιάς, αυτόν του Ηπειρώτη Μέγγουλη.

Γερμανικό ελαφρύ- μεσαίο άρμα μάχης, όπως αυτό περίπου της νηπιακής μου μνήμης..

Τραβούσα ένα σαρδελοκούτι γεμάτο χώμα, δεμένο με σπάγκο, κάνοντας με σοβαρότητα ότι οδηγώ φορτηγό, στη μέση του δρόμου:

 -Μπιπ, μπιπ !

Παραδίπλα ο αδελφός μου +Κωστάκης στα δέκα τρία, μ’ έναν ταμπλά, πουλούσε τσιγάρα που είχε πάρει από εργάτριες του Παπαστράτου, τις παπαστρατίνες, πρώτες εμπορικές του πράξεις, ανταλλάζοντάς τα με λίγες σταφίδες, προσέχοντάς με. 

Ξάφνου, ένα μοναδικό τανκ, με τον πύργο, το πυροβόλο του, τις ερπύστριές του ξεπρόβαλε ερχόμενο από τη περιοχή των καμινιών του Πούτου. Μεγαλώνοντας, με τ΄ ακούσματα μάνας κι αδελφού, συμπέρανα ότι ερχόταν από τη Νέα Κοκκινιά, την Νίκαια, που άρχιζε 100 μέτρα πιο πέρα. Στο πύργο του ένας γερμανός έλεγχε τη πορεία. Με την αφοσίωσή μου στο παιχνίδι μου, το άκουσα στα 15- 20 μέτρα.

Έντρομος, παράτησα το «αυτοκινητάκι» μου σπαράζοντας στο κλάμα απ’ τον φόβο. Κόλλησα τη πλατούλα μου στα κατεβασμένα ρολά της αποθήκης του τότε φούρνου  με τ’ άλλα παιδιά. Ξεχνώντας το παιχνίδι μου, παρακολουθούσα κλαίγοντας το τανκ που κατέφτασε, πρωτόγνωρο στη γειτονιά.

Ο γερμανός φαίνεται είχε παρακολουθήσει τη σκηνή. Φθάνοντας λίγα μέτρα πριν το «αυτοκινητάκι» μου, το τανκ κάνει μια θεαματική  μανούβρα προς την αντίθετη πλευρά του χωματόδρομου απ΄ όπου βρισκόμασταν τα παιδιά,  προς το μανάβικο του Βάου, σκάβοντάς τον με τις ερπύστριες. Ταυτόχρονα γύρισε κι έσκυψε το κεφάλι του σε μένα. Με κοίταξε έντονα μεσ’ τα μάτια. Παρέκαμψε το παιχνίδι μου, όχι απαραίτητο για να το αποφύγει, σαν να ήθελε να μου πει:

-        Για σένα το έκανα!. Σε είδα και σε πρόσεξα. Μη κλαις!.

Χρόνια μετά, όποτε θυμόμουν το περιστατικό με μνήμη και του αυτόπτη  αδελφό μου Κώστα, πίστευα ότι ο γερμανός είχε παιδιά των χρόνων μου στη χώρα του.

Ήταν η μοναδική άμεση επαφή μου με γερμανούς. Στη μνήμη μου όμως είναι καρφωμένες εικόνες και αξιόπιστα ακούσματα της Κατοχής που θεωρούσα καθήκον μου να τα μνημονεύω, σημαντικά στοιχεία της νεώτερης ιστορίας του Λαού μας. Να μείνουν για τους κατιόντες μου και αυτούς των δικών μου ανθρώπων. 

Ταυτόχρονα πιστεύω, είμαι σίγουρος, ότι η παρουσία του τανκ στον δρόμο μας, στη Βαλαωρίτου του Καραβά που άρχιζε περίπου από την οδό της Οσίας Ξένης της Κοκκινιάς, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ, δεν ήταν τυχαία. Ήταν ένα απ΄ τα μεσαία- ελαφρά άρματα μάχης των Γερμανών που συμμετείχαν στο ιστορικό Μπλόκο.

………………………………………….

Τα Μπλόκα στο Δουργούτι και την Καλλιθέα

Στέλνοντας ότι έγραψα για το Μπλόκο της Κοκκινιάς με e mail και στον αγαπημένο φίλο μου και συνάδελφο Μηχανικό, καθηγητή ΕΜΠ +Παύλο Μαρίνο, διεθνώς πασίγνωστο για το έργο του, μου απάντησε με e mail ξαφνιάζοντάς με για κάτι για το οποίο ελάχιστα γνώριζα:

«Και βέβαια Νίκο μου δεν ξεχνώ την Κοκκινιά, 17 Αυγούστου 1944. Ούτε το Δουργούτι ούτε την Καλλιθέα.

Κοίτα και αυτό, τα άλλα 2 Μπλόκα, όλα τον Αύγουστο, δίπλα στο σπίτι μας στο Δουργούτι, στις 9 Αυγούστου και στο σημερινό γήπεδο Καλλιθέας, στις 28 Αυγούστου, λίγο μετά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Πατέρας μου την γλύτωσε.
Η συνοικία του Δουργουτιού λόγω του προσφυγικού πληθυσμού αλλά και της δαιδαλώδης δόμησής της, ήταν προπύργιο της Αντίστασης, και λίγο πριν το τέλος της Κατοχής, στις 9 Αυγούστου το 1944, κατέστη το επίκεντρο του δεύτερου μεγαλύτερο Μπλόκου της Αθήνας (μετά από αυτό της Κοκκινιάς, μερικές μέρες αργότερα). Μικτή δύναμη Γερμανικών, Ιταλικών φασιστικών υπολειμμάτων, και δοσιλογικών δυνάμεων περικύκλωσαν την εκτεταμένη περιοχή, εκτέλεσαν 160 με 180 πολίτες, πολλοί και Αρμένιοι, συνέλαβαν 2.500 ομήρους, 600 εκ των οποίων κατέληξαν στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ φεύγοντας έκαψαν το μισό προσφυγικό οικισμό. Τον πόλεμο βέβαια τον είχαν ήδη χάσει.

Λίγο μετά, στις 28 Αυγούστου, το μπλόκο της Καλλιθέας. Το σπίτι μας στα όρια του μπλόκου. Ο πατέρας αν πήγαινε θα είχε μεγάλο ρίσκο γιατί συμμετείχε στην αντίσταση, ηπίως, κάνοντας κυρίως εράνους για τις οικογένειες των ανταρτών. Αποφάσισε να μείνει σπίτι παίρνοντας μικρότερο ρίσκο. Που όμως αν τον εύρισκαν στους επιλεκτικούς ελέγχους θα εκτελείτο άμεσα. Και πράγματι έγινε έλεγχος. Στο σπίτι ήλθε ένας χαμηλόβαθμος Γερμανός αξιωματικός. Ο πατέρας μου στο κρεβάτι "άρρωστος" και εγώ, στη κρεβατοκάμαρα, δίπλα του, στην κούνια, 8 μηνών. Ο αξιωματικός ήταν ευτυχώς έφεδρος και Χημικός στην ζωή του. Ο πατέρας μου ήξερε Γερμανικά και πιάσανε κουβέντα και για τις σπουδές στη Γερμανία..... Στο τέλος γράφει ο Γερμανός ένα σημείωμα σε περίπτωση που κάποιος άλλος έλεγχος γινόταν στο σπίτι: "Το σπίτι αυτό τα έψαξα καλά. Ο Έλληνας είναι πραγματικά άρρωστος και είναι απολύτως εντάξει". Το σημείωμα είναι κορνιζαρισμένο σήμερα στο σπίτι.  Στο Μπλόκο σκότωσαν 30 ανθρώπους, 22 εκτελέστηκαν στο γήπεδο και 8 στους δρόμους πριν προλάβουν να φτάσουν εκεί. »

Βλέπε συνημμένα 

  1. Το μπλόκο της Καλλιθέας περιγράφει ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Αντίσταση» (Εστία,1945 με επανεκδόσεις) με σκίτσο Φώκου Δημητριάδη. 
  2. Χαρακτικό για το μπλόκο του Δουργουτιού. του Κώστα Πλακωτάρη

Μήνες μετά το mail με την μαρτυρία του ο φίλος Παύλος έφυγε από τη ζωή..

 

Φωτογραφίες συνημμένες στη μαρτυρία του Παύλου Γ. Μαρίνου...



Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου