Συνεργάτες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

'Οταν φθίνουν οι οπώρες

 

Όταν φθίνουν οι οπώρες

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Πάλι απόψε ο αέρας αχάει ασταμάτητα, ανακατεύει τα σύννεφα και μαλώνει με τα κλαριά. Χινοπώριασε, τα πρώτα κυκλάμινα φύτρωσαν ανάμεσα στα βράχια, τα τσιροπούλια χαμπήλωσαν το πέταγμά τους και το τραγούδι της βροχής στον τσίγκο, έγινε πια μονότονο.

Οι ζωγράφοι μαγεμένοι απ’ τις πολύχρωμες φυλλωσιές, εμπνέονται απ’ τα πεσμένα κίτρινα φύλλα του πλατάνου και πιάνουν παλέτες και πινέλα. Ονειροπόλοι ποιητές, μιλάνε για τη μελαγχολία της εποχής, μιλάνε για πόνο και για δάκρυ κι ας μην έκλαψαν ποτές!

Μελαγχολία δεν έχει το φθινόπωρο, όταν γέρνεις σε μια ζεστή αγκαλιά, όταν σου χαμογελά μια αγάπη.

Τα σχολιαρόπαιδα με την σπιρτάδα στο μάτι και με το αναγνωστικό παραμάσκαλα, ξεκινάνε σαν μελισσόπουλα, να τρυγήσουν τη σοφία, τη γνώση και την ιστορία της πατρίδας. Ήρθε καινούργια δασκάλα φέτος, νέα κι όμορφη και το σπουδαιότερο χωρίς βέργα!

Οι μέρες κόντυναν κι οι νύχτες μεγάλωσαν, κοντοζυγώνει τ’ Αϊ-Δημητριού και τα σαρακατσάνικα κοπάδια γυρίζουν σαν τους πρόσφυγες στα χειμαδιά. Πριν χωριστούν σε μικρότερες ομάδες για τα χειμαδιά, έκαναν γλέντια και χαρές και έκλειναν με το αργό τούτο τραγούδι:

«Ήρθε ο καιρός, λέει τρυγόνα μου, ήρθε ο καιρός να φύβγουμε,

τρυγόνα μου γραμμένη, καιρός να χωριστούμε.

Καλύτερα, λέει τρυγόνα μου, καλύτερα να φύβγουμε,

τρυγόνα μου γραμμένη, παρά να χωριστούμε.

Να λείψουμε, λέει τρυγόνα μου, να λείψουμε απ’ τα βάσανα,

τρυγόνα μου γραμμένη, τα σύλλογα του κόσμου.

Κι όντας θα ανοί, λέει τρυγόνα μου, κι όντας θα ανοίξει ο ξέρακας,

τρυγόνα μου γραμμένη, να βγάλει νιο βλαστάρι,

τότε και μείς, λέει τρυγόνα μου, τότε και μείς θα σμίξουμε,

τρυγόνα μου γραμμένη, στον Αϊ- Λιά στη ράχη!» 

Μπορεί το τραγούδι να έχει αναφορά στο χωρισμό, απ’ τα ξεκαλοκαιριάσματα στα βουνά, έχει ωστόσο και μια ευρύτερη αναφορά σε κάθε χωρισμό. Ο χωρισμός, η απώλεια μιας σχέσης, ενός ονείρου, του συντρόφου μας ή δικών μας ανθρώπων είναι ένα συναισθηματικό δράμα αβάσταχτο κι ο πόνος λυγίζει κάθε άνθρωπο.

Όταν έρχεται η ώρα, ο καιρός του χωρισμού, νιώθουμε πόσο μικροί κι αδύναμοι είμαστε σε τούτη την πλάση, ξεκολλάει η καρδιά μας, όταν λέμε ένα αντίο.

Αλήθεια πόσο βαθειά στοχαστικός είναι ο ποιητής λαός. «Καλύτερα να φύβγουμε, παρά χωριστούμε», καλύτερος ο θάνατος, απ’ το χωρισμό, «να λείψουμε απ’ τα βάσανα, τα σύλλογα του κόσμου».

Κι αν προσδοκούμε να σμίξουμε, αν περιμένουμε μιαν ανάσταση, μάλλον αυτό είναι ανέφικτο, αδύνατο. «Όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νιο βλαστάρι κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι», τότε και μείς θα σμίξουμε, με τη «γραμμένη τρυγόνα», πικρές αλήθειες με πονεμένα λόγια.

Ύστερα φόρτωναν όλα τ’ άλογα και τα καλά μπινέκια, με τα συμπράγκαλά τους, κλινοσκεπάσματα, ρουχισμό, αγγειά και καρδάρια, παίρνοντας το δρόμο για τα καμπιά. Από κοντά τα τσοπανόσκυλα γυροβόλιαζαν το κοπάδι, πιστοί και άγρυπνοι φύλακες κι αλυχτώντας δήλωναν την παρουσία τους, σε κάθε απειλή.

Η πορεία τους αυτή δεν ήταν καθόλου βιαστική, αντιθέτως χασομέραγαν μέρες και βδομάδες, όσο μπορούσαν περισσότερο στα μέρη που περνούσαν, για να βοσκάνε τα πρόβατα, κρατώντας άθικτα κι αβόσκητα τα δικά τους λιβάδια.

Ο μόνος που βιάζονταν να φτάσει στο χωριό τους, ήταν ο Λευτέρης, που ήθελε να συναντήσει την αγαπημένη του Αναστασία. Η Αναστασία, μια ψηλή λυγερόκορμη καραγκούνα, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά και γαλανά μάτια, ένα κορίτσι του κάμπου, μοναχοκόρη του Ντελή του γαιοκτήμονα, περιζήτητη νύφη, αγάπησε το Λευτέρη και λογάριαζαν το φετινό χειμώνα, να αρριβωνιάσουν.

Δυο διαφορετικοί κόσμοι, σε κλειστές κοινωνίες με άγραφους νόμους, που μόνο η αγάπη μπορεί να ενώσει. Όμως η ζωή, ένα ορμητικό ποτάμι, σαρώνει προκαταλήψεις και δίνει τις απαντήσεις. Όσες θυσίες κι αν κάνει ο άνθρωπος, για τη ζωή, την αγάπη καλώς καμωμένες, στον αγώνα για μια Αναστασιά!

Γιώργος Ζούγρος

Δάσκαλος-Λαογράφος

 

Επιμέλεια - Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου