Συνεργάτες

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Παγκύρια & Ξωπάγκυρα

ΠΑΓΚΥΡΙΑ & ΞΩΠΑΓΚΥΡΑ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
Του Τάκη Ευθυμίου & Βασίλη Κανέλλου από το βιβλίο τους
«Παγκύρια & Οργανοπαίχτες μιας άλλης εποχής»
 
Πανηγυριώτες, με γιορτινές ενδυμασίες εποχής, στο παγκύρι των Αγίων Αποστόλων
στο Βελούχι, σε σπάνιο φωτογραφικό στιγμιότυπο του έτους  1925

        Οι κάτοικοι της Δυτικής Φθιώτιδας, βαθιά θρησκευόμενοι, συνέρρεαν κατά πλήθος στις εκκλησίες και τα ξωκλήσια όταν γιόρταζε ο άγιός τους. Η σύναξη αυτή δημιουργούσε αυθόρμητα ανθρώπινα συναισθήματα κεφιού και γλεντιού. Έτσι, προέκυψαν τα παγκύρια και τα ξωπάγκυρα, όπως λέγονται στη ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά.
        Τα παλιά  αυτά παγκύρια σ’ όλα τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, πέραν από το θρησκευτικό τους χαρακτήρα που κυριαρχούσε, είχαν και εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό αποκαλούνταν εμποροπανηγύρια. Σε κάθε, λοιπόν, χωριό ανάλογα με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού, που ο άγιός της θεωρούταν πολιούχος ή ανάλογα πότε τιμούσαν του αγίους των ξωκλησιών, γίνονταν και τα παγκύρια. Την ημέρα το παγκύρι στηνόταν, συνήθως, στο χοροστάσι του προαύλιου χώρου της εκκλησίας ή του ξωκλησιού και το βράδυ μεταφερόταν στην πλατεία και στα καφενεία του χωριού.
        Τα παγκύρια καθιερώθηκαν κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, όπου ο καιρός ήταν σύμμαχος. Επίσης, όλο το χρόνο γίνονταν τα ξωπάγκυρα στις γραφικές τοποθεσίες, όπου υπήρχαν χτισμένα τα ξωκλήσια, την ημέρα γιορτής των αγίων, τους οποίους προσκυνούσαν και τιμούσαν ευλαβικά. Τα περισσότερα ξωπάγκυρα διαρκούσαν, συνήθως, λίγες ώρες. Μονάχα το κύριο παγκύρι μεταφερόταν το βράδυ στην πλατεία του χωριού, όπου υπήρχε διαμορφωμένο Χοροστάσι, συνήθως δίπλα από την εκκλησία, κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια και τις πέτρινες βρύσες με τα κρυστάλλινα νερά.
        Στα παγκύρια και ξωπάγκυρα συμμετείχε, με ιδιαίτερη χαρά και ζήλο, ολάκερο το χωριό που πανηγύριζε, καθώς, και πολλοί κοντοχωριανοί. Εκεί, είχαν την ευκαιρία να γιορτάσουν χαρούμενα και να ξεχάσουν, για λίγο, τις σκοτούρες μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς.
Στιγμιότυπο από ξωπάγκυρο στον Αη Γιάννη Αγίου Γεωργίου το 1952

        Στην παγκυριώτικη αυτή ατμόσφαιρα οι χωρικοί πλάταιναν τις γνώσεις τους, αφού αντάλλασσαν πληροφορίες και γνώμες με άλλους ξενοχωρίτες, έστηναν συνοικέσια, έδεναν  μεταξύ τους τις διάφορες συμφωνίες και γενικά γλεντούσαν αυθόρμητα. Έτσι, σφυρηλατούσαν μεταξύ τους δεσμούς αλληλοεκτίμησης, φιλίας και αμοιβαίας αγάπης. Έντονη την παρουσία τους έκαναν οι νέοι, που γάμπριζαν. Την προπολεμική εποχή, όπου τα χρήματα σπάνιζαν, οι νέοι συγκέντρωναν οικονομίες ολοχρονίς, για να έχουν την ευχέρεια να συμμετέχουν στα παγκύρια, που συνήθως, όπως τονίστηκε πρωτύτερα, γινόταν τους καλοκαιρινούς μήνες. Με τα χρήματα αυτά έπρεπε ο νέος, πρώτα απ’ όλα,  να  αγοράσει τα γιορτινά του ρούχα, όπως παπούτσια,  πουκάμισο και κουστούμι που συνοδευόταν, απαραίτητα, από πολίτικο γελέκο, φερμένο από την Πόλη, αφού τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας ονομάζονταν Πολιτοχώρια, επειδή οι κάτοικοί του ξενιτεύονταν στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη), για αναζήτηση καλύτερης τύχης.

Παγκύρι του Αη Γιωργιού στον Τυμφρηστό, με ντόπιους οργανοπαίχτες, το 1955

        Ύστερα του χρειαζόταν χρήματα για το κερί του αγίου και το δίσκο της Εκκλησίας, για το φαγοπότι, για κέρασμα των φίλων και το κυριότερο για τα όργανα στο χορό. Όταν ο νέος έμενε μακριά, χρησιμοποιούσε για μεταφορικό μέσο το άλογο ή το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να ήταν περιποιημένο με καινούριο σαμάρι, καπίστρι και πολύχρωμες χάντρες για φυλαχτό.
        Οι κοπελιές του χωριού έβλεπαν το νέο καβάλα στο ζώο και τον καμάρωναν. Αυτός της έριχνε κλεφτές ματιές, γεμάτες νόημα. Καμιά φορά, καβαλούσαν το ίδιο ζώο, δυο νέοι αναβάτες (δικάβαλοι).
        Όταν σχόλαζε η εκκλησία, άρχιζε το παγκύρι στο προαύλιο της εκκλησίας την ημέρα και το βράδυ τη σκυτάλη έπαιρνε η πλατεία του χωριού, όπου οι καφετζήδες αναλάμβαναν τη διοργάνωση, έχοντας το καθένα μαγαζί τη δικιά του ζυγιά οργανοπαιχτών, που την αποτελούσαν  δυο ζουρνάδες ή κλαρίνα και ένα λαούτο, αφού τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό και μεγάφωνα, για ν’ ακούγονται σ’ όλο το πανηγύρι. Όλα γίνονταν ζωντανά και το τραγούδι με το στόμα.
      Έτρωγαν, κυρίως, ψητό κρέας κι έπιναν τσίπουρο, ούζο ή κρασί. Η μπύρα τα παλιότερα χρόνια ήταν άγνωστη, αλλά και αργότερα θεωρήθηκε ακατανόητη για τα παγκύρια στα χωριά. Τα κεράσματα στις γνωστές παρέες ήταν επιβεβλημένα, για λόγους αβροφροσύνης.
        Οι καλύτεροι χορευταράδες έπαιρναν πρώτοι την αράδα για χορό και, με την ευλυγισία και το σκέρτσο τους, σκόρπιζαν το θαυμασμό, αλλά και το φθόνο στους αδέξιους χορευτές. Σ’ όποιον νέο έσερνε το χορό, τον κέρναγαν ποτό και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε, τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση ένιωθε. Τα λουκούμια αυτά, ύστερα, η κοπελιά τα φιλοδωρούσε στους γνωστούς της. Τα μικρά παιδιά, λιγουρεύονταν και τους έτρεχαν τα σάλια, βλέποντας μαζεμένα τόσα πολλά λουκούμια, που ήταν και τα μοναδικά, σχεδόν, γλυκίσματα της εποχής.
      Στα παγκύρια, τότε, γίνονταν και καυγάδες, κυρίως για τη σειρά προτε-ραιότητας, όταν παρατεινόταν πολύ η διάρκεια του χορού από κάποιους χορευτές, ο κάβος, όπως λεγόταν. Ας μην ξεχνάμε πως, τότε, όλοι περίμεναν το παγκύρι να διασκεδάσουν και να χορέψουν. Έτσι, όταν αργούσε η αράδα κάποιου για το χορό, τον έπιανε η ανυπομονησία, μήπως και δεν προλάβει να χορέψει. Διψούσε, τότε, ο κόσμος για μουσική και χορό, μιας και δεν υπήρχαν ραδιόφωνα και κασετόφωνα διαθέσιμα για τους απλοϊκούς χωρικούς και μουσική άκουγαν μονάχα από τα όργανα στα παγκύρια και σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια.
        Οι γονείς, που είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν υπομονετικά να μπει στο χορό η κόρη τους για να την καμαρώσουν και να τη νυφοδιαλέξουν.
        Επειδή, τα παγκύρια είχαν και εμπορικό σκοπό, εκεί, κατέφθαναν πλανόδιοι έμποροι από τη Λαμία και το Καρπενήσι, κουβαλώντας μαζί τους  την πλούσια πραμάτεια τους. Έτσι, μπορούσε κανείς να προμηθευθεί τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, σαμάρια, ψάθινα καπέλα, γεωργικά εργαλεία κι ένα σωρό άλλα χρήσιμα μικροαντικείμενα του νοικοκυριού. Οι γυναίκες ψώνιζαν και για την προίκα της κόρης τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια και άλλα λευκά είδη.
        Οι ονομαστότερες εμποροπανηγύρεις-ζωοπανηγύρεις ήταν της Σπερχειάδας, του Αγά, όπως λεγόταν παλιά, ονομασία που διατηρήθηκε επί Τουρκοκρατίας και της Μακρακώμης, ή αλλιώς της Βαρυμπόπης.
        Σήμερα, που τα χωριά μας ερημώνουν από κόσμο, οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι σοφίστηκαν μια ιδέα που βολεύει, μεταφέρουν δηλαδή την τέλεση των πανηγυριών σε κάποιο Σαββατοκύριακο του καλοκαιριού, που τα χωριά πλημμυρίζουν από επισκέπτες. Είναι κι αυτός ο τρόπος μια έσχατη απόπειρα διάσωσης των πανηγυριών, έστω και με την κακοποιημένη πια δημοτική μουσική, που υποτίθεται ότι παίζουν οι σύγχρονοι οργανοπαίχτες, ακολουθώντας το πνεύμα της εμπορευματοποιημένης και παγκοσμιοποιημένης εποχής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου