Συνεργάτες

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Ο Σπερχειός-Χρονικό ενός ποταμού

Ο ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΥ*
Από το πόνημα του Γιώργου Σταυρόπουλου:
«Ο Σπερχειός στην Ελληνική Γραμματεία»
Τη μεγάλη αγάπη του Λαμιώτη λογοτέχνη Χρήστου Κουλούρη (1924-2006) για τον ποταμό, που είναι συνδεδεμένος με τα πρώτα, έντονα, βιώματα του, δείχνει το παρα­κάτω κείμενο. Πρόκειται για μια αναδρομή στη μυθολογία, την ιστορία και την καθη­μερινή ζωή των ανθρώπων που επηρεάζονται άμεσα από το Σπερχειό. Η αναδρομή μαζί με την περιγραφή μιας έντονης εμπειρίας της παιδικής του ζωής, το καθιστούν το κεί­μενο πολύ ενδιαφέρον, ένα ύμνο στον ποταμό.
Θα ‘πρεπε αλήθεια κάποτε να βρεθεί ένας να γράψει την ιστορία όλων των ποταμών μα το καθένα του κι ένα ιδιαίτερο χρονικό, ένα δικό του θρύλο σημαδεμένο στην κοίτη του. Ο Πηνειός ο Έβρος, ο Στρυμόνας, ο Αξιός, ο Ευρώτας έχουν πάντα κάτι να διηγηθούν, απ' τη μυθολογία των Αρχαίων, ως τις τελευταίες μάχες για την απελευθέρωση. Ακόμα και τα ξεροπόταμα της Αττικής όσο στερημένα γραφικότητας κι αν είναι σήμερα, είναι ωστόσο συνδεδεμένα με την παράδοση πλάι στις όχτες και κάτω απ’ τις ασημένιες λεύκες, πρωτοφανερώθηκε η ιδέα του κλασικού, βλάστησε η σοφία του ωραίου και του καλού, μεγαλούργησε το πνεύμα της Αττικής. Για τα βουνά, θα πείτε, βρέθηκαν κατά καιρούς οι ποιητές, οι πεζογράφοι, οι οδοιπόροι και περιέγραψαν μ’ άκρατο ενθουσιασμό τις χάρες τους, την περηφάνια τους. Κάτω απ’ τα φυλλώματά τους χτίστηκαν μερικά σανατόρια κι ο πεύκος κι ο έλατος γίνηκαν οι σπουδαιότεροι ιερείς του Ασκληπιού. Για τα ποτάμια, μόνο πεζότατοι τεχνικοί υπολογισμοί χαράχτηκαν, σχέδια εξαφάνισης τους κάποτε, μελέτες αξιοποίησης, άλλοτε, του περίφημου «λευκού άνθρακος». Οι ποταμοί αξίζουν λοιπόν μόνο τη ρεαλιστική πορεία μιας τεχνικής προόδου να σημαδεύουν μέσα στο χρόνο. Αλλού όμως θεοποιούνται, γίνονται πηγές ζωής, ευφροσύνη, θεϊκή ευλογία είναι η ροή τους. Ο Δούναβης, ο Σηκουάνας, ο Ρήνος και τόσοι ακόμα είναι αγγαρεμένοι και μ’ άλλες ευεργεσίες. Πάνω στη ράχη τους έχουν ανέκαθεν τον πονοκέφαλο της ποταμοπλοΐας. Τουλάχιστο σ’ αυτό στάθηκαν πιο τυχερά τα δικά μας ποτάμια. Διατήρησαν την ελευθερία τους, τη σβελτάδα τους, ζουν απαγγιστρωμένα τα περισσότερα από διάφορα φράγματα, από διαρκή εκμετάλλευση. Το γάργαρο κελάρυσμά τους είναι ακόμα τραγούδι λεβέντικο, μποέμικο αν θέλετε, κι όχι σφυρηλατημένος τεχνικός ρυθμός κίνησης κι εργασίας.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον Σπερχειό, το ποτάμι της ιδιαίτερης πατρίδας μου, τον θυμάμαι πάντα με πολλή νοσταλγία. Ίσως γιατί στερήθηκα την παρουσία του απ’ τα μικρά μου χρόνια, Κι από τότε διατηρείται στη μνήμη μου μοναδικό, ασύγκριτο, ένας γέρος παραμυθάς, που με νανουρίζει τα βράδια, που με δίδαξε σελίδες ιστορίας ελληνικής, μ’ έπιασε στ’ όνειρο και στη φαντασία, στο ρυθμό. Ο χειμωνιάτικος βόγκος του, που έρχονταν στ’ αυτιά μου, ήταν θαρρείς οι γοεροί θρήνοι του Ηρακλή. Ξεγελασμένος ο ήρωας απ’ την τρομερή ζήλεια της Δηιάνειρας, είχε φορέσει τον πυραχτωμένο χιτώνα. Και τώρα το αίμα του Κενταύρου Νέσσου του ‘τρωγε τις σάρκες. Έσβηνε η ζωή του μέσα σε φριχτούς πόνους... Το παραμύθι αυτό είχε μιαν άλλη συνέχεια, το ίδιο φρικιαστική σαν την αρχή του. Μιλούσε πάντα το ποτάμι, που έζησε όλες αυτές τις περιπέτειες ξετυλιγμένες δίπλα του. Νύχτα είχαν ξεπεζέψει οι ατρόμητοι βυζαντινοί καβαλάρηδες του Νικηφόρου Ουρανού, μα ήταν η εκδικήτρα απόφαση τους στα μάτια! Αποκαμωμένοι οι Βούλγαροι απ’ την πορεία της σφαγής και του ξεθελιωμού είχαν ξαπλώσει πλάι στο ποτάμι, που το λογάριαζαν ουδέτερο φίλο. Μα τούτο στάθηκε η ανείπωτη συμφορά τους. Γίνηκε η καρδιά του πέρασμα ξάφνου κι η ψυχή του κοφτερό κι ανήλεο σπαθί σ’ επιδέξια χέρια μαχητών. Ελάχιστοι πορεύτηκαν προς τα πάνω να καταμαρτυρήσουν το τρομερό τους πάθημα... Όλα τούτα έρχονταν στ’ αυτιά μου με το κοντινό βουητό του νερού. Ένας Τούρκος αγάς είχε δώσει παλιότερα τ’ όνομά του στο χωριό, που πρωτόζησα τις αγροτικές μου θύμησες. Ένα χωριό που, σαν πλημμύριζε ο κάμπος του, κράταγε την ανάσα του μέρες και νύχτες κάμποσες. Τα χιόνια του Τυμφρηστού τροφοδοτούσαν μήνες τη ροή που άλλοτε έπεφτε από βράχια ψηλά κι άλλοτε κατηφόριζε φιδίσιο, σερπετό, στην πλατωσιά της γης.
Σαν έμπαινε άνοιξη, τούτος ο κάμπος κι οι ρεματιές και τα φαράγγια ήταν χαρά θεού. Μοσκοβολούσαν τ’ αγριοτριαντάφυλλα, κιτρίνιζαν τα σπαρτά κι οι παπαρούνες ολοπόρφυρες είχαν το λόγο τους να πουν. Ανήμερα τ’ Αη-Γιωργιού, κι ήταν 29 χρονώ παλικάρι. Πετάριζε μπρος του στερνή φορά τούτη η ανοιξιάτικη αποθέωση. Γύρισε τότε βουρκωμένο το βλέμμα του και μέσα στην ανή­κουστη οδύνη τον αγκάλιασε όσο μπορούσε την ευλογία της γης. Ο Διάκος έδινε τη ζωή του, ο Σπερ­χειός σημάδευε τη μοίρα του γένους μας. Ματωμένο, πανάκριβο το ‘21, το αντικαθρέφτιζε στα νερά του...
Αιώνες πριν είχε χαράξει στη γη τούτη, στις Θερμοπύλες, το ζωντανό θρύλο του ο Λεωνίδας. Εδώ στήριξε δυνατά το κορμί του στα πόδια του ο Σπαρτιάτης, τίναξε το μέτωπο περήφανα ψηλά κι αετίσιο το μάτι του σπάθισε την απόφαση του: Μολών λαβέ! Το λόγο ετούτο τον κράτησε στην ψυχή του ο Σπερχειός και τον παράδωκε με τα ιερά και τ’ άγια της φυλής στους απογόνους. Έχει φωνή παλικαριού το ποτάμι μας. Αυτιά να ‘χεις να τ' ακούς μόνο. Να μπαίνει ολόισια στην καρ­διά σου η πορεία του, λες κι είναι ο κόρφος σου στη θάλασσα του Μαλιακού. Να σου φέρνει το μή­νυμα του Τυμφρηστού και της Οίτης με τα χιόνια και τους βοριάδες, με τις φλογέρες και τα κου­δούνια, παραμύθι της Ρούμελης φτασμένο απ’ τα ελάτια, χιλιοτραγουδισμένο με τους καημούς και τα βάσανα μιας ζωής σκληρής και περήφανης. Ξεχείλισμα οργής το χειμώνα, λακκόνερο και πυ­ρετό το θέρος. Σκιερά περάσματα απ’ τις καστανιές και τις βελανιδιές, μίλημα θείο στην κουρασμένη σου ψυχή, καπνός καμπίσιος με τα φαρμάκια και τις έγνοιες του. Έχουν και τα ποτάμια τον ησυχασμό τους. Δρέπουν ατίθασα, σαν καβαλάρηδες, τη ζωή και το σφρίγος της ρεματιάς, μα σα δυ­ναστέψει ο ήλιος και τα στραγγίσει, ξαπλώνονται και σκάνε. Λουφάνε όλο το θέρος, ώσπου να ψι­χαλίσει πάλι ο Χινόπωρος. Φτου και στα όλα τότε! Καβαλικεύουν θυμωμένα τα ξερόβροχα και χουμάνε απ’ τα ψηλά, ακράτητα, σπάζοντας τα γκέμια και χουγιάζοντας άγρια, μέχρι που να τα πνί­ξει καταλασπωμένος ο κόλπος ο θαλάσσιος.
Δεν ξέρω γιατί, μα τον έχω πάντα μέσα στα μάτια μου τον Σπερχειό. Κι ας πήγε να με πνίξει, κάποτε, παιδί, που γλίστρησα παίζοντας και με παράσυρε στην ορμή του, θεριό ανήμερο, κάμπο­σα μέτρα. Θάμα ήταν και γλίτωσα... Αρπάχτηκα σ’ ένα βράχο, που ψήλωνε καταμεσής, μέχρι που μ’ έπιασε χέρι αντρίκειο και μ’ έβγαλε έξω. Φορές που το θυμάμαι, λέω και πέφτω πάλι στον αφρι­σμένο χείμαρρο, στην αμάχη τον νερού, στον άγριο παφλασμό του, που περνά στα νεύρα μου και τα τεντώνει. Κι απότομα, δεν ξέρω πώς, νιώθω ασύγκριτη ευτυχία κι ηδονή, που πάλεψα μαζί του...
Είναι και εκείνο το πανηγύρι των χρωμάτων, πώς να το ξεχάσεις, που φέρνανε στις όχτες του οι ομορφοκοπέλες και το παράδωναν στα γρήγορα νερά του. Κιλίμια, χράμια, κουβέρτες, λογής σκουτιά - πικρά ξενύχτια ολοχρονίτικου αργαλειού υφασμένα, προίκες τραγουδισμένες, φιλημέ­νες με τον καημό και την προσδοκία - όλα να τα πλύνει ο ποταμός, να πάρει από πάνω τους τη σκό­νη και τη βρωμιά, να τους χαρίσει φρέσκο χρώμα, ολοζώντανο, λες και τώρα τέλειωσε η σαΐτα και το νήμα την τέχνη της. Ξαπλωμένα στον ήλιο, χτυπημένα γερά απ’ τον κόπανο, χαίρονται μέσα στην υγρασία τα γυμνά πέλματα των γυναικών κι ονειρεύονται τον ερχόμενο χειμώνα... Αχ, εκειδά πλάι στο τζάκι, να μετράς στις χάντρες του κομπολογιού σου τις αιχμάλωτες μέρες της συννεφιάς και ν’ ακούς το πληχτικό παραμύθι της βροχής, που λέει για τα’ άλλα χρόνια της ζωής που χάθηκαν πίσω απ’ τα ψηλά βουνά. Να βλέπεις την κρεμαστή λάμπα που καίει και ζωγραφίζει με τις φλογίτσες και τις κάπνες της το χαμηλό ταβάνι σου και να συλλογιέσαι τη δύσκολο πράμα που είναι η φύση, σαν ο χρόνος σου διπλώσει τις φτερούγες... Ωστόσο, ό,τι κι αν πεις, ο Σπερχειός δεν είναι ποτάμι ρο­μαντικό. Δε θα ταίριαζε τούτο ούτε στη ρουμελιώτικη ιδιοσυγκρασία του, αν ήταν. Είναι πιότερο γνωστό απ’ το ιστορικό του παρελθόν. Έχει ζωγραφίσει στα νερά του σελίδες δόξας ελληνικής, κι όσους μήνες τρέχει, ξέρει να φέρνει το ρίγος μέσα στα μποστάνια, ξεδιψώντας ξωμάχων φρουμασμένα χείλια. Μπορεί να μην έχει γιοφύρια και καμάρες τοξωτές, να μη σέρνει βηματισμούς σε πο­λιτείες τρανές, όμως βλέπει ψηλά το κάστρο της Λαμίας και ξέρει κάτι κι αυτό να πει. Δεν έχει βέ­βαια φαρδιά γαλάζια γραμμή στη Γεωγραφία της γης, έχει όμως εποποιίες ν’ ανιστορήσει εθνικές. Αίμα ρωμέικο τρέχει στην κοίτη του, που πότισε τον κάμπο και βλάστησε και θέριεψε το δέντρο της λευτεριάς. Είναι ποτάμι πολεμάρχων, που έδωκε το παρόν σ’ όλες τις εποχές με το κοντάρι και το τόξο, με το σπαθί και το γιαταγάνι, με το καριοφίλι και το ντουφέκι. Δεν έχει τους θρύλους του πο­τάμιου της Άρτας ο Σπερχειός, ούτε τους θησαυρούς των μακεδόνων αδελφών του. Έχει μόνο τη ρουμελιώτικη περηφάνια του, την αντρειοσύνη και το τραγούδι της φλογέρας του μπιστικού, που ξεκουράζεται στις βαθύσκιωτες ρεματιές του. Και τραγουδά, ατέλειωτα κι ασύγκριτα τραγουδά, τα πάθη του Ηρακλή, το μαρτύριο του Διάκου, την εκδίκηση του Νικηφόρου Ουρανού, το «όχι» του Λεωνίδα. Τι περισσότερο ήθελε να ‘χε;

*Εφημερίδα Ρουμελιώτικη Τέχνη, φ.9-10/ 5-2-1962
Επιλογή-Αντιγραφή: Ευθυμίου Τάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου