Συνεργάτες

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Ο Σπερχειός στη Δίνη των πολέμων

Ο ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
του Τάκη Ευθυμίου
      Ο Σπερχειός ποταμός, κατέχοντας σπουδαία γεωγραφική θέση στον κορμό της κεντρικής Ελλάδας και διαρρέοντας οριζόντια, ως επιχώριος, την ομώνυμη κοιλάδα του, αποτέλεσε σπουδαίο πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων, από την ομηρική εποχή μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ας δούμε τις σπουδαιότερες από αυτές τις αναμετρήσεις, που σημάδεψαν ανεξίτηλα τον ρου της ιστορίας μας.
1.   ΤΑ  ΔΙΠΟΤΑΜΑ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ ΩΣ ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΩΝ
Το πανέμορφο τοπίο Διποτάμων Σπερχειού στον Άγιο Γεώργιο

      Τα Διπόταμα Σπερχειού, ως σπουδαίος γεωγραφικός κόμβος, έγινε θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων τόσο κατά την επανάσταση του '21 όσο και στην περίοδο του ανταρτο­πόλεμου. Ανέκαθεν, τα Διπόταμα ήταν οι πύλες της Ευρυτανίας. Εκεί, οι οπλαρχηγοί της δυτικής Στερεάς Ελλάδας με τον άτακτο επαναστατικό στρατό τους, τουλάχιστον τρεις φορές αντιμετώπισαν τους Τούρκους, προκειμένου να τους εμποδίσουν να περάσουν δυτικότερα.
Τα καλοκαίρι του 1821 προέβαλαν σθεναρή αντίσταση κατά των στρατευμάτων του Δράμαλη Πασά, που είχε σκοπό να κάμψει την επαναστατική διάθεση των Ευρυτάνων.
Τον Αύγουστο του 1823 οι Έλληνες οπλαρχηγοί, με τη μέθοδο του κλεφτοπόλεμου επειδή ήταν ολιγάριθμοι, αντιμετώπισαν κάποιο τμήμα της στρατιάς του Μουσταφά-Σκόδρα Πασά, κινούμενο από τα Άγραφα προς την Ευρυτανία. Από Πιστοποιητικό που βρίσκεται  στο φάκελο του Κ. Ντερλίκα, από τα Πουγκάκια, πληροφορούμαστε, ότι μεταξύ των οπλαρχηγών που αντιστάθηκαν, ήταν και ο Νίκος του Μήτσου Κοντογιάννη, που πήγε και πολέμησε στην Ευρυτανία και δεν ξαναγύρισε ζωντανός.[1]
Λίγο πιο κάτω από τα Διπόταμα, πλησίον του Σπερχειού στη σημερινή Πτελέα,  το 1824 διάβηκε από εκεί η στρατιά του Δράμαλη  και κατέστρεψε όλα τα χωριά. Στις συγκρούσεις των Τούρκων με τ’ ασκέρια των Κοντογιανναίων και Γιολδασαίων υπήρξαν εκατοντάδες νεκροί και από τις δυο πλευρές. Σε κάποια φάση της επιχείρησης οι Τούρκοι ζήτησαν ανακωχή. Τότε και οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές άρχισαν να συγκεντρώνουν τους νεκρούς τους. Επειδή οι άντρες ήταν απασχολημένοι στα μάχιμα τμήματα, έτρεξαν για αυτή τη διαδικασία οι γυναίκες των γειτονικών χωριών. Έτσι, εκεί συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες μαυροφορεμένες γυναίκες. Για ευκολία αποφάσισαν η συγκέντρωση των νεκρών να γίνει μεταξύ Λεύκας και Σκόρλιας. Οι γρήγορες επαναλαμβανόμενες κινήσεις των γυναικών έκαναν να κυματίζουν τα μαύρα μαντήλια τους και να δημιουργείται μια σπάνια πένθιμη εικόνα. Έτσι η περιοχή ονομάστηκε Μαυρομαντήλα. Η παράδοση αναφέρει ότι υπήρχαν και μερικές δεκάδες νεκροί από άλλες περιφέρειες. Η μεταφορά τους όμως ήταν αδύνατη, λόγω της αποσύνθεσής τους από την πολυήμερη έκθεσή τους στον αυγουστιάτικο ήλιο. Έτσι, αναγκάστηκαν να τους ενταφιάσουν ομαδικά, εκεί κοντά σε μια χαράδρα.[2]
Αρχές φθινοπώρου του 1824, οι επαναστατημένοι Φθιωτείς και Ευρυτάνες πέτυχαν μεγαλειώδη νίκη κατά στρατιωτικού τμήματος, που στάλθηκε από τους Τούρκους της Υπάτης για να ενισχύσει τους πολιορκημένους Τούρκους στο χωριό Μαυρίλο. Πάνω στην τρομάρα τους οι Τούρκοι προσπάθησαν να διασωθούν με φυγή, εγκαταλείποντας πλούσιο οπλισμό και λάφυρα. Στο πεδίο της μάχης σκοτώθηκαν 23 Τούρκοι, τραυματίσθηκαν αρκετοί και πιάστηκαν  3 αιχμάλωτοι. Ανάμεσα στα λάφυρα ήταν 150 φορτώματα τροφές, 100 άλογα, 6 φορτώματα πολεμοφόδια και 8.000 γρόσια. Όσοι Τούρκοι γλίτωσαν έτρεξαν και κλείστηκαν σ’ έναν πύργο, που βρισκόταν εκεί κοντά στο Νεοχωράκι.[3]
Στην περίοδο της ανώμαλης κατάστασης του εμφυλίου και συγκεκριμένα στις 20 Ιανουαρίου του 1949, στα Διπόταμα έλαβε χώρα μια φοβερή εμφύλια μάχη μεταξύ του στρατού και των ανταρτών. Δυο τάγματα πεζικού το 602 & 630 είχαν εντολή ν' ανοίξουν το δρόμο προς το Καρπενήσι, όπου είχε εγκατασταθεί η κύρια δύναμη των ανταρτών. 0 χειμωνιάτικος καιρός και το χιόνι που ξεπερνούσε το μισό μέτρο, δυσχέραινε τις κινήσεις των ανδρών του 602 τάγματος οι οποίοι επιτέθηκαν εναντίον των ανταρτών που ήταν οχυρωμένοι στη μερκαδιώτικη ράχη στην τοπο-θεσία «Κεραμαριά». Αν και οι αντάρτες κατείχαν πλεονεκτικότερη θέση, η πλάστιγγα της μάχης έγειρε υπέρ του στρατού. Απώλειες υπήρχαν εκατέρωθεν. Οι Αγιωργίτες έγιναν μάρτυρες αυτής της μάχης και πολλά είχαν να διηγηθούν αργότερα. Το 630ο τάγμα βάδισε προς το «Κεραμίδι», όπου κατατροπώθηκε από τους οχυρωμένους αντάρτες. Οι λίγοι επιζώντες σε ανάμνηση της σωτηρίας τους αφιέρωσαν εικόνα του τροπαιούχου Αγίου Γεωργίου στον ομώνυμο ναό του χωριού Αγίου Γεωργίου που σώζεται ακόμα.

2.  ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ & ΓΑΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΒΡΕΝΟΥ

      Το έτος 279 π.Χ. ο Βρένος επικεφαλής μιας δύναμης 210.000 Γαλατών πολεμιστών,  συνοδευόμενοι από τις οικογένειές τους  επειδή είχαν σκοπό να εγκατασταθούν μόνιμα στον Ελλαδικό χώρο, προέλασαν στη Θεσσαλία, διαπράττοντας πλήθος απάνθρωπων ενεργειών, σέρνοντας  μαζί τους  τρόμο και  απελπισία, εισχώρησαν όλο και βαθύτερα στα ελληνικά εδάφη.  Είχαν σκοπό να διαβούν το Σπερχειό και να φθάσουν στο Μαντείο των Δελφών για να το λεηλατήσουν. Φτάνοντας όμως στο Σπερχειό, βρήκαν τις γέφυρες κατεστραμμένες από τους  ντόπιους, αλλά τις  ξανάφτιαξαν  γρήγορα και  ξεκίνησαν  να  λεηλατούν  και να καταστρέφουν την περιοχή γύρω από την Ηράκλεια. Ήταν  προχωρημένο φθινόπωρο του 279 π.Χ., όταν ο Λεωνίδας, ύστερα από  201  χρόνια  ύπνου  σηκώθηκε και  ξαναστήθηκε στις Θερμοπύλες, έχοντας  αυτή  τη  φορά  πολλά  ονόματα  νεότερων, συνασπισμένων κατά του εισβολέα, Ελλήνων. Ο  Βρένος  με τους  Γαλάτες  του,  που  οι  περιγραφές της εποχής τους θέλουν τρομερούς πολεμιστές, ρίχτηκε στους Έλληνες, που συχνά η ιστορία αυτής της εποχής τους αναφέρει ως «Έλληνες της παρακμής». Και οι Θερμοπύλες κρατήθηκαν. Οι Γαλάτες δεν πέρασαν!  Κυνηγημένοι από τους Έλληνες, συνάντησαν άθλιες καιρικές συνθήκες και στην προσπάθειά τους να διαβούν τον πλημμυρισμένο Σπερχειό, οι περισσότεροι βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο Σπερχειός με την πλημμυρισμένη οργή του, προέβαλλε κι  αυτός, θα λέγαμε, τη δικιά του αντίσταση κατά των εισβολέων-κατακτητών.

3.    Ο ΞΕΡΞΗΣ ΣΤΟ ΣΠΕΡΧΕΙΟ

      Τον Ιούνιο του 480 π.Χ., ο Ξέρξης με την αμέτρητη περσική στρατιά του, διάβηκε από την κοιλάδα του Σπερχειού, προελαύνοντας νότια για την κατάκτηση της Ελλάδας. Στρατοπέδευσε κοντά στην κοίτη του, αλλά μέσα στο κατακαλόκαιρο  ο Σπερχειός στέρεψε τα νερά του και έτσι ο Ξέρξης  αναγκάστησε να νικηθεί αμαχητί από το ποτάμι, αφού οι στρατιώτες του και τα ζώα του είπαν το νερό νεράκι!

      4.   Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ &  ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
      Η μάχη του Σπερχειού είναι η μόνη σημαντική μάχη που πραγματοποιήθηκε στο σημερινό ελληνικό έδαφος κατά τη διάρκεια των 330 χρόνων, που διήρκεσε η σύγκρουση των Ρωμαίων της Ελληνικής αυτοκρατορίας με τους Βούλγαρους.
     Γύρω στα 1000 μ.Χ. το Ρωμέϊκο  κράτος αδυνατούσε να προστατεύσει τις από-μακρυσμένες από την Κωνσταντινούπολη περιοχές της επικράτειας του. Οι Βούλγαροι ξεχύθηκαν στην Ελληνική αυτοκρατορία καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Ο Σαμουήλ κατάφορτος κατόπιν  από λάφυρα επέστρεφε στη γη όπου κατοικούσαν τα βουλγαρικά στίφη, όταν το 997 μ.Χ συναντήθηκε στην πεδιάδα του Σπερχειού, εκεί περίπου όπου περνά η σύγχρονη γέφυρα που ενώνει την Λαμία με την Υπάτη, με τις Βυζαντινές δυνάμεις των Ελλήνων.
Ο Σαμουήλ στρατοπέδευσε στην νότια πλευρά του Σπερχειού από την πλευρά της Υπάτης, ενώ ο στρατηγός του Βασίλειου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, Νικηφόρος Ουρανός, στρατοπέδευσε στην βόρεια όχθη του ποταμού. Οι Βούλγαροι κοιμήθηκαν ήσυχοι, πιστεύοντας ότι το ποτάμι ήταν αδιάβατο. Ο Νικηφόρος όμως με το στράτευμα του, κατά τη διάρκεια της νύχτας, κατάφερε να διαβεί τον ποταμό και να επιτεθεί στους ανύποπτους Βουλγάρους, που υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Σαμουήλ και ο γιος του προσποιήθηκαν τους νεκρούς, οπότε μέσω του σημερινού Αργυροχωρίου και της Υπάτης ανέβηκαν στην Οίτη και από εκεί, μέσω των Αιτωλικών βουνών και της Πίνδου, φτάσανε στην Ήπειρο και από εκεί στην έδρα τους την Αχρίδα.[4]
Αργότερα, όταν ο ίδιος ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος επισκέφθηκε το πεδίο μάχης στο Σπερχειό, αντικρίζοντας τα οστά των νεκρών Βουλγάρων, λέγεται ότι θαύμασε τη νίκη των Βυζαντινών, αλλά σαν άνθρωπος, λυπήθηκε βαθύτατα για το χαμό τόσων ανθρώπων.
                            5.  ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
     Τόπος ξακουστός για την μάχη που διεξήχθη εδώ το 480 π. Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών, φημισμένες από την αρχαιότητα για τις αφιερωμένες στον Ηρακλή ιαματικές πηγές τους απ’ όπου πήραν και το όνομά τους, είναι οι Θερμοπύλες, που βρίσκονται κοντά στο Σπερχειό ποταμό. Η μάχη των Θερμοπυλών εντάσσεται στους λεγόμενους Μηδικούς πολέμους ή πιο απλά Μηδικά όπως ονομάστηκαν οι εχθροπραξίες που σημάδεψαν την αρχή του 5ου αι. π.Χ μεταξύ των Περσών εισβολέων και των Ελλήνων.
     Η εξιστόρηση των Μηδικών και τα γεγονότα που σχετίζονται με αυτά μας είναι γνωστά από μία κυρίως πηγή που είναι  το έργο του Ηροδότου.
     Ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος είχε καταφέρει ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. να δημιουργήσει μία ισχυρή αυτοκρατορία υπό την κυριαρχία της οποίας είχαν περιέλθει και οι ελληνικές πόλεις της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας και ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Οι Πέρσες ηγεμόνευαν τις πόλεις αυτές με επιβεβλημένες τυραννίες. Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας ζήτησε την βοήθεια των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας για να απαλλαγούν οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας από τη ξένη καταπίεση. Στην έκκληση αυτή του Αρισταγόρα ανταποκρίθηκαν μόνο η Αθήνα και η Ερέτρια το 498 π. Χ., ξεκινώντας εκστρατεία κατά των Περσών. Ο στρατός των Ελλήνων συμμάχων κατάφερε την κατάληψη και πυρπόληση των Σάρδεων αλλά στη συνέχεια ηττήθηκε και η ήττα αυτή σήμανε την αρχή μίας δύσκολης περιόδου για τους Έλληνες.
Ο Ηρόδοτος, θεωρεί ότι η αφορμή του πρώτου Μηδικού πολέμου συνδέεται με τη συμμετοχή των Αθηναίων στην επανάσταση της Ιωνίας και ιδιαίτερα με την πυρπόληση των Σάρδεων. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος, διάδοχος του Κύρου, για να πάρει εκδίκηση, αλλά και για να εξασφαλίσει ότι στο μέλλον καμία εξωτερική βοήθεια δεν θα στήριζε μία νέα επανάσταση, ζήτησε να λάβει «γην και ύδωρ» από τους Έλληνες, δηλαδή τους ζήτησε δήλωση υποταγής. Η άρνηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να ικανοποιήσουν αυτή την απαίτηση, οδήγησε στον πρώτο Μηδικό πόλεμο το 490 π.Χ. Οι Πέρσες ξεκίνησαν την εκστρατεία, από θαλάσσης, στις αρχές του καλοκαιριού. Κατευθύνθηκαν προς τις Κυκλάδες και την Εύβοια και τέλος αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Μαραθώνα στην Αττική. Εκεί, οι Αθηναίοι, δίχως τη βοήθεια των σπαρτιατών παρά μόνο με την υποστήριξη λίγων Πλαταιών, αντιμετώπισαν τον εχθρό και πέτυχαν μεγάλη νίκη, που έμεινε στη μνήμη τους ως θρίαμβος της ελευθερίας εναντίον των βαρβάρων.
     Το 486 π. Χ. ενθρονίστηκε στον θρόνο της Περσίας ο Ξέρξης Α΄, ηγεμόνας ικανός με πείρα σε θέματα διακυβέρνησης. Δύο χρόνια αργότερα, το 484 π.Χ. εκστράτευσε κατά των επαναστατημένων σατραπειών του βασιλείου του στην Αίγυπτο και στη Βαβυλώνα πετυχαίνοντας την καταστολή των εξεγέρσεων. Ύστερα από αυτή του τη νίκη και μετά από παρακίνηση εξόριστων ελλήνων, αποφάσισε να εκστρατεύσει και προς τη Δύση κατά των Ελλήνων.  Οι λόγοι της απόφασης του Πέρση ηγεμόνα δεν μπορεί να ήταν οικονομικοί, αλλά μάλλον έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του πατέρα του Δαρείου για κατάληψη της Δύσης. Έτσι, λοιπόν, οι Έλληνες το 480 π.Χ. αντιμετώπισαν και πάλι την απειλή, που αυτή τη φορά ερχόταν από ξηρά και θάλασσα. Οι Αθηναίοι τώρα δεν ήταν μόνοι. Συνάψανε συμμαχία με τους Σπαρτιάτες, τους Ευβοείς και τους Βοιωτούς και συμφώνησαν να επικεντρώσουν την αντίστασή τους σε δύο σημεία: στην ξηρά στα στενά των Θερμοπυλών και στη θάλασσα στο πέρασμα του Ωρεού, κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο.
     Τα στενά των Θερμοπυλών φάνταζαν θέση ιδανική για να αμυνθούν οι ολιγάριθμοι έλληνες απέναντι στον στρατό των Περσών που υπερίσχυε αριθμητικά και στο σημείο αυτό ήταν αδύνατο να αναπτυχθεί κατά μήκος λόγω της στενότητας του χώρου. Σήμερα οι πολλαπλές προσχώσεις του ποταμού Σπερχειού έχουν διευρύνει την ακτή προς τη θάλασσα. Κατά την αρχαιότητα όμως η τοποθεσία αποτελούσε φυσικό και ουσιαστικά το μοναδικό εύκολα προσβάσιμο πέρασμα για οποιονδήποτε προέλαυνε από βορρά προς τη νότια Ελλάδα.
     Ο βασιλιάς των σπαρτιατών Λεωνίδας ανάλαβε την ηγεσία του ελληνικού πεζικού, αλλά φτάνοντας στις Θερμοπύλες κατάλαβε αμέσως την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Με στρατό που αριθμούσε 6.000 οπλίτες απέναντι σε χιλιάδες Πέρσες και λόγω του φαραγγιού του Ασωπού, το οποίο μπορούσε εύκολα να καταληφθεί από τον εχθρό, η νίκη ήταν κάτι παραπάνω από αμφίβολη. Και πράγματι η στρατηγική της επιλογής του φαραγγιού αποδείχθηκε μοιραία. Οι Πέρσες μπήκαν στη χαράδρα του Ασωπού τη νύχτα της δεύτερης μέρας του πολέμου και κατέλαβαν το πέρασμα. Τότε, ο Ξέρξης ζήτησε από τους έλληνες να καταθέσουν τα όπλα τους, αλλά ο Λεωνίδας απάντησε με το περίφημο «μολών λαβέ», δηλαδή «έλα να τα πάρεις», αρνούμενος να εγκαταλείψει τη θέση της μάχης. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, βλέποντας τον όλεθρο να πλησιάζει, παρακίνησε τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τη θέση και να οπισθοχωρήσουν προς το νότο, ενώ ο ίδιος με 300 σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς, έμεινε να υπερασπιστεί το πέρασμα των Θερμοπυλών.[5]
     Ο Λεωνίδας αντιστάθηκε ηρωικά, ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη, αλλά οι Πέρσες, έχοντας ίσως πληροφορίες από κάποιον λιποτάκτη, περικύκλωσαν τους Έλληνες και κατέλαβαν το στενό.
     Η ηρωική αντίσταση, τα ιδανικά και η αυτοθυσία των Σπαρτιατών έχει υμνηθεί αμέτρητες φορές τόσο από τους αρχαίους όσο και από σύγχρονους, έλληνες και ξένους λογοτέχνες, ποιητές και καλλιτέχνες. Ανάμεσα σε άλλα έργα αναφέρουμε τον πίνακα του ιταλού ζωγράφου Massimo d’ Angelico «Τα στενά των Θερμοπυλών», τον πίνακα του μεγάλου γάλλου ζωγράφου Jacques Louis David «ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες» και το ποίημα του έλληνα ποιητή Κ. Καβάφη. Στη μάχη των Θερμοπυλών στηρίχτηκε και το σενάριο κινηματογραφικού έργου αμερικάνικης παραγωγής.

6.   Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΛΑΜΑΝΑ &  Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  ΔΙΑΚΟΥ
      Από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας(άλλη ονομασία του Σπερχειού) ήταν ο Αθανάσιος Διάκος. Γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα το 1788 και το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασαβέτας. Ο πατέρας του Νικόλαος, μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έθιξε τον ανδρισμό του, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
     Ο νεαρός Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, καθώς ο παππούς και ο θείος του είχαν διατελέσει κλέφτες. Τότε, έλαβε και το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός κι έμεινε στην ιστορία. Το 1814 πήγε στα Γιάννενα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας προΐστατο ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά τη αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος του καζά (θρησκευτικού λειτουργού) της πόλης τον Οκτώβριο του 1820, ενώ την ίδια περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Στις 27 Μαρτίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά (Μονή Οσίου Λουκά), μετά από συνεννόηση με τους Αχαιούς, που είχαν επαναστατήσει μία εβδομάδα νωρίτερα. Κατορθώνει να
στρατολογήσει 5.000 χωρικούς με την άδεια του βοεβόδα της Λιβαδειάς, Χασάν Αγά με το πρόσχημα την απόκρουση του Ανδρούτσου. Στις 30 Μαρτίου πέφτει η Λιβαδειά στα χέρια των επαναστατών και στη συνέχεια ο Διάκος οργανώνει την
κατάληψη της Αταλάντης (31 Μαρτίου) και της Θήβας (1 Απριλίου), ενώ λίγο αργότερα κυριεύει το ισχυρό φρούριο της Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας). Ακολούθως, επιχειρεί να καταλάβει τη Λαμία, το διοικητικό κέντρο της περιοχής και το Πατρατζίκι (Υπάτη), χωρίς, όμως, επιτυχία, καθότι ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης αρνήθηκε να βοηθήσει, επειδή θεωρούσε άκαιρο τον ξεσηκωμό.
Η Στερεά και η Πελοπόννησος βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό και τα κακά μαντάτα δεν αργούν να φθάσουν στον Χουρσίτ. Ο Πασάς της Πελοποννήσου βρίσκεται στην Ήπειρο επικεφαλής στρατευμάτων για να τιμωρήσει τον Αλή Πασά, που δείχνει τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο Χουρσίτ διατάσσει τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την Επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν από δύο κατευθύνσεις προς την Πελοπόννησο για την άρση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Στις 17 Απριλίου οι δύο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Οι οπλαρχηγοί της περιοχής συσκέπτονται στο χωριό Καμποτάδες (20 Απριλίου 1821) και αποφασίζουν να υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού (Αλαμάνας), διαμοιράζοντας τους 1500 άνδρες που διαθέτουν, ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά. Το εναλλακτικό σχέδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από κοινού αντιμετώπιση των Τούρκων στον Γοργοπόταμο απορρίπτεται.
Έτσι, ο Πανουργιάς Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαράδρα του Γοργοποτάμου με 400 άνδρες και ο Διάκος με 500 άνδρες θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας (Σπερχειού), πλησίον των Θερμοπυλών.
Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτίθενται ταυτόχρονα και στα τρία σώματα των επαναστατών. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχρεώνονται να υποχωρήσουν, μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, με συνέπεια ο κύριος όγκος των Οθωμανών με τον Κιοσέ Μεχμέτ να επιτεθεί κατά του Διάκου στην Αλαμάνα. Ο Διάκος αρνείται να φύγει και να σωθεί, όπως τον προέτρεψαν οι συμπολεμιστές του και, ως άλλος Λεωνίδας, με μόνο 48 άνδρες μένει και πολεμά μέχρις εσχάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, το σπαθί του σπάει κι ένα εχθρικό βόλι τον τραυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κρατά το πιστόλι. Πέντε Αλβανοί ορμούν στο χαράκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο.
Ο επίλογος της μάχης γράφεται την επόμενη ημέρα. Στις 24 Απριλίου, ο αιχμάλωτος Αθανάσιος Διάκος, με ανοιχτές και αιμορραγούσες τις πληγές του, μεταφέρεται στη Λαμία. Οι Οθωμανοί του προτείνουν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Ο Διάκος υπερήφανα αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ' να πεθάνω» φέρεται να τους απάντησε. Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του. Επέμενε, όμως, ο Χαλήλ-μπεης, σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Ομέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε την ίδια μέρα. Προτού ξεψυχήσει, ο Διάκος λέγεται ότι είπε το αυτοσχέδιο τετράστιχο.
                            «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
                        τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι».

 
8.   ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ ΚΑΙ  ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Η Καλύβα του Στεφανή με την προτομή του Άρη,
δίπλα στο Σπερχειό.

      Μεταξύ Σπερχειάδας και Σπερχειού ποταμού  ξεκίνησε τον αντάρτικο αγώνα εναντίον των Γερμανοϊταλών κατακτητών ο Άρης Βελουχιώτης. Τον Μάιο του 1942, στην καλύβα του Στεφανή, σε σύσκεψη που πραγματοποι­ήθηκε, από-φασίστηκε το ξεκίνημα οργανωμένου ένο­πλου αγώνα κατά των κα­τακτητών. Στη σύσκεψη συμ­μετείχαν ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης), οι Σπερχειαδίτες Φώτης Μαστροκώστας (Θάνος) και Στέφανος Στεφανής (ιδιοκτήτης της καλύβας), καθώς και οι Νίκος Λέβας και Βασίλης Ξηροτρούλιας. Το γεγονός αυτό  αποτέλεσε  τη σπίθα της Εθνικής Αντίστασης 1942-1944.
     Το 1995 με Υπουργική Απόφαση η Καλύβα Στεφανή χαρακτηρίστηκε ιστορικός τόπος και διατηρητέο μνημείο, που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία. Τα τελευταία χρόνια με τη συνεργασία του Δήμου Σπερχειάδας και των αντιστασιακών οργανώσεων πραγματοποιείται στο χώρο αυτό εκδήλωση για να τιμηθεί το ηρωικό αυτό γεγονός της νεώτερης ιστορίας μας.
Μάχη στο Σπερχειό κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο






[1] «Η Δυτική Φθιώτιδα στη φωτιά του 21», Αντωνόπουλος Ν., σελ. 40, Αθήνα 1989.
[2] «Τοπωνύμια Δυτικής Φθιώτιδας με ιστορικές ρίζες & καταβολές παράδοσης», Ευθυμίου Τάκης, Λαμία 2009.
[3] Εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», Μεσολόγγι, 24 Σεπτεμβρίου 1824
[4] «Χρονικό» του Ιωάννη Σκυλίτζη, μέσα 12ου - μέσα 13ου αι., Μαδρίτη, Biblioteca Nacional
[5] Ηρόδοτος 7, 132, 202, 222.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου