ΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ
του Σεραφείμ Τσιτσά
Μόλις είχε περάσει η φοβερή λαίλαπα του συμμοριτισμού. Τα χωριά της ορεινής Φθιώτιδας άρχι-σαν ένα - ένα να εγκαταλείπουν τα «κέντρα ασφαλείας», τη Λαμία, τη Μακρακώμη, τη Σπερχειάδα, τη Στυλίδα και την Υπάτη και να ανηφορίζουν τα βουνά όπου τους περίμεναν καινούργιοι μόχθοι, ιδρώτες και σκληρή δουλειά, για ν' αναστήσουν τα ερείπια και τα χαλάσματα των σπιτιών τους, να φκιάσουν τις αχυρώνες και τις καλύβες, να φράξουν τ' αμπέλια, τους κήπους και τα περιβόλια. Όλος ο ορεινός τόπος παράλλαξε. Τα ρουμάνια έκλεισαν. Τα καρποκλαριά στα χωράφια και τα περιβόλια ξεράθηκαν. Χρόνια ολόκληρα δεν θα ξαναπότησε το νεραύλακο. Αδέσποτα τα νερά από τις βρύσες και τις πηγές έτρεχαν τον κατήφορο και χάνονταν στις χαράδρες και τα φαράγγια. Οι βροχές και τα δρολάπια σχημάτιζαν καταρράχτες το χειμώνα, που άνοιγαν βαθειά χαντάκια μέσα στα χτήματα, παράσερναν χώματα, χαλούσαν αμπέλια, τριφύλλια, ρήμαζαν το χρήσιμο τόπο.
Το πρώτο καλοκαίρι που επαναπατρίστηκε το χωριό Κ... κοντά στον Τυμφρηστό, κάποιο δειλινό, έφτασε ίσαμ' εκεί ένα λεωφορείο με ορειβάτες από την Αθήνα. Ήθελαν να ιδούν τα παθήματα των ορεινών χωριών και την καινούργια ζωή που ξανάρχισε εκεί πάνω. Το τροχοφόρο στάθμευσε στο μεσοχώρι. Εκεί ο παλιός καφετζής έχει στήσει μια πρόχειρη παράγκα ξύλινη, ίσιαξε δύο - τρία τραπεζάκι και καναπέδες και ξανάβαλε μπροστά την εγχώρια φουφού του.
Οι ξένοι έπιασαν τους καναπέδες.
- Ξέρετε, θα τον δουλέψουμε τώρα τον καφετζή, κάνει ο πιο εξυπνάκιας. Ο καθένας μας θα παραγγείλει και ιδιαίτερο καφέ. Να ιδούμε τι θα κάνει...
- Δεν καθόμαστε, λέω εγώ, στ' αβγά μας; Και ν' αφήσουμε γι' αλλού τις φάρσες μας; Γιατί έχω ακούσει πως κάπου εδώ έβαλαν κάποτε τον παπά καβάλα στο βόδι. Είναι όλοι τους αϊτονύχηδες. Καλιγώνουν τον ψύλλο...
Επεκράτησε όμως η πρόταση του εξυπνάκια. Γι’ αυτό, μόλις φάνηκε ο καφετζής, άρχισαν οι παραγγελίες βροχή:
- Βαρύ γλυκό εμένα.
- Μέτριον βραστόν.
-Με ολίγην...
Είκοσι ξεχωριστοί καφέδες παραγγέλθηκαν για τους ισάριθμους ταξιδιώτες.
Ο καφετζής δεν έδειξε καμιά απορία για τα παράξενα αυτά γούστα. Αντίθετα, άκουγε υπομονετικά και με εμβρίθεια σερβιτόρου του Ζαχαράτου το μακρύ κατάλογο των καφέδων και αποσύρθηκε στα άδυτα της παράγκας. Άρχισε όμως τώρα να εκπλήσσεται η παρέα για την αταραξία του καφετζή.
Σε λίγο σ' ένα τεράστιο δίσκο επρόβαλαν οι καφέδες και τους απίθωσε ο καφετζής στο σκεβρωμένο από τις βροχές και τους νοτιάδες ξύλινο τραπέζι του μαγαζιού του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πελατεία και δεύτερη στο δίσκο.
- Θυμάσαι, τώρα, πως είναι ο καθένας από τους καφέδες;
- Πουώωως! Απαντάει αδίστακτα ο καφετζής. Βαρύ γλυκό δεν είπες του λόγου σου;
-Ναι!
Ο καφετζής χώνει γρήγορα τη δαχτυλάρα του σ' ένα φλιτζάνι, τη δοκιμάζει γλείφοντας στο στόμα του και αποφαίνεται:
- Αυτός είναι!
Την ίδια χειρονομία, βούτηγμα και γλείψιμο, επανέλαβε, στο άψε - σβήσε, στο δεύτερο φλιτζάνι;
- Αυτός είναι ο μέτριος!
- Αυτός είναι ο....
- Αυτός είναι ο....
Αλλά δεν τον άφησαν να προχωρήσει. Όρμησε απάνω στο δίσκο η παρέα και, με ανοιχτές παλάμες σα φτερούγες, προσπαθούσε να προστατεύσει τα φλιτζάνια από την πρωτότυπη αυτή... πραγματογνωμοσύνη.
- Στάσου, για το Θεό! Εν τάξει! Δε χρειάζεται δοκιμή!Τότε ξεθύμανε ο καφετζής.
- Βρε μασκαράδες, κουβαληθήκατε σε τούτη την ερημιά για να σπάσετε κέφι; Αντί να κάνετε το σταυρό σας, που βρήκατε λίγο μαυροζούμι στην παλιοπαράγκα, μου θέλετε και... οθωμανικό; Σπάστε τώρα πλάκα!
Ο φρόνιμος της παρέας άγγιξε το κούτελο του με το δάχτυλο και τους είπε:
- 'Εθελες τα και έπαθες τα! Τι σας έλεγα; Αυτοί έβαλαν τον παπά καβάλα στο βόδι!
Έτσι οι έξυπνοι φυσιολάτρες της Αθήνας πήγαν στο Βελούχι για μαλλί και έφυγαν ροβολώντας τον κατήφορο κουρεμένοι...
«Περιοδικό Αμάραντος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου