Συνεργάτες

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Το μοναστήρι του Αγάθωνα

Το μοναστήρι του Αγάθωνα
(του Αρχ/του Δαμασκηνού Ζαχαράκη)

Με συντροφιά τις πέρδικες, τ' αηδόνια ξυπνητήρι
ανέβηκα στου Αγάθωνα τ' όμορφο μοναστήρι.
Αντάμωσα κι άλλα πουλιά, χίλιων λογιών πετούδια,
και μέθυσα με άρωμα βγαλμένο απ' τα λουλούδια.
Θεέ μου, τι ζωγραφιά ειν' αυτή, που τη θαυμάζουν όλοι,
όσοι έρχονται στης Παναγιάς τ' όμορφο περιβόλι.
Εδώ ανταμώνει ο ουρανός με τα καλά του κόσμου,
να τα χαρώ, τη δύναμη, ω, Παναγιά μου, δός μου.
Κλαριά μικρά, δένδρα τρανά, όμορφη ποικιλία,
Θεός, φύση και άνθρωποι σε τέλεια αρμονία.
Θωρώ την Οίτη πλάι μου, τη χλόη να οργιάζει,
κι όλο τον τόπο γύρω μου να χαίρει, να ευωδιάζει.
Όσα βουνά κι αν πάτησα, τέτοια ομορφιά δεν είδα,
να συνυπάρχουν τέλεια χλωρίδα και πανίδα.
Ακούω ελαφιών μουγκρίσματα, αιγάγρων φωνασκίες,
λένε κι αυτά στον Πλάστη τους δικές τους μελωδίες.
Βλέπω τ' ασκητικά κελλιά, στη μέση εκκλησία,
και παραδίπλα στη σειρά, σχολεία και μουσεία.
Περνάω την πόρτα την τρανή, βλέπω ομορφιά μεγάλη,
των μοναχών τους ίδρωτες, τους κόπους και την πάλη.
Όλα με τάξη, με σειρά, με προσοχή βαλμένα,
των ασκητών ποιήματα, με χάρη καμωμένα.
Στ' αριστερά μας στέκεται ο Άγιος της αγάπης,
των ταξιδιών ο σύντροφος, των οδηγών προστάτης.
Κι εμπρός, στο βάθος δεξιά, πηγή των Αναργύρων,
των ασθενών καταφυγή, χωλών και αναπήρων.
Θεόρατο καμπαναριό, μπροστά απ' την εκκλησία,
μ' οκτώ καμπάνες που σκορπούν εξαίσια μελωδία.
Εισέρχομαι στην έσω αυλή, το βλέμμα άθελά μου
φεύγει και πάει ευθύς σ' Εσέ, Εσταυρωμένε λυτρωτά μου.
Στέκω μπροστά στον Γολγοθά, έτοιμος να δακρύσω,
κλίνω το γόνυ ταπεινά για να σε προσκυνήσω.
Θέλω να πιω τ' αγίασμα που τρέχει απ' το σταυρό Σου
να γεύομαι, να τρέφομαι απ' το σώμα το δικό Σου.
Τριγύρω ο νους μου σταματά, εκστατικός κοιτάζω,
των λουλουδιών τα χρώματα στέκομαι και θαυμάζω.
Γαρδένιες, τριαντάφυλλα, καμέλιες και η σεπόγια,
αρχόντισσα λουλουδιστή, η όμορφη μανόλια.
Ένθεν και ένθεν τα κελλιά, των μοναστών οι χώροι,
της άσκησης τα δώματα, του χρέους πρωτοπόροι.
Ζυγώνω στη χιλιόχρονη την εκκλησιά με δέος,
των Κομνηνών το καύχημα, Βυζαντινών το κλέος.
Προ των πυλών της στέκεται γλυκόλαλος πατέρας,
που την αγία αποστολή θέλει να φέρει εις πέρας.
Καλόκαρδα μας δέχεται, χίλιες ευχές μας νέμει,
και προς την άγια χάρη Της ευγενικά προπέμπει.
Σε μια σπηλιά ο Αγάθωνας ανεύρε την εικόνα,
που κρύψανε οι χριστιανοί, ποιος ξέρει ποιον αιώνα.
Την πήρε και την έβαλε πρώτα στο ασκητήρι,
κι έκτισε για τη χάρη Της τούτο το μοναστήρι.
Έμεινε πάντα δίπλα Της, σε όλη τη ζωή του,
μέρα και νύχτα άγρυπνος, να σώσει την ψυχή του.
Κι εκείνη τον χαρίτωσε, τού 'δωσε τα καλά Της,
τον έχρισε αιώνιο φρουρό στη μάνδρα τη δικιά Της.
Φθάνουμε μπρος στη χάρη Της, στη δόξα του Θεού μας,
των ασκητών το καύχημα, στη μάνα του λαού μας.
Την χαριτόβρυτον Αυτής εικόνα προσκυνούμε,
αιτήματα - αμαρτήματα σ' Εκείνη ομολογούμε.
Χιλιάδες αναθήματα μπροστά Της σωριασμένα,
για τα πολλά Της θαύματα, στην Παναγιά δοσμένα.
Εκεί πόνους και βάσανα και θλίψεις καταθέτουν,
και της ψυχής το λυτρωμό σ' Εκείνη αναθέτουν.
Άλλοι υποκλίνονται σεμνά γονατιστοί και κλαίνε,
κι άλλοι την βλέπουν σιωπηλοί, λόγια πολλά δεν λένε.
Ξέρει η Παντογνώστρια τι θέλουμε, τι πρέπει,
και κατά τα συμφέροντα μας δίνει και μας σκέπει.
Σ' αυτό τον τόπο ο Αγάθωνας θρόνιασε την εικόνα,
να στέκει εδώ Βασίλισσα στον άπαντα αιώνα.


Πηγή: "ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ"
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου